Ποδαράς στο Gazzetta: «Απογοητεύτηκα που έφυγα από την ΑΕΚ, δεν έχω πάει από τότε στο γήπεδο»

Ποδαράς στο Gazzetta: «Απογοητεύτηκα που έφυγα από την ΑΕΚ, δεν έχω πάει από τότε στο γήπεδο»

Η βοή είναι απίστευτη. Δεκάδες άνθρωποι βρίσκονται σε μία κερκίδα. Με ένα σκοπό. Στα αποδυτήρια, οι παίκτες περιμένουν.

Ο Δημήτρης Ποδαράς ανυπομονεί για τη στιγμή που θα πατήσει το παρκέ του «Γεώργιος Μόσχος». Και η βοή θα γίνει μία... ηχητική έκρηξη.

Η ΑΕΚ ετοιμάζεται για έναν ακόμη αγώνα στο ιστορικό γήπεδο της. Και ο Ποδαράς κάνει τα δικά του όνειρα. Με μία μπάλα στα χέρια. Και περίσσιο θράσος στην καρδιά.

Σε μία εποχή διαφορετική. Στο μυαλό των περισσότερων, των μεγαλύτερων σε ηλικία, η δεκαετία των 90'ς έχει τη δική της γοητεία. Πασπαλισμένη από μπόλικη χρυσόσκονη.

Ο Ποδαράς έζησε τα πάντα μέσα από το παρκέ. Απέναντι στο είδωλό του, τον Νίκο Γκάλη. Κόντρα στην καλαθομηχανή που ακούει στο όνομα του Μίτσελ Γουίγκινς. Και άλλους πολλούς. Με την ίδια υποχρέωση: Να τους περιορίσει!

Ο άλλοτε γκαρντ της Ένωσης, ο οποίος έβαλε τα «κιτρινόμαυρα» ως πλέι μέικερ και κατέληξε να γίνει ο βασικός της σούτινγκ γκαρντ, μίλησε στο Gazzetta για το παρελθόν του: τον Ηλυσιακό, την ΑΕΚ, τις προπονήσεις που δεν μοιάζουν με τις σημερινές, τον Κρέζιμιρ Τσόσιτς. Για τον τερματοφύλακα που άφησε τα γκολπόστ για να παίξει μπάσκετ και έφτασε μέχρι την ΑΕΚ. Τα δύσκολα μα και γλυκά χρόνια πίσω στο «Μόσχος» και την αποχώρηση, προτού ο «Δικέφαλος» απογειωθεί στα χρόνια των Γιάννηδων του Φιλίππου και του Ιωαννίδη.

Και αποκαλύπτει ότι η απογοήτευση της αποχώρησής του από την ΑΕΚ, το 1997 τον έχει αποτρέψει να παρακολουθήσει από κοντά την Ένωση! Το έκανε μία και μοναδική φορά. Για να τιμήσει την ιστορία της ομάδας, τον Γιώργο Αμερικάνο.

Ακόμη και σήμερα βρίσκεται στο Top-20 των παικτών με τα περισσότερα τρίποντα στην ιστορία του επαγγελματικού πρωταθλήματος. Και όμως, όταν ξεκίνησε, όπως παραδέχεται στο Gazzetta, «ήμουν τραγικός σουτέρ»!

Το βιβλίο της ζωής (μπασκετικής και μη) ενός παίκτη που ξεχώρισε ο θρυλικός Ρολάντο Μπλάκμαν, ανοίγει με πολλά και διαφορετικά κεφάλαια. Όλα γεμάτα μπάσκετ.

image

«Έκανα στίβο και έπαιζα ποδόσφαιρο, τερματοφύλακας»

Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;

«Με πολύ αθλητισμό. Πάντα κάτι έκανα, ποδόσφαιρο, πινγκ πονγκ, ιππασία, στίβο. Μου άρεσε πάρα πολύ να είμαι έξω από το σπίτι».

Ως παιδί πως ήσουν; Αυτό που λέμε ενεργό, κάτι παραπάνω από ενεργό;

«Ήσυχο δεν με έλεγες. Αρκετά ενεργός και λίγο άτακτος...».

Και το μπάσκετ πώς προέκυψε ως ενασχόληση;

«Εκείνη την εποχή έκανα στίβο και έπαιζα ποδόσφαιρο. Ήμουν τερματοφύλακας. Δεν θυμάμαι πως ακριβώς έγινε, αλλά ο Ηλυσιακός προσπαθούσε να βρει παιδιά, είχε βάλει διάφορους ανθρώπους να ψάχνουν στα σχολεία και έτυχε να με δει μία γυμνάστρια και με ρώτησε αν ήθελα να παίξω. Είχα πάει πρώτη φορά στα ανοικτά γήπεδα του Ηλυσιακού, στο τέρμα Ζωγράφου. Και τότε ξεκίνησα, στα 14 μου».

Άρα θεωρητικά άργησες να αρχίσεις. Πλέον, το μπάσκετ ξεκινάει από την ηλικία των 6 ετών...

«Αυτό προπονητικά είναι λίγο λάθος. Έχουμε το θέμα ότι τα παιδιά δεν είναι πια αθλητές. Τα βάζουμε σε ένα γήπεδο. Η επιστήμη αναφέρει ότι πρώτα πρέπει να ξεκινούν με κολύμβηση. Μετά να μπουν στο στίβο για ένα χρονικό διάστημα και ύστερα στα ομαδικά αθλήματα. Από όσα περισσότερα αθλήματα μπορεί να περάσει τόσο το καλύτερο και μετά ακολουθεί το ομαδικό άθλημα, το οποίο μπαίνει για την κοινωνικοποίηση. Μιλάμε πάντα για αθλητισμό, όχι για πρωταθλητισμό. Το τελευταίο μπορεί να τύχει, μπορεί και όχι. Απλά στην Ελλάδα ξεκινάμε με τον πρώτο μας στόχο να κάνει το παιδί πρωταθλητισμό. Αυτό είναι το λάθος. Με το ζόρι, με κάθε τίμημα ή επειδή δεν έκανε ο μπαμπάς, πρέπει να κάνει το παιδί».

Και πώς ήταν στον Ηλυσιακό, μία από τις ιστορικές ομάδες;

«Ήταν μία εποχή που είχε γίνει μία επένδυση πάνω στις ακαδημίες του Ηλυσιακού. Είχε έρθει προπονητής ο Κώστας Τσαπάρας, ένας αγαπημένος μου άνθρωπος που έχει “φύγει” απ' τη ζωή. Και είχε κάνει ένα φοβερό παιδομάζωμα. Ο Ηλυσιακός είχε κάνει μία πορεία, μάζεψε πολλά παιδιά, τα οποία κράτησαν για πολλά χρόνια την ομάδα. Θυμάμαι τουλάχιστον από το 1988, που έπεσε κατηγορία η ομάδα από την Α1, αρκετά χρόνια έπειτα, την κρατούσαν άνετα στην Α2 παίκτες που ήταν δικοί της. Η αλήθεια είναι στη συνέχεια δεν ακολούθησα, αλλά είχε πολλά αξιόλογα παιδιά και τμήματα. Ήταν και διαφορετικός ο παραγοντισμός τότε, σε σχέση με τώρα».

Ποια είναι η πιο αγαπημένη σου ανάμνηση από τον Ηλυσιακό;

«Περνούσα πραγματικά πολύ όμορφα. Ο Κώστας ήταν αγαπημένος μου άνθρωπος, παρά τις πολλές προστριβές που είχαμε. Με αγαπούσε πάρα πολύ και τον αγαπούσα και εγώ. Θεωρώ ότι αυτός με βοήθησε όσο κανένας άλλος στον αθλητισμό.
Από εκεί και πέρα, ο Ηλυσιακός ήταν μία πολύ γλυκιά ανάμνηση. Και στα εφηβικά και στα ανδρικά ήταν μια ωραία ανάμνηση, πέρναγα καλά και το είχε ευχαριστηθεί περισσότερο από κάθε άλλο».

image

Η ΑΕΚ πώς προέκυψε στη ζωή σου;

«Ξέρω ότι κάποια στιγμή έγιναν κάποιες διεργασίες, κάποιοι άνθρωποι μιλούσαν για εμένα. Ήμουν και στις Εθνικές ομάδες και είχε ακουστεί το όνομά μου, αρκετά παλιότερα, όταν είχε έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο Τσόσιτς».

Πώς είναι να πηγαίνεις να παίξεις στην ΑΕΚ;

«Να σου πω την αλήθεια, τότε ήμουν αρκετά μικρός και δεν μπορούσα να καταλάβω. Ζώντας εκεί κατάλαβα τι ακριβώς ήταν η ΑΕΚ. Τι ήταν για την περιοχή, τι ήταν για τον κόσμο, ένιωθες μία υπερηφάνεια που έπαιζες γι' αυτή την ομάδα. Ένιωθες διαφορετικά. Το αγαπούσες αυτό έκανες, ήθελες να ήσουν εκεί, παρά τα προβλήματα που υπήρχαν, γιατί υπήρχαν πολλά προβλήματα. Από την ΑΕΚ έχω πολλές και καλές αναμνήσεις, στο μυαλό θα μένει ως μία μεγάλη αγαπημένη κατάσταση».

Τι σου έχει μείνει από τα χρόνια της Ένωσης;

«Θα σου πω αυτό που πάντα μου άρεσε στην ΑΕΚ, όταν έμπαινα μέσα στο “Μόσχος” και είχε πάρα πολύ κόσμο. Ήταν φανταστικό, ίσως το πιο ωραίο συναίσθημα που έχω ζήσει μέσα στα γήπεδα. Παρά το το γεγονός ότι δεν είχαμε τόσο καλή ομάδα, μπαίναμε στο γήπεδο και νιώθαμε πως ήμασταν άτρωτοι. Ήταν φοβερό. Έγινε μία προσπάθεια ανασυγκρότησης της ομάδας, με την παρουσία του Ιωαννίδη και του Φιλίππου. Εγώ έμεινα μόνο για ένα χρόνο, μετά έφυγα».

Ο Δημήτρης Ποδαράς.

Πώς είναι να συνεργάζεσαι με τον Μάκη Ψωμιάδη;

«Δεν θέλω να πω ιστορίες. Εγώ είχα μία καλή επαγγελματική σχέση. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα. Δεν ξέρω το λόγο που δεν είχα κανένα πρόβλημα, σε σχέση με αυτά που ακούγονται. Γενικά με σεβάστηκε και τον τρόπο που έπαιζα και τον τρόπο που πάλευα. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβαινε, αλλά υπήρχε σεβασμός. Όταν χρειαζόμουν κάτι και το έλεγα, θα προσπαθούσε να το λύσει».

Η δεκαετία των 90'ς στην Ελλάδα θεωρείται ως η κορυφαία του αθλήματος στην Ελλάδα. Πώς είναι να τη ζεις από... μέσα;

«Αν σκεφτείς ότι τότε υπήρχε ο Ολυμπιακός που ανέβαινε, ο Παναθηναϊκός που έδινε πολλά χρήματα, η ΑΕΚ που ήταν πάντα υπολογίσιμη, ο Άρης, ο ΠΑΟΚ, ο Ηρακλής, το Περιστέρι. Και υπήρχαν και ομάδες που δεν μπορούσες να πεις ότι πας για να κερδίσεις. Πήγαινες στο Σπόρτινγκ και έλεγες, “θα μου βάλει ο Γουίγκινς 30;” και “πώς θα τον σταματήσω;”.

Υπήρχαν σκληρές ομάδες, ήταν διαφορετικό τότε. Τώρα οι διαφορές είναι τεράστιες. Και αυτό έχει να κάνει καθαρά με τα χρήματα και έχει χαθεί το κομμάτι του ελληνικού στοιχείου.

Οι πιο πολλές ομάδες, ακόμη και οι πιο μικρές ξεκινάνε και λένε ότι θα πάρω επτά ξένους και άλλους τρεις για να μου κλείσουν την προπόνηση. Αυτός είναι το τέλος, η...ταφόπλακα, έχει τελειώσει».

«Πήγαινες στο Σπόρτινγκ και έλεγες, “θα μου βάλει ο Γουίγκινς 30;»

image

«Να τους πιείτε το αίμα για τέσσερα λεπτά»

Μήπως τα παλιότερα χρόνια, που δεν υπήρχαν πολλοί ξένοι και λιγότερα χρήματα, μπαίναμε στη διαδικασία να βγάλουμε περισσότερους Έλληνες; Είναι έτσι ή είχαμε τελικά λανθασμένη αίσθηση για το ελληνικό φυτώριο;

«Μπορεί να ήταν και έτσι, αλλά δεν νομίζω πως δεν βγαίνουν νέα παιδιά. Είναι σίγουρα διαφορετικός ο ρυθμός που βγαίνουν. Πάρε για παράδειγμα τη δεκαετία του '90. Και δες πόσοι Έλληνες υπήρχαν. Ο Ολυμπιακός είχε πολλά δυνατά παιδιά. Σε κάθε ομάδα υπήρχαν δύο Έλληνες που μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά. Τώρα δεν ξέρω αν υπάρχει η δυνατότητα να γίνει κάτι ανάλογο. Έρχονται πολλοί ξένοι. Έχει αλλάξει και ο συναγωνισμός, με τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό στην Ευρωλίγκα. Στη χειρότερή τους κατάσταση, θα βγουν δεύτεροι».

Ήσουν φημισμένος για το σουτ σου. Αλλά είχες ρόλο και στο αμυντικό κομμάτι. Αναλάμβανες πολλές και δύσκολες αποστολές. Ήσουν αυτός που θα έπαιζε τον Γουίγκινς. Πώς είναι για έναν Έλληνα να πιάσει έναν Αμερικανό που κάθε αγωνιστική σκοράρει;

«Δεν είχα φόβο. Εδώ μάρκαρα τον Γκάλη, άλλο επίπεδο. Το έβλεπα ανταγωνιστικά. Είμαι εδώ! Προσπαθούσα για το καλύτερο. Αν και τώρα πια, αυτό που έχει αλλάξει, σε σχέση με το παρελθόν, είναι πως οι άμυνες στηρίζονται περισσότερο στην τακτική. Ναι μεν είναι προσωπική άμυνα, αλλά έχει να κάνει και με την τακτική. Χτυπάμε περισσότερο στις αδυναμίες του κάθε παίκτη, τον οδηγούμε σε χέρια που δεν μπορεί. Τότε δεν το κάναμε αυτό».

Τώρα θα σου έδιναν ένα ντοσιέ που λέει τα πάντα για τον αντίπαλό σου. Τότε πως τα καταφέρνατε;

«Πρώτη φορά είδα βίντεο στη ζωή μου όταν είχαμε τον Κρέζιμιρ Τσόσιτς. Μας έβαζε έναν έναν ή σε ζευγάρια και μας έλεγε ότι θα μαρκάρετε αυτόν τον παίκτη. Έπαιρνε ένα βίντεο που δεν ήταν "κομμένο" (σε φάσεις) και μας έδειχνε τι κάνει. Μετά ακολουθούσαν οι επόμενοι. Ήταν η πρώτη φορά που το ζούσα, το 1991 και μου έχει μείνει.

Μας πήρε χρόνια να δούμε ξανά κάτι ανάλογο. Ο Τσόσιτς ήταν μπροστά από την εποχή του. Τότε πολλά πράγματα δεν μπορούσαμε να τα καταλάβουμε. Έλεγες “γιατί το κάνουμε αυτό;”, δεν ήμασταν συνηθισμένοι να δουλεύουμε έτσι. Αλλά ξεχνάμε ότι οι Γιουγκοσλάβικη σχολή, τότε, ήταν πολλά χρόνια μπροστά. Τους είχαμε κερδίσει στο Ευρωμπάσκετ, αλλά αυτό δε λέει τίποτα. Σαν σχολή ακόμη και τώρα είναι μεγάλη. Υπάρχουν και άλλες σχολές. Δεν είναι θέμα ότι είμαστε 10 εκατομμύρια άνθρωποι και δεν μπορούμε να βγάλουμε παίκτες. Κάτι κάνουμε λάθος».

Πώς ήταν ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς;

«Δεν έβριζε ποτέ, γιατί ήταν Μορμόνος, αλλά νευρίαζε πάρα πολύ. Όταν συνέβαινε αυτό, είχε μεγάλη πλάκα. Τον αγαπούσαμε τόσο πολύ, που δεν μας πείραζε. Κάποιους παίκτες που τους είχε λίγο παραπάνω... άχτι και αν έκαναν λάθος, θύμωνε. Όταν πήγα να κάνω μία δοκιμή, αναρωτιόμουν τι με βάζει να κάνω. Έτρεχα πάνω κάτω το γήπεδο, απλά πράγματα, αλλά σε μεγάλη ένταση. Δεν είχα πρόβλημα, γιατί ήμουν σε φοβερή κατάσταση, ωστόσο μου φαινόταν παράξενο.

Τώρα βάζεις τους παίκτες να τα κάνουν, ας πούμε σε δέκα διαφορετικούς τομείς, όπως πράττουν εδώ και χρόνια στο ΝΒΑ σε διάφορα camp. Προσπαθούσε να δοκιμάσει κάποια πράγματα, όταν δεν είχε απόλυτη εικόνα για κάτι. Για παράδειγμα, σε ένα ματς μπορούσε να ζητήσει σε δύο παίκτες να μαρκάρουν δύο αντιπάλους. Τους έλεγε “να τους πιείτε το αίμα για τέσσερα λεπτά” και μετά μπορεί να μην παίζαμε ξανά. Είχε μία λογική ωστόσο. Και η αλήθεια είναι πως με τον Τσόσιτς, στην αρχή, δεν έπαιζα για μεγάλο διάστημα. Με ενοχλούσε, αλλά... Μετά ακολούθησε ο τραυματισμός μου».

Θυμάσαι κάποια χαρακτηριστική ιστορία με τον Τσόσιτς;

«Θυμάμαι τη ημέρα που έφυγε. Είχαμε στεναχωρηθεί όλοι οι παίκτες. Έγινε χαμός στην ομάδα. Δεν θέλαμε με τίποτα να φύγει. Και θυμάμαι ότι υπήρχαν πολλές αντιδράσεις.
Πάντως, το χαρακτηριστικότερο όλων ήταν οι Κυριακές. Ως Μορμόνος είχε θέμα. Σχεδόν δεν μίλαγε καθόλου, ήταν τόσο ήσυχος, με το ζόρι ερχόταν στο γήπεδο. Αν είχαμε αγώνα ήταν εκεί, αλλά ήταν υποτονικός. Και αυτό μας έμοιαζε παράξενο, γιατί τον είχαμε συνηθίσει αλλιώς. Τον θέλαμε να είναι “εκεί” , να μας καθοδηγεί. Ήταν φοβερή φυσιογνωμία, δεν το λέω μόνο εγώ, όλο το ευρωπαϊκό μπάσκετ μιλάει γι' αυτόν και συμφωνεί».

image

Κάνοντας μία συνέντευξη με τον Ρολάντο Μπλάκμαν και τον Μίρκο Μιλίτσεβιτς και οι δύο μίλησαν με τα καλύτερα λόγια για εσένα. Πώς ήταν η σχέση μαζί τους;

«Τον Μίρκο τον ξέραμε από το πρωτάθλημα της Γιουγκοσλαβίας, είχε κάνει... παπάδες. Ωστόσο, δεν γνωρίζαμε τι ήταν και όταν είδαμε αυτό το σουλούπι, τρομάξαμε. Το μπάσκετ που ήξερε ο Μίρκο ήθελε τέσσερις – πέντε παίκτες ταυτόχρονα, τρομερό μπασκετικό μυαλό και τεχνικά είχε στοιχεία, τα οποία δεν μπορούσαμε να τα φανταστούμε. Είχε έρθει σε μία άσχημη φυσική κατάσταση, αλλά και πάλι τη δουλειά του την έκανε για το επίπεδο του μπάσκετ που παίζαμε. Καταπληκτικό παιδί, τον έχω δει τώρα τελευταία και σε είναι σε κατάσταση...

Αν ήταν έτσι τότε, θα έπαιζε άλλα δέκα χρόνια. Για τον Ρολάντο δεν το συζητάμε. Ήρθε και μας εξηγούσε πώς κάνουμε προπόνηση. Ήρθε και το πρώτο πράγμα που μας είπε ήταν “πάμε να τρέξουμε στο στίβο”. Τον κοιτάγαμε όλοι... Μετά μας είπε “πάμε να κάνουμε σουτ” και έλεγα τι λέει; Και αυτό ήταν κάτι ξεχωριστό. Ήταν κανονικός οδηγός μέσα στο γήπεδο. Έμπαινες μέσα και ήξερες ότι οι κατευθύνσεις που έδινε ήταν φοβερές. Έκανε πράγματα μέσα στο γήπεδο που δεν τα γνώριζε ο προπονητής. Τα ξέραμε μόνο εμείς οι δύο. Υπήρχε ένα σύστημα που κάναμε μεταξύ μας».

Ήταν σαν να έχει πάρει υπό τις οδηγίες του;

«Ναι, ήταν μεγάλη τιμή για εμένα. Είδα και κατάλαβα πράγματα, δηλαδή έμπαινε και έπαιζε άμυνα τον Αγγελο Κορωνιό. Υπάρχει ένα παιχνίδι ΑΕΚ – Περιστέρι που νομίζω ότι ο Άγγελος έχει ένα πόντο. Έχει μαρκάρει τον Γουόλτερ Μπέρι και τον είχε σταματήσει. Μου έδειξε ότι πρέπει να τα κάνεις όλα».

Αλήθεια και επειδή το ανέφερες πριν, πώς είναι να μαρκάρεις τον Γκάλη;

«Ο Γκάλης είναι το είδωλό μου. Πάντα ήταν και πάντα θα είναι. Όταν τον έβλεπα δεν ήξερα αν πρέπει να του ζητήσω μία φωτογραφία ή να τον μαρκάρω, ειδικά την πρώτη φορά που τον συνάντησα όταν ήμουν στον Ηλυσιακό. Υπάρχει απόλυτος σεβασμός. Δεν ήμουν φανατικός και σκληρός απέναντί του, προσπαθούσα. Αλλά όταν τον συνάντησα πια και ήμουν στην ΑΕΚ, τότε ο Παναθηναϊκός είχε προπονητή τον Παβλίσεβιτς και είχαν πολλά προβλήματα. Φαινόταν ότι ο Γκάλης δεν ήταν σε τόσο καλή κατάσταση. Αλλά τι να πω εγώ για τον Γκάλη; Τον βλέπαμε και λέγαμε ότι ήταν αδύνατο να βρεις ένα τρόπο να τον μαρκάρεις, ειδικά στο “ένας εναντίον ενός”. Τώρα να ήθελες να βάλεις μια ομαδική άμυνα πάνω του, κάτι μπορούσες να κάνεις».

Τελικά τη φωτογραφία μαζί του την έβγαλες;

«Ναι! Έχω βγάλει μία φωτογραφία, όταν είχα πάει σε ένα καμπ του Γκάλη στη Χαλκιδική. Ήμουν 23, 24 χρόνων. Είχα πάει μέσω ενός χορηγού. Δεν μου είχε πει κάτι, δεν μιλάει πολύ έτσι και αλλιώς. Αλλά και ο χαιρετισμός είναι αρκετός. Έφτανε για εμάς».

Είσαι στην πλευρά του προπονητή πια. Πώς βλέπεις όλη αυτή την αλλαγή, θα ευχόσουν ως παίκτης να είχες τα σημερινά δεδομένα;

«Θα το ευχόμουν. Πραγματικά, δούλευα πάρα πολύ. Ειδικά στο κομμάτι της φυσικής κατάστασης. Ήμουν δυνατός εκεί. Θα ήθελα να υπήρχε κάποιος που θα μου έλεγε “μεγάλε, ωραίο αυτό που κάνεις, αλλά θα πρέπει να αφιερώσεις χρόνο και στο μπάσκετ, βελτίωσε και κάποια άλλα στοιχεία, βάλε κάτι”. Δεν το είχα αυτό, δεν μου είπε κάποιος, δεν το έβαλα και εγώ στο μυαλό μου. Και αυτό ίσως με κράτησε λίγο πιο πίσω. Όταν ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ, ήμουν πόιντ γκαρντ. Αλλά μετά οι συνθήκες των ομάδων που πήγα, ειδικά στην ΑΕΚ που ήταν ο Κώστας Παταβούκας, με έφεραν ένα βήμα πιο πίσω. Στην ΑΕΚ πήγα ως πόιντ γκαρντ, ωστόσο η αλλαγή λειτούργησε».

«Έβλεπα τον Γκάλη και δεν ήξερα αν πρέπει να του ζητήσω μία φωτογραφία ή να τον μαρκάρω»

image

«Όταν ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ, ήμουν τραγικός σουτέρ»

Αφού είπαμε για την άμυνα, πρέπει να μιλήσουμε και για το σουτ. Μετά από τόσα χρόνια, είσαι ανάμεσα στους κορυφαίους σουτέρ της Λίγκας. Τελικά το σουτ είναι έμφυτο, το δουλεύεις;

«Όταν ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ, ήμουν τραγικός σουτέρ. Είχα φάει τραγικό... μπούλινγκ από τον Κώστα, έβαζα τα κλάματα κάθε τρεις και λίγο. Αλλά ξαφνικά, χωρίς να ξέρω πως προέκυψε, άρχισα να τα βάζω. Τότε κάναμε τρελή προπόνηση. Είχαμε τη δυνατότητα να πηγαίνουμε όποτε θέλουμε στο κλειστό του Ηλυσιακού. Περνούσαμε έξι ώρες το πρωί, αφού την κοπανάγαμε από το σχολείο και κάναμε σουτ. Και ξαφνικά μέσα σε ένα καλοκαίρι, ήταν η προτελευταία μου χρονιά στο εφηβικό, άρχισα να σουτάρω για πλάκα από οπουδήποτε. Ούτε και το σουτ μου ήταν τρομερό από τεχνική άποψη. Ίσως αυτή η προπόνηση και η εμπιστοσύνη που άρχισα να νιώθω με οδήγησαν σε αυτό. Και πάλι, θεωρώ, ότι δεν ήμουν καλός σουτέρ».

Ναι, αλλά τα έβαζες...

«Είχα ένα καλό ποσοστό. Αλλά νομίζω ότι το βασικό μου χαρακτηριστικό ήταν πως δεν φοβόμουν να σουτάρω. Θα το έκανα όσες φορές και αν με άφηνε ο αντίπαλός μου και ας είχα χάσει τα προηγούμενα δέκα».

Και πάμε στο μεγάλο ερώτημα: Σουτέρ, ελληνικό μπάσκετ, Εθνική ομάδα. Τι ακριβώς συμβαίνει με αυτό και κάθε χρόνο ψάχνουμε, αλλά δεν βρίσκουμε σουτέρ;

«Είναι λίγο απλοϊκή η εξήγηση δεν έχουμε σουτέρ. Δεν είναι ότι δεν έχουμε, έχουν περάσει εξαιρετικοί σουτέρ από την Ελλάδα. Μπορώ να θυμηθώ τον Βασιλειαδή, τον Σλούκα, τον Σάκοτα.
Το σουτ πρέπει να δημιουργηθεί. Υπάρχει διαφορετικός τρόπος σουτ από πικ εντ ρολ, ή από pull up σουτ. Εκεί μπορεί να έχουμε θέμα, λίγοι μπορούν να το κάνουν από ντρίπλα, όπως ο Σλούκας. Είναι ένα σουτ που μπορείς να δημιουργήσεις και μόνος σου και υπάρχουν και τα σουτ που δημιουργεί η ομάδα για εσένα. Και αυτό έχει να κάνει περισσότερο ότι στην Ελλάδα, αν σκεφτείς ότι δεν έχουμε σχεδόν καθόλου inside παιχνίδι. Δηλαδή λίγοι παίκτες μπορούν να πάρουν την μπάλα κοντά στο καλάθι και να παίξουν. Και μέσα απ' αυτό να δημιουργηθούν ρήγματα, προκειμένου να βγουν ελεύθερα σουτ. Και αυτό μας έχει δημιουργήσει πρόβλημα.

Ο τελευταίος που μπορούσε να το κάνει είναι ο Μπουρούσης, ο Βουγιούκας, ο Σοφοκλής. Μιλάμε για Έλληνες σέντερ. Μπορεί να μη δουλεύουμε όπως οι Σέρβοι ή οι Λιθουανοί. Στους τελευταίους, τα παιδιά μέχρι τα 14 μαθαίνουν να σουτάρουν και μετά μαθαίνουν να περπατάνε στο παρκέ. Το ίδιο φαντάζομαι ισχύει και για τους Σέρβους. Επειδή ασχολήθηκα αρκετά με τις υποδομές, πάνω από 10 χρόνια, λίγα παιδιά έχουν καλό, τεχνικά, σουτ. Υπάρχει πολύ μεγάλο μέρος τακτικής στις ομάδες, αυτό είναι ένα πρόβλημα. Τα βασικά του παιχνιδιού θα πρέπει να προπονούνται ακόμη και στους επαγγελματίες, κάθε μέρα. Πρέπει να αφιερώνεις ένα μικρότερο κομμάτι, έστω 10-15 λεπτά».

Η προπονητική πώς προέκυψε; Έπαιξαν ρόλο οι προπονητές με τους οποίους είχες συνεργασία;

«Θα σου φανεί λίγο παράδοξο. Μέχρι τότε δεν είχα ενασχόληση με τους προπονητές. Δεν έβλεπα τι ακριβώς κάνουν. Άρχισα να παρατηρώ κάτι διαφορετικό και τη μεγαλύτερη επιρροή του προπονητή στο παιχνίδι. Ο Τσόσιτς και κάποιοι άλλοι, οι οποίοι προσπαθούσαν με κάποιους δικούς τους τρόπους. Υπάρχει και το παράδειγμα του Ιωαννίδης, είχε τη δική του προσέγγιση που έβαζε την ομάδα για προπόνηση, ένα συγκεκριμένο πλάνο.

Ο Τζούροβιτς είχε κάτι διαφορετικό, αλλά τότε δεν έδινα έμφαση. Το έκανα όταν σταμάτησα για ένα χρόνο το 2000 και γύρισα για να παίξω στον Πανελλήνιο με προπονητή τον Μάνο Μανουσέλη. Τότε είδα ότι αυτό που προσπαθούσε να κάνει, μου άρεσε και είχε ενδιαφέρον. Όσο περνούσαν τα χρόνια, μάθαινα και εγώ, όπως και αυτός, γιατί η μάθηση δεν σταματάει. Μου άρεσε η προσπάθεια παρέμβασης στο ματς. Και τότε άρχισα να καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Έπαιξα μαζί του για ένα χρόνο και ακολούθησα την προπονητική. Με τον Μάνο ήμασταν μαζί στον Πανελλήνιο, στο Περιστέρι, στις Εθνικές ομάδες, μαζί για αρκετά χρόνια. Θεωρώ ότι είναι απίστευτος γνώστης του αθλήματος. Είναι φίλος μου και αυτό αποτελεί μεγάλη μου τιμή».

Αν γύριζες το χρόνο πίσω, υπάρχει κάτι που έχεις μετανιώσει, κάτι που σε... τρώει, να το έχεις σκεφτεί και να θέλεις να το αλλάξεις;

«Νομίζω ότι είπα ότι αφορά στο κομμάτι της δουλειάς, θα μείνω μόνο σε αυτό που μπορώ εγώ να ελέγξω. Υπάρχουν πράγμα που έχουν γίνει, αλλά είναι πέρα από τον έλεγχό μου. Δεν έχει νόημα να ανατρέχω σε αυτά. Ούτε θα γυρίσω στις επιλογές που έκανα. Δεν αλλάζει και δεν μετανιώνω. Μολονότι σταμάτησα σχετικά νωρίς το μπάσκετ, αυτό έχει να κάνει με το αγωνιστικό κομμάτι, αλλά και τις επιλογές μου ως άνθρωπος».

«Η αποχώρηση από την ΑΕΚ με επηρέασε»

Υπάρχει ένα παλιό δημοσίευμα, από την εποχή που αποχώρησες από την ΑΕΚ (από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ) όπου αναφέρει ότι «αυτό που έχω να πω αυτή τη στιγμή είναι ότι έπαιξα χωρίς δραχμή όλη τη χρονιά. Είμαι πικραμένος».

«Είναι μία παλιά ιστορία, έχει τελειώσει αυτό το θέμα. Απ' ότι κατάλαβα είχε προαποφασιστεί ότι το 1997 θα έφευγα από την ΑΕΚ. Πριν ξεκινήσει η σεζόν. Αυτό ένιωσα, μπορεί να κάνω λάθος. Και γι' αυτό το λόγο, παρά το γεγονός ότι ήμουν αρχηγός της ομάδας και πέρασα έξι χρόνια, όπου τα είχα δώσει όλα, δεν έλαβα το δέοντα σεβασμό.

Ήταν από τον Ιωαννίδη, ήταν από τη διοίκηση; Δεν θα το μάθω ποτέ. Δεν μπορούσα να βρω άκρη, γιατί ο ένας τα έριχνε στον άλλον».

Προφανώς και θα ήθελες να μείνεις στην ΑΕΚ.

«Ναι. Ήταν κάτι που μου άρεσε κάθε μέρα και περισσότερο, γιατί πέρναγα πραγματικά καλά. Και νομίζω ότι μέχρι τότε ήμουν και σε καλή κατάσταση. Δεν έφυγα από την ΑΕΚ και σταμάτησα.

Αν δεις τους τελικούς που είχαμε παίξει με τον Ολυμπιακό, μπορεί να ήμουν και από τους καλύτερους παίκτες. Όλο αυτό με έριξε, σταμάτησα να προσπαθώ τόσο πολύ και ίσως μου στοίχισε στο μετέπειτα κομμάτι. Ήταν δικό μου λάθος, δεν ήταν κάποιου άλλου. Αλλά με επηρέασε».

Ήσουν στο μεταίχμιο της... εκτόξευσης εκείνης της ΑΕΚ. Το είχε δει όλο αυτό που θα ακολουθούσε;

«Ναι. Το 1997 τερμάτισε στη 2η θέση, πίσω από τον Ολυμπιακό που είχε πάρει το triple crown. Φαινόταν η ομάδα, ο Φιλίππου είχε βάλει λεφτά, είχε φέρει ξένους παίκτες, τον Ιωαννίδη προπονητή. Είχε γίνει μία επένδυση.

Το που θα έφτανε ακριβώς, δεν μπορούσε να το ξέρει κανείς. Εκείνη την εποχή και ο Ολυμπιακός είχε βάλει πολλά λεφτά, κάτι που έκανε τα προηγούμενα χρόνια. Και ο Παναθηναϊκός είχε κάνει μία μεγάλη επένδυση, μολονότι εκείνη τη σεζόν δεν τα είχε πάει καλά».

Από τα έξι χρόνια στην ΑΕΚ, τι είναι αυτό που σου έχει μείνει; Μπορεί να είναι οποιαδήποτε ανάμνηση, ίσως κάτι με τον Τσόσιτς...

«Ούτως ή άλλως κάθε φορά που το σκέφτομαι... Θεωρώ ότι ο Τσόσιτς ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος, ήταν ένας κανονικός δάσκαλος, ίσως και πατέρας.
Από την ΑΕΚ μου έχουν μείνει κάποιοι άνθρωποι που θα τους σκέφτομαι πάντα με μία πολύ καλή εικόνα».

Πας στο γήπεδο για να δεις την ΑΕΚ;

«Όπως σου είπα, αποχώρησα με μεγάλη απογοήτευση. Από τότε δεν έχω πάει ξανά, εκτός από το ματς που τιμήθηκε ο Γιώργος Αμερικάνος και αυτό από σεβασμό απέναντι στον άνθρωπο. 'Ενα πράγμα που έμαθα στην ΑΕΚ είναι να σέβομαι την ιστορία της. Και πιστεύω ότι το έκανα όσο το μπορούσα καλύτερα».

Άρα στο γήπεδο δεν σκοπεύεις να πας;

«Δεν είναι θέμα αν σκοπεύω... Θα μπορούσα να το κάνω, αλλά αν σκεφτείς ότι από το 2003 που ξεκίνησα την προπονητική, σχεδόν κάνω δύο δουλειές, την πρωινή δουλειά και την προπονητική. Και συνήθως το Σάββατο ή την Κυριακή έχουμε ματς, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Θα μου πεις “δεν βρήκες ποτέ χρόνο να πας; Μας κοροϊδεύεις;”. Όχι, αλλά... Πρέπει να αφιερώσω χρόνο και στην οικογένεια...».

@Photo credits: eurokinissi, Χρήστος Ζωίδης