Σαργκάνης στο Gazzetta: «Με έλεγαν φάντομ αλλά ήξερα ότι δεν είμαι σιδερένιος»

Σαργκάνης στο Gazzetta: «Με έλεγαν φάντομ αλλά ήξερα ότι δεν είμαι σιδερένιος»

Άκης Κατσούδας

Ο Νίκος Σαργκάνης είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες των ελληνικών γηπέδων. Η καριέρα του μοιάζει να είναι βγαλμένη από το σενάριο της καλύτερης ποδοσφαιρικής ταινίας. Δεν ξεκίνησε από τη θέση του τερματοφύλακα. Προέκυψε. Ο πατέρας του, όταν τον είδε μέσα στα αίματα μετά από μια προπόνηση, του απαγόρευσε να ξαναπάει στο γήπεδο. Εκείνος, όμως, δεν το άκουσε και συνέχισε κρυφά.

Έκανε προπονήσεις στα χωράφια της Καστοριάς, δίπλα στις αγελάδες, έφτασε μια ανάσα από τον ΠΑΟΚ, έπαιξε στον Ολυμπιακό, την ομάδα που αγαπούσε από μικρό παιδί, πήγε στον αιώνιο αντίπαλο και παραλίγο να κερδίσει την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μέσα στο Όλντ Τράφοντ. Αυτή είναι η ιστορία ζωής ενός θρύλου του ελληνικού ποδοσφαίρου. Σε πρώτο πρόσωπο.

image

«Αν ξαναπατήσεις στο γήπεδο, θα σου κόψω τα πόδια»

Ξεκίνησα την καριέρα μου στον Ηλυσιακό. Στην αρχή έπαιζα μέσα. Σε ένα ματς στην Καισαριανή, όμως, ο τερματοφύλακας της ομάδας δεν τα πήγε και τόσο καλά. Σκέφτηκα τότε: γιατί να μην παίξω και εγώ; Πήγα, το ζήτησα από τον προπονητή και εκείνος δέχτηκε.

Ήμουν γύρω στα 16 τότε. Το γήπεδο ήταν ξερό, είχε πολλές πέτρες κάτω. Εγώ φορούσα μια κοντομάνικη μπλούζα. Για γάντια, ούτε ζήτημα. Έκατσα στην εστία και άρχισα να πέφτω δεξιά, να πέφτω αριστερά, να προσπαθώ να αποκρούσω τα σουτ. Όλα αυτά για να του αποδείξω ότι μπορώ.

Το αποτέλεσμα ήταν να γίνω λες και με είχαν σφάξει. Τα χέρια μου, τα πόδια μου, το πηγούνι μου. Τι να σου λέω. Πήγα, πλύθηκα κάτω από μια βρύση και γύρισα στο σπίτι. Τότε με είδε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου που ήμουν μέσα στα αίματα.

«Αν ξαναπατήσεις στο γήπεδο, θα σου κόψω τα πόδια» μου είπε. Αυτά ήταν τα λόγια του. Εγώ, όμως, το έκανα επειδή το αγαπούσα. Επειδή το έβλεπα ως παιχνίδι. Όταν, λοιπόν, άκουσα τον πατέρα μου να μου τα λέει όλα αυτά, δεν ξέρω, σαν να πεισμάτωσα.

Έκανα κρυφά προπονήσεις. Το πρωί δούλευα στο Κολλέγιο Αθηνών, το μεσημέρι έπαιζα ποδόσφαιρο και το βράδυ πήγαινα σχολείο. Ήταν δύσκολα χρόνια. Το κολλέγιο, όμως, έπαιξε σημαντικό ρόλο σε όλα όσα συνέβησαν αργότερα στη ζωή μου.

Εκεί υπήρχαν τα όργανα για να εξασκούμαι σε διάφορα αθλήματα. Έπαιζα βόλεϊ, μπάσκετ, τένις, πινγκ πονγκ, πηδούσα εμπόδια, έκανα άλμα εις μήκος, εις ύψος. Με έπαιρναν μαζί τους οι μαθητές γιατί είχαμε την ίδια ηλικία. Εγώ χωρίς να το καταλαβαίνω γυμναζόμουν μέσα από όλο αυτό.

Μετά από μερικούς μήνες καθιερώθηκα στον Ηλυσιακό. Αφότου ανεβάσαμε την ομάδα στη Β’ Εθνική, ήρθε η Καστοριά και με ζήτησε. Στην αρχή το σκέφτηκα σοβαρά: «να φύγω εγώ δηλαδή τώρα από την Αθήνα στα καλά καθούμενα και να πάω εκεί;» αναρωτήθηκα. Με την αδερφή μου είχαμε ένα αργυροχοείο στου Ζωγράφου. Ήταν πρόβλημα. Ποιος θα τη βοηθούσε στο μαγαζί; Μετά από ώριμη σκέψη και πολλές συζητήσεις με την οικογένειά μου, αποφάσισα να το κάνω.

image

«Στην Καστοριά έκανα προπόνηση σε ένα λιβάδι με τις αγελάδες»

Στην αρχή υπολόγιζα πως θα ήταν ένα γήπεδο με χορτάρι. Νόμιζα ότι θα γινόμουν καλύτερος αγωνιζόμενος υπό κανονικές συνθήκες. Στην Καστοριά έφτασα βράδυ. Πήγα, κοιμήθηκα και την επομένη, επισκέφτηκα το γήπεδο. Όταν είδα ότι ήταν πιο ξερό και από του Ηλυσιακού, με έπιασε μεγάλη απογοήτευση. Μέχρι που ήθελα να φύγω. Δεν μπορούσα, όμως, να κάνω διαφορετικά.

Οι Καστοριανοί με ήθελαν πολύ. Θυμάμαι, είχαν φτάσει έξω από τα γραφεία με έξι Μερσεντές. Γουναράδες, πολλά χρήματα. Είπανε πως ήρθαν να με πάρουν, όχι να το διαπραγματευτούν.

Το μόνο μειονέκτημα ήταν το ξερό γήπεδο. Μόνο εκεί και στη Λάρισα υπήρχε κάτι τέτοιο. Όλες οι άλλες ομάδες είχαν χορτάρι. Έτσι, λοιπόν, και εγώ προπονούμουν σε ένα λιβάδι, δίπλα στις αγελάδες. Βρήκαμε ένα χώρο μαζί με τους υπόλοιπους τερματοφύλακες και κάναμε εκεί τις ασκήσεις μας.

Αυτό που με κράτησε στην Καστοριά ήταν ο κόσμος της. Με αγκάλιασε όλη η πόλη. Πράγμα που είναι πολύ σημαντικό, ειδικά για ένα παιδί σαν εμένα που είχε αφήσει το σπίτι και την οικογένειά του. Με έκαναν να αισθανθώ ζεστασιά και να συνεχίσω να έχω πάθος για το ποδόσφαιρο.

Στην ομάδα έμεινα για τρία χρόνια. Την τελευταία σεζόν πήγαμε στον τελικό και κατακτήσαμε το Κύπελλο Ελλάδος. Ήταν μεγάλο πράγμα για έναν επαρχιακό σύλλογο να κάνει κάτι τέτοιο. Είχε είκοσι χρόνια να συμβεί, από την εποχή της Δόξας Δράμας.

Εγώ τους είχα πει όμως ότι θα ήταν ο τελευταίος μου χρόνος, γιατί μου είχε λείψει η οικογένειά μου. Είχα χάσει και τον πατέρα μου στο ενδιάμεσο. Το κατάλαβαν και δεν μου έφεραν αντίσταση.

image

Η παρ' ολίγον μεταγραφή στον ΠΑΟΚ και το όνειρο του Ολυμπιακού

Έλα, όμως, που λίγο καιρό αργότερα με ζήτησε ο ΠΑΟΚ. Πήγα στη Θεσσαλονίκη, συζητήσαμε με τον πρόεδρο της ομάδας, τον Γιώργο Παντελάκη και συμφωνήσαμε: «Κάνε τις διακοπές σου και στις 20 του μήνα θα γυρίσεις να υπογράψεις και να ξεκινήσεις την προετοιμασία» μου είπε. Έτσι, λοιπόν, και εγώ έφυγα υπολογίζοντας ότι την επόμενη χρονιά θα έπαιζα με τη φανέλα του ΠΑΟΚ.

Κάποια στιγμή, και ενώ ήμουν ήδη μέσα στη χαρά που θα αγωνιζόμουν σε μια τόσο μεγάλη ομάδα, με πήραν τηλέφωνο και με ρώτησαν αν ενδιαφέρομαι να παίξω στον Ολυμπιακό. Είπα τότε από μέσα μου: «ονειρεύομαι ή το ζω αλήθεια;». Να είσαι από μικρό παιδί Ολυμπιακός και ξαφνικά να σου λένε να παίξεις εκεί; Ήταν όνειρο. «Έρχομαι και κολυμπώντας» απάντησα.

Πράγματι πήγα στα γραφεία της ομάδας και υπέγραψα. Μεγάλο ρόλο στη μεταγραφή μου έπαιξε ο Γκούρσκι. Ήταν για ένα διάστημα προπονητής στην Καστοριά, με είδε, κατάλαβε τη δουλειά και τον χαρακτήρα μου, και πηγαίνοντας στον Ολυμπιακό, με πρότεινε κατευθείαν.

Ξεκίνησα την προετοιμασία με μεγάλο ενθουσιασμό. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν πως ο ΠΑΟΚ δεν έκανε καμία απολύτως κίνηση για να με διεκδικήσει. Ανακοινώθηκε πως ο Σαργκάνης πάει στον Ολυμπιακό και από την άλλη πλευρά δεν ακούστηκε τίποτα. Σαν να είπαν και εκείνοι: «εντάξει, ας πάει».

Τα πράγματα στον Ολυμπιακό ήταν εντελώς διαφορετικά. Άλλο επίπεδο, άλλες εγκαταστάσεις, φοβερός κόσμος. Το πρώτο ματς που θυμάμαι ήταν κόντρα στις Σέρρες, αν δεν κάνω λάθος. Μετά από αυτό, με κάλεσε ο Αλκέτας Παναγούλιας στην Εθνική Ελλάδος.

image

Το βράδυ που έγινε φάντομ

Στην προετοιμασία που κάναμε, λοιπόν, στην Αυστρία για τα ματς της εθνικής, ο Λευτέρης ο Πουπάκης, που ήταν ένας πολύ καλός τερματοφύλακας και εξαιρετικό παιδί, τραυματίστηκε. Τότε με έπιασε ο Παναγούλιας και μου είπε: «κύριέ μου, δε σε φέραμε εδώ για τουρισμό, αλλά για να παίξεις. Ορίστε».

Το πρώτο μου επίσημο ματς ήταν κόντρα στη Δανία. Όλοι περίμεναν πως θα χάναμε πολύ εύκολα. Όταν μπήκαμε στο γήπεδο οι Δανοί έδειχναν με τα δύο χέρια τα γκολ που θα τρώγαμε.

Κάναμε ένα φοβερό παιχνίδι, όλη η ομάδα. Είχα και εγώ καλή απόδοση. Οι θεατές τραβούσαν τα μαλλιά τους. Το ίδιο συνέβη και με την απόκρουση. Τη θυμάμαι πολύ καλά. Έγινε μπαμ μπαμ. Αυτά δεν μπορείς να τα εξηγήσεις με λόγια γιατί είναι φάσεις της στιγμής. Λειτούργησε, θεωρώ, κατά πολύ το ένστικτο.

Τελικά κερδίσαμε και στη συνέντευξη τύπου ο προπονητής της Δανίας είπε απευθυνόμενος προς τον Παναγούλια: «συγχαρητήρια για το αποτέλεσμα που φέρατε αλλά δεν παίξαμε επί ίσοις όροις το παιχνίδι». «Γιατί;» τον ρώτησε ο Παναγούλιας. «Γιατί έφερες ένα φάντομ και εμείς παίζαμε με νορμάλ ανθρώπους». Έτσι βγήκε το προσωνύμιο.

Εντάξει, δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να ακούς μια τέτοια κουβέντα, ειδικά από τα χείλη ενός ξένου προπονητή. Όταν, όμως, έχεις αυτογνωσία καταλαβαίνεις πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Δεν είμαι σιδερένιος.

image

Η πρόταση από το Αμβούργο και η απόφαση να πάει στον Αιώνιο Αντίπαλο

Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα καθιερώθηκα και στον Ολυμπιακό και στην εθνική. Το Αμβούργο με προσέγγισε για να με αποκτήσει αργότερα αλλά, δυστυχώς, η απάντηση του Ολυμπιακού ήταν: «εμείς δεν πουλάμε, αγοράζουμε».

Τότε υπέγραφες υποχρεωτικά πενταετές συμβόλαιο με την ομάδα. Δεν ήμουν ελεύθερος. Αν είχα κάποιο μάνατζερ και διαπραγματευόταν εκείνος το ζήτημα, ίσως να γινόταν η μεταγραφή. Δεν έγινε και μπορώ να πω ότι καλύτερα που δεν έγινε.

Μετά την ολοκλήρωση της πενταετίας, η ομάδα είχε μεγάλο οικονομικό πρόβλημα και ουσιαστικά με ανάγκασε εμένα και τον Βαμβακούλα να φύγουμε. Η προσφορά ανανέωσης που μου έκανε ο Ολυμπιακός ήταν σαν να μου έλεγε «φύγε». Δε συμφώνησα και αποχαιρέτησα το λιμάνι.

Μπορεί, όμως, να αποχώρησα από έναν πολύ μεγάλο σύλλογο αλλά πήγα σε έναν εξίσου πολύ μεγάλο σύλλογο, τον Παναθηναϊκό. Με φοβερή ιστορία, με το Γουέμπλεϊ. Ήταν τιμή μου που έπαιξα σε αυτή την ομάδα. Πριν πάρω την απόφαση, όμως, έπρεπε να σταθμίσω τα πράγματα. Το δούλεψα πολύ μέσα μου για να μπορέσω να συνειδητοποιήσω ότι έφυγα από την αγαπημένη μου ομάδα και πήγα στον αιώνιο αντίπαλο. Έπρεπε να δω τα πράγματα στυγνά, επαγγελματικά.

Τον αγάπησα τον Παναθηναϊκό. Εξάλλου, αν δεν αγαπάς κάτι, δεν μπορείς να το κάνεις καλά. Έμεινα για πέντε χρόνια. Χαρές, επιτυχίες, πρωταθλήματα. Αυτή την αγάπη του κόσμου του τριφυλλιού την αισθάνομαι μέχρι σήμερα.

image

«Δεν άντεξαν τα παιδιά με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ»

Κάποιο άστρο με κυνηγούσε, όμως, δεν γίνεται. Αφότου αποχώρησα από το τριφύλλι, υπέγραψα στον Αθηναϊκό. Με τον οποίο βγήκαμε στο Κύπελλο Κυπελλούχων και παίξαμε κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Εκείνο το ματς στο Ολντ Τράφορντ, δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Δεν είχα παίξει ποτέ ξανά μέχρι τότε στο συγκεκριμένο γήπεδο. Παρά μόνο στο Γουέμπλεϊ, με την εθνική ομάδα, που φέραμε ισοπαλία. Θυμάμαι όταν μπήκα μέσα και έπεσα πάνω στο μουσείο της ομάδας. Με τους μπέμπηδες, με τα τρόπαια. Τα έβλεπα όλα αυτά και με έπιανε δέος. Η τρίχα ήταν κάγκελο.

Χάσαμε γιατί δεν μπορέσαμε να αντέξουμε άλλο αυτή την πίεση. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως εκείνη την εποχή η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είχε την καλύτερη ομάδα στην Αγγλία. Όταν φτάσαμε στην παράταση, δύο παίκτες μας βγήκαν εκτός με θλάση. Δεν άντεξαν μυϊκά τα παιδιά. Το χαρήκαμε, όμως, πολύ αυτό το παιχνίδι.

Ο κόσμος μάς φέρθηκε πολύ ωραία. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως μια νεοφώτιστη ελληνική ομάδα σαν τον Αθηναϊκό, θα τους έφερνε τέτοια αντίσταση. Δεν υπήρχε καμία αποδοκιμασία. Τουναντίον, μας χειροκροτούσαν κιόλας όταν κάναμε μια καλή ενέργεια.

Όσο δεν έμπαινε γκολ, αυτή η βουβαμάρα μού έπαιρνε τα αυτιά. Και η βοή μετά από κάθε μεγάλη φάση. Στο τέλος μάς έδωσαν όλοι οι παίκτες της Μάντεστερ Γιουνάιτεντ συγχαρητήρια. Τότε αισθάνθηκα πόσο μακριά είμαστε στην Ελλάδα από την πραγματικότητα του ποδοσφαίρου.

image

Η ζωή μετά το ποδόσφαιρο

Κάπως έτσι τελείωσε και το δικό μου ποδοσφαιρικό ταξίδι. Αποφάσισα να αποσυρθώ γιατί ένιωσα πως δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνω. Το μόνο κενό ήταν ότι δεν είχα ποτέ μια μεγάλη διάκριση με την εθνική ομάδα. Να παίξω σε ένα Euro ή σε ένα Μουντιάλ. Αλλά δεν μπορεί να σου τα δώσει όλα ο Θεός.

Ύστερα ασχολήθηκα για λίγο με την προπονητική. Έκανα τέσσερις μήνες στον Ηλυσιακό, τα είδα όλα, και αποφάσισα πως αυτός ο χώρος δεν είναι για μένα. Έτσι, λοιπόν, έφτιαξα τη δικιά μου ακαδημία τερματοφυλάκων που διατηρώ μέχρι σήμερα.

Αισθάνομαι ευλογημένος που ασχολούμαι με παιδιά. Είναι η ψυχοθεραπεία μου. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή έρχομαι για προπόνηση και όλο αυτό μου δίνει ζωή. Αυτό που βλέπω, όμως, είναι πως δεν επιλέγουν πολλά παιδιά σήμερα να κάτσουν κάτω από το τέρμα.

Η θέση αυτή θέλει άλλο χαρακτήρα. Είναι να το έχεις, θεωρώ, για να γίνεις τερματοφύλακας. Ένας τερματοφύλακας γεννιέται. Πρέπει να έχεις δυνατή προσωπικότητα, τρέλα, αυτοθυσία, τόλμη. Το να πας να πέσεις στα πόδια του αντιπάλου, να σουτάρει κάποιος και να κινδυνεύεις να έρθει η μπάλα στο κεφάλι ή στα γεννητικά σου όργανα, είναι πολύ τολμηρό πράγμα.

Ο ρόλος του γκολκίπερ έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια, φυσικά. Έχει μεγάλες απαιτήσεις. Είναι ένα δεύτερο δεκάρι. Πρέπει να ξέρει μπάλα, να μπορεί να τη δώσει σωστά με μεγάλη πίεση. Να μην κάνει λάθος. Το υπόδειγμα του σύγχρονου τερματοφύλακα για μένα είναι ο Μάνουελ Νόιερ.

Ο Νίκος Σαργκάνης.

Εμείς πέφταμε στα πόδια του αντιπάλου για να την κόψουμε. Κάναμε, όμως, πολλά πέναλτι έτσι. Αυτός μας δίδαξε ότι ο τερματοφύλακας μπορεί να βγει με ανοιχτά τα χέρια και τα πόδια του.

Το έμαθε από το χάντμπολ που έπαιζε μικρότερος. Τώρα όλοι πέφτουν με τον συγκεκριμένο τρόπο. Τρανό παράδειγμα, η απόκρουση του Μαρτίνες που έδωσε το Μουντιάλ στην Αργεντινή.

Όταν δεν είμαι στο γήπεδο, πηγαίνω για ψάρεμα, βλέπω τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, παίζω ρακέτα θαλάσσης και κάθε Κυριακή μπάσκετ με τους φίλους μου. Έτσι είχα μάθει από μικρός. Να αγαπάω όλα τα αθλήματα.

Σήμερα, δυστυχώς ή ευτυχώς, τα παιδιά έχουν πάρα πολλές υποχρεώσεις. Μαθήματα, φροντιστήρια. Όλα αυτά στερούν πολύ μεγάλο κομμάτι από τον ελεύθερο χρόνο που εμείς είχαμε τότε. Η τεχνολογία έχει βοηθήσει πολύ αλλά τους έχει κόψει την ελευθερία του έξω.

Εμείς δεν κάναμε ποτέ νευρομυϊκή συναρμογή, γιατί όλη την ημέρα τρέχαμε, παίζαμε. Σήμερα τα παιδιά είναι μέσα στο σπίτι κλεισμένα, ακίνητα και πάνω από ένα κινητό. Όταν βλέπω ένα υπερκινητικό παιδί λέω: «αυτό είναι από τη δική μας εποχή».

@Photo credits: INTIME, Άκης Κατσούδας