Σαντιάγκο Έσε: Η νιφάδα που θέλει να γίνει χιονοστιβάδα
Ο Φρανσουά Μαρί Αρουέ, ευρύτερα γνωστός με το ψευδώνυμο Βολταίρος, Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός, φιλόσοφος και σημείο αναφοράς του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα, είχε πει εύστοχα και με νόημα ότι «καμιά νιφάδα μες στη χιονοστιβάδα δεν αισθάνεται ένοχη».
Ο Σαντιάγκο Έσε, η πιο σοβαρή (και ενδεχομένως ουσιαστική) επένδυση της φετινής σεζόν για τον Ολυμπιακό, ακούει από μικρό να τον φωνάζουν χαϊδευτικά «copito» (σημαίνει και νιφάδα στα ισπανικά), χωρίς να γνωρίζει το γιατί. Με το θράσος της (νεαρής) ηλικίας του, όμως, φιλοδοξεί ως... νιφάδα να εξελιχθεί σε (ποδοσφαιρική) χιονοστιβάδα και να κάνει, μέσω των Ερυθρόλευκων, τα πρώτα του στέρεα βήματα στο πολύ απαιτητικό σκηνικό των ευρωπαϊκών γηπέδων.
Για πρώτη φορά, άλλωστε, αποχωρίζεται το αγαπημένο του Μπουένος Άιρες και την ομάδα της ζωής του, την Ουρακάν, το έμβλημα της οποίας έχει «χτυπήσει» στο καλάμι του δεξιού του ποδιού, μαζί με την ημερομηνία του ντεμπούτου του με την πρώτη ομάδα: 15 Φεβρουαρίου του 2020.
Έκτοτε πέρασαν περί τα δυόμισι χρόνια, στα οποία ο Σάντι (υποκοριστικό του Σαντιάγκο) πρόλαβε να καταγράψει 122 επίσημα παιχνίδια (με εννέα γκολ – οκτώ ασίστ και μόλις μια αποβολή), πάνω από 8.500 λεπτά συμμετοχής και καμιά 30αριά ματς ως αρχηγός. Προσοχή, μιλάμε για έναν παίκτη που έγινε μόλις 21 τον περασμένο Οκτώβριο!
Πως τα κατάφερε; Δείχνοντας πρωτοφανή προσωπικότητα όποτε πατάει το χορτάρι, αγωνιζόμενος σχεδόν αποκλειστικά ως αμυντικός μέσος, αλλά κάνοντας καλά την δουλειά του και ως κεντρικός μέσος, αλλά και ως μεσοεπιθετικός όποτε χρειάστηκε.
Το φόρτε του είναι το αμυντικό κομμάτι, αφού αυτή είναι άλλωστε η κύρια αποστολή του, αλλά όποτε βρίσκει χώρο δεν χάνει ευκαιρία να προηγηθεί για να δημιουργήσει και να εκτελέσει. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι δύο από τους παίκτες στους οποίους καθρεφτίζεται είναι ο Αντρέα Πίρλο και Τιάγκο Αλκάνταρα, επιχειρώντας πάντως να «αντιγράφει» και αυθεντίες της θέσης όπως ο Χαβιέρ Μαστσεράνο (ο προπονητής του πλέον στην Κ23 της Αργεντινής), ο Σέρχιο Μπουσκέτς ή ο Ενγκολό Καντέ.
Το ποδόσφαιρο στο DNA του
Στο διαδίκτυο κυκλοφορεί, ειδικά τις τελευταίες ημέρες, μια φωτογραφία ενός πιτσιρικά που παρακολουθεί ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι πίσω από κιγκλιδώματα. Αυτός ο πιτσιρικάς ήταν ο Έσε όταν, ακόμα πιο μικρός απ’ ότι είναι τώρα, έβλεπε εκστασιασμένος τα παιχνίδια της λατρεμένης του Ουρακάν και, προφανώς, έκανε όνειρα για να φορέσει την φανέλα της.
Η μπάλα, άλλωστε, κυλάει στις φλέβες του και είναι στο DNA του, από πλευράς πατέρα και, κυρίως, θείου. Ο μπαμπάς Έσε, ο Δον Χούλιο, είναι έμπειρος προπονητής και εδώ και πολλά χρόνια είναι συνεργάτης του μπατζανάκη του, Αντόνιο Μοχάμεντ.
Του «Τούρκου», όπως είναι το παρατσούκλι του (παρ’ ότι η σκούφια του κρατάει από Λίβανο, Συρία, Χιλή και Κροατία!), ο οποίος στα νιάτα του υπήρξε ένας αξιοπρεπέστατος επιθετικός που έγινε επαγγελματίας και αστέρι με την Ουρακάν, έπαιξε σε Φιορεντίνα και Μπόκα Τζούνιορς, κατέκτησε το Copa America με την Εθνική Αργεντινής και μετράει πάνω από είκοσι χρόνια ως πολύ καλός προπονητής, με επιτυχίες κυρίως στο Μεξικό, αν και έκανε το «μπαμ» με την Ιντεπεντιέντε, με την οποία κατέκτησε το Copa Sudamericana το 2010.
Όταν, δηλαδή, ο ανιψιός του έκανε τα πρώτα του βήματα στους μικρούς της Ουρακάν (Μπαλόνι για τους φίλους), ονειρευόταν να του μοιάσει και πάντα άκουγε με μεγάλη προσοχή τις συμβουλές του. «Έχουμε μια οικογένεια που καταλαβαίνει πολύ από ποδόσφαιρο, με έναν άνθρωπο που είχε την τύχη να αποτελέσει μέλος επαγγελματικού ρόστερ όπως ο θείος μου. Με συμβουλεύει πάρα πολύ και δόξα τω Θεώ τον έχω στο πλευρό μου. Η οικογένειά μου με βοηθάει πολύ» λέει ο Έσε για την… άλλη ομάδα, αυτή εκτός γηπέδου, που τόσο πολύ τον στηρίζει.
Στους μικρούς της Ουρακάν ευτύχησε να είναι συμπαίκτης με τον ξάδελφό του, Σαΐρ Μοχάμεντ, τον οποίο θεωρεί περισσότερο ως αδελφό του. Ο Σαΐρ, παρ’ ότι είναι μόλις 23 ετών, αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του (!) γιατί βαρέθηκε να είναι αναπληρωματικός και ενσωματώθηκε στο τεχνικό τιμ του πατέρα του στην Πούμας.
Τέτοια… υπαρξιακά θέματα, βεβαίως, δεν τα έχει ο Έσε, ο οποίος φιλοδοξεί να διαγράψει παρόμοια ή ακόμα και καλύτερη πορεία ως ποδοσφαιριστής σε σχέση με τον θείο του, στηριζόμενος στο δυναμικό του παιχνίδι, τις καλές του τοποθετήσεις και μεταβιβάσεις, την αντίληψή του και, κυρίως, την ισχυρή προσωπικότητα που τον καθιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση Αργεντινού, σύγχρονου «κόφτη».
Ένα πρότζεκτ με λαμπρό μέλλον
Στην ηλικία του, πολλοί συμπατριώτες του έχουν συμπληρώσει τρία και τέσσερα χρόνια από την στιγμή που άφησαν την ζεστασιά της Αργεντινής για να διασχίσουν τον Ατλαντικό και να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της καθιέρωσης στο σαφώς πιο απαιτητικό (και συνάμμα… επικίνδυνο) ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Ο ίδιος το τολμάει δύο μήνες προτού κλείσει τα 22 του χρόνια. Όχι, πάντως, ότι δεν του έλειψαν ευκαιρίες και μετά τα πρώτα βήματα της καθιέρωσης στην Ουρακάν. Το όνομά του έχει «παίξει» για ομάδες – υπόδειγμα στην επένδυση και ανάδειξη νεαρών ταλέντων, όπως η Βιγιαρεάλ, η Κλαμπ Μπριζ ή η Αϊντχόφεν, με Εσπανιόλ, Θέλτα, Τζένοα, Ιντερνασιονάλ, Παλμέιρας και Φλαμένγκο, μεταξύ άλλων, να τον έχουν στα υπόψη τους.
Ο θρυλικός μπαλαδόρος Έντσο Φραντσέσκολι, ως εκπρόσωπος της Ρίβερ Πλέιτ, τον είχε τσεκάρει για τους Εκατομμυριούχους του Μπουένος Άιρες, ενώ το όνομά του είχε πέσει στο τραπέζι και της Μπενφίκα πριν από λίγους μήνες, ως πιθανός διάδοχος του… Έντσο Φερνάντες, ο οποίος πήγε στη Τσέλσι αντί 121 εκατομμυρίων ευρώ!
«Δεν με επηρεάζουν όσα ακούγονται για εμένα» ξεκαθαρίζει ο ίδιος, ο οποίος στο ξεκίνημα της καριέρας του διάβαζε (και επηρεάζονταν πολύ) από τις κριτικές για το παιχνίδι του στο social media, αλλά πλέον τα βλέπει ως κίνητρο για να βελτιώνεται, κάτι που ισχύει και για τις μεταγραφικές φήμες γύρω του.
Καμία από τις προαναφερθείσες ομάδες δεν έκαναν πραγματικά κίνηση για έναν ποδοσφαιριστή, η χρηματιστηριακή αξία του οποίου ξεκίνησε από τις εκατό χιλιάδες ευρώ και έχει φτάσει αισίως τα οκτώ εκατομμύρια ευρώ (βάσει της εξειδικευμένης ιστοσελίδας Transfermarkt), με τον Ολυμπιακό να δίνει κάτι παραπάνω από τα μισά για το 90% των δικαιωμάτων του.
Η Άντερλεχτ, η οποία επίσης παραδοσιακά επενδύει σε ταλέντα από την Αργεντινή για να τα αναδείξει και να τα (μοσχό)πουλήσει στη συνέχεια, βρέθηκε πολύ κοντά στην απόκτησή του στη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά… απηύδησε με το ποιος έχει τα δικαιώματα και με ποιον πρέπει να συμφωνήσει, όπως συμβαίνει συχνότατα με ποδοσφαιριστές από τη Νότια Αμερική.
Το όνειρο της Αλμπισελέστε
Στις 26 Μαρτίου του 2021, έπαιξε ως αλλαγή για μερικά λεπτά σε φιλικό της Κ23 της Αργεντινής με την Ιαπωνία. Όπως είναι λογικό, δεν του είναι αρκετό. Φιλοδοξεί να αυγατίσει τις συμμετοχές με την μικρή Αλμπισελέστε στο Προολυμπιακό της Βενεζουέλας τον Γενάρη, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του την μεγάλη εθνική ομάδα, την τωρινή παγκόσμια πρωταθλήτρια. Δεν τον πήραν, άλλωστε, και τα χρόνια.
Όπως κάθε Αργεντινός (ή Ουρουγουανός) που σέβεται τον εαυτό του, πίνει μετά μανίας μάτε. Και απολαμβάνοντας το εθνικό ρόφημα της χώρας του, κάνει ξύπνιος όνειρα για σπουδαία καριέρα στην Ευρώπη, όπου φτάνει αποφασισμένος να δικαιώσει όσους βλέπουν στο πρόσωπό τους ένα 5άρι ικανό να αφήσει το σημάδι του τα επόμενα χρόνια.
Για χάρη της καριέρας του, άλλωστε, άφησε στην άκρη τις εξόδους με φίλους, παρ’ ότι δεν του αρέσει καθόλου να μένει μόνος, έχει δώσει την καρδιά του στο ποδόσφαιρο (και στην πανέμορφη Μιράντα), αφήνει τον ευέξαπτο χαρακτήρα του εκτός γηπέδου και φιλοδοξεί, όπως κάποτε είχε πει ότι «μοιάζω παικτικά στον Τιάγκο (σ.σ. ναι, τον Αλκάνταρα)» να το δείξει και μέσα στον αγωνιστικό χώρο (σε μικρότερη κλίμακα προφανώς…) προς τέρψιν, καταρχήν, των φίλων του Ολυμπιακού...