Φατίχ Τερίμ: Ο... αυτοκράτορας που σημάδεψε την Τουρκία
Το παλάτι του… αυτοκράτορα βρίσκεται σε έναν λόφο ακριβώς στα βόρεια της Κωνσταντινούπολης, με θέα στο Βόσπορο. Δεν θα μπορούσε να είχε άλλη θέση, μιας και ο Φατίχ Τερίμ είναι το τουρκικό ποδόσφαιρο. Είναι δύσκολο να βρεις κάτι ανάλογο σε άλλη χώρα γιατί δεν υπάρχει. Ορίζει το ποδόσφαιρο στην Τουρκία, σίγουρα τα τελευταία 30 χρόνια, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σε οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Έχει διατελέσει τρεις φορές προπονητής της εθνικής ομάδας της Τουρκίας. Τους πήγε στο Euro ’96, το πρώτο τους μεγάλο τουρνουά από το 1954 (και δεδομένου ότι έκαναν αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο χάρη στην κλήρωση, ουσιαστικά την πρώτη τους πρόκριση) και στα ημιτελικά του Euro 2008.
Έχει κοουτσάρει τη Γαλατάσαραϊ, τον μεγαλύτερο και πιο επιτυχημένο σύλλογο της χώρας, τέσσερις φορές. Μαζί τους κέρδισε οκτώ φορές το πρωτάθλημα (ρεκόρ), τρεις το Κύπελλο Τουρκίας και παραμένει ο μόνος προπονητής που κέρδισε ευρωπαϊκό τρόπαιο με τουρκική ομάδα, όταν έριξε στο καναβάτσο την Άρσεναλ στον τελικό του Κυπέλλου UEFA το 2000. «Ως άνθρωπος του ποδοσφαίρου, οι θεοί με έκαναν να έχω όσες επιτυχίες θέλησα στη ζωή μου» έχει πει. Ο Φατίχ Τερίμ έρχεται στην Αθήνα και καλείται να κάνει τους φίλους του Παναθηναϊκού να τον βάλουν στην καρδιά τους. Το Gazzetta γράφει για τον Τούρκο προπονητή, ένα τεράστιο όνομα με χαρακτήρα… αυτοκράτορα.
Γραφούν οι: Πολύδωρος Παπαδόπουλος - Βασίλης Μπαλατσός
Μάτσο, δυναμικός, αυταρχικός και πανέξυπνος
Ο Τερίμ μετακόμισε στην Πόλη από τα Άδανα, το 1974. Τότε το παρατσούκλι του δεν ήταν «αυτοκράτορας», αλλά «Σαμάνθα», από τον χαρακτήρα της δημοφιλούς τηλεοπτικής εκπομπής «Bewitched». Αυτό το παρατσούκλι δόθηκε για αυτά που έκανε εντός γηπέδου, τα οποία, κατά την άποψη ορισμένων αναλυτών, ήταν σαν μαγικά κόλπα.
Τότε ήταν ένας σκληροτράχηλος μέσος, πανέξυπνος, δυναμικός, αλλά και οξύθυμος, στοιχεία που δεν αλλοιώθηκαν ούτε στην προπονητική του καριέρα. Σε ένα παιχνίδι χτύπησε με κεφαλιά αντίπαλο και αποβλήθηκε επειδή έφτυσε έναν διαιτητή σε άλλο ματς. «Θα βουτούσε με το κεφάλι. Αν ένας φίλος χρειαζόταν κάποιον να τσακωθεί μαζί του, θα ήταν εκεί», είχαν πει παιδικοί του φίλοι.
Ο Τερίμ έβαλε τέλος στη δεύτερη θητεία του στην εθνική Τουρκίας το 2017, όταν παραιτήθηκε έπειτα από καυγά με έναν ιδιοκτήτη εστιατορίου που ήταν επιχειρηματικός αντίπαλος του γαμπρού του. Ο Τερίμ του τηλεφώνησε ήταν δυσαρεστημένος με το αποτέλεσμα αυτής της επικοινωνίας, μπήκε στο αυτοκίνητό του με τους γαμπρούς του και οδήγησε 500 χιλιόμετρα για να διευθετήσει το θέμα αυτοπροσώπως.
«Μίλησα με τον τύπο στο τηλέφωνο και πήρα μια άσχημη απάντηση», είπε ο Τερίμ εκείνη τη στιγμή. «Έκλεισα το τηλέφωνο, φόρεσα το παντελόνι μου και μπήκα στο αυτοκίνητο». Η τοποθέτηση της τουρκικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου ανέφερε με λεπτότητα: «Κάποια μη ποδοσφαιρικά ζητήματα έχουν εξαντλήσει τον Φατίχ Τερίμ… οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι θα ήταν πιο υγιές και για τα δύο μέρη να χωρίσουν οι δρόμοι τους».
O Τερίμ είναι η επιτομή μιας εκδοχής της απροκάλυπτης αρρενωπότητας: επιθετικός, αυταρχικός, «τραχύς», με το πάνω κουμπί του πουκαμίσου του συνήθως ξεκούμπωτο για να δείξει το στήθος του.
Ο Τερίμ θεωρείται ως το κλασικό παράδειγμα ενός «kabadayi», που ουσιαστικά σημαίνει ένα είδος «μάτσο» φιγούρας. επιθετικά προστατευτικός και γοητευμένος με την έννοια της τιμής. Ο ίδιος το αμφισβητεί αυτό, αλλά το περιστατικό του εστιατορίου είναι μια απόδειξη ότι υπάρχει, τουλάχιστον, κάποια αλήθεια στον χαρακτηρισμό.
«Δεν έχω αλλάξει ποτέ τον χαρακτήρα μου», λέει. «Είμαι πάντα ο ίδιος Φατίχ Τερίμ, από τότε που έφτασα στη Γαλατάσαραϊ πριν από 50 χρόνια μέχρι σήμερα».
Η καινοτομία της εποχής και η «ψυχή» της Γαλατά
Ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα στη Γαλατά και στη συνέχεια κοούτσαρε την Ανκαραγκουτσού πριν από μια σεζόν στην Γκιόζτέπε. Στη συνέχεια, του προσφέρθηκε θέση βοηθού του Σεπ Πιόντεκ - ο οποίος ήταν προπονητής της εξαιρετική ομάδας της Δανίας τη δεκαετία του 1980 - με την εθνική ομάδα της Τουρκίας, αναλαμβάνοντας επίσης την ομάδα κάτω των 21 ετών.
Όταν έφυγε ο Πιόντεκ, ο Τερίμ ανέλαβε θέση head coach ενώ εξακολουθούσε να προπονεί την ομάδα κάτω των 21 ετών, διαμορφώνοντας ουσιαστικά μια νέα γενιά Τούρκων παικτών. H Tουρκία προκρίθηκε στο Euro του 1996 και, παρόλο που έχασαν και τα τρία παιχνίδια τους εκεί, άλλαξε το τουρκικό ποδόσφαιρο και έθεσε τις βάσεις για μετέπειτα επιτυχίες, όπως το να φτάσουν στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002 υπό τον Σενόλ Γκιουνές.
Ο Τερίμ, εν τω μεταξύ, επέστρεψε στη Γαλατάσαραϊ και έγινε αμέσως Θεός - αυτοί οι τέσσερις τίτλοι, οι τρεις τελικοί κυπέλλου και αποκορύφωμα η κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA. «Είναι η ψυχή του συλλόγου», είχε πει ο επιθετικός της Τσιμ Μπομ, Αρίφ Ερντέμ λίγο πριν από αυτόν τον τελικό. «Είναι σαν πατέρας για εμάς και σαν αδελφός για εμάς».
Εκείνες τις μέρες ήταν καινοτόμος. Το ποδοσφαιρικό στυλ της Γαλατάσαραϊ δεν ήταν διαφορετικό από το ξέφρενο παιχνίδι πίεσης που απαιτεί πλέον το σύγχρονο ποδόσφαιρο. «Είχαμε πάντα επιθετική νοοτροπία και ασκούσαμε πίεση στους αντιπάλους μας. Κατά τη διάρκεια των αγώνων, οι αντίπαλοι ρωτούσαν τους παίκτες μου: "Παίζετε με 14 παίκτες; Δεν μπορούμε να καταλάβουμε αυτή την πίεση, αυτή τη δύναμη. Δεν υπήρχαν πάρα πολλές ομάδες που εφάρμοζαν αυτού του είδους τη νοοτροπία. Τώρα υπάρχουν πολλές ομάδες που το κάνουν αυτό.
Οι απαιτήσεις αυτών των μεγάλων συλλόγων είναι τόσο διαφορετικές. Μετά το Euro ’96, ήρθα στη Γαλατάσαραϊ. Ίσως σε ορισμένα μέρη, το να μπεις στις θέσεις του Champions League είναι επιτυχία. Ή τερματίζοντας δεύτερος. Με τη Γαλατά μόνο η πρώτη θέση είναι επιτυχία.
Αφού πάρεις έναν τίτλο, είναι πολύ πιο δύσκολο. Κάθε μέρα που δουλεύεις σε ένα μεγάλο κλαμπ, γίνεται πιο δύσκολο. Δεν πρέπει να χάνεις κανένα παιχνίδι, πρέπει πάντα να βελτιώνεσαι: είναι πολύ πιο δύσκολο να διατηρήσεις την επιτυχία. Γιατί δεν μπορείς να κάνεις τα ίδια πράγματα: πρέπει να αλλάξεις τα πράγματα».
Ο εκσυγχρονισμός και η επιρροή στο πόδοσφαιρο της Τουρκίας
Υπάρχει η αντίληψη ότι η εποχή του Τερίμ έχει περάσει, ότι δεν έχει προσαρμοστεί επαρκώς στο πώς έχει αλλάξει το ποδόσφαιρο. Μπορεί να υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτό, ιδιαίτερα δεδομένης της προτίμησης του Τούρκου να είναι… μάνατζερ, παρά προπονητής, ένας ολοένα πιο ξεπερασμένος και μη πρακτικός ρόλος. Για ό,τι αξίζει, ο ίδιος ο Τερίμ επιμένει ότι πάντα εκσυγχρονίζεται και ελέγχει το metric τον xGoals (ομολογουμένως ως απόδειξη ότι δεν έπρεπε να είχε απολυθεί από τη Γαλατάσαραϊ), γεγονός που υποδηλώνει ότι είναι τουλάχιστον ανοιχτός σε νέες ιδέες.
«Όταν προπονούσα για πρώτη φορά, προπονούσα παίκτες μεγαλύτερους ηλικιακά από εμένα. Τώρα είναι μικρότεροι από τα παιδιά μου. Το ποδόσφαιρο δεν σταματά ποτέ. Κάθε μέρα αλλάζει. Ειδικά η ένταση του παιχνιδιού, ο ρυθμός του. Είναι τόσο ψηλά. Υπάρχουν τόσοι πολλοί σύλλογοι που επιμένουν να φτιάχνουν το παιχνίδι από πίσω. Το passing game αυξάνεται πολύ.
Αυτή είναι η εποχή των ομάδων που θέλουν να παίξουν. Στο παρελθόν, ήταν δημοφιλές η μικρότερη ομάδα να κλείνεται πίσω και να μην… παίζει ποδόσφαιρο. Τώρα στον κόσμο δεν αρέσει να παρακολουθεί αυτές τις ομάδες», τονίζει ο ίδιος.
Ωστόσο, ακόμα κι αν δεν είναι πλέον στην πρώτη γραμμή της καινοτόμου σκέψης του παιχνιδιού, αυτή είναι μια απεικόνιση της συνεχιζόμενης επιρροής του στο τουρκικό ποδόσφαιρο. Aπό τους 20 προπονητές της Super Lig της σεζόν 2021-22, οι δέκα είτε έπαιξαν είτε προπονούσαν υπό τον Τερίμ κάποια στιγμή. Μπορούμε να προσθέσουμε ακόμα επτά από τους προπονητές που έφυγαν από τη δουλειά τους στην κατηγορία αυτή τη σεζόν, καθώς και τον Μουσταφά Ντενιζλί, που έπαιξε μαζί του. Συν τον Χαμίτ Άλτιντοπ, ο οποίος είναι μέλος της εθνικής ομάδας και τον Τολουνάι Καφκάς, τον προπονητή κάτω των 21 ετών. Η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Ένας... Βρετανός Τούρκος
Ο Τερίμ υπέγραψε στη Γαλατά ως χαφ, αλλά λίγο μετά τη μεταγραφή του μεταφέρθηκε στην άμυνα. Και προκαλεί έκπληξη όταν αποκαλύπτει ποιος ήταν υπεύθυνος για τη μετατόπιση της θέσης του.
«Άλλαξα θέσεις λόγω του Ντον Χάου», λέει. Ο Χάου, τον οποίο μια γενιά Άγγλων παικτών θα περιγράφει συχνά ως τον καλύτερο προπονητή που είχαν ποτέ, ανέλαβε τη Γαλατάσαραϊ λίγο μετά την άφιξη του Τερίμ. «Ήμουν μέσος, αλλά σε ένα παιχνίδι Ευρωπαϊκού Κυπέλλου με τη Ραπίντ Βιέννης είπε, "Φατίχ, παίζεις ως λίμπερο". Από τότε μέχρι το τέλος της καριέρας μου, ήμουν λίμπερο».
Όπως αποδεικνύεται, ο Τερίμ είναι αρκετά αγγλόφιλος, σε γενικές γραμμές λόγω της επιρροής του Χάου και μιας σειράς άλλων Άγγλων υπό τους οποίους έπαιξε. «Χάου, Μάλκολμ Άλισον, Άρθουρ Κοξ, Μπράιμ Μπίρτς: Δούλεψα με πολλούς Άγγλους προπονητές».
Από τον τρυφερό τρόπο που μιλάει για αυτόν, φαίνεται ότι ο Άλισον ήταν η μεγαλύτερη επιρροή του. Σε συνέντευξη του στο Athletic αφηγήθηκε μια συγκινητική ιστορία για μια επίσκεψη συνάντηση του με τον Βρετανό κόουτς, ο οποίος σε εκείνη τη φάση χρειαζόταν να βασιστεί σε δύο μπαστούνια, σε έναν από τους αγώνες της Τουρκίας για το Euro ’96.
«Δεν τον άφηναν να μπει. Βγήκα έξω και συνάντησα τον Μάλκολμ και τον έφερα στα αποδυτήρια. Είπα, "Γεια, παιδιά, αυτός είναι ο προπονητής μου". Ήταν τόσο συναισθηματικός. Ήταν έτοιμος να κλάψει. Είπε "Φατίχ, είμαι τόσο περήφανος για σένα". Ήταν μια υπέροχη ανάμνηση».
Θυμάται επίσης, με ένα ελαφρώς διαφορετικό είδος συναισθήματος, τη φίλη του Άλισον εκείνη την εποχή. «Την έλεγαν Σερένα, ήταν κουνελάκι του Playboy. Ο κύριος Άλισον με έπαιρνε μαζί του (το βράδυ), αλλά μετά το πρωί, θα έπρεπε να κάνουμε επιπλέον προπόνηση».
Τι έμαθε περισσότερο από τους Άγγλους μέντορες του; «Πειθαρχία. Πειθαρχία και σοβαρότητα. Ήταν το πιο σημαντικό πράγμα που έμαθα, ειδικά κατά τη διάρκεια της προπόνησης. Αλλά εκτός γηπέδου, ήθελαν οι παίκτες τους να είναι χαλαροί. Ακόμα κι αν είχε παγωνιά, ακόμα κι αν χιόνιζε, πάντα φορούσαν σορτς. Δεν τους επηρέασε το κρύο. Όλοι οι άλλοι φορούσαν διπλές φόρμες, καπέλα, πολλές στρώσεις — ήταν εκεί με σορτς».
Στο γραφείο του Τερίμ, στον τοίχο δεσπόζει μια τεράστια βιβλιοθήκη στην οποία, ανάμεσα σε διάφορα τρόπαια, φωτογραφίες και ένα αντίγραφο του λεωφορείου της τουρκικής ομάδας από το Euro 2008, βρίσκονται δύο αντίγραφα της πρώτης αυτοβιογραφίας του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον.
«Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους του ποδοσφαίρου», λέει ο Τερίμ. «Φυσικά και επηρεάστηκα από το προπονητικό και διοικητικό του στυλ, λόγω όλων όσων έχει πετύχει».
Αυτό οδηγεί σε μια συζήτηση για τη μακροζωία και τις απαιτήσεις της διαχείρισης μεγάλων συλλόγων. Ο Σερ Άλεξ διηύθυνε τη Γιουνάιτεντ για 27 χρόνια, ενώ ο Τερίμ δεν έμεινε ποτέ σε μία δουλειά για τέτοιο χρονικό διάστημα. «Αυτό είναι αδύνατο στην Τουρκία, θα ήταν σαν 50 χρόνια εδώ», είχε πει.