50 χρόνια μετά, κανείς στη Σαλαμίνα δεν έχει ξεχάσει το ματς με τον Άγιαξ
Βρισκόμαστε στις αρχές του 1900. Μια παρέα τεσσάρων Ολλανδών φοιτητών που έχουν ιδιαίτερη έφεση στην ελληνική μυθολογία, συναντιούνται στο καφέ Ανατολικές Ινδίες του Άμστερνταμ και αποφασίζουν να ιδρύσουν μια ποδοσφαιρική ομάδα.
Το όνομα αυτής: Άγιαξ. Ή αλλιώς, Αίαντας. Όπως ο μυθικός βασιλιάς της Σαλαμίνας, ο οποίος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ήρωες κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου.
Η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου, οι αφηγήσεις για το οποίο ακροβατούν μεταξύ του μύθου και της πραγματικότητας, δεν έγινε τυχαία από τους Ολλανδούς ιδρυτές του συλλόγου. Ο Αίαντας είχε τη φήμη ενός σκληρού στρατιώτη που μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια ακόμη και τον Αχιλλέα.
Η μορφή του βρίσκεται μέχρι σήμερα στο σήμα της ομάδας. Μόνο που δεν είναι η μόνη. Κι αυτό γιατί από το 1931 στη Σαλαμίνα, την πόλη του βασιλιά, ιδρύθηκε ένας σύλλογος με το ίδιο ακριβώς όνομα.
Οι δύο σύλλογοι είχαν μια εντελώς διαφορετική πορεία βέβαια. Ο Άγιαξ κατάφερε γρήγορα να γίνει μία από τις κυρίαρχες ομάδες όχι μόνο του ολλανδικού αλλά και ολόκληρου του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Την ίδια ώρα, ο Αίαντας Σαλαμίνας έφτασε ως τη δεύτερη εθνική κατηγορία της χώρας.
Για αρκετές δεκαετίες, οι δύο σύλλογοι δεν είχαν κανέναν απολύτως δεσμό. Όλα αυτά, όμως, ως το 1973, όταν στο νησί της Σαλαμίνας πραγματοποιήθηκε ένα από τα πιο ιστορικά παιχνίδια που έχουν γίνει ποτέ στη χώρα. Αντίπαλοι: ο Άγιαξ και ο Αίαντας.
Μπορεί να έχουν περάσει αισίως 50 χρόνια από εκείνο το παιχνίδι, ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί ποδοσφαιριστές και παράγοντες της ελληνικής ομάδας που θυμούνται με κάθε λεπτομέρεια το τι συνέβη εκείνο το απόγευμα της 13ης Ιουνίου στο γήπεδο του νησιού.
«Δεν μπορώ να σου περιγράψω. Ούτε και εγώ ξέρω πόση ώρα τους πήρε να φτάσουν από το λιμάνι της Σαλαμίνας μέχρι το κέντρο»
Δίνουμε ραντεβού με μερικούς εξ αυτών στο γραφεία των παλαιμάχων ποδοσφαιριστών του Αίαντα που βρίσκονται στο κέντρο της πόλης της Σαλαμίνας. Η διαδρομή για να φτάσουμε ως εκεί είναι προκαθορισμένη. Λεωφορείο ως το λιμάνι του Περάματος, φέρι μποτ για τη Σαλαμίνα και ξανά λεωφορείο για το κέντρο της πόλης.
Με το που φτάνουμε στο λιμάνι του Περάματος, η θέα της τεράστιας επιγραφής που σκεπάζει την είσοδό του, μας τραβά την προσοχή. «Η αρχή της ελπίδας». Ή όπως γράφει από την άλλη πλευρά: «The Beginning of Hope».
Στο χώρο υπάρχει αρκετός κόσμος που περιμένει υπομονετικά τον καπετάνιο να βάλει μπρος τις μηχανές του πλοίου. Η διαδρομή διαρκεί περίπου 15 λεπτά. Όσο περίπου διαρκεί και η χρονική απόσταση μεταξύ των δρομολογίων που κάνουν τη συγκεκριμένη διαδρομή καθημερινά.
Η ακτοπλοϊκή σύνδεση μεταξύ των δύο λιμανιών είναι τόσο συχνή που, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, αποτελεί τη δεύτερη πιο πολυσύχναστη στην Ευρώπη, με περισσότερους από 11 εκατομμύρια επιβάτες και 4 εκατομμύρια αυτοκίνητα να τη χρησιμοποιούν σε ετήσια βάση.
Οι περισσότεροι από τους επιβάτες του δικού μας δρομολογίου μένουν στο κατάστρωμα για να δουν τη θέα. Ο καιρός μπορεί να μην είναι τόσο καλός, ωστόσο, η θέα των δύο λιμανιών και του νησιού του Αγίου Γεωργίου, της «Σπιναλόγκα του Πειραιά» τραβά τα βλέμματά τους.
Η συγκεκριμένη νησίδα λειτουργούσε ως λοιμοκαθαρτήριο για την απομόνωση και την αντιμετώπιση κρουσμάτων λοιμωδών νοσημάτων που ταλάνιζαν εκείνη την εποχή, κυρίως της χολέρας, ενώ αποτελούσε και χώρο καραντίνας για τους επιβάτες που έφταναν στον Πειραιά από περιοχές οι οποίες είχαν πληγεί από επιδημίες.
Το λοιμοκαθαρτήριο λειτούργησε μέχρι το 1947, όταν και αντιμετωπίστηκε το τελευταίο κρούσμα χολέρας, ενώ έως το 1960 φιλοξένησε ασθενείς με ψυχικά προβλήματα. Σήμερα το νησί παραμένει έρημο, ενώ τα κτίρια, ερειπωμένα.
Η θέα της νησίδας εξαφανίζεται όταν φτάνουμε στο λιμάνι της Σαλαμίνας. Το φέρι μποτ είναι γεμάτο με κόσμο. Οι περισσότεροι είναι ντόπιοι που έχουν επιστρέψει από τον Πειραιά. Ένας πλανόδιος παγωτατζής κάνει βόλτες γύρω από τους επιβάτες, ελπίζοντας πως θα πουλήσει καμία μπάλα. Μάταια, όμως. Οι περισσότεροι δείχνουν να είναι βιαστικοί.
Λίγη ώρα αργότερα φτάνουμε στο κέντρο της πόλης. Τα γραφεία του συλλόγου βρίσκονται δίπλα στην ψαραγορά που είναι γεμάτη με κόσμο. Μας υποδέχονται όλοι τους εγκάρδια. Πρώτος και καλύτερος ο ιστορικός πρόεδρος του συλλόγου, ο οποίος ήταν κι αυτός που διαμεσολάβησε προκειμένου να γίνει το συγκεκριμένο παιχνίδι, Σπύρος Μπεγνής.
Ο ίδιος θυμάται με κάθε λεπτομέρεια το χρονικό της υπόθεσης. «Μερικούς μήνες πριν είχε έρθει ο Άγιαξ στον Πειραιά και είχε παίξει φιλικό με τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη. Τότε μίλησα με τον Γουλανδρή και του εξέφρασα την επιθυμία μας να γίνει ένα φιλικό στη Σαλαμίνα. Ήταν πολύ θερμός και χάρηκε να μας βοηθήσει. Μου είπε κιόλας ότι αυτός θα ήταν ο εγγυητής ότι θα γίνει η συμφωνία» θυμάται.
Οι διοικούντες τελικά των δύο ομάδων συναντήθηκαν στην Αθήνα μετά το ματς κόντρα στον Ολυμπιακό και έδωσαν τα χέρια. Αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν η προθυμία των Ολλανδών να δώσουν το συγκεκριμένο παιχνίδι. Κι ας γνώριζαν πως θα αγωνίζονταν κόντρα σε μια ομάδα πολύ χαμηλότερου επιπέδου. Ήθελαν, όμως, όπως εξηγεί ο κ. Μπεγνής, να γνωρίσουν τον τόπο απ’ όπου ξεκίνησε ο Αίαντας.
Όσο συζητάμε, εκείνος αρχίζει να ανοίγει έναν φάκελο γεμάτο παλιά έγγραφα και φωτογραφίες. Ανάμεσα σε αυτά είναι και το τηλεγράφημα που απέστειλε ο ίδιος στον πρόεδρο του Άγιαξ, προκειμένου να οριστικοποιηθεί η μέρα διεξαγωγής του αγώνα. Η απάντηση έγινε δεκτή μερικές μέρες αργότερα. Ο αγώνας θα πραγματοποιούταν στις 13 Ιουνίου 1973 στο γήπεδο του Αίαντα Σαλαμίνας.
Ο ενθουσιασμός των ντόπιων για το παιχνίδι ήταν έκδηλος στο νησί πολύ καιρό πριν. Κανείς, όμως, από τους ποδοσφαιριστές της ομάδας δεν περίμενε αυτό που θα συνέβαινε τη μέρα που η ομάδα του Άγιαξ πάτησε το πόδι της στη Σαλαμίνα.
«Ο τρόπος που έκαναν κοντρόλ τη μπάλα, ακόμη και στο χώμα, οι πάσες, οι σέντρες, τα σουτ ήταν το κάτι άλλο»
«Δεν μπορώ να σου περιγράψω. Ούτε και εγώ ξέρω πόση ώρα τους πήρε να φτάσουν από το λιμάνι της Σαλαμίνας μέχρι το κέντρο. Σε όλη τη διαδρομή υπήρχε μια τεράστια πομπή που τους ακολουθούσε. Μηχανάκια, ποδήλατα, πούλμαν, φορτηγά. Όποιο μεταφορικό μέσο μπορείς να φανταστείς είχε μπει στην πομπή» αποκαλύπτει ο Γιώργος Πέππας, παλαίμαχος τερματοφύλακας του συλλόγου.
Η ίδια ατμόσφαιρα υπήρξε και στο γήπεδο. Υπολογίζεται πως οι συνολικές θεατές ξεπέρασαν τους έξι χιλιάδες. Όπως αποτυπώνεται και στις φωτογραφίες που βρίσκονται στο αρχείο του κ. Μπεγνή, ο κόσμος της Σαλαμίνας είχε φτάσει μια ανάσα από τον αγωνιστικό χώρο για να δει το ματς. Μόνο που δεν επρόκειτο απλά για ένα ματς αλλά για μια ολόκληρη γιορτή.
Χαρακτηριστικό είναι πως πριν από την έναρξη πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά ένα μεγάλο πανηγύρι με ντόπιους χορευτές να δίνουν τον ρυθμό, φορώντας τις παραδοσιακές στολές του νησιού. Οι Ολλανδοί έδειχναν να κοιτούν με απορία. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το διασκέδαζαν.
Το παιχνίδι ξεκίνησε μερικά λεπτά αργότερα. Η διαφορά των δύο ομάδων, όπως θυμούνται οι ποδοσφαιριστές του Αίαντα, ήταν τεράστια. Ακόμη κι αν από τη βασική ομάδα, εκείνη που είχε κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών για τρεις συνεχόμενες χρονιές, αγωνιζόταν μόνο ο Τζόνι Ρεπ.
«Το μόνο τους μειονέκτημα ήταν ότι δεν είχαν αγωνιστεί ποτέ σε χώμα. Παρά μόνο σε χορτάρι. Το αντίθετο δηλαδή με εμάς» λέει γελώντας ο κ. Πέππας. Ήταν τέτοιος ο τρόπος παιχνιδιού, όμως, που κανείς δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει.
«Ο τρόπος που έκαναν κοντρόλ τη μπάλα, ακόμη και στο χώμα, οι πάσες, οι σέντρες, τα σουτ ήταν το κάτι άλλο. Προσπαθήσαμε να τους κοντράρουμε. Είχαμε και δύο δοκάρια» συμπληρώνει. Μάταια, όμως. Το ματς έληξε με τους Ολλανδούς να κερδίζουν με δύο γκολ. Σκόρερ και στα δύο ήταν ο Τζόνι Ρεπ.
«Και τα δύο τέρματα ήταν από συνδυασμούς μέσα στην περιοχή. Πάσες, πάσες, σουτ με το πλασέ και γκολ. Ούτε σουτ, ούτε απευθείας εκτέλεση φάουλ, ούτε τίποτα. Δεν είδα καν πώς μπήκαν μέσα» προσθέτει.
Αυτό που του έκανε εντύπωση, όμως, ήταν ότι παρά την υπεροχή, κανείς από τους Ολλανδούς ποδοσφαιριστές δεν έδειξε σνομπισμό. «Η συμπεριφορά τους ήταν πραγματικά άψογη. Μας σήκωναν όταν πέφταμε κάτω. Μας έδιναν τα χέρια. Μπορεί να μην καταλαβαινόμασταν μεταξύ μας, αλλά ήταν κύριοι. Τόσο απλοί, όσο οι ποδοσφαιριστές που βρίσκαμε μπροστά μας στη Β’ ΕΘνική» συνεχίζει.
Μετά τη λήξη του ματς, ο πρόεδρος του Αίαντα Σαλαμίνας παραχώρησε ένα μεγάλο γεύμα για τους ποδοσφαιριστές και των συλλόγων. Οι οποίοι, μάλιστα, αντάλλαξαν φανέλες μεταξύ τους. Τα σχέδια και τα σήματα ήταν ακριβώς τα ίδια. Το μόνο που άλλαζε ήταν το μπλε και το κόκκινο.
Οι Ολλανδοί παρέμειναν ακόμη μια μέρα στη Σαλαμίνα, προκειμένου να γυρίσουν στο νησί. Στα πλαίσια της ξενάγησης, οι ποδοσφαιριστές του Άγιαξ επισκέφτηκαν την περιοχή Κανάκια, στην οποία, υποστηρίζεται από αρχαιολόγους ότι, πιθανότατα βρίσκεται το αρχαίο βασίλειο του Αίαντα.
Την επομένη αναχώρησαν για την Ολλανδία. Οι περισσότεροι από τους ποδοσφαιριστές του Άγιαξ που αγωνίστηκαν στο ματς της Σαλαμίνας, κατάφεραν να ανέβουν στην πρώτη ομάδα. Οι αντίστοιχοι του Αίαντα πρωταγωνίστησαν στην πιο λαμπρή περίοδο του συλλόγου, νικώντας ΠΑΣ Γιάννινα (τον Άγιαξ της Ηπείρου), Καλαμάτα και Απόλλωνα Αθηνών.
Κανείς, όπως εξηγεί ο κ. Πέππας, δεν έχει ξεχάσει εκείνο το παιχνίδι ακόμη κι αν έχουν περάσει πενήντα χρόνια. Και πώς άραγε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά; Δεν τυχαίνει και κάθε μέρα, άλλωστε, να παίζεις στην έδρα σου με τον Άγιαξ.
Υ.Γ. Ο Άγιαξ εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ευρώπης, συμμετέχοντας στους ομίλους του Europa League. Ο Αίαντας Σαλαμίνας, από την άλλη, αγωνίζεται στο Α’ Τοπικό του Πειραιά, με πιο πρόσφατη διάκριση τη συμμετοχή στον τελικό του Κυπέλλου της πόλης, που πραγματοποιήθηκε στο Στάδιο «Γεώργιος Καραϊσκάκης». Στις εξέδρες του παραβρέθηκαν περίπου 2 χιλιάδες Σαλαμινιοί. Μερικοί από αυτούς είχαν προλάβει το ματς της 13ης Ιουνίου 1973.