Βαζέχα στο Gazzetta: «Δεν περίμενα ότι θα μείνω στην Ελλάδα για πάντα»

Βαζέχα στο Gazzetta: «Δεν περίμενα ότι θα μείνω στην Ελλάδα για πάντα»

Άκης Κατσούδας

Ο Κριστόφ Βαζέχα κάθεται μέσα στο λευκό αυτοκίνητό του. Μιλάει στο τηλέφωνο για αρκετή ώρα. Έχει παρκάρει ακριβώς δίπλα στη Θύρα 11 της Λεωφόρου. Πίσω του, μια παρέα παιδιών παίζει ποδόσφαιρο σε ένα γήπεδο μπάσκετ. Τα περισσότερα από αυτά, κατά πάσα πιθανότητα, δεν τον πρόλαβαν να αγωνίζεται.

Αφότου τελειώνει το τηλεφώνημα, κατεβαίνει από το αυτοκίνητο. Φοράει ένα καρό πουκάμισο, ένα μπλε παντελόνι και ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια. Τα γυαλιά ηλίου δεν μπορούν να τον καμουφλάρουν. Τα βλέμματα των περαστικών πέφτουν πάνω του. Μερικοί του μιλάνε. Μερικοί απλά τον κοιτούν επίμονα και προχωράνε.

Φτάνουμε έξω από τη Θύρα 8. Ο Κριστόφ Βαζέχα χτυπάει μια πράσινη σιδερένια πόρτα. «Ποιος είναι;» ρωτάει ο φροντιστής του γηπέδου. Με το που ακούει το όνομα του παλαίμαχου Πολωνού ποδοσφαιριστή και σημαίας του Παναθηναϊκού, ανοίγει αμέσως.

Το βλέμμα του παραμένει καρφωμένο πάνω του για ώρα. «Με θυμάσαι; Είμαι ο γιος του ανθρώπου που κάποτε…». Κάπου εκεί η φωνή χαμηλώνει. Πηγαίνει κοντά του και κάτι του λέει σιγανά. Δεν μπορώ να ακούσω τι λένε. Ο Κριστόφ Βαζέχα, ωστόσο, φαίνεται να χαμογελά.

«Μήπως μπορείς να τραβήξεις μια φωτογραφία με το κινητό μου;» με ρωτάει ο φροντιστής του γηπέδου. Αφότου το κάνω, τραβάει προς το εσωτερικό του γηπέδου να συνεχίσει τις δουλειές του.

«Μπορείτε να βγάλετε όσες φωτογραφίες θέλετε. Και μέσα και έξω. Ό,τι θέλετε» φωνάζει από μακριά. Ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να το αρνηθεί σε έναν ποδοσφαιριστή που συνέβαλε σε μερικές από τις πιο χρυσές σελίδες της ιστορίας του Τριφυλλιού.

Περπατάμε μόνοι μας στο χορτάρι της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Μπορεί να μην αγωνίστηκε για πάρα πολλά παιχνίδια στο συγκεκριμένο γήπεδο, καθώς η κύρια έδρα της ομάδας κατά τα χρόνια της μεγάλης ακμής του ήταν το ΟΑΚΑ, τρέφει, όμως, τεράστιο θαυμασμό για αυτό.

«Σέβομαι τη Λεωφόρο, είναι ένα ιστορικό, κλασικό ποδοσφαιρικό γήπεδο. Οι παλιότεροι παίκτες το ξέρουν καλύτερα από μένα γιατί δεν έπαιξα πολλά ματς εδώ» εξηγεί. «Πιστεύω, όμως, πως στον κόσμο του Παναθηναϊκού αξίζει ένα γήπεδο με πολλές περισσότερες θέσεις. Το ΟΑΚΑ όταν γεμίζει, δημιουργεί εκπληκτική ατμόσφαιρα, δεν είναι, όμως, ποδοσφαιρικό γήπεδο. Το νέο θα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό».

image

«Μου αρέσει πολύ ο Φώτης Ιωαννίδης. Θεωρώ πως αν πάρει περισσότερες ευκαιρίες θα γίνει ένας πολύ καλός φορ»

Ο Κριστόφ Βαζέχα ήταν από την πρώτη στιγμή υπέρμαχος της δημιουργίας του γηπέδου στον Βοτανικό. Ένα γήπεδο το οποίο, είναι σίγουρος ότι, πέρα από την αναβάθμιση της περιοχής, θα δυναμώσει ακόμη περισσότερο τον Παναθηναϊκό που, τα τελευταία τρία χρόνια, ελέω Ιβάν Γιοβάνοβιτς έχει επιστρέψει στην κανονικότητα.

Εξαιτίας του Βαζέχα Soccer School, της ποδοσφαιρικής ακαδημίας που διαθέτει στις Αχαρνές (Λεωφόρος Καραμανλή 117), δεν του μένει αρκετή ώρα για να παρακολουθεί από κοντά τους αγώνες της αγαπημένης του ομάδας. Όποτε βρει ευκαιρία, όμως, παίρνει το αυτοκίνητό του και έρχεται στη Λεωφόρο.

Ο Φώτης Ιωαννίδης είναι ένας τους αγαπημένους του ποδοσφαιριστές. «Μου αρέσει πολύ. Θεωρώ πως αν πάρει περισσότερες ευκαιρίες θα γίνει ένας πολύ καλός φορ, τόσο για τον Παναθηναϊκό όσο και για την εθνική ομάδα. Δεν είναι ένας επιθετικός που στέκεται μέσα στην περιοχή και περιμένει να του έρθει η μπάλα και να κάνει το γκολ. Πάει δεξιά, αριστερά. Και το πλεονέκτημά του είναι ότι μπορεί να δώσει την τελευταία πάσα. Να μοιράσει την μπάλα και βάλει άλλος το τέρμα. Όπως είδαμε με την Μπράγκα. Έχει φοβερά στοιχεία αλλά θα πρέπει να προσέξει να μην πάρουν τα μυαλά του αέρα» λέει γελώντας.

Το μεγαλύτερο προσόν του ιδίου, όπως εξηγεί, από τα παιδικά του χρόνια στην Πολωνία μέχρι σήμερα είναι πώς πάντα έμενε πιστός στους στόχους του. Από μικρός ήξερε πως ήθελε να γίνει επιθετικός. Μόνο που, έπρεπε ένας φίλος του να τον παρακινήσει, για να γραφτεί στην πρώτη του ομάδα.

«Είχα ένα φίλο που έπαιζε στη Ρουχ Χόρζοβ. Μου έλεγε κάθε μέρα: “έλα να σε δει ο προπονητής. Μπορεί και να σε πάρουν”. Πήγα τελικά σε μια προπόνηση, με παρακολούθησε ο κόουτς και του άρεσα. Για να πάω στην ομάδα, όμως, έπρεπε να αλλάξω σχολείο» θυμάται ο Κριστόφ Βαζέχα.

Ο Κριστόφ Βαζέχα στη Λεωφόρο.

Ουσιαστικά δεν επρόκειτο απλά για ένα σχολείο, αλλά για ένα ολόκληρο ποδοσφαιρικό campus, το οποίο προσέφερε στους νεαρούς ποδοσφαιριστές φαγητό και πλήρη ρουχισμό. Κάτι το οποίο, όπως εξηγεί, ήταν πολύ σημαντικό, καθώς προερχόταν από μια πολύ φτωχή οικογένεια.

«Ήταν πολύ δύσκολες εκείνες οι εποχές. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Η μητέρα μου είχε μεγάλο φόβο. Γιατί μέναμε έξω από την πόλη και έπρεπε να παίρνω το τραμ, μόνος μου, για να πάω στο σχολείο. Ήταν μια απόσταση πέντε χιλιομέτρων περίπου. Με άφησε, όμως, γιατί έβλεπε πως μου άρεσε αυτό που έκανα. Δεν είμαι και τόσο καλός μαθητής στο σχολείο. Το μυαλό όλων μας ήταν μόνο στη μπάλα» προσθέτει και βάζει τα γέλια.

«Παίζαμε μέχρι το βράδυ. Ερχόμασταν μέσα στις λάσπες πίσω στο σπίτι. Έπρεπε να μας φωνάξει η μάνα μας για να μπούμε μέσα. Καμιά φορά τρώγαμε και ξύλο επειδή αργούσαμε. Και τώρα, οι γονείς είναι αυτοί που θέλουν να σπρώξουν τα παιδιά να βγουν έξω».

Ο Κριστόφ Βαζέχα ξεκίνησε να βλέπει ποδόσφαιρο σε μια εποχή που η Πολωνία είχε μία από τις καλύτερες ομάδες παγκοσμίως. Αποκορύφωμα ήταν, φυσικά, το Μουντιάλ του 1974, όταν και η εθνική ομάδα της χώρας κατέλαβε την τρίτη θέση, νικώντας την Αργεντινή, την Ιταλία και τη Βραζιλία στον μικρό τελικό.

Η μόνη ομάδα από την οποία έχασε ήταν η Δυτική Γερμανία. «Δεν έπρεπε να γίνει εκείνο το ματς. Έπεφτε τόση πολλή βροχή και το τερέν ήταν χάλια. Οι Γερμανοί, που ήταν και γηπεδούχοι, ήθελαν να παίξουν γιατί η Πολωνία ήταν σε φοβερή φόρμα εκείνη την περίοδο και δεν θα τη βόλευε ο συγκεκριμένος καιρός» εξηγεί.

Όλα τα ματς τα παρακολούθησε από την τηλεόραση. Ο αγαπημένος του παίκτης ήταν ο Λουμπάνσκι. Έπαιζε φορ και ήθελε να του μοιάσει. Πού να ήξερε κι εκείνος πως δώδεκα χρόνια αργότερα, θα κατάφερνε να συναντήσει μερικούς από τους αστέρες εκείνης της εποχής, στην προετοιμασία του για το Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό.

«Ήμουν ανάμεσα στα 40 άτομα της προεπιλογής για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ήταν τεράστια εμπειρία για μένα, ένα παιδί 22 χρονών, να παίξω δίπλα σε αυτούς τους παίκτες. Δεν πήγα τελικά, αλλά δεν στεναχωρήθηκα. Για μένα ήταν τιμή και έκπληξη μόνο και μόνο που με διάλεξαν» σημειώνει.

Κι ενώ στην αρχή της καριέρας του, κατά τον ίδιο, υπήρχαν πιο ταλαντούχα παιδιά, εκείνος χάρη στην υπομονή και τη πειθαρχία του, κατάφερε να ξεχωρίσει και να γίνει ένας από τους καλύτερους επιθετικούς της πολωνικής λίγκας. Το 1989 ήταν, όμως, η στιγμή της εκτόξευσης, όταν και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 24 γκολ. Και κάπου εκεί ξεκίνησε η ιστορία με τον Παναθηναϊκό.

image

«Όλοι βλέπουν μόνο την κούρσα του Δώνη. Η φάση, όμως, ξεκινάει πιο πριν, δεξιά. Ο Αποστολάκης κέρδισε την μπάλα και δεν την έδιωξε. Θα μπορούσε να γίνει μια γιόμα. Ήμασταν άλλωστε λίγο πριν το τέλος του ματς»

«Η σεζόν στην Πολωνία ξεκινάει πολύ νωρίτερα από της Ελλάδας, εξαιτίας του βαρύ χειμώνα. Οπότε, έμεινα στη Ρουχ Χορζόβ για ολόκληρο τον πρώτο γύρο. Ο Παναθηναϊκός είχε πρόβλημα τραυματισμού με τον Δημήτρη Σαραβάκο και έψαχνε παίκτη. Ρώτησαν τον Κάζιμιρ Γκόρσκι και τους είπε για μένα. Ήρθε άνθρωπος από την Αθήνα, μίλησε, συμφώνησε με την ομάδα και ήρθα εδώ».

Όπως σημειώνει, οι φήμες που ακούστηκαν εκείνη την εποχή για ενδιαφέρον ξένων ομάδων, δεν είχαν βάση. «Δεν ήταν αποφασισμένες να με πάρουν. Η μόνη ομάδα ήταν ο Παναθηναϊκός». Και κάπως έτσι, μέσα σε μια εβδομάδα άλλαξε μια και καλή ολόκληρη η ζωή του Κριστόφ Βαζέχα.

Η πρώτη εβδομάδα ήταν δύσκολη. Έμενε μόνος του σε ένα ξενοδοχείο στην Πλατεία Συντάγματος, χωρίς τη γυναίκα και το παιδί του που είχαν μείνει πίσω στην Πολωνία, και έκανε όλη μέρα προπόνηση προκειμένου να είναι έτοιμος για το ματς κόντρα στην ΑΕΚ.

«Εμείς είχαμε σταματήσει ήδη από τις αρχές Νοεμβρίου στην Πολωνία, οπότε ήμουν εκτός για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Το πρώτο παιχνίδι κόντρα στην ΑΕΚ, το έπαιξα ουσιαστικά χωρίς να κάνω προετοιμασία. Ήρθα την Κυριακή, προπονήθηκα για πέντε μέρες και μπήκα» εξηγεί.

Το πρώτο του τέρμα το πέτυχε στο δεύτερο ματς κόντρα στον Απόλλωνα Σμύρνης στη Ριζούπολη. «Τη θυμάμαι τη στιγμή του γκολ, αλλά μη μου ζητήσεις να το περιγράψω. Έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια. Μερικές φορές βλέπω βιντεάκια στο YouTube και θα το πιστέψεις πως υπάρχουν μερικά που έχω ξεχάσει εντελώς ότι τα έχω βάλει;».

Η προσθήκη του Κριστόφ Βαζέχα βοήθησε τα μέγιστα προκειμένου ο Παναθηναϊκός να κατακτήσει τελικά το πρωτάθλημα, με μόλις τρεις βαθμούς διαφορά από τη δεύτερη ΑΕΚ.

Κι ενώ, λοιπόν, είχε αρχίσει να βρίσκει τα πατήματά του, ένας πόνος στους κοιλιακούς, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για την επόμενη σεζόν, τον ανάγκασε να μείνει εκτός αγωνιστικής δράσης για τουλάχιστον τέσσερις μήνες. Αυτός ήταν και ο πιο σοβαρός τραυματισμός που είχε ποτέ στην καριέρα του.

«Στις προπονήσεις άρχισαν να εμφανίζονται κάποιοι πόνοι στους κοιλιακούς που όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωναν. Ύστερα έκανα ενέσεις για να παίζω, αλλά και πάλι δεν περνούσαν. Το χειρουργείο ήταν μονόδρομος». Την εγχείρηση έκανε ο γιατρός της ομάδας, Αργύρης Μήτσου, ο οποίος του είπε μια κουβέντα που δεν την έχει ξεχάσει μέχρι σήμερα.

«Αφότου ολοκληρώθηκε, μου είπε: “από εδώ και πέρα, θα παίξεις μέχρι τα 40”. Από μέσα μου σκεφτόμουν: “τι μου λέει αυτός τώρα”. Και να που έπαιξα μέχρι τότε. Κάθε φορά που τον πετυχαίνω, του το λέω και γελάμε» προσθέτει.

Η αρχική εκτίμηση έκανε λόγο για απουσία τουλάχιστον έξι μηνών από την αγωνιστική δράση. Οι πρώτες εβδομάδες υπήρξαν πολύ δύσκολες, καθώς δεν μπορούσε από τους πόνους, ούτε να ακουμπήσει την μπάλα. Οι θεραπείες και η αποκατάσταση ήταν τέτοια, όμως, που ο Κριστόφ Βαζέχα επέστρεψε στους τέσσερις. Και έκτοτε δεν έλειψε ποτέ ξανά.

Ο άνθρωπος με τον οποίο ήταν πιο κοντά όλα αυτά τα χρόνια στην ομάδα ήταν ο συμπατριώτης του, Γιόζεφ Βάντσικ. «Με τον Γιόζεφ γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά. Παίζαμε στην ίδια ομάδα. Ύστερα χαθήκαμε, όμως, και συναντιόμασταν μόνο στα ματς της εθνικής. Όταν ο Σαργκάνης έφτανε προς τη δύση της καριέρας του, με προσέγγισε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης και μου είπε αν ξέρω κάποιο καλό τερματοφύλακα. Και κάπως έτσι ήρθε».

Οι δυο τους υπήρξαν συμπαίκτες για εννιά χρόνια, πανηγυρίζοντας αρκετά τρόπαια και ευρωπαϊκές πορείες. Η μεγαλύτερή τους στιγμή ήταν σε εκείνο το ιστορικό ματς κόντρα στον Άγιαξ, στις 3 Απριλίου 1996. Η συζήτηση δεν άργησε να πάει στη στιγμή του γκολ.

Κι ενώ για όλα τα υπόλοιπα είχα κάποια κενά μνήμης, εκείνο το θυμόταν από την πρώτη στιγμή ως την τελευταία. «Όλοι βλέπουν μόνο την κούρσα του Δώνη. Η φάση, όμως, ξεκινάει πιο πριν, δεξιά. Ο Αποστολάκης κέρδισε την μπάλα και δεν την έδιωξε. Θα μπορούσε να γίνει μια γιόμα. Ήμασταν άλλωστε λίγο πριν το τέλος του ματς. Την έδωσε στον Δώνη και ξεκίνησε όλη αυτή την πορεία με την μπάλα. Βγήκε και ο Δημήτρης Μάρκος πίσω από την πλάτη του. Εγώ από τα αριστερά. Μπερδεύτηκαν. Δεν ήξεραν πού θα δώσει τη μπάλα» θυμάται.

Ο Κριστόφ Βαζέχα.

Όπως παραδέχεται, ο αντίπαλος τερματοφύλακας βγήκε πολύ γρήγορα. «Άλλο ένα δευτερόλεπτο και θα με είχε προλάβει». Τελικά κατάφερε να βρει μόνο τα πόδια του. Αφότου είδε την μπάλα, ξαπλωμένος, να καρφώνεται στα δίχτυα, δεν είχε καμία απολύτως αντοχή να τρέξει. Απλά σήκωσε τα χέρια ψηλά και πανηγύρισε. «Δεν μπορούσα να τρέξω να πανηγυρίσω. Ούτε εγώ, ούτε κανένας άλλος. Δεν είχα τη δύναμη να κάνω ακόμη ένα σπριντ».

Αυτό που ακολούθησε δεν περιγράφεται. Υποδοχή ηρώων στο αεροδρόμιο, πανηγύρια, χαρές. Ο Κρίστοφ Βαζέχα ήξερε, όμως, ήταν πολύ δύσκολο να κερδίσουν εκείνον τον Άγιαξ δύο φορές μέσα σε δύο εβδομάδες. «Το έχω δει εκείνο το παιχνίδι τέσσερις φορές στην κασέτα. Δεν νομίζω πως υπήρχε άγχος. Υπήρχε μεγάλη πίεση από τον Άγιαξ. Ήταν μεγάλη ομάδα, τι να λέμε. Είχαμε και εμείς δύο σημαντικές απουσίες στην άμυνα».

«Κλειδί για τη ρεβάνς νομίζω ήταν το γκολ που φάγαμε στο τέταρτο λεπτό. Και μετά δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Να πάμε μπροστά, να μείνουμε πίσω; Ήταν μια μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε αλλά, το ξαναλέω, ήταν πολύ δύσκολο να κερδίσεις εκείνη την ομάδα, δύο φορές μέσα σε δύο εβδομάδες».

Ο Κριστόφ Βαζέχα παρέμεινε στην ομάδα ως το 2004. Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο χρόνος και ο ρόλος του στην ομάδα μειωνόταν, ωστόσο, αυτό δεν ήταν κάτι που τον πείραζε. «Το καταλάβαινα πως είχα φτάσει σε ηλικία που δεν μπορούσα να παίξω από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό ενός αγώνα. Έδινα τα πάντα, όμως, στις προπονήσεις. Γιατί μπορεί να υπήρχαν μερικά παιχνίδια που θα έπρεπε να μπω στο 80’ και να βοηθήσω. Δεν είχα στο μυαλό μου: “εγώ είμαι ο Βαζέχα και δεν μπαίνω στα τελευταία λεπτά”» προσθέτει.

Στις 25 Μαΐου 2003 πέτυχε το τελευταίο του τέρμα κόντρα στον Ακράτητο. Αυτό ήταν το 244ο που πέτυχε τα 15 χρόνια παρουσίας του στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 2004 αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.

Ο ίδιος θεωρεί πως είναι πολύ δύσκολο να σπάσει κανείς το ρεκόρ του. Όχι, επειδή λείπει σήμερα το ταλέντο, αλλά επειδή δεν υπάρχουν ποδοσφαιριστές που παραμένουν σε μια ομάδα για τόσα πολλά χρόνια. Κατά τη διάρκεια της πορείας του στον Παναθηναϊκό, δεν υπήρξε καμία ομάδα που να τον προσέγγισε άμεσα και να του κάνει επίσημη πρόταση για μεταγραφή.

«Ακούστηκαν πολλά αλλά ο Γιώργος Βαρδινογιάννης δεν ήθελε να με δώσει. Σε μένα δηλαδή δεν ήρθε κανείς. Πήγαιναν πρώτα σε εκείνον και τους έλεγε: “ξεχάστε το”. Αν υπήρχε κάποια πρόταση σε μια καλή ομάδα του εξωτερικού, θα ήθελα να είχα δοκιμαστεί. Μου άρεσε πάντα το ισπανικό πρωτάθλημα» προσθέτει.

image

«Και σε μένα υπήρχαν έξι - επτά παιχνίδια που δεν μπορούσα να κάνω γκολ. Αυτό συμβαίνει σε όλους. Έρχονταν οι ευκαιρίες και χάνονταν, χάνονταν. Και λες τώρα τι έγινε; Τι κάνω λάθος;»

Αφότου ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική του καριέρα, ασχολήθηκε έντονα με την ακαδημία του αλλά και την προπονητική. Μέσα σε όλα, υπήρξε βοηθός προπονητή του Νίκου Νιόπλια. Παρέα πανηγύρισαν το τελευταίο νταμπλ που έχει κατακτήσει μέχρι σήμερα ο Παναθηναϊκός. Ένας από τους αγαπημένους του παίκτες ήταν ο Τζιμπρίλ Σισέ, ο οποίος ήταν «100% επαγγελματίας». Το κυριότερο, όμως, για εκείνον ήταν ένα: το ότι είχε στο DNA του το σκοράρισμα.

«Πιστεύω πως ένας καλός επιθετικός το έχει μέσα του από μικρό παιδί. Δεν φτάνει, όμως, μόνο αυτό. Δεν είναι μόνο το ταλέντο. Και εγώ όταν ξεκίνησα στην ακαδημία στην Πολωνία, είχα καλύτερους παίκτες μπροστά μου. Αν δεν δουλέψεις, δεν κάτσεις στο γήπεδο μετά την προπόνηση, μόνος σου, δεν γίνεται».

«Και σε μένα υπήρχαν έξι - επτά παιχνίδια που δεν μπορούσα να κάνω γκολ. Αυτό συμβαίνει σε όλους. Έρχονταν οι ευκαιρίες και χάνονταν, χάνονταν. Και λες τώρα τι έγινε; Τι κάνω λάθος; Έπαιρνα δύο μπακ, από αριστερά και δεξιά, και μου έκαναν σέντρες, χωρίς τερματοφύλακα. Αν δεν τα έκανα όλα αυτά, δεν θα μπορούσα να προχωρήσω και να κάνω βήματα μπροστά».

Και επειδή του αρέσουν οι προκλήσεις, ο Κριστόφ Βαζέχα αποφάσισε να κάνει σήμερα κάτι εντελώς διαφορετικό: να κατέβει για πρώτη φορά υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων. Η προσέγγισή έγινε από το ίδιο τον κ. Κώστα Μπακογιάννη, που το κάλεσε στο γραφείο του και του ζήτησε να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο της παράταξης «Αθήνα Ψηλά».

Εκείνος δέχτηκε με μιας. «Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Δήμαρχο Αθηναίων, κ. Κώστα Μπακογιάννη, για την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπό μου» επισημαίνει. Η αγάπη του για την πόλη κρατάει εδώ και δεκαετίες. «Την ξέρω πολύ καλά την Αθήνα. Την Ακρόπολη, το Μουσείο. Πρέπει να ξέρω όλες τις πέτρες της Ακρόπολης. Γιατί, κάθε φορά που ερχόταν ένας φίλος μου από την Πολωνία, τον πήγαινα να τη δει. Μου αρέσει επίσης στην Πλάκα, στο Μοναστηράκι, το Καλλιμάρμαρο».

Ο Κριστόφ Βαζέχα παρέα με τον φροντιστή του γηπέδου.

Ο ίδιος θεωρεί πως μπορεί να βοηθήσει από τη μεριά όσον αφορά το κομμάτι του αθλητισμό στην πόλη, και κυρίως εκείνου των νέων παιδιών. «Πιστεύω πως μπορώ να συνεισφέρω στο συγκεκριμένο κομμάτι. Έχω ακαδημία και μιλάω με τη νεολαία. Είναι πολύ σημαντικό να τους εξηγήσεις γιατί πρέπει να στραφούν προς τον αθλητισμό» εξηγεί.

«Απαραίτητο, όμως, είναι να υπάρχει ο χώρος για να εξασκούνται. Καλό για μένα είναι να υπάρχει ένα γήπεδο σε κάθε γειτονιά. Αυτό είναι κάτι που συζητήσαμε με τον κ. Κώστα Μπακογιάννη και με διαβεβαίωσε ότι θέλει να αναπτύξει τον αθλητισμό στην πόλη. Όχι μόνο το ποδόσφαιρο, αλλά και τα υπόλοιπα σπορ» υποστηρίζει.

Μπορεί η Πολωνία να είναι η πατρίδα του, ωστόσο, η Ελλάδα και η Αθήνα έχει γίνει το νέο του σπίτι. Και δεν το αλλάζει με τίποτα. «Θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλο τον φίλαθλο κόσμο της Ελλάδος, που με υποδέχτηκε από την πρώτη στιγμή και μου άνοιξε απλόχερα τις αγκάλες του. Πού να ήξερα, όταν ερχόμουν το 1989 ότι θα έμενα τόσα χρόνια εδώ. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η ζωή και το αύριο τελικά».

@Photo credits: Άκης Κατσούδας