Στη θρυλική Τζατζικοκίνηση θα φας καλά είτε είσαι Παναθηναϊκός, είτε όχι

Στη θρυλική Τζατζικοκίνηση θα φας καλά είτε είσαι Παναθηναϊκός, είτε όχι

Άκης Κατσούδας

Η Τζατζικοκίνηση δεν είναι ακόμη ένα σουβλατζίδικο της Αθήνας. Αυτό το αντιληφθήκαμε από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας σε αυτό. Ο πρώτος άνθρωπος που μας μίλησε ήταν ο κύριος Γιώργος, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού που ψήνει σουβλάκια στο Νέο Ψυχικό εδώ και σαράντα χρόνια.

Η ιστορία ξεκινάει πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, όταν αποφάσισε να φύγει από τα Τρίκαλα και να έρθει στην πρωτεύουσα για να δουλέψει. Αρχικά εργάστηκε ως μηχανικός αυτοκινήτων. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε ότι το μέλλον του ήταν στην εστίαση.

«Τα απογεύματα, όταν δεν ήμουν συνεργεία, ήμουν βοηθός σερβιτόρου στην πιτσαρία Πόρτο Φίνο στη Φωκίωνος Νέγρη. Γινόταν χαμός. Ο κόσμος έφερνε τραπέζια ακόμη και από το σπίτι του για να κάτσει στην πιτσαρία. Για να καταλάβεις ήταν δίπλα στην ιστορική Γκουίντα, τη μεγάλη ντίσκο που μαζεύονταν όλα τα αστέρια της Αθήνας. Μετά από ένα επεισόδιο, όμως, με τα αφεντικά, μας έδιωξαν όλους. Όλο το προσωπικό» θυμάται ο ίδιος.

Στη συνέχεια εργάστηκε στο Στρόμπολι επί της Λεωφόρος Κηφισίας και ύστερα αποφάσισε να κάνει μια επιχειρηματική κίνηση που θα του άλλαζε οριστικά τη ζωή. Αγόρασε ένα χώρο στο Νέο Ψυχικό και άνοιξε το δικό του σουβλατζίδικο. Το όνομα αυτού: Τζατζικοκίνηση.

«Όλοι μου έλεγαν: “που πας;”. Εγώ είχα μια εμπειρία, όμως, από πριν γιατί έψηνα μπιφτέκια. Τους απαντούσα: “ε, και να αποτύχω, θα γυρίσω πίσω στο επάγγελμα που ήξερα. Δόξα τω Θεώ, ο κόσμος με αγάπησε. Τον αγάπησα και εγώ. Και έτσι έμεινα εδώ» εξηγεί.

image

«Δεν φοβήθηκα ποτέ γιατί ο κόσμος με αγαπάει και ξέρει ότι δεν έχω πει κακή κουβέντα ποτέ ούτε για τον Ολυμπιακό, ούτε για την ΑΕΚ, ούτε για κανέναν»

Το πρώτο πράγμα όμως που έκανε, πριν ακόμα στήσει τις ψησταριές, ήταν να γεμίσει τον χώρο με κάδρα, κασκόλ, φωτογραφίες και φανέλες του Παναθηναϊκού. «Από την πρώτη μέρα που μπήκα, άρχισα να το περιποιούμαι. Δεν μπορείς να φανταστείς. Εδώ που βλέπεις την ψησταριά σήμερα ήταν γεμάτη με φωτογραφίες. Από τα ματς με τη Γιουβέντους, τον Άγιαξ».

Σήμερα μπορεί η ψησταριά να είναι άδεια, το ίδιο βέβαια δε συμβαίνει με την ακριβώς απέναντι πλευρά που δείχνει ακόμη το στίγμα του μαγαζιού. Ο χώρος μοιάζει πραγματικά με ένα μικρό ποδοσφαιρικό μουσείο του Παναθηναϊκού, καθώς στους τοίχους υπάρχουν φωτογραφίες από κάθε εποχή του.

Σημαίες, κασκόλ δίπλα σε εικόνες της Παναγίες, φωτογραφίες από τα πρωταθληματικά ρόστερ του, και ένα τεράστιο κάδρο το οποίο είναι γεμάτο με πράσινες εικόνες και έναν μεγάλο τίτλο που γράφει: «Στις κορυφές της Ευρώπης».

Η αγάπη του για τον Παναθηναϊκό ξεκίνησε από μικρό παιδί, όταν ακόμη ζούσε στα Τρίκαλα. Η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι το πρώτο ποδοσφαιρικό παιχνίδι που παρακολούθησε από κοντά ήταν του Ολυμπιακού.

Ο κύριος Γιώργος έχει το μαγαζί περισσότερα από σαράντα χρόνια.

«Πρέπει να κέρδισε 1-4 τα Τρίκαλα. Είδαμε πρώτα τα τσικό και μετά περιμέναμε να ξεκινήσουν οι μεγάλοι. Πήγαν να μας βγάλουν έξω. Ευτυχώς, είχα έναν ξάδερφο αστυνομικό που μας είδε και μας άφησε να το δούμε κανονικά» θυμάται.

Για αρκετά χρόνια δεν έχανε αγώνα της ομάδας στη Λεωφόρο. Είχε βγάλει μάλιστα και ένα πανό που έγραφε πάνω: «Παναθηναϊκέ, η Τζατζικοκίνηση είναι μαζί σου». Τα ματς που θυμάται πιο χαρακτηριστικά ήταν τα ευρωπαϊκά κόντρα στη Γιουβέντους, τον Άγιαξ, την Μπαρτσελόνα.

Το τελευταίο παιχνίδι που παρακολούθησε από κοντά ήταν ένα εντός έδρας ματς κόντρα στη Λάρισα. «Είχα βάλει φωτιά. Σκέφτηκα: “θα πάω δέκα λεπτά, να δω λίγο και θα γυρίσω”. Τα δέκα λεπτά έγιναν όλο το παιχνίδι. Όταν ήρθα, είδα ίσα με πενήντα άτομα που με περίμεναν να ανοίξω. Από τότε σταμάτησα γιατί δεν προλάβαινα».

Το μαγαζί ανοίγει παραδοσιακά στις 12 το μεσημέρι και κλείνει μετά τις 12 το βράδυ. Ο κύριος Γιώργος δε φεύγει ούτε στιγμή από αυτό. Τα παιχνίδια του Παναθηναϊκού πια τα ακούει από το ραδιόφωνο. Τα ποδοσφαιρικά ολόκληρα και τα μπασκετικά, μόνο στα δύο τελευταία λεπτά. «Δεν αντέχω το μπάσκετ, είναι μεγάλο ψυχοπλάκωμα» λέει γελώντας.

image

«Δόξα τω Θεώ, έχω ζήσει πολύ ωραία χρόνια εδώ. Έχω βγάλει παιδιά που έχουν γίνει γιατροί, καθηγητές πανεπιστημίου»

Και μπορεί να είναι ένας δηλωμένος υποστηρικτής του Τριφυλλιού, ωστόσο, οι πελάτες του είναι από κάθε λογής ομάδα. «Δεν φοβήθηκα ποτέ γιατί ο κόσμος με αγαπάει και ξέρει ότι δεν έχω πει κακή κουβέντα ποτέ ούτε για τον Ολυμπιακό, ούτε για την ΑΕΚ, ούτε για κανέναν. Και για αυτούς τους έχω όλους στο μαγαζί. Γιατί με αγαπάνε και τους αγαπάω και εγώ».

Η στενή σχέση που έχει με τους πελάτες τους καταστήματος είναι ευδιάκριτη από την πρώτη στιγμή που μπαίνει σε αυτό. Όλοι τους έρχονται, πιάνουν πρώτα την κουβέντα με τον κύριο Γιώργο και τους υπόλοιπους θαμώνες, πίνουν ένα κρασάκι, πειράζονται, τρώνε το σουβλάκι τους και φεύγουν χαμογελαστοί.

«Δόξα τω Θεώ, έχω ζήσει πολύ ωραία χρόνια εδώ. Έχω βγάλει παιδιά που έχουν γίνει γιατροί, καθηγητές πανεπιστημίου. Και έρχονται ακόμη μέχρι σήμερα εδώ και με βλέπουν. Η αγάπη αυτή είναι και από τις δύο πλευρές».

«Ο κύριος Γιάννης έρχεται από την Αθήνα. Έχει περάσει από πενήντα σουβλατζίδικα και πάει στην Αγία Παρασκευή. Θα κάτσει να πιει το κρασάκι του, να κάνει την παρέα του. Δεν είναι: “έλα πάρε, φάε και φύγε. Και να μην έχει χρήματα ο οποιοσδήποτε, θα του δώσω. Δεν υπάρχει περίπτωσή να φύγει έτσι» επισημαίνει.

Η πράσινη επιγραφή της Τζατζικοκίνησης.

Ανάμεσα στους πελάτες που έχουν αγαπήσει την Τζατζικοκίνηση όλα αυτά τα χρόνια είναι μερικοί από τους πιο σημαίνοντες επιχειρηματίες της χώρας, μερικοί από τους οποίους συνδέθηκαν με το ποδόσφαιρο με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.

Η οικογένεια Βαρδινογιάννη, ο Πέτρος Κόκκαλης, ο Βαγγέλης Μυτιληναίος, ο Κώστας Καίσαρης. Με τον άνθρωπο που συνδέθηκε περισσότερο ήταν, όμως, ο Δημήτρης Κοντομηνάς.

«Ήταν 35 χρόνια πελάτης. Με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε: “τζατζικοπλημμύρα, ερχόμαστε το απόγευμα”. Έτρωγε και έφευγε. Το αγαπημένο του ήταν με διπλή πίτα, τζατζίκι και καυτερό πιπέρι. Απλός άνθρωπος. Έμπαινε μέσα και μιλούσε σε όλους κανονικά» θυμάται.

Η είδηση του θανάτου του τον συγκλόνισε. Είναι, όπως εξηγεί, ένα από τα τιμήματα αυτής της δουλειάς. Η συνέντευξη όταν τελειώνει καθώς στο μαγαζί έχει αρχίσει ήδη να μαζεύεται ουρά κόσμου που περιμένει να εξυπηρετηθεί. Όλοι τους, όμως, είναι υπομονετικοί. Γυρνάει τα σουβλάκια για να μην καούν και μας λέει: «Τώρα που τα πάμε, θα κάτσετε να φάτε ε; Όλα είναι κερασμένα από μένα».

@Photo credits: Άκης Κατσούδας