O προσωπικός γυμναστής του Μαραντόνα στο Gazzetta: «Δεν κάνω το χατίρι στον γ@#$@@!ο το χάρο να κλάψω για τον Ντιέγκο»
Το υπέροχο βιβλίο «Ντιέγκο, Εμπιστευτικό» (Εκδοτική Belle Epoque) ανοίγει με μια απίθανη, απόλυτη φράση του χαρισματικού κομικογράφου Ρομπέρτο Φονταναρόσα: «Δεν με νοιάζει τι έκανε ο Ντιέγκο με τη δική του ζωή, με νοιάζει τι έκανε με τη δική μου».
Σαν να διάβαζε,δηλαδή, το μυαλό του Φερνάντο Σινιορίνι, ο οποίος χρωστάει αιώνια ευγνωμοσύνη στον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, τον οποίο γνώρισε όταν ήταν ένα παιδαρέλι γεμάτο αυτοπεποίθηση και έτοιμο να καταπιεί τον κόσμο και πορεύτηκε μαζί του για μια ζωή.
«Με τον Ντιέγκο θα πήγαινα παντού, με τον Μαραντόνα πουθενά» έχει πει ο 73χρονος πλέον ποδοσφαιρικός δάσκαλος, προσωπικός γυμναστής του Ντιεγκίτο για πάνω από δύο δεκαετίες και μετέπειτα στενός του συνεργάτης.
Γιατι; Επειδή τον έζησε και θαύμασε ως Μαραντόνα, αλλά τον αγάπησε ως Ντιέγκο. Στην θλιβερή επέτειο των τριών χρόνων από τον θάνατό του, ο Σινιορίνι μιλάει στο Gazzetta για το πώς έζησε από κοντά (πιο κοντά δεν γίνεται) τον ποδοσφαιρικό θρύλο, τον κατά πολλούς μεγαλύτερο αρτίστα που είδε ποτέ ένα γήπεδο.
Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Λοθάνο
«Χάρη στον Μαραντόνα έζησα μια ζωή που δεν μπορούσα να φανταστώ ούτε στα καλύτερα όνειρά μου»
-Ο Σέζαρ Λουίς Μενότι είχε φράσεις όπως «Το ποδόσφαιρο πρέπει να είναι μια θαυμάσια δικαιολογία για να είσαι ευτυχισμένος» ή «Η νίκη είναι σημαντική, αλλά πολύ περισσότερο είναι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξή τους». Ποια φράση θα απέδιδε καλύτερα το πώς βλέπει το ποδόσφαιρο ο Φερνάντο Σινιορίνι;
«Θα έπρεπε να είναι κάτι που να καταδεικνύει την διαφορά μεταξύ του ποδοσφαίρου πως ήταν και πως είναι. Ναι, πριν ήταν μια θαυμάσια δικαιολογία για να είσαι ευτυχισμένος και ένα θαυμάσιο εργαλείο που θα βοηθούσε τους δασκάλους, τους γονείς για να γίνει το παιδί ένας καλύτερος άνθρωπος όπως αυτός που αξίζει και ζητάει η κοινωνία. Αλλά τώρα όχι. Τώρα ο κόσμος της μεγάλης μπίζνας το έχει μετατρέψει σε μια ψυχαγωγία. Και, συν τοις άλλοις, το σύστημα ανακάλυψε στο ποδόσφαιρο ένα όπλο κοινωνικού ελέγχου, ηλιθιοποίησης, χειραγώγησης του όχλου, όπως εύστοχα το επισημαίνει ο (σ.σ. Αμερικανός γλωσσολόγος, ακαδημαϊκός και στοχαστής) Νόαμ Τσόμσκι στις «Δέκα στρατηγικές χειραγώγησης». Όλα έχουν παραποιηθεί, κυρίως εξαιτίας αυτών των δύο βασικών λόγων: Πρώτον, η μεγάλη μπίζνα που είναι αναίσθητη μπροστά στα πάντα. Και δεύτερον, βεβαίως, ότι είναι ένα φανταστικό μέσο κυριαρχίας επάνω στους ανθρώπους μέσω του φανατισμού και την αίσθηση κατοχής που παραπέμπει σε άλλες εποχές. Το συναίσθημα που έχει πάντα η ανθρωπότητα του να κατέχει κάτι, να είναι δικό της, να της ανήκει».
-Γνωρίσατε τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα χάρη σε μια... πόρτα. Τι περιμένατε να βρείτε και τι βρήκατε εν τέλει στην άλλη πλευρά της πόρτας;
«Στην άλλη πλευρά της πόρτας υπήρχε μια ζωή που ούτε στα καλύτερά μου όνειρα δεν θα είχα φανταστεί. Όλα αυτά χάρη στο γεγονός ότι ήμουν δίπλα του για τόσα χρόνια, ότι γυρίσαμε όλο τον κόσμο, ότι γνωρίσαμε ανθρώπους που στα μάτια μου έμοιαζαν επιστημονική φαντασία, αφού σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μπορούσα καν να είμαι παρών σε μια κουβέντα μαζί τους, όπως με τον διοικητή Φιντέλ Κάστρο, τον (σ.σ. σπουδαίο Καταλανό τραγουδοποιό) Τζουάν Μανουέλ Σεράτ, τον (σ.σ. περίφημο Ουρουγουανό συγγραφέα) Εδουάρδο Γκαλεάνο. Τόσοι, τόσοι πολλοί καλλιτέχνες σε διάφορους τομείς. Ναι, στην άλλη πλευρά της πόρτας υπήρχε μια θαυμάσια ζωή».
-Πως θυμάστε την ημέρα του σοβαρότατου τραυματισμού του Ντιέγκο από το τάκλιν του Αντόνι Γκοϊκοετσέα και αυτό που ακολούθησε; Έχετε πει πως ήταν η πιο σημαντική ημέρα της καριέρας σας...
«Θυμάμαι ότι εκείνο το βράδυ άκουγα τον αγώνα στο ραδιόφωνο (σ.σ. Μπαρτσελόνα - Αθλέτικ Μπιλμπάο στο «Καμπ Νόου») ευρισκόμενος στην Βαρκελώνη και μέσω αυτού του μέσου έμαθα ότι ο Ντιέγκο αποχώρησε με φορείο. Την επόμενη μέρα έμαθα για την σοβαρότητα του τραυματισμού (σ.σ. κάταγμα και ολική ρήξη συνδέσμων στο αριστερό πόδι) και το ίδιο απόγευμα πήγα να τον επισκεφτώ στην Κλινική «Ασεπέγιο», όπου είχε εγχειριστεί. Και ναι, αναμφίβολα εκείνη ήταν η πιο σημαντική ημέρα της καριέρας μου γιατί αυτό το γεγονός οδήγησε τον Ντιέγκο να με καλέσει να είμαι στο πλευρό του ως προσωπικός γυμναστής, για μια θέση που επί της ουσίας δεν υπήρχε τότε στο ποδόσφαιρο και σχεδόν σε κανένα ομαδικό άθλημα. Εγώ ήμουν ο πρώτος χάρη σε εκείνη την απίθανη ιδέα του Ντιέγκο. Μετά από χρόνια γνώρισα από κοντά τον Αντόνι Γκοϊκοετσέα και τον ευχαρίστησα με μια θερμή χειραψία, αυτό που έκανε για εμένα. Εκείνη η ατάκα μας έκανε και τους δύο να γελάσουμε, γιατί εκείνος ο τρομερός τραυματισμός, που τόσο πόνο και τόση ανασφάλεια και αγωνία προκάλεσαν στον Ντιέγκο ήταν το κλειδί που άνοιξε τον δρόμο για την ζωή που ήταν στην άλλη πλευρά της πόρτας».
«Δεν υπέγραψα ποτέ συμβόλαιο με τον Ντιέγκο. Απλώς δώσαμε τα χέρια, είχαμε μια σχέση απόλυτης εντιμότητας και αφοσίωσης»
-Δεν υπογράψατε ποτέ κανένα συμβόλαιο με τον Ντιέγκο;
«Όχι, ποτέ. Όταν εκείνος με κάλεσε να υπογράψουμε συμβόλαιο του είπα «όχι, με τίποτα». Ποτέ δεν θα υπέγραφα ένα συμβόλαιο μαζί του. Έπρεπε να είναι μια σχέση απόλυτης εντιμότητας, αφοσίωσης, ευγενείας, ενσυναίσθησης. Ότι από την σχέση μας δεν θα έτρωγε ποτέ κανένα «μαύρο πουλί», όπως αποκαλούμε εδώ στην Αργεντινή τους δικηγόρους. Κάναμε, λοιπόν, μια χειραψία και του είπα ότι «την ημέρα που πλέον δεν θα νιώθεις άνετα μαζί σου, μου το λες και φεύγω χωρίς να σου παραπονεθώ για τίποτα. Και εγώ θα παίξω με τα χαρτιά της ίδιας τράπουλας. Αν μια μέρα υπάρχει κάτι που δεν μου αρέσει, φεύγω». Όλα τα χρόνια που ήμασταν μαζί, δεν υπέγραψα απολύτως τίποτα, δεν είχα ποτέ τίποτα για το οποίο να του παραπονεθώ. Ή μάλλον είχα, ότι με έκανε να ζήσω μια ζωή υπερβολική, έξω από τα νερά μου (σ.σ. γέλια). Και εκείνος, μέχρι την τελευταία του ημέρα, δεν είχε ποτέ τίποτα να παραπονεθεί για εμένα. Ήταν μια φανταστική σχέση αυτή που είχαμε».
-Απ’ όλα όσα ζήσατε με τον Ντιέγκο και ήταν πάρα πολλά, ποια στιγμή φυλάτε με μεγαλύτερη αγάπη στην καρδιά σας;
«Είναι αμέτρητες, αλλά πιστεύω ότι ήταν η πρώτη συνάντηση. Η πρώτη φορά που μίλησα μαζί του, εκείνο το απόγευμα, στις 28 Ιουνίου του 1983 στη Βαρκελώνη, όταν εκείνος έφτασε απρόσμενα νωρίτερα απ’ όλους στην προπόνηση, κατέβηκε από το αυτοκίνητο, προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα και την βρήκε κλειστή. Εγώ ήμουν δέκα μέτρα μακριά, στην σκιά μιας κολώνας γιατί έκανε πολλή ζέστη, εκείνος δεν με είχε δει, σκέφτηκα να του πω: «Είδες Ντιέγκο, μετά λένε ότι ‘σε όσους ξυπνούν νωρίς, ο Θεός τους βοηθά’ (σ.σ. ισπανική παροιμία)». Ήρθε προς το μέρος μου χαμογελώντας και μου λέει: «Έχεις δίκιο. Μπορείς να πιστέψεις ότι είμαι τόσο πράσινος (σ.σ. άγουρος, αφελής);» όπως λέμε στην Αργεντινή. Και εκεί αρχίσαμε να μιλάμε. Ήταν ένα παιδί, ήταν 22 ετών, αλλά πάνω στους ώμους του κουβαλούσε ήδη όλες τις προσδοκίες που σε παγκόσμιο επίπεδο είχαν δημιουργηθεί για το ανυπολόγιστο ταλέντο του».
-Ποιος ήταν ο κορυφαίος Μαραντόνα που είδατε σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο; Σε ποια εποχή;
«Η καλύτερη εκδοχή του Ντιέγκο παίζοντας ποδόσφαιρο ήταν οι αγώνες που προηγήθηκαν του σοβαρότατου τραυματισμού που υπέστη τον Σεπτέμβριο του 1983 παίζοντας με τη Μπαρτσελόνα. Πραγματικά, ήταν κάτι που πολύ δύσκολα μπορείς να εξηγήσεις. Είχε απίστευτες εμπνεύσεις και μια καλώς εννοούμενη αναίδεια. Έμοιαζε σαν να μην τον βάραινε καθόλου το ότι έπαιζε σε έναν ποδοσφαιρικό ναό όπως το «Καμπ Νόου» της Βαρκελώνης. Έμοιαζε σαν να έπαιζε στην αυλή του σπιτιού του στην Βίγια Φιορίτο. Με την ίδια διάθεση που είχε να διασκεδάσει, με την ίδια ποδοσφαιρική πονηριά. Εκείνος ο Ντιέγκο πριν από τον τραυματισμό ήταν αναμφίβολα η καλύτερη εκδοχή του που είδα ποτέ».
-Από τις εκατοντάδες των παικτών με τους οποίους δουλέψατε, γνωρίσατε άλλον που να δούλευε τόσο, όσο ο Ντιέγκο; Πόσα χιλιόμετρα υπολογίζετε ότι έχετε τρέξει μαζί;
«Γνώρισα πολλούς ποδοσφαιριστές που είχαν την ίδια αγάπη για την μπάλα, την ίδια δίψα για δόξα... Αλλά αυτό που τον ξεχώριζε ήταν το ασύγκριτο ταλέντο του, χάρη στο οποίο κατάφερνε να είναι πιο αποτελεσματικός ακόμα και με λιγότερη προσπάθεια. Αυτές οι αρετές τις συναντάς μόνο στις ιδιοφυΐες του ποδοσφαίρου. Τα χιλιόμετρα που τρέξαμε μαζί δεν ήταν τόσο σημαντικά, γιατί πάντα προσπάθησα να τον προπονήσω ως έναν ποδοσφαιριστή και όχι ως έναν αθλητή. Οι ασκήσεις που κάναμε είχαν να κάνουν με καταστάσεις που πρόκειται να συμβούν μέσα στο παιχνίδι, όχι με τις αποστάσεις που συνδέονται με τον στίβο, ασκήσεις που όμως και ανεξήγητα εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα. Ασκήσεις που δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο. Το ποδόσφαιρο, όμως, είναι ίσως το μοναδικό άθλημα που ακόμα και αν κάνεις όλα τα πράγματα λάθος, στο τέλος όλα μπορούν να αποβούν σωστά (σ.σ. γέλια). Είναι τόσο απρόβλεπτο όσο και μυστήριο».
-Με τη Νάπολι, ο Ντιέγκο έπαιξε στην Ελλάδα και είχε εντυπωσιαστεί από τους φίλους του ΠΑΟΚ. Θυμάστε κάποιο σχόλιό του από εκείνη την εμπειρία;
«Ναι, θυμάμαι απόλυτα εκείνη την επίσκεψη στην Θεσσαλονίκη για τον αγώνα με τον ΠΑΟΚ, γιατί ήταν η μοναδική φορά που ήρθα στην Ελλάδα. Θυμάμαι την ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο κόσμος και τον θαυμασμό που προκάλεσε ο Ντιέγκο στους φιλάθλους που είχαν κατακλύσει το γήπεδο. Το θυμάμαι στην εντέλεια».
«Θυμάμαι στην εντέλεια τον αγώνα με τον ΠΑΟΚ στην Θεσσαλονίκη, την ατμόσφαιρα αλλά και τον θαυμασμό που προκάλεσε ο Ντιέγκο στον κόσμο»
«Από τον προπονητή Μαραντόνα έλειψε ο χρόνος για να αποκτήσει την πολύτιμη εμπειρία»
-Ζήσατε από κοντά την ιστορική επιτυχία του Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό. Ποια εικόνα του Ντιέγκο θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη σας από εκείνες τις ημέρες;
«Απ’ όλες τις στιγμές, δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγκαλιά που μου έδωσε μόλις τελείωσε το ματς με την Αγγλία. Εγώ είχα δει το παιχνίδι πίσω από το τέρμα του Πίτερ Σίλτον, όπου ο Ντιέγκο σημείωσε τα δύο γκολ... Όταν τελείωσε ο αγώνας, μπήκα στον αγωνιστικό χώρο και αμέσως άκουσα το όνομά μου, γύρισα το κεφάλι και ήταν ο Ντιέγκο που ερχόταν τρέχοντας και έκανε άλμα και με αγκάλιασε και θυμάμαι ότι μου είπε πολύ συγκινημένος: «Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ για όλα!». Λες και υπήρχε κάτι για το οποίο θα έπρεπε να με ευχαριστήσει (σ.σ. γέλια). Μάλιστα, υπάρχει και φωτογραφία από εκείνη την στιγμή».
-Τι είχε και τι έλειπε από τον Ντιέγκο ως προπονητής, όπως τον ζήσατε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010;
«Είχε το χάρισμα, σχεδόν ανεξήγητο, έμοιαζε ένα τοτέμ το οποίο οι παίκτες κοιτούσαν σχεδόν με ευλάβεια, με έναν σεβασμό σχεδόν ιερό. Και του έλειπε ο χρόνος, που πάντα είναι σημαντικός, για να συλλέξει εμπειρία. Όχι μόνο ως προς την διαχείριση του συνόλου, γιατί αυτό το είχε, κυρίως γιατί υπήρχε πολύ λίγος χρόνος για προπονήσεις με την εθνική ομάδα. Ήδη εκείνη την εποχή, οι ομοσπονδιακοί προπονητές ήταν περισσότερο εκλέκτορες απ’ ότι τεχνικοί. Έπρεπε να διαλέξουν τους παίκτες που περισσότερο τους άρεσαν και τους έπειθαν για να μπορέσουν να κατανοήσουν το μοντέλο παιχνιδιού που εκείνος έκρινε απαραίτητο και ταιριαστό. Αλλά δεν υπήρχε χρόνος για πραγματική προπόνηση. Στα Μουντιάλ, μάλιστα, ο χρόνος είναι ακόμα πιο περιορισμένος. Γιατί μια ομάδα είναι αποτέλεσμα της δουλειάς, των δοκιμών, όπως μια ορχήστρα. Και για τις πρόβες χρειάζεται χρόνος και χρόνος δεν υπάρχει, γιατί το αγωνιστικό καλαντάρι είναι πολύ στριμωγμένο και εμείς ήμασταν στην Πρετόρια της Νοτίου Αφρικής μόλις εννέα ημέρες πριν από την πρεμιέρα. Τώρα ακόμα περισσότερο οι ομοσπονδιακοί είναι εκλέκτορες, όχι προπονητές».
-Σε μια συνέντευξή σας είχατε πει ότι αν ο Ντιέγκο δεν έβρισκε τα ναρκωτικά, θα είχε αυτοκτονήσει. Γιατί το είπατε; Εξακολουθείτε να έχετε την ίδια άποψη;
«Ναι,βεβαίως, βεβαίως και σκέφτομαι το ίδιο. Γι’ αυτό και είχα πει, σε εισαγωγικά εννοείται, ότι τον Ντιέγκο τον «έσωσε» η κοκαΐνη, τον έσωσε από το να πάρει μια τραγική απόφαση πολύ καιρό πριν. Η κοκαΐνη του επέτρεψε να διαχειρίζεται όλα όσα ζούσε και, κυρίως, έδωσε χρόνο στους γιατρούς, στους θεραπευτές να τον βοηθήσουν. Αν δεν είχε βρει αυτή την αηδια, γιατί αυτό είναι η κοκαΐνη, η οποία όμως του χρησίμευσε ως δεκανίκι για να προχωράει μεν παραπατώντας, αλλά να μην πέσει με τα μούτρα κατάχαμα εξαιτίας όλων όσων του συνέβαιναν και η απόφαση, βεβαίως, θα ήταν μη αναστρέψιμη».
«Η κοκαΐνη ήταν δεκανίκι για να μην πάρει μια απόφαση που θα ήταν τραγική και μη αναστρέψιμη για την ζωή του»
-Θυμάστε την στιγμή που μάθαμε τον θάνατό του; Τι νιώσατε και ποια εικόνα του Ντιέγκο σας ήρθε πρώτη στο μυαλό;
«Θυμάμαι ότι εκείνο το πρωί (σ.σ. ώρα Αργεντινής), είχα τελειώσει την καθημερινή μου ρουτίνα γυμναστικής και χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ένας φίλος που ήταν και του Ντιέγκο που μου είπε ότι ο Ντιέγκο πέθανε. Μπρος στην έκπληξη που ένιωσα, έτρεξα να ανοίξω την τηλεόραση και είδα μια είδηση ότι μια ομάδα επιστημόνων προσπαθούσε να επαναφέρει τον Ντιέγκο από ένα πρόβλημα υγείας. Σχεδόν αμέσως, όμως, εμφανίστηκε ένας τίτλος που επιβεβαίωνε το μοιραίο. Και από εκείνη την στιγμή, έκλεισα το τηλέφωνο και ως έναν άτυπο φόρο τιμής για το «10» της φανέλας του, το κράτησα κλειστό για δέκα μέρες. Και όταν το άνοιξα, είχα 1.632 κλήσεις απ’ όλα τα σημεία του πλανήτη. Το θυμάμαι γιατί ήταν εντυπωσιακός ο αριθμός. Το βράδυ δεν θέλησα να πάω στο λαϊκό προσκύνημα στο προεδρικό μέγαρο γιατί δεν είχα να πάω να αποδείξω σε κανέναν αυτό που ένιωθα. Προτίμησα να περάσω ένα προσωπικό, ιδιωτικό πένθος και να θυμηθώ όπως θυμάσαι εκείνα τα πλάσματα που σου χάρισαν μια θαυμάσια ζωή. Όπως θυμάμαι τους γονείς μου, την αδελφή μου, τους φίλους που έχουν φύγει, τους θυμάμαι με ένα τεράστιο χαμόγελο, ευτυχίας, ευγνωμοσύνης. Τον θυμάμαι με φως στο βλέμμα, ένα σπινθηροβόλο βλέμμα, γιατί όλη μου την ζωή δίπλα του ήταν έτσι, πέρα από τις δύσκολες στιγμές, ειδικά μετά το πρόβλημα του εθισμού του. Δεν κάνω ποτέ το χατίρι στον γαμημένο τον χάρο να κλαίω για τα αγαπημένα μου πρόσωπα, όχι. Τον θυμάμαι με μια τεράστια χαρά. Είναι μια ανάμνηση γεμάτη χρώμα».
-Τι σας λείπει περισσότερο από τον Ντιέγκο από τότε που έφυγε; Πως είναι η ζωή χωρίς τον Ντιέγκο; Πιστεύετε πως υπήρχε ιατρική αμέλεια;
«Η ζωή συνεχίζει τον δρόμο της. Πριν από τον Ντιέγκο είχα χάσει τους γονείς μου, είχα χάσει την αδελφή μου, αγαπημένους φίλους. Ήμουν ήδη... προπονημένος για να αντέξω την απώλεια και να προχωρήσω μπροστά. Δεν ξέρω αν υπήρξε ιατρική αμέλεια, γιατί τότε πλέον δεν ήμουν δίπλα του, το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι δίπλα του ήταν οι άνθρωποι που εκείνος ήθελε να είναι δίπλα του. Αν εκείνος το είχε αποφασίσει, εγώ δεν έχω καμία αρμοδιότητα για να πάω κόντρα στην απόφασή του».
-Ποια στιγμή από αυτές που ζήσατε με τον Ντιέγκο θα θέλατε να ζήσετε και πάλι και ποια θα επιθυμούσατε να μην είχατε ζήσει ποτέ;
«Θα επέλεγα να ζήσουμε ξανά εκείνες τις δέκα ημέρες που περάσαμε σε ένα σημείο στην μέση του πουθενά στην επαρχία της Πάμπα, προετοιμάζοντας το Παγκόσμιο Κύπελλο των Ηνωμένων Πολιτειών, τον Απρίλιο του 1994. Αναμφίβολα, ήταν μια πολύ, πολύ ξεχωριστή στιγμή. Και το θυμάμαι με μεγάλη αγάπη. Και αυτή την στιγμή που δεν θα ήθελα να είχα ζήσει ποτέ ήταν εκείνο το πρωινό της 25ης Νοεμβρίου του 2020, όταν ένας φίλος με ενημέρωσε για το φευγιό του».
-Νιώθετε ότι αφήσατε κάποιον ανοιχτό λογαριασμό με τον Ντιέγκο, με κάτι που δεν του είχατε πει ή κάνει;
«Όχι, θεωρώ πως όλα όσα έπρεπε να του πω, την κατάλληλη στιγμή και στο κατάλληλο μέρος, όπως σε κάθε φίλο, του το είπα. Κάθε στιγμή έκανα αυτό που έκρινα πως ήταν το καλύτερο. Πέραν αυτού, όταν πλέον έχουν συμβεί τα γεγονότα, σκέφτεσαι πως ίσως θα μπορούσες να είχες πράξει διαφορετικά. Εγώ κρατάω την βεβαιότητα ότι έκανα αυτό που έπρεπε. Γιατί σου επαναλαμβάνω, η σχέση από την πρώτη ημέρα ήταν απόλυτης εμπιστοσύνης, από την στιγμή που δεν δέχθηκα να υπογράψω συμβόλαιο μαζί του. Πάντα η εμπειρία είναι μετά το λάθος, αλλά έτσι είναι η ζωή και δεν έχει νόημα να γυρίζεις πίσω, γιατί πλέον δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτα».
-Ο Μέσι ήταν ο Μαραντόνα στο Μουντιάλ του Κατάρ; Συναντήσατε στην καριέρα σας κάποιο μεγάλο ταλέντο που δεν εξελίχθηκε ανάλογα;
«Όχι, ο Μέσι στο Μουντιάλ του Κατάρ ήταν ο Μέσι, με την λογική πρόοδο των χρόνων. Κάποιος δεν είναι πάντα ο ίδιος, τα χρόνια σε βοηθούν να αλλάξεις προς το καλύτερο, να αποφύγεις λάθη που ίσως έκανες όταν ήσουν νέος, όταν θέλεις να... καταπιείς τον κόσμο. Αλλά ο Λέο ήταν ο Λέο, χωρίς καμία αμφιβολία. Έχω δει και βλέπω και τώρα φανταστικούς παίκτες με σπουδαίο ταλέντο, αλλά πιστεύω ότι ο Ντιέγκο είναι μοναδικός, με τα χαρίσματά του, την αντίστασή του κατά των αδικιών της εξουσίας, την επαναστατικότητα για όλα τα άσχημα που βίωνε το ποδόσφαιρο, κυρίως λόγω των παραγόντων. Θα ήταν μια ουτοπία, ανεπανάληπτο ένας Μαραντόνα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, γιατί σήμερα η εξουσία έχει ψηλά την άμυνα και, μπροστά σε έναν τόσο «ασεβή» και επαναστάτη, αμέσως θα έπαιρνε τα μέτρα της για να μην τον αφήσει να εξελιχθεί και να πάει μπροστά».