Όταν έπαψαν να υπάρχουν θεοί!
Οι μύθοι φτιάχνονται από τα υλικά του παρόντος και τις σκέψεις του μέλλοντος! Και κάπως έτσι, τα αδέλφια «1987», «1989», «2005» καλωσόρισαν το παγκόσμιο «2006». Αθήνα, Ζάγκρεμπ, Βελιγράδι, Σαϊτάμα. Βαλκάνια, προσευχές, αναθέματα, βλαστήμιες, έξω καρδιά χαμόγελα και γαλανόλευκες τίγρεις σε αποστολή. Πρώτα μας αγνόησαν, μετά μας έμαθαν και στο τέλος μας θυμήθηκαν ξανά. Και στην Ιαπωνία μας είδαν μέσα στο σύννεφο του Ολύμπου! Οι θνητοί δεν φτάνουν εύκολα εκεί και όταν το κάνουν πατάνε σε μια πολεμική ιαχή που πυκνώνει τον αέρα και τα μόρια των μικρών, μα ανθεκτικών, στιγμών. Στο έτος μηδέν ήταν δυο βολές κι ένας «τίμιος γίγαντας». Στο έτος ενηλικίωσης ήταν το τρίποντο ενός «Μπέμπη» και το 45αρι του «Γκάγκστερ». Στο έτος της εδραίωσης της εμπειρίας ήταν το γαλλικό «Pourquoi» απέναντι στο «βάλτο αγόρι μου!». Και στο έτος των ανεπίστρεπτων τιμών ήταν το δικό μας «Αποκάλυψη, Τώρα!». Πριν τα μεγάλα υπήρχε το μικρό, το αστέρι που με το ασθενικό του φως έδειχνε μια λεπτομέρεια του αύριο. Ήταν το 14-17, πρώτο ημίχρονο, στον αγώνα ΗΠΑ-Ελλάδα για το Παγκόσμιο του 1994, στον Καναδά. Οι κυρίαρχοι ένιωσαν για μια στιγμή ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα, κατάλαβαν ότι η πανοπλία τους δεν είναι άθραυστη. Την 1η Σεπτεμβρίου 2006 έπαψαν να υπάρχουν θεοί. Ο Όλυμπος είχε πέσει και στο λάβαρο της νίκης ήταν γραμμένο το Ελλάδα-ΗΠΑ 101-95.
«Έπος!», ναι, αυτή είναι η λέξη
Τα μυαλά εκείνη τη μέρα ήταν τόσο κοφτερά που κάθε λόγος έπεφτε πάνω τους σαν βελούδινο γάντι. Κάθε πνεύμα κακόβουλο, κάθε αλαζονικό νεύμα, κάθε σκέψη απαξιωτική έβγαζε το μέσα-έξω και τα «σίγουρα» νοήματα ανατρέπονταν, διαλύονταν. Εκείνη τη μέρα το φως της μέρας θα «κατάπινε» τη νύχτα και οι άπιστοι θα γίνονταν πιστοί. Η Σαϊτάμα και το 2006 κέρδισαν το ακίνητό τους σημείο στο χωροχρονικό συνεχές. Και η Ελλάδα; Η Ελλάδα έγινε παγκόσμιο, σταθερό, σχόλιο αναφοράς! Γιατί; Διότι πάντα θα έχουμε τη Σαϊτάμα, διότι οι ιστορικοί του αθλήματος γράφουν και ξαναγράφουν, καθαρίζουν και γυαλίζουν διαρκώς εκείνη τη στιγμή, διότι οι επόμενες γενιές θα ακούνε, θα βλέπουνε, θα διαβάζουνε το 2006 η Ελλάδα κέρδισε την ομάδα μπάσκετ των ΗΠΑ! Κι αν φανεί παράξενο το θαυμαστικό οι πληροφορίες θα είναι εκεί, το νικημένο δέος θα υπενθυμίζει ποιοι στάθηκαν όρθιοι και ποιοι γονάτισαν. Οι καλύτεροι της μπασκετικής υπερδύναμης υποκλίθηκαν σε αυτούς που επιβεβαίωσαν την ανωτερότητα του πνεύματος έναντι του λόγου. Η ξέφρενη χαρά, σχεδόν παιδική, χόρεψε απέναντι στην αναπάντεχη παραίτηση και τα πεισμωμένα βλέμματα που δεν ξέχασαν και δεν πρόκειται να ξεχάσουν ποτέ. Έπος λοιπόν. Αυτό που έσπασε κάθε ματαιόδοξο καθρέφτη και καρφώθηκε στη μνήμη. Έπος των «μικρών», των «λίγων», των Ελλήνων!
Η αβέβαιη δόξα έγινε παντοτινή
Οι Αμερικάνοι έχουν αυτή τη φράση-οδηγό που λέει ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα! Ναι, δεν τους αρέσει να χάνουν. Αυτό, όμως, που τους ενοχλεί περισσότερο είναι να χάνουν οι καλύτεροί τους. Εκείνη η εθνική ομάδα μπάσκετ των ΗΠΑ είχε (σχεδόν) τα πάντα! Καρμέλο Άντονι, ΛεΜπρόν Τζέιμς, Ντουέιν Ουέιντ. Και μόνο οι τρεις τους αρκούσαν για να τρομοκρατήσουν κάθε αντίπαλο. Αν δίπλα σε αυτά τα ονόματα προσθέσετε τα έντονα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού τους, τότε καταλαβαίνετε για τι ομάδα μιλάμε. Πίεση, ασφυκτική, πάνω στην μπάλα, πολλά σουτ από μακριά, άνοιγμα χώρων για «απομόνωση», απλησίαστα φυσικά προσόντα… Στον πάγκο ο Μάικ Σιζέφσκι και στα μυαλά το κίνητρο της αποτυχίας τους σε Αθήνα 2004 και Ιντιανάπολις 2002. Η αλαζονεία και η υποτίμηση του αντιπάλου όμως υπερίσχυσαν του κινήτρου. Το ίδιο έκανε και η αποφασιστικότητα, η ηρεμία και το πάθος των Ελλήνων. Αυτοί που δεν είχαν να χάσουν τίποτα, αυτοί κέρδισαν τα πάντα. Αυτοί που στάθηκαν απέναντι στην αβέβαιη δόξα εκείνου του πρωινού, αυτοί πήραν όλο το χειροκρότημα και τις αστραπές των μηχανών. Οι παίκτες του Παναγιώτη Γιαννάκη δεν φοβήθηκαν τίποτα, ακολούθησαν τον υψηλό ρυθμό και τον επέβαλλαν στους αντιπάλους τους! Συνήθως γινόταν το αντίθετο. Ευστοχία, δημιουργία, καθαρό μυαλό και ομαδικό πνεύμα έριξαν στο καναβάτσο τους καλύτερους των ΗΠΑ. Η Ελλάδα εδραιώνεται στην ελίτ και οι Αμερικάνοι ξεκινούν την αναζήτηση για το δικό τους Καθαρτήριο.
Η επιστροφή του παραδείγματος
Εκείνη η νίκη της Ελλάδας έγινε γνωστή παντού. Τα ΜΜΕ του κόσμου όλου αποτύπωσαν την ανεξίτηλη στιγμή και τη μετέδωσαν αστραπιαία σε κάθε σπίτι. Λογικό. Τα 40 λεπτά του παιχνιδιού πήραν την τελική τους μορφής στο σκορ γράφτηκε στον ηλεκτρονικό πίνακα. Το 101-95 δεν κουβαλά μόνο τον αντίκτυπο της στιγμής αλλά και τη σταθερότητας της πορείας. Οι παίκτες του Παναγιώτη Γιαννάκη υπογράμμισαν την εξής φράση: έτσι γίνεται η δουλειά! Ναι, το άφθονο ατομικό ταλέντο χρειάζεται. Ναι, η αυτοπεποίθηση είναι απαραίτητο συστατικό για ένα αξιόμαχο σύνολο. Ναι, η φήμη προσθέτει και ενισχύει την εξάρτυση του συνόλου. Το μπάσκετ, όμως, είναι απλό και την απλότητα του την εκφράζουν οι ξεκάθαροι ρόλοι στο παρκέ, η αμείωτη διάθεση σε άμυνα και επίθεση και η έγνοια να προσφέρει ο ένας στον άλλο. Το κοινό είδε τα πικ εν ρολ του Παπαλουκά με τον Σχορτσιανίτη, τις άμυνες του Διαμαντίδη, τις καλά διαβασμένες διεισδύσεις του Σπανούλη, το «απρόβλεπτο» του Λάζαρου Παπαδόπουλου, την κίνηση χωρίς την μπάλα του Κακιούζη… Αυτό που δεν φαινόταν -αλλά σίγουρα το καταλάβαινες- ήταν η γνώση και η αυταπάρνηση. Όλοι ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν, πού και πώς έπρεπε να κινηθούν και όλοι έδιναν, χωρίς σκέψη, αυτό που μπορούσαν και στις δύο πλευρές του παρκέ. Τα λόγια του Μάικ Σιζέφσκι επιβεβαιώνουν τα προηγούμενα: Στα προηγούμενα παιχνίδια μας εκείνο το καλοκαίρι κανένα δεν ήταν ισάξιο σε πάθος και ταχύτητα όσο αυτό με την Ελλάδα. Η συνάντηση με την ελληνική ομάδα ήταν η επιτομή του διεθνούς μπάσκετ. Ήταν ό,τι καλύτερο υπήρχε εκτός Αμερικής και εμείς δεν είχαμε μάθει να παίζουμε σ’ ένα άλλο στυλ υψηλού επιπέδου. Η εθνική ομάδα μπάσκετ της Ελλάδας φρόντισε να μείνει αναλλοίωτος ο πυρήνας του αθλήματος, οι σταθερές του, τα θεμέλια του. Το τρίπτυχο Ψηλότερα-Γρηγορότερα-Δυνατότερα είναι το αμέσως επόμενο, είναι η ενίσχυση, είναι η προσθήκη, είναι η εξέλιξη. Το ισχυρό πνεύμα διαμορφώνει ισχυρούς χαρακτήρες, ρόλους και υποστηρίζει τη διάθεση για προσφορά, θυσία και αυτοθυσία εντός των γραμμών του γηπέδου. Από τότε αυτή είναι -και πάλι- η πρώτη φροντίδα προπονητών, παραγόντων, παικτών. Κάποιοι κρατούν μάχιμη την πνευματική τους διάθεση και διαπρέπουν (Ισπανία), κάποιοι, όπως οι Αμερικάνοι, πασχίζουν γι’ αυτό και κάποιοι -όπως εμείς- προσπαθούν να αντέξουν το βάρος του παραδείγματος που έδωσαν, επανάφεραν στο φως.
Στο ίδιο ύψος με το παιχνίδι
Ο λόγος που υπενθυμίζουμε και στηρίζουμε το καλλιτέχνημα του 2006 είναι ένας: μας επιβεβαίωσε την ικανότητα για υπέρβαση όπως την εννοεί ο Καζαντζάκης! Ποιος περίμενε να κερδίσουμε τότε τις ΗΠΑ; Κανείς. Ποιος περίμενε να αγγίξουμε την κορυφή του κόσμου; Κανείς. Η πορεία ήταν ανηφορική (πάντα είναι) και φαινομενικά άπιαστη. Εκεί που νομίζαμε ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε, φτάσαμε. Η ευθύνη όλη δική μας. Η αποτυχία δική μας. Η επιτυχία δική μας. Ένας ήταν ο τρόπος, η σιωπή. Καμία προκλητική φιλοδοξία δεν ντύθηκε με λέξεις και ήταν το πνεύμα (ναι, πάλι αυτό) και η πνοή του που έπλασαν τους χαρακτήρες και τις πανοπλίες των παικτών του Παναγιώτη Γιαννάκη. Αν ο κόσμος όλος έβλεπε μπασκετικό θάνατο εκείνη τη μέρα, εμείς λέγαμε «δώστε μας ζωή!», και την πήραμε. Εκείνη τη μέρα η Ελλάδα ξεπέρασε μπασκετικά τον εαυτό της και ένωσε το ελληνικό 1987 με το «παγκόσμια ελληνικό 2006». Αυτή η επέτειος, λοιπόν, έχει αξία για τους δρόμους που φώτισε και παρέδωσε στις επόμενες γενιές. Προφανώς και δεν είναι εύκολη η διάβαση τους. Το ταλέντο σπάνια μένει στις παλάμες, σαν το νερό γλιστράει, και η σωματική δουλειά πρέπει να ακολουθεί την πνευματική. Όσοι έρχονται πρέπει να προσαρμόζουν στα μέτρα τους την πορεία, να τη σέβονται και να έχουν τη διάθεση να πάνε λίγο παραπέρα. Η πεποίθηση ότι την έχουν κατακτήσει από πριν φέρνει τιμωρία. Το ίδιο και όταν πιστεύουν ότι δεν είναι αντάξιοι της ή δεν έχουν τα προσόντα για να τη διανύσουν, να τη ζήσουν, να την αγκαλιάσουν. Το 2006 μπορούσαμε να κερδίσουμε κάθε αντίπαλο. Φυσικά και την Ισπανία. Το κάναμε το 1987. Και τα δύο αυτά έτη είναι φωτεινό κομμάτι της μπασκετική μας διαδρομής. Σε αυτό ζούμε, σε αυτό πρέπει να μάθουμε να ζούμε, σε αυτό η σωτηρία και η καταστροφή μας. Το 2006 σταθήκαμε ακριβώς στο ίδιο ύψος με το παιχνίδι. Αυτό δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ!