Τον χειμώνα ποδοσφαιριστής, το καλοκαίρι πυροσβέστης
Το τρένο φτάνει στον σταθμό του Φαλήρου. Ο ουρανός έχει σκοτεινιάσει. Η θέα του Σταδίου «Γεώργιος Καραϊσκάκης» είναι επιβλητική. Μόνο που τώρα όλα είναι ήσυχα, καθώς δεν υπάρχει αγωνιστική δράση.
Περνάμε απέναντι μέσω της πεζογέφυρας. Οι μόνες φωνές που ακούγονται είναι από ένα γηπεδάκι ποδοσφαίρου που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στον δρόμο. Οι ποδοσφαιριστές με τις μπλε μπλούζες κάνουν τον γύρο του τερέν, ενώ σε μια γωνιά ο τερματοφύλακας φορά τα γάντια του και ξαπλώνει στο χορτάρι για να κάνει τις ασκήσεις του.
Πρόκειται για τον Γιάννη Μπαντίκο, έναν ποδοσφαιριστή που έχει φάει με το κουτάλι τις εθνικές κατηγορίες της χώρας και πια στα 35 του αγωνίζεται στην πρώτη ερασιτεχνική του Πειραιά με τη φανέλα του ΑΟ Καραβά.
Η επιλογή του να κατεβάσει ρυθμούς ήταν μια συνειδητή απόφαση. «Θεωρώ πως θα μπορούσα να παίξει στη Football League. Αν το έκανα, όμως, δεν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω στη δουλειά και τις υποχρεώσεις μου. Δεν έχω τη δυνατότητα να λείπω συνέχεια σε ταξίδια με την ομάδα. Έπρεπε να κάνω κι εγώ τις υποχωρήσεις μου».
Ο Γιάννης Μπαντίκος, από το 2019 μέχρι σήμερα, εργάζεται ως εποχικός πυροσβέστης και βρίσκεται στα βουνά, παλεύοντας να σβήσει τις πυρκαγιές που ξεσπούν κάθε καλοκαίρι στη χώρα. Το πρόγραμμα, όπως εξηγεί, είναι πολύ βαρύ. Χαρακτηριστικό είναι πως στη σημερινή προπόνηση ήρθε, ουσιαστικά, άυπνος μετά από μια νυχτερινή βάρδια στον πυροσβεστικό σταθμό.
Παρά την κούραση, όμως, δεν πέρασε ούτε μία στιγμή από το μυαλό του να χάσει την προπόνηση. Το ποδόσφαιρο, άλλωστε, είναι η ζωή του και δεν πρόκειται να το αφήσει τόσο εύκολα.
«Αναγκάστηκα να κάνω και δεύτερη και τρίτη δουλειά για να τα βγάλω πέρα. Δεν είναι ντροπή για μένα αυτό. Ντροπή θα ήταν να καθόμουν άπραγος»
Η ιστορία του ξεκίνησε στα Τρίκαλα. Από την ηλικία των τεσσάρων ετών βρίσκεται σε ένα γήπεδο. Ο άνθρωπος που του έμαθε το άθλημα και τον στήριξε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του ήταν ο πατέρας του και τον ευγνωμονεί γι’ αυτό.
Το 2002 έμελλε να του αλλάξει για πάντα τη ζωή. «Όταν ήμουν 13 χρονών ξεκίνησα με τον αδερφό μου στις ακαδημίες της ΑΕΚ. Φύγαμε όλοι οικογενειακώς και ήρθαμε στην Αθήνα. Ο πατέρας μου πήρε μετάθεση. Έκαναν μεγάλες θυσίες οι γονείς μου για να καταφέρουμε» επισημαίνει.
Στις ακαδημίες της Ένωσης έμεινε για τέσσερα χρόνια. Ανέβηκε στην πρώτη ομάδα, ωστόσο, ο ανταγωνισμός ήταν τεράστιος. «Μπροστά μου ήταν ο Σορεντίνο, ο Χιώτης. Ήταν πολύ δύσκολο για ένα νέο παιδί να σταθεί σε αυτό το επίπεδο. Μου πρότειναν να κάνω επαγγελματικό συμβόλαιο και να πάω δανεικός στην Αναγέννηση Άρτας. Το είδα κάπως εγωιστικά και αρνήθηκα. Δεν ήθελα να παίξω στη Γ’ Εθνική».
Έτσι, λοιπόν, αποχώρησε και υπέγραψε στην ομάδα του Ηλυσιακού που τότε αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία. Από εκείνο το σημείο και έπειτα ξεκίνησε μια ολόκληρη πορεία, με τον Γιάννη Μπαντίκο να περνά από αρκετές ομάδες των εθνικών κατηγοριών της χώρας, ανάμεσα σε αυτούς, τον Εθνικό, τη Δόξα Βύρωνα, τον Φωστήρα.
Ο σύλλογος, όμως, με τον οποίο δέθηκε και πέρασε τα περισσότερα χρόνια ήταν η Προοδευτική. Τα ματς που του έχουν χαραχθεί στο μυαλό είναι εκείνα, φυσικά, κόντρα στον Ιωνικό. Τον μεγάλο αντίπαλο της περιοχής. Ο ίδιος, μάλιστα, αποτέλεσε ένα από τα αγαπημένα παιδιά της κερκίδας καθώς κατάφερε στα μεταξύ τους παιχνίδια να αποκρούσει όχι ένα, ούτε δύο, ούτε τρία, αλλά τέσσερα πέναλτι.
Ήταν τέτοια η στήριξη του κόσμου, όμως, προς την ομάδα που «αισθανόταν ότι το τέρμα ήταν 5Χ5». «Όλο τον χρόνο είχαμε στο μυαλό μας αυτό το παιχνίδι. Δεν είναι υπερβολή. Ο κόσμος της Νίκαιας και του Κορυδαλλού ζει για αυτό το ματς. Είναι από τα μεγαλύτερα ντέρμπι στην Ελλάδα. Υπήρχε πολύ ένταση, πάθος. Είναι από τα παιχνίδια που ευχαριστιέσαι να παίζεις. Να σου πω την αλήθεια, μου έχουν λείψει κάπως» προσθέτει.
Αυτές οι στιγμές, όμως, δεν μπορούν να ξεγράψουν όλα τα στραβά που έχει βιώσει καθ' όλη την πορεία του στο ελληνικό ποδόσφαιρο. «Δεν ήμουν από τους τυχερούς γιατί η δικιά μου γενιά πρόλαβε τα τελευταία χρόνια καλών οικονομικών απολαβών. Από το 2007 έως το 2011 περίπου. Μόνο τότε καταφέραμε και βγάλαμε λίγα χρήματα από το ποδόσφαιρο».
Τα επόμενα χρόνια ήταν αρκετά δύσκολα, αγωνιζόμενος στη δεύτερη και τρίτη εθνική κατηγορία της χώρας. Μισθοί που δεν καταβάλλονταν ποτέ, χρωστούμενα από ομάδες, δεύτερες δουλειές για να ζήσει την οικογένειά του.
«Αναγκάστηκα να κάνω και δεύτερη και τρίτη δουλειά για να τα βγάλω πέρα. Δεν είναι ντροπή για μένα αυτό. Ντροπή θα ήταν να καθόμουν άπραγος. Υπήρξαν φορές με τη δουλειά και τις προπονήσεις που είχε να με δει το σπίτι μου πέντε μέρες» επισημαίνει.
Κι όλο αυτό μέσα στο άγχος, καθώς τόσο εκείνος όσο και οι συμπαίκτες του ήξεραν πως αν δεν κέρδιζαν, κινδύνευαν να χάσουν ακόμη κι αυτά τα λίγα δεδουλευμένα τους. «Μην κρυβόμαστε. Ήξερες ότι αν δεν πας καλά, δεν θα πληρωθείς. Κι αν πληρωνόσουν, θα υπήρχαν μεγάλες μειώσεις».
Ο Γιάννης Μπαντίκος έχει χάσει αρκετά χρήματα κατά τη διάρκεια της καριέρας του και γνωρίζει πως δεν πρόκειται να τα πάρει ποτέ. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα επισφάλειας, λοιπόν, το 2019 πήρε μια απόφαση που του στιγμάτισε τη ζωή: να γίνει πυροσβέστης.
Η αγάπη για τον κλάδο προήλθε, επίσης, από τον πατέρα του. «Θυμάμαι ήμουν 7 χρονών και πήγαινα στον πυροσβεστικό σταθμό μαζί του. Έβαζα τις σειρήνες, πάταγα τις κόρνες στα οχήματα». Εδώ και τέσσερα χρόνια, λοιπόν, από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο γυρνά όλα τα βουνά της Αττικής και προσπαθεί να σβήσεις τις φωτιές που ξεσπούν η μία μετά την άλλη.
Το φετινό καλοκαίρι, όπως εξηγεί, ήταν το δυσκολότερο που έχει βιώσει μέχρι σήμερα. Κι αυτό κυρίως εξαιτίας του ακραίου αριθμού εστιών που ξεσπούσαν καθημερινά γύρω από την πόλη.
«Δεν υπήρξε υπηρεσία που να μην ήμουν σε πυρκαγιά. Αυτό που έκανε εντύπωση σε όλους μας ήταν το πόσες πολλές ήταν οι φωτιές. Ήταν τόσα τα μέτωπα που δεν προλαβαίναμε. Η μία φωτιά έσκαγε μετά την άλλη. Σβήναμε κάπου και μας αποσυντόνιζαν σε διάφορα μέρη. Δεν είμαι αρμόδιος να σου πω αν ήταν από ανθρώπινο χέρι ή όχι, αλλά από τη λίγη εμπειρία που έχω, δεν μπορεί να μπήκαν μόνες τους» σημειώνει.
Το πιο δύσκολο μέτωπο που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ήταν εκείνο του Ασπροπύργου. Η δυσκολία είχε να κάνει, ακριβώς, με το γεγονός πως δεν καιγόταν δασική έκταση αλλά ολόκληρα εργοστάσια με εύφλεκτα υλικά.
«Ο καπνός ήταν πάρα πολύ έντονος. Προσπαθούσαμε να προσεγγίσουμε αλλά δεν υπήρχε η δυνατότητα. Δεν βλέπαμε μπροστά μας, δεν είχαμε καθόλου ορατότητα. Κάποια στιγμή ο καπνός μας περικύκλωσε, αλλά ευτυχώς όλα πήγαν καλά».
Ο φόβος, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν φεύγει ποτέ. «Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι απλά να συμβιβαστείς μαζί του» λέει γελώντας. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις αυξομειώσεις των παλμών της καρδιάς, όταν καλείται να δράσει.
«Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που νομίζουν ότι καθόμαστε και δεν κάνουμε τίποτα. Πόσοι, όμως, γνωρίζουν ότι από τη στιγμή που χτυπήσει το κουδούνι, έχουμε ενάμιση λεπτό για να μπούμε στο όχημα και να ξεκινήσουμε; Αν αργήσουμε, θα αντιμετωπίσουμε πειθαρχικές διώξεις. Δεν είναι απλό πράγμα, λοιπόν, από εκεί που είσαι στους 80 παλμούς, μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα να ανέβεις στους 150. Για αυτό και πολλοί πυροσβέστες αντιμετωπίζουν καρδιακά προβλήματα. Δεν είναι απλό πράγμα» εξηγεί.
Η ανταμοιβή, όμως, έρχεται στο μέτωπο. «Όταν προλαβαίνεις και σώζεις μια ανθρώπινη ζωή ή την περιουσία μιας οικογένειας, και μετά τους ακούς να σου λένε ότι είσαι η ήρωάς τους. Είναι η μεγαλύτερη χαρά που μπορώ να πάρω. Δεν το κάνω για τον μισθό. Ξέρω πως δεν θα γίνω πλούσιος, κάνοντας αυτή τη δουλειά. Είναι η ηθική ικανοποίηση. Αυτή αρκεί».
Σε ένα χρόνο από τώρα, η σύμβασή του τελειώνει. Κανείς, όμως, δεν γνωρίζει τι μέλλει γενέσθαι από εκεί και πέρα. «Έχει τεράστιες ελλείψεις η πυροσβεστική. Και το καλοκαίρι που μας πέρασε φάνηκε πολύ έντονα. Αυτά τα κενά μπορούν να καλυφθούν από εμάς τους εποχικούς πυροσβέστες. Την προηγούμενη εβδομάδα κατεβήκαμε σε συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας. Ζητήσαμε να μας πουν κάτι για το μέλλον. Δεν μας έχει δώσει ξεκάθαρη απάντηση η κυβέρνηση».
Για την ώρα, λοιπόν, το μόνο που έχει να κάνει είναι να περιμένει. Και να ξεκινήσει και πάλι τις εντατικές προπονήσεις για την ερχόμενη αγωνιστική σεζόν. Όπως εξηγεί, οι τερματοφύλακες έχουν αρκετά κοινά με τους πυροσβέστες. Πρόκειται, σύμφωνα με τον ίδιο, για δύο θέσεις, πολλές φορές, μοναχικές που απαιτούν πάντοτε τη μεγαλύτερη πειθαρχία.
Ίσως, όμως, έχει να κάνει, τελικά, με εκείνα τα βλέμματα ευγνωμοσύνης που δέχεται κάθε φορά. Είτε έχει αποκρούσει το πέναλτι με τον αιώνιο αντίπαλο, είτε έχει σώσει ένα σπίτι από τη φωτιά.