Λ. Δήμος στο Gazzetta: «Μία μέρα ξύπνησα και πήγα να πεθάνω, αφού στέκομαι στα πόδια μου θα ζήσω»
«Όταν φτάνεις σε ένα σημείο που όταν τα χάνεις όλα, μετά θέλεις να ζήσεις στο τέρμα. Όταν πήγα να χάσω τη ζωή μου και την καθημερινότητα που είχα, αφού επέστρεψα αποφάσισα να ζω στο φουλ, όσο πάει, κάθε μέρα».
Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακόμη κάποιον να μιλάει με τέτοιο στόμφο για τη ζωή, την πραγματική ζωή. Συνήθως αυτός ο κάποιος έχει περάσει δύσκολα, πολύ δύσκολα. Και με απερίγραπτο θράσος πολλοί, στο άκουσμα μιας απίστευτης ιστορίας ψυχικής δύναμης, απαντάμε: «Σε καταλαβαίνω». Στην πραγματικότητα, όμως, την οποία πεισματικά αρνούμαστε να αντικρίσουμε, τίποτα δεν καταλαβαίνουμε. Ούτε λίγο δεν μπορούμε να μπούμε στη θέση ενός ανθρώπου του οποίου η ζωή βρέθηκε στον τάκο. Να καταλάβουμε πως μέσα σε μία στιγμή, μέσα σε 1-2 δευτερόλεπτα, βρέθηκε πεσμένος στην άσφαλτο, με το τιμόνι από τη μηχανή του να έχει σπάσει τη μέση του και να ακουμπάει τη σπλήνα του, να μην μπορεί να αναπνεύσει, να ακούει τη φωνή του πατέρα του να φωνάζει με αγωνία “Το παιδί μου”, να μη νιώθει πια τα πόδια του, να μην μπορεί να καταλάβει πόσα πολλά μόλις άλλαξαν στη ζωή του και πόσα ακόμη περισσότερα θα χρειαστεί να περάσει για να μπορέσει να μιλά με θάρρος και να λέει πως σήμερα ζει στο τέρμα.
Ο Λευτέρης Δήμος, παρά τις τρομερές δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει μόλις στα 19 του όταν στις 23 Μαρτίου 2013 ένα αυτοκίνητο τον παρέσυρε ενώ οδηγούσε τη μηχανή του με αποτέλεσμα να μην μπορεί να περπατήσει, έχει κάνει αυτή την εμπειρία κομμάτι του εαυτού του και με πολύ, πολύ θάρρος κάνει κατάθεση ψυχής. Η φωνή του σπάει, ζητάει συγγνώμη γιατί «Ξέρεις, τα θυμάμαι λίγο τώρα…», συνεχίζει, ζητάει ξανά συγγνώμη και απορώ… Γιατί να πει συγγνώμη; Που κλαίει από ικανοποίηση για τον εαυτό του που ενώ οι γιατροί του είπαν πως ο ακρωτηριασμός του ποδιού του και η ζωή σε αναπηρικό αμαξίδιο είναι μονόδρομος, εκείνος περπάτησε ξανά και έτρεξε και κολύμπησε και ζει; Δάκρυα ικανοποίησης για τη νίκη στο στοίχημα της ζωής.
Ο Λευτέρης Δήμος προσπαθούσε να μην κλαίει ούτε τότε, τότε που δεν ήξερε αν το σήμερα που ζει θα γινόταν πραγματικότητα. Μάζεψε όση δύναμη είχε μέσα του για να μην κλάψει όταν η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιό του, τον είδε καθηλωμένο στο κρεβάτι, έβαλε τα κλάματα και έστριψε να φύγει. Εκείνη τη στιγμή της φώναξε «Έλα εδώ» και της είπε να μην κλαίει γιατί εκείνος θα τα καταφέρει και «Πάμε λίγο, πάμε». Από εκείνη τη στιγμή, το «πάμε λίγο» έγινε η κουβέντα που λέει καθημερινά στον εαυτό του, όταν βγαίνοντας από το σπίτι του κάθε πρωί κοιτάζει μία φωτογραφία του στο αμαξίδιο την οποία έχει σε κάδρο στο σπίτι του. Για να μην ξεχάσει ποτέ τί πέρασε και κάνει το σφάλμα που κάνουμε όλοι να πνιγεί σε μια κουταλιά νερό.
Ο Λευτέρης Δήμος κατέθεσε την ψυχή του στο Gazzetta, σε μία προσπάθεια να ταρακουνήσει και να βοηθήσει εκείνα τα παιδιά που μας χρειάζονται.
«Μου είπαν οι γιατροί πως πρέπει να ακρωτηριαστεί το πόδι μου, εγώ περίμενα να μου πουν να σηκωθώ, απλά να φύγω…»
«Όταν δεν ζεις κάτι, όταν το βλέπεις απ’ έξω, σου φαίνεται τρομερό και απίστευτο αλλά αυτό θέλω να περάσω στον κόσμο. Να είναι αυτό, αυτή η εμπειρία που πέρασα εγώ, μία υπενθύμιση να μην αμελήσουμε τη ζωή, να τα αφήνουμε για αύριο γιατί θεωρούμε πως έχουμε χρόνο. Δεν έχουμε χρόνο είναι η αλήθεια, ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα και πρέπει να ζήσεις στο φουλ γιατί όπως εγώ ξύπνησα μια μέρα και πήγα στην καθημερινότητά μου και ξαφνικά βρέθηκα σε ένα νοσοκομείο και δεν ήξερα πως θα εξελιχθεί, έτσι ο καθένας ξυπνάει και δεν ξέρει τι του έχει ξημερώσει.
Έχουν περάσει 10 χρόνια. Όπως έχω πει ξανά το κρατάω όλο αυτό που είχε γίνει ζωντανό μέσα μου. Λένε πως το παρελθόν πρέπει να το αφήνεις πίσω, εγώ όμως το κρατάω ζωντανό για να μου θυμίζει όλες τις δυσκολίες που έχω ξεπεράσει ψυχολογικά. Ειδικά οι στιγμές που έχω περάσει όταν ήμουν μόνος μου είναι πάρα πολύ σημαντικές για μένα, οπότε πολλές φορές στην καθημερινότητα μπορεί να το χάνω, να ξεχνάω αλλά το κρατάω ζωντανό όταν έχω προβλήματα. Όταν βγαίνω στον χαώδη κόσμο που ζούμε οι περισσότερο κάνω μία παύση, κοιτάζω φωτογραφίες μου ή σκέφτομαι στιγμές από τότε και λέω “Ώπα, θυμάσαι τι πέρασες τότε;”. Το επαναφέρω για να με βοηθήσει να ξεπεράσω άλλες δυσκολίες.
Έχω ένα καδράκι στο σπίτι, από όταν ήμουν στο αμαξίδιο, και το βλέπω κάθε μέρα πριν πάω στη δουλειά και αφού γυρίζω. Μου λένε οι γονείς μου να το βγάλω, να μην είναι εκεί, να το αφήσω. Το έχω εκεί για να μου υπενθυμίζει πως “Φίλε, ήσουν εκεί” και πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την υγεία, πως όλα τα άλλα είναι πταίσματα. Ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό. Αυτό, λοιπόν, που δεν με σκότωσε, τώρα που στέκομαι στα πόδια μου και είμαι υγιής, έχω μία δεύτερη ευκαιρία το παίρνω να το χρησιμοποιήσω.
Εγώ πέρασα ότι πέρασα, τώρα είμαι υγιής και δυνατός. Αν κάτι μπορώ να πω σε κάποιον θα ήταν πάρτη αυτή την εμπειρία, δες τη, ρώτησέ με ό,τι θέλεις και κοίτα όμως τι πέρασα, για να μην χρειαστεί να ζήσεις όσα πέρασα εγώ ή άλλοι άνθρωποι που έχουν περάσει δυσκολίες και σκέψου αν ήσουν σε αυτή τη θέση θα μπορούσες να επανέλθεις; Να βρεις τη δύναμη; Σου λέω, δηλάδη, πως έχεις μία ζωή τώρα χωρίς αυτές τις δυσκολίες οπότε πήγαινε ζήσε και μην περιμένεις τη μέρα που ίσως συμβεί κάτι και να σκεφτείς «έπρεπε να έχω ζήσει». Εγώ ήμουν τυχερός, προσπάθησα… όπως το πάρει ο καθένας. Αλλά τώρα το συνειδητοποιώ πόσο μικρά είναι όλα αυτά.
Σου μιλάω γι΄αυτά και μου έρχεται στη μνήμη Σάββατο πρωί, 23 Μαρτίου 2013, να πηγαίνω στη δουλειά μου και να παθαίνω τροχαίο. Αν με ρωτούσες, μπορούσα εγώ να το φανταστώ; Εγώ οδηγούσα μηχανή, έκανα αγώνες και έλεγα πως ξέρω να οδηγώ και τα πάντα. Και ξαφνικά ήμουν στο έδαφος και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Εν τέλει δεν ξέρουμε τίποτα. Το μόνο που μπορούμε να ξέρουμε είναι πως έχουμε μία ζωή με μοναδική υποχρέωση να τη ζήσουμε. Να φτάσει η στιγμή να μεγαλώσουμε και να πούμε πως ζήσαμε. Στα 19 μου που έπαθα το ατύχημα, μετάνιωσα για πράγματα που δεν είχα κάνει».
Πως έγινε το τροχαίο; Θυμάσαι στιγμές από τη σύγκρουση;
«Ήμουν χρόνια στις μηχανές. Ο πατέρας μου είχε αντιπροσωπεία με μοτοσυκλέτες και είναι και μηχανικός αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών. Εμείς, με τον αδερφό μου που έχουμε διαφορά οκτώ χρόνια, μεγαλώσαμε εκεί και μάθαμε και τη δουλειά. Το 2008 με τον αδερφό μου μπήκαμε στην πίστα, στο supermoto με αγώνες κανονικούς σε κατηγορίες παίδων και εφήβων, παράλληλα με το μπάσκετ που έπαιζα στο Α’ τοπικό. Οδηγούσαμε μηχανές μεγάλου κυβισμού και δύσκολα μηχανάκια, ξέραμε να τα καβαλάμε οπότε στον δρόμο μας ήταν πιο εύκολο.
Αυτό που ο πατέρας μου μας είχε πει πολλές φορές και ήταν ένας βασικός κανόνας ήταν το εξής: Θα μπαίνουμε στην πίστα με τον εξοπλισμό μας, τα κράνη μας, τις στολές μας, θα «σκοτωνόμαστε» εκεί, θα βγάζουμε το άχτι μας αλλά όταν θα βγαίνουμε στον δρόμο θα είμαστε οι μεγαλύτερες κότες. Γιατί υπήρχε η κόντρα τότε μεταξύ εφήβων, με τα μηχανάκια, αν και δεν συμμετείχα ποτέ σε τέτοιες κόντρες γιατί είχα πάρει αυτό το μάθημα. Στους δρόμους ήμουν πάντα κύριος και πάντα με τον εξοπλισμό μου.
Εκείνη τη μέρα είχα βγει το πρωί, γύρισα σπίτι να πάρω τον αδερφό μου να τον πάω προπόνηση. Βιαστικά, όπως κάνουμε στην καθημερινότητα, τον ανέβασα στο μηχανάκι χωρίς κράνος, χωρίς τίποτα. Μόνο το τιραντάκι της προπόνησης φορούσε. Τον αφήνω στο γήπεδο και αφού φεύγω, 100 μέτρα πιο κάτω, γίνεται το τροχαίο. Το λέω αυτό γιατί είναι πολύ σημαντικό το ότι είχα πάρει τον αδερφό μου 11 χρονών και δεν φορούσε τίποτα, θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα.
Μάλιστα, θυμάμαι εκείνη τη μέρα, πήγαινα στο μαγαζί του πατέρα μου για δουλειά και το απόγευμα είχαμε αγώνα μπάσκετ, φιλικό με την ΑΕΚ. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτό γιατί είχα πολλή αγάπη στον προπόνητή μου κι εκείνη τη μέρα, όταν ήρθε στο νοσοκομείο να με δει, τον ρώτησα “Τι κάναμε κόουτς; Κερδίσαμε;”. Το θυμάμαι ακόμα και τώρα αυτό δηλαδή.
Αφού άφησα, λοιπόν, τον αδερφό μου ξεκίνησα την πορεία σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας. Όπως είμαι στην αριστερή λωρίδα και πηγαίνω, στα 100-200 μέτρα που πρόλαβα να πάω δηλαδή, ξαφνικά ήρθε ένα αυτοκίνητο και με πήρε σβάρνα. Πήγε να περάσει και τη δική του λωρίδα και τη δική μου, να κάνει αναστροφή να πάει στην άλλη λωρίδα ενώ βέβαια απαγορευόταν και η αναστροφή. Το χειρότερο από όλα είναι πως στο αμάξι, που το οδηγούσε μια γιαγιά μεγάλης ηλικίας δηλαδή, είχε στο παράθυρό της μια πετσέτα να μην χτυπάει ο ήλιος. Πετσέτα, όχι να βάλει του αυτοκινήτου το αντηλιακό, πετσέτα. Δηλαδή δεν έβλεπε τίποτα. Εκείνη τη στιγμή εγώ φρέναρα απότομα και όπως φρέναρα μου έσπασε το τιμόνι και ήρθε στη μέση μου και μετά έπεσα πάνω στο αυτοκίνητο και ράγισαν τα πνευμόνια μου, στη δεξιά πλευρά».
Πολύ τρομακτικό αυτό που περιγράφεις…
«Ναι, ήταν λίγο. Θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα. Επειδή είχαμε πέσει και στην πίστα πολλές φορές, είχαμε γνώση της πτώσης, ήξερα πως βλέπεις αστεράκια. Όταν ήμουν κάτω είχα αυτή τη ζαλάδα, εκείνη τη στιγμή δηλαδή που περνάνε πάρα πολλά πράγματα από μπροστά σου, θυμάμαι να δυσκολεύομαι να αναπνεύσω δηλαδή είχα αισθήσεις αλλά αγκομαχούσα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ήρθε ο συνοδηγός του αυτοκινήτου, επίσης ηλικιωμένος, και προσπάθησε να μου βγάλει το κράνος και το έπιασε και το τραβούσε. Αυτό είναι απαγορευτικό και πρέπει και άλλοι να το μάθουν αυτό. Ο άνθρωπος πήγε να βοηθήσει, δεν ήξερε αλλά θα μπορούσε να έχει κάνει μεγαλύτερη ζημιά με αυτό, να κάνει ζημιά στον αυχένα. Όταν πήγε να βγάλει το κράνος, του χτύπησα το χέρι γιατί ήξερα από την πίστα πως δεν πειράζουμε τίποτα μέχρι να έρθουν διασώστες.
Μετά από λίγο το έβγαλα μόνος μου, βέβαια, γιατί δεν μπορούσα να ανασάνω και μετά απλά περίμενα. Προσπάθησα να σηκωθώ πολλές φορές, ένιωθα μούδιασμα ή μάλλον δεν ένιωθα τίποτα αλλά δεν καταλάβαινα τι ήταν εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορούσα να σηκωθώ, ήμουν απλά κάτω, είχα τις αισθήσεις μου αλλά δεν μπορούσα να επικοινωνήσω γιατί δεν μπορούσα να ανασάνω. Θυμάμαι ανθρώπους εκεί γύρω μου να μου μιλάνε, να μου λένε πως θα πάνε όλα καλά και ήθελα να τους απαντήσω αλλά δεν μπορούσα.
Θυμάμαι και τον πατέρα μου… να έρχεται εκείνη τη στιγμή από το μαγαζί και να φωνάζει “Το παιδί μου! Το παιδί μου!”. Για περίπου μιάμιση ώρα ήμουν στην άσφαλτο, πέρασε τόση ώρα για να έρθει το ασθενοφόρο και κάναμε και μισή ώρα να φτάσουμε στο νοσοκομείο.
Πηγαίνουμε στο νοσοκομείο… θυμάμαι τη νοσοκόμα εκεί που πήγε να μου κόψει το μπουφάν, κατάλαβε ότι σκεφτόμουν το καλό το μπουφάν γιατί είχα καλή διάθεση με κάποιον τρόπο, και μου έκανε πλάκα ότι πάει το ακριβό το μπουφάν, χαμογέλασε και μου έλεγε “Ναι, τώρα θα στο κόψω”».
«Ήμουν ατίθασος και πολύ του «πάμε», Έπεσες; Απλά σήκω και πάμε»
Και μετά ξεκίνησε ένα ταξίδι πολύ μεγάλο;
«Ναι, στην εντατική. Αφού μου έκλεισαν τα περισσότερα τραύματα, βρήκαμε κακώσεις οστών και αρθρώσεων, κατάγματα και τις εσωτερικές αιμορραγίες που είχα αρκετές. Μάλιστα, η μανέτα του φρένου δεξιά είχε φτάσει κοντά στη σπλήνα μου και μου το είπε ο γιατρός αφού βγήκα από την εντατική, να το πάρω σαν ενθύμιο να το ξέρω. Σώθηκα από το μπουφάν, αυτό μπορεί να με έπαιρνε από τη ζωή γιατί ήταν πολύ κοντά στη σπλήνα και είχα αιμορραγία.
Είχα κατάγματα τα οποία συνδέσαμε με σύρμα, σιδεράκια. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν το αριστερό πόδι που είχε κάνει εξάρθρωση ισχίου, είχε βγει τελείως από τη βάση του. Βγαίνοντας έκοψε ό,τι αγγεία είχε, δηλαδή το πόδι κρατιόταν μόνο από τους μυς και έπρεπε να ακρωτηριαστεί. Αυτή ήταν η διάγνωση. Δεν είχαμε πολλά περιθώρια να το συζητήσουμε και έπρεπε κάποιος να συναινέσει σε αυτό.
Σε αυτές τις περιπτώσεις κάποιος είναι πιο δυνατός, στη δική μας περίπτωση ήταν η μητέρα μου αλλά δεν μπορούσε να τον δεχτεί τον ακρωτηριασμό. Δεν ξέρω πως το σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή απλά είπε πως δεν μπορεί να πάρει την απόφαση για τη ζωή μου, αφού ήμουν και ενήλικος. Τότε μου σταμάτησαν τη νάρκωση και μου είπε ο γιατρός πως υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να επανέλθει και ότι πρέπει να το ακρωτηριάσουμε. Εγώ όντας ζαλισμένος, δεν είχα καταλάβει πολλά και από την εμπειρία που είχα από την πίστα περίμενα να μου πει να σηκωθώ, να περπατήσω να φύγω. Έπεσα, σηκώθηκα, πάμε. Ήμουν ατίθασος και αντιδρούσα σε όλα, ήμουν πολύ του «πάμε». Έπεσες; Σήκω και πάμε.
Όταν μου είπαν πως έχω ελάχιστες πιθανότητες να ξαναπερπατήσω, ασυναίσθητα χωρίς να το σκεφτώ καλά τί απαντάω, είπα πως θέλω και την τελευταία πιθανότητα. Να το πολεμήσω, να το προσπαθήσω. Με έβαλε να υπογράψω πως θα γίνει αυτό με δική μου ευθύνη. Συνεχίστηκε το χειρουργείο, ξαναμπήκα εντατική, με έκλεισαν τελείως γιατί με είχαν αφήσει ανοιχτό με γάζες και μετά με πήγαν σε δωμάτιο αποθεραπείας.
Το αριστερό πόδι μου το είχαν ακινητοποιήσει, μου είχαν τρυπήσει το καλάμι και είχαν περάσει ένα σίδερο και το είχαν βάλει να κρέμεται ώστε να είναι πλήρως ακινητοποιημένο.
«Γύρισα σε ένα σπίτι νοσοκομείο, δεν με πίστευαν ότι θα τα καταφέρω»
Ήμουν απλά σε αυτό το κρεβάτι. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε γίνει. Μέσα μου ρωτούσα πότε θα φύγω από εκεί και τι θα κάνω. Φυσικά, τον πρώτο καιρό ρωτούσα “γιατί”. Γιατί σε μένα, γιατί συνέβη αυτό; Πέρασε πολύς καιρός, πολύς καιρός για μένα, στο νοσοκομείο. 45 μέρες, 50; Και δεν έβλεπα να γίνεται κάτι διαφορετικό δηλαδή έρχονταν μου έβαζαν ορό, μετά σταμάτησαν και τα πολλά παυσίπονα οπότε δεν είχα κάποιο λόγο να κάθομαι στο νοσοκομείο.
Τι έπρεπε να γίνει τότε; Έπρεπε το σώμα να ανταποκριθεί, αν θα ανταποκρινόταν. Τα σενάρια ήταν δύο: ή θα ανταποκρινόταν το σώμα και θα γεννούσε ξανά αγγεία, το οποίο τους φαινόταν απίστευτο, ή θα προχωρούσε σε στάδιο γάγγραινας, κάποιας μόλυνσης, και άρα θα έπρεπε να το αφαιρέσουμε μετά. Δηλαδή ρισκάρεις στην αρχή, το κρατάς αλλά μετά μπορεί να μολύνει και άλλα όργανα και να γίνουν χειρότερα τα πράγματα, να πεθάνεις.
Στο νοσοκομείο παρακολουθούσαν την εξέλιξη του αριστερού ποδιού και περίμεναν αν θα γίνει χειρότερα. Στην ουσία τους έπεισα να πάρω μία παράταση να το δούμε. Του τύπου το ακούω αυτό που λέτε, που εγώ δεν το άκουγα, αλλά θέλω έστω και την τελευταία πιθανότητα να την έχουμε. Αυτό ήταν τότε, περιμέναμε να δούμε αν θα αντιδράσει αρνητικά ή, πολύ απλά θα στο πω, περιμέναμε να δούμε αν θα σαπίσει το πόδι επειδή δεν αιματωνόταν και αν θα μολύνει άλλα όργανα και θα πεθάνω.
Αφού δεν έγινε κάτι στον ενάμιση μήνα και αφού έλεγα πως θέλω να πάω σπίτι μου συμφωνήσαμε να επιστρέψει σπίτι, με οδηγίες να πηγαίνω κάθε εβδομάδα να με παρακολουθούν. Και εκεί ξεκίνησε ένας άλλος αγώνας…
«Ήμουν στην κατάσταση του πάτου, έτσι το λέω εγώ»
Αφού μπορέσαμε να κρατήσουμε το πόδι, για όσο μπορέσαμε, κατάφερα να φύγω από το νοσοκομείο όπου είδα πάρα πολλά πράγματα, ανθρώπους να θέλουν να πηδήξουν από τον όγδοο όροφο. Ήθελα απλά να φύγω από εκεί, η κατάσταση γύρω μου δεν ήταν θετική υπήρχε ένταση, άγχος, κακή ενέργεια.
Οι γονείς μου είχαν πάρει οδηγίες από τους γιατρούς ότι… αυτή θα είναι η κατάστασή μου για πολύ καιρό, ότι δεν ξέρουν αν θα αλλάξει τίποτα και πως το πιο πιθανό είναι να ακρωτηριαστεί το πόδι αργότερα. Οπότε έπρεπε να φτιάξουν έναν χώρο στο σπίτι να μπορούν να κινούνται εκείνοι κι εγώ αργότερα, με το καροτσάκι που θα χρειαζόταν να πάρω. Εγώ αυτά δεν τα είχα ακούσει νωρίτερα.
Πηγαίνοντας στο σπίτι, περίμενα να πάω στο δωμάτιό μου… να ξαναμπώ στην καθημερινότητα. Αντίκρισα ένα δωμάτιο, ένα σαλόνι, ένα σπίτι σαν νοσοκομείο. Με στεναχώρησε περισσότερο που εγώ έλεγα πως θα προσπαθήσω, θα τα καταφέρω και δεν με πίστευαν. Τώρα που τα έχω ξεπεράσει αυτά, μου φέρνει μια ικανοποίηση…γι’ αυτό δακρύζω.
Προσπάθησα να κρατήσω την καλή μου ψυχολογία απέναντι στους γονείς μου και στους φίλους μου, όσους είχα και για όσους έμειναν. Στεναχωρήθηκα φοβερά με την κατάσταση που είδα στο σπίτι γιατί έλεγα πως θα πάω σπίτι, θα πάω στο δωμάτιό μου και δεν μου είπα τίποτα, μου παρουσίασαν απλά αυτό και ένιωσα προδομένος, πως δεν με ακούνε και δεν πιστεύουν αυτό που νιώθω.
Συμβιβάστηκα με αυτό που υπήρχε, δεν μπορούσα να αντιδράσω, ήμουν σε ένα κρεβάτι. Ταξίδι πολλής υπομονής, έχασα πολλούς φίλους και παρέες γιατί έρχονταν όσο έρχονταν στο νοσοκομείο αλλά στο σπίτι… Ήρθαν μία φορά και μου έμεινε ένας φίλος που ερχόταν κάθε εβδομάδα και παίζαμε xbox μαζί. Θα μου έστελναν και οι υπόλοιποι ένα μήνυμα αλλά… αυτό. Μου το έκανα ακόμα πιο δύσκολο, δεν είχα σε ποιον να μιλήσω. Αυτό ήταν από τα πιο δύσκολα κομμάτια γιατί ήμουν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, όλοι έκαναν τη ρουτίνα τους κι εγώ ήμουν μόνος μου σε ένα κρεβάτι, με τη γιαγιά μου να με ταΐζει, να μου αλλάζει την πάνα… Έβραζα μέσα μου, ήθελα κάτι να κάνω. Ήμουν στην κατάσταση του πάτου, έτσι το λέω εγώ. Που είσαι στο μηδέν και ή θα κάνεις ένα άλμα να ξεφύγεις ή θα κάτσεις εκεί και θα μαραζώσεις».
Πολύ δύσκολο ακούγεται να ξεφύγεις από αυτό. Πως το έκανες;
«Άρχισα να διαβάζω βιβλία αυτοβελτίωσης, που με βοήθησαν, και είπα κάποια στιγμή στον εαυτό μου “άκουσε να δεις ή θα κάτσεις εκεί και θα μιζεριάζεις ή θα κάτσεις και θα κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς”. Χωρίς να ξέρω βέβαια ποιο ήταν το καλύτερο. Οπότε έφυγα από την κατάσταση της μιζέριας και να σκέφτομαι “γιατί σε μένα;”, αυτό δηλαδή που σκεφτόμουν κάθε βράδυ αφού έφευγαν όλοι από τον χώρο και έκλαιγα μόνος μου. Γιατί δεν ήθελα και να κλαίω μπροστά στους άλλους γιατί άμα έκλαιγα κι εγώ… κάποιος έπρεπε να είναι δυνατός.
Ξυπνούσα και έβαζα πρόγραμμα. Ζήτησα να μου φέρουν κάτι βαράκια που είχα από ένα γυμναστήριο να κάνω, ξαπλωμένος. Γιατί σκέφτηκα ότι στα πόδια μου δεν μπορώ να στηριχτώ αλλά όταν έρθει η ώρα κάπως να λειτουργήσω στη ζωή μου, θα πρέπει να έχω τη δύναμη κάπως να το κάνω. Αφού καθόμουν όλη μέρα, ας έκανα κάτι. Εκεί, καθιστός.
Είσαι μόνο εσύ και ο εαυτός σου, πρέπει να συνεργαστείτε, να τα βρείτε που είναι πολύ δύσκολο, και ο ένας να βοηθήσει τον άλλο. Λες πως “Φίλε, είμαστε οι δυο μας”, εσύ και ο εαυτός σου και πρέπει να σε στηρίξεις, και εσένα και τους άλλους.
Τότε έβαλα πρόγραμμα και ξεκίνησα και συγκεκριμένη διατροφή. Όταν ήμουν αθλητής είχαμε μία εναλλακτική ιατρό, τη Στέλλα φίλη της μητέρας μου. Μου έβγαλε διατροφή και έτσι εγώ δεν έπαιρνα συχνά φάρμακα. Πιστεύω, χωρίς να ξέρω, πως εκείνη είπε στη μητέρα μου να μη μου ακρωτηριάσουν το πόδι. Όταν έγινε το ατύχημα και ήρθε στο νοσοκομείο να με δει, χωρίς να πει κάτι στους γιατρούς, έδωσε μία αγωγή με βιταμίνες και συμπληρώματα στη μητέρα μου. Με κλειστά μάτια την ακολούθησα, γιατί ο πατέρας μου έχει περάσει τρεις φορές καρκίνο στο ίδιο σημείο με μεταστάσεις και μαζί με τις χημειοθεραπείες τον έχει βοηθήσει η Στέλλα με διατροφές αποτοξίνωσης για να φεύγουν τα φάρμακα, και το έχει ξεπεράσει.
Όταν βγήκα λοιπόν θυμάμαι τα συμπληρώματά της, δεξιά μου στο τραπεζάκι. Μου είπε “πάμε θα το φτιάξουμε, ό,τι μπορούμε”. Από τότε, έχω και μία χαρακτηριστική στιγμή στη μνήμη μου. Ήμουν μόνος στο δωμάτιο και μπήκε μία νοσηλεύτρια και ανοίγει το συρταράκι και βλέπει όλα τα χαπάκια που μου είχαν αφήσει κάθε μέρα, μαζεμένα εκεί. Δεν τα έπαιρνα. Έγινε ένας πανικός μετά από αυτό, μου έλεγε ο γιατρός ότι δεν συνεργάζομαι, δεν τους βοηθάω, τέτοια.
Το κρεβάτι είχε ρόδες και είχα ζητήσει από τη γιαγιά μου, που ευτυχώς μπορούσε, να με βγάζει στον ήλιο και με έβγαζε. Και διάβαζα εκεί και το βιβλίο μου. Λίγο λίγο. Αν υπάρχει κάτι σε Θεός, σε πίστη, σε οντότητα θεωρώ πως υπήρχε από πάνω μου και με βοηθούσε. Δεν είχα τότε την παιδεία, την κριτική σκέψη να υπολογίσω και να ζυγίσω. Αντανακλαστικά έπαιρνα τις αποφάσεις.
Όταν ήμουν στο νοσοκομείο, ρωτούσα και για τη μηχανή. Αν την έφτιαξαν, ρωτούσα τον μπαμπά μου και μου έλεγε “Μην αγχώνεσαι, θα πάρουμε άλλη”. Δεν μου είπε ποτέ ότι δεν θα ανέβω ξανά, γιατί μας έμαθε να οδηγάμε, να χρησιμοποιούμε τη στολή και όχι να ανεβαίνω δικάβαλο με φίλους. Γιατί είδαμε ατυχήματα μικρά, ανέβηκε φίλος σε μηχανάκι φίλου που δεν ξέρει να οδηγάει… τα είχαμε ζήσει δηλαδή.
Έπειτα, δεν είχα καμία ιδιαίτερη εξέλιξη, ουδέτερη η κατάσταση. Φτάσαμε στους τρεις ή τρεισήμισυ μήνες, είχα κρατήσει περίπου ενάμιση μήνα αυτό το πρόγραμμα, και ξυπνάω ένα πρωί τον Ιούνιο στις 26 αν θυμάμαι καλά, και έκανα αυτό που έκανα κάθε μέρα: ξυπνούσα και τεντωνόμουν στο κρεβάτι, όπως κάνουμε όλοι. Εκεί τη μέρα, ξυπνάω, τεντώνομαι και αντανακλαστικά γυρνάω στο πλάι, πατάω στα γόνατά μου και σηκώνομαι πάνω. Η γιαγιά μου δίπλα έπαθε κοκομπλόκο, εγώ ζαλίστηκα από τον τόσο καιρό που ήμουν ξαπλωμένος και έκατσα. Διανοήσου λίγο… Τρεις μήνες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Πέφτω στο κρεβάτι, το μέσα μου τρομαγμένο αλλά χαρούμενο γιατί κάτι συμβαίνει.
Ήρθαν οι γονείς μου σπίτι και το ξανά έκανα. Έβραζα εγώ μέσα μου, ένιωθα πολύ δυνατός, έπιανα τα προστατευτικά από το κρεβάτι και τα έτριζα ένιωθα μια μεγάλη εσωτερική δύναμη. Δεν ξέρω πως είχε έρθει, λέω όμως στον εαυτό μου πως ήρθε από αυτά που έκανα. Είχα μεγαλώσει πολύ το “μπορώ» μου”. Το “μπορώ” όταν το λες πρέπει να γεμίζει το στόμα σου, κι εγώ τότε το δυνάμωσα πάρα πολύ, μεγάλωσα την πίστη μου.
«Οι γιατροί κοιτάζονταν μεταξύ τους, δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν είδαν τις εξετάσεις μου»
Μετά από αυτό μίλησαν με τους γιατρούς και με πήγαν στο νοσοκομείο. Στον δρόμο ξέρεις πως ένιωθα; Πως είναι όταν έχεις διαβάσει πάρα πολύ καλά για τις εξετάσεις και πας να γράψεις τα πάντα, να τα γράψεις όλα; Κάπως έτσι, χαρούμενος, μέσα μου γελούσα. Πήγαμε στο νοσοκομείο και μου έλεγε ο γιατρός εκεί τα δικά του, να μην είμαι ατίθασος, να κάτσω κάτω και τέτοια. Με έστειλε για εξετάσεις, μαγνητικές, αξονικές και πηγαίνω στα εξωτερικά ιατρεία με τις εξετάσεις αγκαλιά. Δεν τις είχα δει. Και περιμένω.
Ανοίγει τις εξετάσεις ο γιατρός και δεν μπορούσε να το πιστέψει. Κοιτούσε την ακτινογραφία, κοιτούσε εμένα και ξανά το ίδιο. Εγώ γελούσα σαν να του λέω “είδες που στα έλεγα;”. Παίρνει τηλέφωνο το ακτινολογικό και ρώτησε αν οι εξετάσεις είναι σίγουρα δικές μου, ρωτούσε μήπως έχει γίνει κάποιο λάθος. Πήρε μετά τηλέφωνο τους γιατρούς που ήταν εκεί και ήταν στην εντατική τη μέρα που χτύπησα, διαφόρων ειδικοτήτων. Ήρθαν εκεί, μαζεύτηκαν 4-5 γιατροί και τους έδειχνε τις εξετάσεις μου. Ρώτησαν κι εκείνοι αν είναι λάθος, δεν το πίστευαν. Κάπου εκεί επεμβαίνω κι εγώ και του λέω “στο είπα, ήθελα να περπατήσω”. Κάνω εκεί τότε πάλι την ίδια κίνηση, πατάω στα γόνατα, και κοιταζόντουσαν οι γιατροί. Δεν τους κατηγορώ πουθενά τους ανθρώπους αυτούς, αλίμονο απλά δώστε μου μία ελπίδα, αφού έχω πάρει την ευθύνη.
Ζήτησαν να μου φέρουν πατερίτσες, εκεί που είχαμε φτάσει. Μου φέρνουν τις πατερίτσες και μου λέει “για πάμε”. Βάζω τις πατερίτσες στις μασχάλες και απλά κοιτάζω κάτω… Είχα ξεχάσει να περπατάω. Φεύγω από το νοσοκομείο, για μένα νικητής. Στέκομαι έστω και για λίγο στα πόδια μου. Μπορούσα να κουνάω δάχτυλα ή τον αστράγαλο αλλά όχι όλο το πόδι, δεν αιματωνόταν καλά ακόμη.
Μου έδωσε λοιπόν ο γιατρός οδηγίες, θα πας σπίτι, θα κάνεις αυτό, δεν θα κάνεις εκείνο και του λέω “και πότε θα ξαναπαίξω μπάσκετ;”. Έτσι ακριβώς. Γελάει λίγο, τι να μου πει… Μου είπε “σε παρακαλώ μην πας τώρα γιατί δεν θα τα καταφέρεις κιόλας αλλά σιγά σιγά, προσπάθησε”. Και μου πρότεινε να πάω για κολύμπι και έπειτα στατικό ποδήλατο, για να μην έχω κραδασμούς.
Έκανα πολύ αργά βήματα, με παρακάλεσε ο γιατρός να μην κάνω πολλά πράγματα και δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, τον άκουσα. Κάθε μέρα έκανα κι ένα βήμα παραπάνω, και να ήθελα να κάνω δέκα μπορούσα να κάνω δύο».
Και μετά; Πήρες τα πάνω σου και τότε ήρθε το τρίαθλο;
«Αργότερα, αφού άρχισα να περπατάω λίγο περισσότερο χωρίς πατερίτσες εντοπίσαμε προβλήματα που δεν είχαμε δει, έκανα κι άλλα χειρουργεία και τότε, μπορεί να τα προσπερνάω, αλλά σκεφτόμουν πως θα είμαι πάλι στο κρεβάτι, θα μπαίνω πάλι σε νοσοκομείο και με έπαιρνε από κάτω. Θυμάμαι Δεκέμβρη, 15 Δεκέμβρη μάλιστα, έκανα ξανά χειρουργείο και έλεγα του γιατρού να μη με βάλει πάλι ξάπλα, δεν άντεχα άλλο. Του ζητούσα κάτι να κάνω, δεν μπορούσα. Και μου είπε να πάω να κολυμπήσω, να πάω στη θάλασσα αμα θέλω. Ε, πόσο ήταν, 20 Δεκέμβρη; Πήγα βούτηξα στη θάλασσα. Δεν έκανα εγώ χειμερινά μπάνια και τέτοια, πρώτη φορά ήταν. Έκανα ασκήσεις, να φέρνω αντίσταση στο πόδι να δυναμώνει. Αυτή ήταν η αποκατάστασή μου, δεν πήγα ποτέ σε κέντρο.
Έκανα συνολικά 12 χειρουργεία για να βγάλω τα σίδερα, για θέματα με τα αγγεία. Μέχρι το 2015 είχα χειρουργεία.
Έφτασα στο 2015 που περπατούσα πλήρως. Τότε είχα πάρει και λίγα κιλά και ξεκίνησα να τρέχω λίγο, λίγα χιλιόμετρα μην φανταστείς. Δύο χιλιόμετρα, τρία; Τόσο. Είκοσι λεπτά το έκανα, μετά έκανα πέντε χιλιόμετρα και όσο μπορούσα έτρεχα. Εκεί στο τρέξιμο είδα κι έναν φίλο, με σταμάτησε να μου πει πόσο θαυμάζει την προσπάθειά μου, του είπα ότι τρέχω και μου είπε εκείνος πως κάνει τρίαθλο. Τι είναι το τρίαθλο του λέω; Κολύμπι, ποδήλατο και τρέξιμο μου λέει. Αυτά κάνω κι εγώ, του απάντησα. Αυτό είναι άθλημα, μου είπε. “Πού και πότε;”. Έτσι πήγε η συζήτηση, μου είπε θα πάει σε αγώνα στην Πρέβεζα, που έχουμε και οικογένεια, και του είπα ότι θα πάω κι εγώ. Με βοήθησε πάρα πολύ κι αυτός και πήγα.
Τόση δυσκολία, δεν την περίμενα. Έφτασα σε σημείο να μην μπορώ να περπατήσω από το τρέξιμο, είχα πόνους και δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να τερματίσω. Τερμάτισα όμως. Και τότε αποφάσισα να ασχοληθώ με το τρίαθλο. Μετά από εκείνον τον αγώνα, μπήκα ξανά στο χειρουργείο…».
«Κάποτε δεν μπορούσα πραγματικά, τώρα όλα τα “δεν μπορώ” τα μπορώ»
Κάπως έτσι, ο Λευτέρης Δήμος πέρασε από την ξεγνοιασιά των εφηβικών χρόνων και του «βαριέμαι τώρα, θα το κάνω μετά», στην πλήρη ακινησία και αβεβαιότητα για μία από τις βασικότερες ικανότητες ενός ανθρώπου: το περπάτημα, στο να σφίξει τα δόντια και να επιστρατεύσει όση πίστη είχε μέσα του για να μπορέσει να σταθεί ξανά στα πόδια και στο να γίνει αθλητής τριάθλου που σήμερα, με τον αγώνα του, βοηθάει κόσμο. Γιατί όταν εκείνος χρειάστηκε βοήθεια, είδε πρόσωπα που δεν ήξερε ούτε το όνομά τους να είναι εκεί δίπλα του, να δίνουν αίμα για εκείνον, να του δίνουν λίγο κουράγιο για να αντέξει, να νιώσει ότι μπορεί να χαμογελάσει ξανά.
Για επτά μήνες, έκανε προπόνηση χωρίς ρεπό, χωρίς αργίες, χωρίς «βαριέμαι» για να αγωνιστεί στο πρώτο του τρίαθλο. Δεν κυνήγησε τίποτα, ήθελε απλά να φτάσει στη γραμμή του τερματισμού να αποδείξει πως μπορεί να κάνει τα πάντα.
«Σεβαστή η άποψη των άλλων αλλά κανείς δεν ξέρει τις δυνατότητές του, αν δουλέψεις τι μπορείς να καταφέρεις. Όλοι μέσα μας το έχουμε αυτό, δεν είμαι κάτι φοβερό εγώ. Όλοι σε αυτό τον κόσμο ερχόμαστε από το μηδέν, ξεχωριστοί άνθρωποι με τις ίδιες δυνατότητες. Να σκεφτείς κάτι και να γίνει. Πάρε αυτό το “δεν μπορείς” που σου λένε και κάντη δύναμη. Τα πήρα όλα τα “δεν μπορείς”, τα γέμιζα μέσα μου "μπορώ" και στεκόμουν στη γραμμή της εκκίνησης και έλεγα "μπορείς να το κάνεις". Κάποτε δεν μπορούσα πραγματικά, τώρα όλα τα “δεν μπορώ” τα μπορώ.
Βέβαια, δεν είμαι ρομπότ δεν γίνεται να είσαι πάντα στα τοπ. Όταν έρχονται οι δύσκολες μέρες, εκεί δουλεύω. Να σκεφτώ ότι κάνουμε τον κύκλο μας, να φύγω από αυτό και να πάμε ξανά από την αρχή. Με καθαρό μυαλό.
Αυτός είναι ο στόχος να ζούμε στο φουλ, να κάνουμε ταξίδια, να βοηθάμε όπως και τώρα. Το πρώτο πράγμα που με τράβηξε σε αυτή τη δράση για τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα είναι η αλληλεγγύη. Όταν στο νοσοκομείο εγώ χρειάστηκα αίμα έμαθα πως ήρθε πολύς κόσμος από το Πόρτο Ράφτη να βοηθήσει, να δώσει αίμα. Εγώ ήμουν μαζεμένο παιδί, κοινωνικό αλλά δεν με έλεγες και πρόεδρο του 15μελούς και δεν είχα τόσους πολλούς γνωστούς, να έρχονταν οι φίλοι μου πχ να με βοηθήσουν. Ήρθε κόσμος να με βοηθήσει με τους οποίους δεν είχα μιλήσει ποτέ, ήρθαν αυτοί οι άνθρωποι να μου πουν ένα περάστικα. Εγώ τότε είχα δίπλα μου ανθρώπους δεν τους ήξερα, που δεν τους είχα βοηθήσει εγώ πρώτα. Ήρθαν γιατί στα δύσκολα πρέπει να είμαστε ενωμένοι.
Γι’ αυτό θέλησα να κάνουμε αυτή την καμπάνια. Γιατί όταν εγώ θέλησα βοήθεια την είχα και γιατί έχω δύο παιδάκια και ξέρω πως είναι να περνάς δυσκολίες. Όλοι να βοηθάμε, όπως μπορεί ο καθένας, γιατί αυτό μας ενώνει.
Και όλα τα μπορούμε».