Δημήτρης Μούτας στο Gazzetta: «Στον Πλατανιά είχαμε πάρει τον Γιακουμάκη με 20.000 ευρώ, τα παιδιά απελευθερώνονται όταν παίζουν στο εξωτερικό»
«Μία πόλη που χτίστηκε πάνω σε έναν ποταμό» είναι αυτό που χαρακτηρίζει μία από τις πιο ιστορικές περιοχές την Ευρώπης, το Ρόστοκ της Γερμανίας. Ένα δημιούργημα των Πολάβιων Σλάβων που τον 11ο αιώνα εγκαθίδρυσαν τον συγκεκριμένο οικισμό όπου κατά τη διάρκεια εκατοντάδων ετών εξελίχθηκε σ' ένα από τα πιο κομβικά εμπορικά σημεία της Ευρώπης και μέχρι το 1990 και την ενοποίηση της χώρας, ήταν το βασικό λιμάνι της Ανατολικής Γερμανίας.
Σιγά-σιγά η πόλη ακμάζει ξανά. Οχι μόνο οικονομικά, αλλά και ποδοσφαιρικά. Η τοπική ομάδα, η πασίγνωστη Χάνσα Ρόστοκ είναι στη δεύτερη κατηγορία της χώρας, στην οποία επέστρεψε μετά από εννιά χρόνια παρουσίας στην τρίτη κατηγορία. Βέβαια μέχρι την ενοποίηση της Γερμανίας, ήταν από τις πιο επιτυχημένες ομάδες στο ανατολικό κομμάτι της.
Φυσικά δεν λείπει το ελληνικό στοιχείο από το συγκεκριμένο κλαμπ καθώς έχουν αγωνιστεί ποδοσφαιριστές όπως ο Νίκος Ιωαννίδης, ο Ιωάννης Γκέλιος αλλά και ο Σεμπάστιαν Βασιλειάδης. Από τον περασμένο Μάρτιο, στην ομάδα βρισκόταν και ο Δημήτρης Μούτας που αποτελούσε το δεξί χέρι του Αλόις Σβάρτς.
Ο 55χρονος προπονητής είχε τον ρόλο του βοηθού στον γερμανικό σύλλογο, έχοντας περάσει από Καρλσρούη αλλά και Σαντχάουζεν. Πριν από αυτές όμως, πρόσθεσε στο βιογραφικό του, παρουσίες σε αρκετούς συλλόγους της Ελλάδας όπως ο Εθνικός, ο Πανιώνιος, ο Αχαρναϊκός, η Καλλιθέα, ο Πλατανιάς και ο Ηρακλής.
Γεννημένος στη Γερμανία και συγκεκριμένα στην Στουτγάρδη από Έλληνες γονείς, ο παλαίμαχος μεσοεπιθετικός έπαιξε με επιτυχία σε ομάδες όπως η Φράιμπουργκ και η Μπόχουμ πριν έρθει στην Ελλάδα για χάρη του ΟΦΗ όπου έμεινε για μία τριετία. Ακολούθησαν θητείες σε Αθηναϊκό, Καβάλα, Πανελευσινιακό, Εθνικό, Φωστήρα και Εθνικό Αστέρα, όμως ο ίδιος παραδέχθηκε ότι «η πορεία μου στην Ελλάδα ως ποδοσφαιριστής σταμάτησε μόλις έφυγα από τον ΟΦΗ».
Ο Δημήτρης Μούτας άνοιξε την καρδιά του στο Gazzetta και μοιράστηκε όσα πέρασε στην ποδοσφαιρική του καριέρα αλλά και τα όσα ζει ως προπονητής.
«Είδωλό μου ο Γκερντ Μίλερ, δεν θα ξεχάσω τον ημιτελικό της Γερμανίας κόντρα στη Γαλλία το 1982»
- Αρχικά, πείτε μου για τους γονείς σας, πώς βρέθηκαν στη Γερμανία;
«Οι γονείς μου πήγαν στη Γερμανία ως οικονομικοί μετανάστες το 1962. Εγώ γεννήθηκα στην Στουτγάρδη το 1968, μεγάλωσα εκεί και όταν ήμουν εννιά ετών ήρθαμε στην Ελλάδα για έναν χρόνο και μετά επιστρέψαμε ξανά στη Γερμανία».
- Το ποδόσφαιρο πώς μπήκε στη ζωή σας;
«Είχα ξεκινήσει να παίζω σε ακαδημίες της περιοχής μου. Ο πατέρας μου ήταν ποδοσφαιρόφιλος και κάπως έτσι πήγα και εγώ προς τα εκεί. Στα 13 μου ξεχώρισα στους ανθρώπους της Stuttgarter Kickers που ήταν από τις μεγάλες ομάδες της πόλης και έμεινα μέχρι και τα 19 μου».
- Ποιον είχατε ως είδωλο;
«Ο Γκερντ Μίλερ ήταν το μεγάλο μου είδωλο. Τον έβλεπα συνεχώς στα γήπεδα τότε ως πιτσιρικάς, έπαιζα και ως φορ τότε, οπότε τον θαύμαζα».
- Ποιο παιχνίδι που είδατε από κοντά θυμάστε έντονα μέχρι και σήμερα;
«Ήταν στο Μουντιάλ του 1982, στα ημιτελικά όταν η Γερμανία νίκησε τη Γαλλία στα πέναλτι με 5-4. Η κανονική διάρκεια είχε λήξει 1-1 και στην παράταση μπήκαν τέσσερα γκολ για το τελικό 3-3. Αλησμόνητο ματς, όπως και ο τελικός του 1986 όταν η Γερμανία πήγε στον τελικό με την Αργεντινή, παρότι είχε ηττηθεί. Αυτά μου έχουν μείνει στο μυαλό για το σασπένς και τα πολλά γκολ».
- Πότε καταλάβατε ότι μπορείτε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο;
«Δεν είχα ποτέ ως στόχο να γίνω ποδοσφαιριστής. Ήταν ένα όνειρο αλλά δεν το είχα ως στόχο. Κάπου στα 16 με 17 το κατάλαβα. Το βλέπεις στα λόγια και τις συμπεριφορές των προπονητών, των ανθρώπων της ομάδας, τότε είχα κληθεί και στις μικρές εθνικές ομάδες. Όλα αυτά με έκαναν να το καταλάβω. Επίσης ήταν δύσκολες εποχές στη Γερμανία γιατί εγώ έπαιζα ως ξένος επειδή είχα ελληνική υπηκοότητα και ήταν πολύ δύσκολο να πάρεις επαγγελματικό συμβόλαιο. Επιτρέπονταν τρεις ή τέσσερις ξένοι τότε. Μετά από ένα χρονικό διάστημα άλλαξε ο κανονισμός και παιδιά σαν εμένα, έπαιζαν ως Γερμανοί για να έχουν δικαίωμα συμμετοχής».
- Η πιο δυνατή ανάμνηση που έχετε από εκείνα τα χρόνια;
«Δεν θα το ξεχάσω το ντεμπούτο μου! Ήμουν στη Φράιμπουργκ το 1988 στη δεύτερη κατηγορία, και μπήκα ως αλλαγή στο 74'. Στην πρώτη μου επαφή με την μπάλα, έβαλα γκολ! Σκέψου ότι μέχρι εκείνο το σημείο χάναμε 3-1. Έκανα το 3-2 και στο τέλος το γυρίσαμε σε 5-3! Η επαγγελματική μου καριέρα ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς».
- Πώς είχατε νιώσει εκείνη τη στιγμή;
«Ήταν απίστευτο συναίσθημα. Δεν περιγράφεται με λέξεις. Είναι απλώς η καλύτερη προϋπόθεση για να ξεκινήσει μία επαγγελματική καριέρα».
- Είδα ότι είχατε συμπαίκτη και τον Γιόακιμ Λεβ που μετέπειτα έγραψε ιστορία ως προπονητής της Γερμανίας...
«Συμπαίκτης και πολύ καλός φίλος. Ήταν τεράστιο ταλέντο στη Γερμανία ως ποδοσφαιριστής αλλά είχε την ατυχία να ταλαιπωρηθεί με πολλούς τραυματισμούς και έτσι δεν έκανε τη καριέρα που άξιζε. Βρεθήκαμε στη Φράιμπουργκ λίγο πριν σταματήσει το ποδόσφαιρο. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι και κάναμε παρέα όλοι μαζί και με την οικογένεια του. Είμαστε δεμένοι και είχε βρεθεί πολλές φορές στην Ελλάδα και στην Κρήτη όταν έπαιζα στον ΟΦΗ και στην Αθήνα».
- Ως χαρακτήρας πώς ήταν;
«Είναι άριστος χαρακτήρας, πολύ καλός άνθρωπος, φιλότιμος, γνώστης του αντικειμένου. Είχε την τύχη να κάτσει δίπλα στον Κλίνσμαν ως βοηθός του και στη συνέχεια να γίνει προπονητής. Έγινε πολύ επιτυχημένος και με την Εθνική αλλά και πριν ως προπονητής».
- Είχε βρεθεί ποτέ κοντά στο να έρθει στην Ελλάδα;
«Ναι, είχε βρεθεί πολύ κοντά στην ΑΕΚ αλλά δεν προχώρησε. Ήταν το 1998».
- Και γιατί δεν ήρθε;
«Δεν είχε βρεθεί απλά η "χρυσή τομή". Δεν τα βρήκαν ποτέ».
«Ο Λεβ είχε βρεθεί κοντά στην ΑΕΚ, είχε έρθει πολλές φορές στην Κρήτη όταν έπαιζα στον ΟΦΗ»
«Ο Γκέραρντ με έφερε στον ΟΦΗ»
- Ποιες είναι οι βασικές διαφορές Ελλάδας και Γερμανίας στο ποδόσφαιρο;
«Θα έλεγα οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες που επικρατούν στη Γερμανία δεν συγκρίνονται με της Ελλάδας. Αν εξαιρέσουμε τις μεγάλες ομάδες όπως ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ, ο ΠΑΟΚ, δεν υπάρχουν ιδανικές συνθήκες εργασίας για τους νέους ποδοσφαιριστές».
- Ο δυσκολότερος αντίπαλος και ο καλύτερος συμπαίκτης σας στη Γερμανία...
«Ο πιο δύσκολος αντίπαλος μου ήταν ο Στέφαν Έφενμπεργκ από την Μπάγερν Μονάχου που ήταν και στην Εθνική Γερμανίας. Και καλύτερος συμπαίκτης; Θα έλεγα τον Ντάριους Γόους που ήταν επίσης στην Εθνική Γερμανίας και τον είχα στην Μπόχουμ».
- Ποιο παιχνίδι από τη Γερμανία δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ το παιχνίδι με την Μπάγερν Μονάχου που είχαμε νικήσει με τη Stuttgarter Kickers 4-1 μέσα στην έδρα της το 1991. Μάλιστα είχα σκοράρει το τέταρτο σκορ και είχα μπει στο ματς λίγα δευτερόλεπτα πριν».
- Στον ΟΦΗ πώς πήγατε; Ποιο είναι το story;
«Εκείνη την εποχή ήταν προπονητής ο Γκέραρντ. Ήξερε πολύ καλά τη γερμανική αγορά και ήξερε ανθρώπους από εκεί. Ήταν μια εποχή που εγώ δεν είχα αποφασίσει για το μέλλον μου και τότε εμφανίστηκε ο Γκέραρντ που με προσέγγισε και στη συνέχεια ήρθε και ο ΟΦΗ. Έγιναν πολύ γρήγορα τα πράγματα γιατί ήταν αποφασισμένοι να με πάρουν και έτσι έγινε».
- Ήταν εύκολη απόφαση να αφήσετε τη Γερμανία και να έρθετε στην Ελλάδα;
«Αρχικά ο Γκέραρντ με κάλεσε για να δω το περιβάλλον στον ΟΦΗ. Εκεί ήξερα κάποιους παίκτες όπως τον Χανιωτάκη, τον Παπαδόπουλο και άλλους ποδοσφαιριστές γιατί ήμασταν συμπαίκτες στην Εθνική Μεσογειακή Ομάδα. Κατέβηκα στην Κρήτη και αυτό που είδα στην ομάδα ήταν καταπληκτικό με αποτέλεσμα να πω αμέσως το ναι. Ήταν αρκετά εύκολη η απόφαση να πάω στον ΟΦΗ. Είδα και στην πορεία ότι ως ομάδα ήταν συνεπής και εξαιρετικός σύλλογος και γενικά είχα τρία καταπληκτικά χρόνια στο Ηράκλειο».
- Η προσαρμογή σας πώς ήταν;
«Ως... πολίτης ήταν εύκολη η προσαρμογή γιατί είχε εξαιρετικούς χαρακτήρες η ομάδα και ήταν σαν οικογένεια. Τα καλύτερα χρόνια μου ως ποδοσφαιριστής τα πέρασα στον ΟΦΗ. Σαν ποδόσφαιρο δυσκολεύτηκα λίγο γιατί ήταν εντελώς διαφορετική η αντίληψη απ' ότι στη Γερμανία. Δηλαδή η κρίση του Έλληνα οπαδού αλλά και παράγοντα είναι τελείως διαφορετική από αυτή του Γερμανού αντίστοιχα. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη διαφορά. Μπορεί το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου να ήταν χαμηλότερο από της Γερμανίας αλλά ήταν πολύ πιο δύσκολο λόγω της κρίσης αλλά και ο τρόπος παιχνιδιού ήταν διαφορετικός».
- Πείτε μου για τον Ευγένιο Γκέραρντ...
«Ο Γκέραρντ ήταν ο απόλυτος διαχειριστής, το απόλυτο αφεντικό της ομάδας. Το «Α και το Ω» για τον ΟΦΗ και το είχε κερδίσει γιατί οι μεγαλομέτοχοι του είχαν δώσει τα ηνία. Την εμπιστοσύνη που του είχαν δείξει την επέστρεφε εκείνος στο ακέραιο. Τα είχε όλα τέλεια στην ομάδα. Ήταν πάνω από όλα προπονητής αλλά ήταν και φίλος. Ήταν ανοιχτόμυαλος και πολύ μπροστά από την εποχή του. Σε όλα μέσα ήταν και γι' αυτό πήγαινε τόσο καλά η ομάδα τότε».
- Τι το ξεχωριστό είχε ΟΦΗ εκείνα τα χρόνια;
«Είχε πολλούς νέους ποδοσφαιριστές με πλούσιο ταλέντο και πάνω απ' όλα, δεν υπήρχε η μεγάλη πίεση μέσα στην ομάδα. Ήταν σταθερά στην 5η θέση, όλα ήταν σε μία σειρά σε κάθε τομέα, εξαιρετικές εγκαταστάσεις και κάθε νέο μέλος μπορούσε να ξεδιπλώσει αμέσως το ταλέντο του στο γήπεδο. Γι' αυτό και πάρα πολλοί πήγαν σε μεγαλύτερες ομάδες όπως ο Μαχλάς, ο Πουρσανίδης, ο Παπαδόπουλος, ο Μαρινάκης, ο Νιόπλιας, ο Κωνσταντινίδης, ο Αναστασίου... δεν θέλω να ξεχάσω και κάποιον αλλά από τον ΟΦΗ πήγαν σε μεγάλες ομάδες».
- Είχατε ποτέ πρόταση από μεγάλη ομάδα της Ελλάδας;
«Είχα πρόταση από δύο μεγάλες ομάδες αλλά εν τέλει δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί είχα έναν τραυματισμό και δεν προχώρησε. Δεν έκανα εκείνο το βήμα. Βέβαια πήγα στα 27 μου στον ΟΦΗ, δεν ήμουν μικρός και σε εκείνη την εποχή που υπήρχε το ενδιαφέρον ήμουν ήδη 30. Δεν θα ήθελα να πω ποια ομάδα ήταν γιατί μετά από τόσο καιρό δεν υπάρχει λόγος».
- Το παιχνίδι που θυμάστε όταν αναπολείτε τα χρόνια σας στον ΟΦΗ;
«Θα πω το παιχνίδι στην έδρα του Παναθηναϊκού το 1997. όταν είχαμε πάρει ισοπαλία 1-1 την προτελευταία αγωνιστική γιατί με αυτό το σκορ ο ΟΦΗ βγήκε στην Ευρώπη την επόμενη σεζόν. Δεν είχα παίξει τότε, ήμουν τραυματίας εγώ (γέλια) αλλά είναι ξεχωριστό γιατί όλοι πίστευαν ότι ο ΟΦΗ πρέπει να χάσει για να βγει Ευρώπη ο Παναθηναϊκός. Γιατί μας θεωρούσαν «ομάδα του Παναθηναϊκού», κάτι που δεν επαληθεύτηκε και έτσι βγήκαμε Ευρώπη εμείς και όχι ο Παναθηναϊκός».
- Για τα ευρωπαϊκά παιχνίδια με τον ΟΦΗ...
«Έπαιξα μόνο στο Intertoto και το να παίζεις Ευρώπη ήταν... άλλο επίπεδο. Θυμάμαι ένα παιχνίδι με τη Λεβερκούζεν για παράδειγμα και είναι παιχνίδια που σου μένουν στο μυαλό».
- Περιγράψτε μας το Γεντί Κουλέ εκείνης της εποχής...
«Ηταν ένα γήπεδο που σε ανεβάζει μόλις πατήσεις το πόδι σου. Η ατμόσφαιρα που επικρατεί σε ανεβάζει ψυχολογικά, είναι καθαρά ποδοσφαιρικό γήπεδο και παρότι δεν ήταν τόσο εξελιγμένο, είναι αρκετά στενό και η ατμόσφαιρα είναι τόσο ζεστή που σε κάνει να γουστάρεις να παίζεις σ' αυτό το γήπεδο».
«Ο Γκέραρντ ήταν το "Α και το Ω" στον ΟΦΗ, είχα πρόταση από δύο "μεγάλους" της Ελλάδας»
«Όταν τραυματίστηκα στον ΟΦΗ ξεκίνησε μία... Οδύσσεια για εμένα, κακώς δεν γύρισα στη Γερμανία τότε»
- Είχατε ποτέ κάποιο πρόβλημα στον ΟΦΗ;
«Ήταν τρία φανταστικά χρόνια στον ΟΦΗ. Δεν είχα κανένα πρόβλημα αλλά το τέλος ήταν λίγο άδοξο. Όμως είχα ρήξη αχιλλείου και δεν χωρίσαμε με τον καλύτερο τρόπο αλλά αυτά είναι περασμένα. Αυτό μόνο».
- Μετά τον ΟΦΗ ακολούθησε ο Αθηναϊκός...
«Μετά από μία διακοπή έξι μηνών, πήγα στον Αθηναϊκό και είχε υποβιβαστεί κιόλας...».
- Πώς είχατε βιώσει εκείνον τον υποβιβασμό;
«Η αλήθεια είναι πως δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό γιατί μετά τον ΟΦΗ, στην ποδοσφαιρική μου καριέρα στην Ελλάδα επικράτησε το χάος. Δεν θέλω να μιλήσω για όσους συνεργάστηκα από εκεί και πέρα, ήταν προβληματικές συνεργασίες. Δεν παίρναμε τα λεφτά μας, οι συνθήκες ήταν... το απόλυτο χάος. Καλύτερα να τα παραλείψουμε όλα αυτά. Ο τραυματισμός μου στον αχίλλειο με έφερε στο αδιέξοδο μετά τον ΟΦΗ και από τότε ξεκίνησε μία... Οδύσσεια για εμένα».
- Είχατε μετανιώσει για εκείνες τις επιλογές;
«Μετάνιωσα που μετά τον ΟΦΗ δεν επέστρεψα στη Γερμανία και συνέχισα το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Οι εμπειρίες μετά τον ΟΦΗ όπως σου είπα ήταν κάτι παραπάνω από τραγικές».
- Στα γκολ σας, είχατε κάποιο πρόσωπο που τα αφιερώνατε;
«Δεν είχα κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου για τα γκολ».
- Η προπονητική πώς μπήκε στη ζωή σας;
«Μετά τα 30 που αρχίζεις να σκέφτεσαι τι θα κάνεις μετά την ποδοσφαιρική καριέρα σου, κατάλαβα ότι ήθελα να ασχοληθώ με την προπονητική. Έψαχνα κενά στους χρόνους με τις ομάδες για να κάνω τα διπλώματα. Τελευταία ποδοσφαιρική μου σεζόν ήταν στην Τερψιθέα στη Δ' Εθνική και έπειτα ήρθε η προπονητική και άρχισε στον Πανιώνιο ως βοηθός με πρόεδρο τον κ. Μπέο».
- Είχατε κάποιον προπονητή ως πρότυπο;
«Δεν είχα κάποιο είδωλο αλλά από όλους τους προπονητές που είχα, κρατούσα ένα κομμάτι που μου άρεσε. Κάτι που μου έκανε εντύπωση, είτε στον τρόπο διαχείρισης, είτε στον τρόπο προπόνησης».
- Είχατε περάσει από αρκετές ομάδες στην Ελλάδα...
«Είχα περάσει από διάφορες ομάδες στην Ελλάδα, είχα υπάρξει και πρώτος προπονητής στον Λεβαδειακό στην Α' Εθνική. Από αυτή την πορεία, αυτό που βελτίωσα ήταν η... υπομονή μου (γέλια). Στον Αχαρναϊκό μπόρεσα να δουλέψω γιατί είχαμε έναν απίστευτο πρόεδρο που μας βοηθούσε όσο περισσότερο μπορούσε. Με τον κ. Μπέο είχα επίσης άριστη συνεργασία στον Πανιώνιο, με τον κ. Κομπότη στον Λεβαδειακό το ίδιο, αλλά είναι δύσκολο να σου πω για την προπονητική καριέρα μου στην Ελλάδα γιατί... δεν υπήρχε. Ουσιαστικά μόνο στον Αχαρναϊκό είχα κάνει κάποια πράγματα παρότι δεν υπήρχαν συνθήκες, όμως είχαν έναν εξαιρετικό πρόεδρο. Για αυτό και έφυγα από την Ελλάδα».
- Είχατε σκεφτεί να τα παρατήσετε ή ψάξατε μία νέα ευκαιρία;
«Είπα "πάω Γερμανία κι ό,τι γίνει". Και ευτυχώς έφυγα. Και είχα αργήσει να φύγω».
- Πριν πάτε στη Γερμανία, περάσατε από τον Πλατανιά...
«Νοικοκυρεμένο σωματείο ο Πλατανιάς. Η ομάδα ανέβηκε από Β' στην Α' Εθνική, ήμασταν στην 8η θέση και είχαμε εξαιρετική πορεία ως πρωτοεμφανιζόμενη ομάδα αλλά τότε ήθελαν να φέρουν ένα μεγαλύτερο όνομα για προπονητή και έτσι απομάκρυναν εκείνον που την ανέβασε».
- Εκεί είχατε και τον Γιώργο Γιακουμάκη. Πώς ήταν τότε σε νεαρή ηλικία;
«Τον Γιακουμάκη εμείς τον φέραμε στον Πλατανιά. Ο Γιάννης (Χατζηνικολάου) για την ακρίβεια. Τον έφερε στον Πλατανιά μόνο με 20 χιλιάρικα. Ήταν πολύ ταλαντούχος παίκτης, βελτιώθηκε, δούλεψε και πέτυχε κάποιους σημαντικούς στόχους. Το βιογραφικό του μιλάει από μόνο του. Από τον Ατσαλένιο στον Πλατανιά και μετά οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους».
- Πιστεύετε ότι αδικήθηκε ο Γιακουμάκης στην Ελλάδα;
«Πολλοί παίκτες έχουν αδικηθεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό κάνουν μεγάλες πορείες. Σου είπα και πριν, το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα είναι δύσκολο. Η κρίση των οπαδών και των παραγόντων είναι τελείως διαφορετική από της Ευρώπης. Γι' αυτό και όταν τα παιδιά φύγουν έξω, απελευθερώνονται. Νιώθουν ότι τότε ξεκινάει το ποδόσφαιρο για αυτούς. Βλέπεις πολλούς που το επιβεβαιώνουν. Αλλάζουν τελείως όταν φύγουν από την Ελλάδα».
- Είχατε περάσει και από το πόστο του τεχνικού διευθυντή στον Άρη. Πώς προέκυψε αυτή η πρόταση;
«Προέκυψε γιατί ο Γιάννης Χατζηνικολάου έγινε προπονητής και ο Δημήτρης Ηλιάδης έγινε πρόεδρος στον Άρη. Η πρόταση του Γιάννη ήταν να γίνω εγώ τεχνικός διευθυντής ώστε να υπάρξει αμεσότητα μεταξύ διοίκησης και προπονητή και καλή συνεργασία φυσικά».
«Ευτύχως που έφυγα από την Ελλάδα, εμείς φέραμε τον Γιακουμάκη στον Πλατανιά»
«Ο Ιωαννίδης θα μπορούσε να παίξει στη Γερμανία, πρέπει να αλλάξει η νοοτροπία των παραγόντων στην Ελλάδα»
- Πώς ήταν η κατάσταση τότε στον Άρη και ποια μεταγραφή σας θεωρείτε ότι... πέτυχε;
«Ήταν περίεργη κατάσταση στον Άρη. Δεν είχε χρήματα, δεν είχε αδειοδότηση... ήταν περίεργα τα πράγματα. Θεωρώ ότι η καλύτερη μεταγραφή μου ήταν ο Μιχάλης Μανιάς που είχε έρθει από τον Απόλλωνα Σμύρνης και έναν χρόνο μετά πήγε στον ΠΑΣ Γιάννινα. Είχε επτά γκολ σε 33 ματς τότε στην ομάδα».
- Γιατί φύγατε;
«Έμεινα για τρεις μήνες μόνο. Αποχώρησα γιατί το ποδοσφαιρικό πλάνο ήταν τελείως διαφορετικό από τα πιστεύω μου και δεν θα ήθελα να επεκταθώ σε αυτό γιατί έμεινα για μικρό διάστημα».
- Και πάμε στο γερμανικό ποδόσφαιρο. Από την αρχή είστε βοηθός του Άλιος Σβαρτς. Πώς γνωριστήκατε;
«Με τον Σβαρτς γνωριζόμασταν από τότε που παίζαμε ως ποδοσφαιριστές. Ήμασταν συμπαίκτες στη Γερμανία και είχαμε παραμείνει φίλοι. Σκέψου γνωριστήκαμε στις ακαδημίες της Stuttgarter Kickers και είχαμε παίξει και ως επαγγελματίες συμπαίκτες και αντίπαλοι».
- Και κάπως έτσι ήρθε η πρόταση να δουλέψετε μαζί...
«Εκείνος δούλευε ήδη στην Σαντχάουζεν και τότε είχαμε βρεθεί σε μία εκδήλωση, τα είπαμε και λίγους μήνες μετά μου έκανε την πρόταση να συνεργαστούμε. Από το 2015 είμαστε μαζί ως προπονητικό δίδυμο».
- Ταιριάζει το γερμανικό ποδόσφαιρο στον Έλληνα ποδοσφαιριστή;
«Σε συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές πιστεύω πως ναι. Σε θέμα δουλειάς, ηρεμίας και προϋποθέσεων ταιριάζει σε κάθε παίκτη αλλά πρέπει να έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά».
- Ποιοι Έλληνες ας πούμε θα ταίριαζαν στη Γερμανία;
«Ο Τζόλης παίζει με επιτυχία στην δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας. Είναι ένα παιδί που ταιριάζει αρμονικά στο γερμανικό ποδόσφαιρο. Είναι δυνατό παιδί, έχει τσαμπουκά, έχει ταλέντο. Ο Φώτης Ιωαννίδης θα μπορούσε επίσης να παίξει εδώ αλλά και ο Κωνσταντέλιας γιατί είναι πολύ καλός παίκτης και θα μπορούσε να σταθεί εδώ. Υπάρχουν αρκετοί παίκτες από την Ελλάδα. Αν έχεις ποδοσφαιρικό ταλέντο μπορείς να παίξεις παντού, αρκεί να το δουλέψεις και να το προσαρμόσεις».
- Έχετε ως στόχο να γίνετε πρώτος προπονητής;
«Είναι στόχος μου αλλά τηρώ και τις συμφωνίες μου. Είχα προτάσεις από ομάδες για head manager αλλά σεβάστηκα τη συμφωνία που με τον Σβάρτς καθώς είναι εκείνος που με έβαλε ως προπονητή στο γερμανικό ποδόσφαιρο και είχαμε άριστη συνεργασία. Προσπαθώ να είμαι συνεπής αλλά πάντα έχω ως στόχο να αναλάβω ως πρώτος προπονητής. Αν προκύψει κάποιο ενδιαφέρον project δεν θα έλεγα ποτέ όχι».
- Θα επιστρέφατε στην Ελλάδα;
«Ισχύει αυτό που είπα στην τελευταία μου πρόταση (γέλια). Δεν λέω σε τίποτα όχι, όμως να υπάρχουν προϋποθέσεις και σε βάθος χρόνου. Δεν θα ερχόμουν στην Ελλάδα για να κάτσω μία εβδομάδα ή έναν μήνα και να ρισκάρω να χάσω αυτό που έχτισα εδώ».
- Και τέλος, τι πρέπει στην Ελλάδα για να πάει μπροστά το ποδόσφαιρο;
«Η νοοτροπία των παραγόντων πρέπει να αλλάξει. Αυτό θα βοηθήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο να πάει ψηλότερα».
Αrt direction/Design: Χρήστος Ζωίδης