Γκέκος στο Gazzetta: «Δεν θα άλλαζα τίποτα, πάλι ΑΕΚ, πάλι Μοϊκανοί»

Γκέκος στο Gazzetta: «Δεν θα άλλαζα τίποτα, πάλι ΑΕΚ, πάλι Μοϊκανοί»

Ο Μηνάς Γκέκος έχει μία ιστορία να σας πει. Για μία πόλη. Τη δική του Πόλη. Το μέρος που γεννήθηκε. Εκεί που έτρεξε αμέριμνος για πρώτη φορά. Εκεί που σκάρωσε την πρώτη φανταστική ιστορία με τον αδερφό του. Και έναν αντίπαλο άγνωστο.

Στο ίδιο μέρος έπιασε για πρώτη φορά την μπάλα που τον έκανε γνωστό στα πέρατα της Ελλάδας. Και εκεί που γνώρισε πόσο σκληρός μπορεί να γίνει ο κόσμος.

Στην Πόλη του, είδε φίλους και γνωστούς, να του γυρίζουν την πλάτη. Γιατί ήταν ένας (περήφανος) Ρωμιός. Για τους... οχτρούς του, ένας γκιαούρης.

Η ζωή του ΑΕΚτζή Γκέκου είναι λίγο πολύ γνωστή. Εκείνη που μιλάει για τα χρόνια προτού ο Μηνάς Γκέκος γίνει ο... Γκέκος της ΑΕΚ, ο Μοϊκανός, ο Μεξικανός, είναι διαφορετική. Έχει τη δική της γοητεία. Σαν αυτή που κουβαλάει και η Κωνσταντινούπολη.

Η συνάντηση έγινε στο νέο γήπεδο της ΑΕΚ. Εκεί στη σκιά που ρίχνει ο δικέφαλος αετός, εκεί που ο Μηνάς Γκέκος δεν μπορούσε να φανταστεί αρκετά χρόνια πριν, ότι θα δημιουργηθεί η «Αγιά Σοφιά». Το... φως στην πόλη που μεγαλούργησε, τη Φιλαδέλφεια.

Ο Μηνάς Γκέκος είχε θεωρηθεί ως το αντίπαλο δέος του Νίκου Γκάλη στο σκοράρισμα. Όχι άδικα. Ο ίδιος φόρεσε με περηφάνια το Δικέφαλο Αετό στο στήθος του, όχι μόνο λόγω της κληρονομιάς που έλαβε στην Πόλη, αλλά και εξαιτίας της... Αθλητικούς Ηχούς.

Στο Gazzetta μιλάει για τα χρόνια της Κωνσταντινούπολης, το δύσκολο 1974, αλλά και πότε κατάλαβε ότι μπορεί να παίξει πραγματικό μπάσκετ στην Ελλάδα. Για τη συνύπαρξη με τον Γκάλη και τη μεγάλη ατάκα που του είπε όταν τον είδε στα αποδυτήρια του Παναθηναϊκού.

image

«Είχα ανασφάλεια να επιστρέψω στην Πόλη»

Πώς ήταν η ζωή στην Πόλη;

«Ήταν δύσκολα για εμάς τους Ρωμιούς, όταν μεγαλώναμε και αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε κάποια πράγματα. Ειδικά για εμένα και την οικογένειά μου ήταν αρκετά δύσκολα, γιατί δεν ήμασταν από τις εύπορες φαμίλιες. Είχα και μεγάλους σε ηλικία γονείς, να είναι καλά εκεί που βρίσκονται τώρα, ο αδελφός μου είχε φύγει και είχε έρθει στην Ελλάδα για να σπουδάσει.

Έχουμε 9 χρόνια διαφορά. Αλλά αυτό με βοήθησε ήταν ο αθλητισμός. Εκεί, στην ηλικία μας, η μόνη εκτόνωση ήταν ο σύλλογος, τα Ταταύλα. Εκεί κάναμε τα πάντα, ήταν απέναντι από το σχολείο μας. Μετά από χρόνια μπορώ να πω ότι ο αθλητισμός ήταν μία διέξοδος, κάτι που δεν το καταλαβαίνεις σε μικρή ηλικία. Ήταν άλλη γενιά, άλλη χώρα, άλλα ήθη και έθιμα. Έπρεπε να προσαρμοστείς».

Έχει μείνει και από την ταινία «Πολίτικη Κουζίνα» ως ατάκα. Είναι τελικά η πιο όμορφη πόλη του κόσμου;

«Επειδή έφυγα πιτσιρικάς από εκεί και δεν μπορούσα να καταλάβω το μέγεθός της, το συνειδητοποίησαν είκοσι χρόνια μετά, όταν επέστρεψα ως επισκέπτης. Πήγα να δω τι γίνεται. Ήμουν επιφυλακτικός στην αρχή, αλλά ο αδελφός μου, ο οποίος πηγαινοερχόνταν για τη δουλειά μου, μου έλεγε ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι. Και μάλιστα απορούσε που δεν είχα πάει στην Πόλη νωρίτερα.

Είχα ανασφάλεια. Ήταν πολλά... Είχα πάρει την ελληνική υπηκοότητα, έπαιζα μπάσκετ, δεν είχα θέματα. Αλλά μέσα μου, είχα θέματα ανασφάλειας.

Εκεί κατάλαβα πόσο όμορφη είναι. Υπήρχαν πράγματα που δεν είχα δει προηγούμενα. Και μέρη. Αυτό το τουρ ήταν η αρχή, πήγα αρκετές φορές. Άρα για να απαντήσω, είναι πολύ όμορφη. Και τώρα, στις 3 Ιανουαρίου θα πάμε μαζί με τους παλαίμαχους της ΑΕΚ. Έχουν οργανωθεί αρκετά πράγματα, από όσο γνωρίζω. Θα επισκεφθούμε και το Πατριαρχείο».

«Ήμουν σε ένα καράβι και ένιωθα ότι με κοιτούν όλοι»

Πώς ήταν για ένα παιδί να αναγκάζεται να φύγει από το μέρος του ζούσε; Αν φυσικά ένα παιδί μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει...

«Το καταλάβαινε... Ούτως ή άλλως, για τους Ρωμιούς, ο τελικός προορισμός ήταν η Ελλάδα. Ήταν ήδη εδώ ο αδελφός μου, σπούδαζε στην ΑΣΟΕ. Το τελειωτικό ήρθε με την ιστορία με το Κυπριακό, το 1974.

Είχα φύγει από τα Ταυτάλα, είχα πάει σε ένα τούρκικο σωματείο το ITU, ήταν η ομάδα του Πολυτεχνείου, αλλά δεν είχε σχέση με αυτό. Δούλευε πάντα με τα βασικά.

Ένας φίλος μου από τη Σμύρνη, Τούρκος, με είχε... ψήσει. Ήμουν πιτσιρικάς. Με είχε βοηθήσει. Προτού έρθω στην Ελλάδα, σε ένα πρωτάθλημα στην Τουρκία, κάτι αντίστοιχο με το Πανελλήνιο πρωτάθλημα, είχα βγει ο καλύτερος παίκτης. Και ήμουν δύο χρόνια μικρότερος από τους συμπαίκτες του.

Μετά το Κυπριακό, όλοι οι συμπαίκτες μου, παιδιά 14 και 15 ετών, παίζαμε μαζί και δεν είχαμε σχέση με τα πολιτικά. Το σκεπτικό τους και ο τρόπος, με τον οποίον με έβλεπαν, είχε αλλάξει. Ήμουν ο Ρωμιός. Και σκεφτόμουν “τι έγινε τώρα; Μέχρι χθες ήταν διαφορετικά;”.

Ο μόνος που δεν άλλαξε ήταν αυτός ο φίλος από τη Σμύρνη. Μάλιστα, όταν πήγα ξανά στην Πόλη μετά από τόσα χρόνια, πήγα τον βρήκα και του είπα. Βάλαμε τα κλάματα και οι δύο. “Στο χρωστάω”, του είπα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόση υποστήριξη μου προσέφερε αυτό.

Το τελικό... χτύπημα ήρθε πιο μετά. Είχα μία θεία, η οποία είχε ένα εξοχικό στα Πριγκηπόννησα στη Χάλκη. Και πήγαινα εκεί ως πιτσιρικάς για ένα μπάνιο. Όταν έγινε το Κυπριακό και επιχείρησα να πάρω το καράβι για να πάω εκεί, είχα την αίσθηση πως όλοι οι επιβάτες με κοιτούσαν.

Οι τούρκικες εφημερίδες, τότε, έγραφαν ότι πήραν την Αμμόχωστο, πήραν το ένα, το άλλο και είχα αυτή την εντύπωση. Τότε σκέφτηκα ότι πρέπει να φύγω».

image

Η ΑΕΚ προέκυψε λόγω της Κωνσταντινούπολης ή θα μπορούσε να υπάρχει και μία άλλη ομάδα για τον Μηνά Γκέκο;

«Όχι και μπορώ να το εξηγήσω. Πριν έρθω οριστικά στην Ελλάδα, είχα επισκεφθεί δύο φορές τον αδερφό μου. Αυτός φρόντιζε να μου στέλνει φωτογραφίες ή την “Αθλητική Ηχώ”, μέσω του ταχυδρομείου, το οποίο έκανε δέκα ημέρες μέχρι να φτάσει. Και όλα έγραφε ΑΕΚ, ΑΕΚ, ΑΕΚ... Τότε δεν καταλάβαινα τι είναι η ΑΕΚ, ήξερα ότι αφορά την Κωνσταντινούπολη, αλλά μέχρι εκεί. Πιτσιρικάς ήμουν.

Σε μία επίσκεψη στον αδερφό μου, όπου θα έμενα δέκα με δεκαπέντε ημέρες, ήρθα στο γήπεδο της ΑΕΚ, πριν γκρεμιστεί. Πίσω από την 21 ήταν το ανοικτό γήπεδο. Στα εφηβικά και στα παιδικά ήταν προπονητής ένας πατριώτης μας, ο Λάκης Αναστασιάδης. Δεν θυμάμαι πως έφτασα, αλλά ήρθα για να δω τι συμβαίνει, ήθελα να παίξω. Μου λέει τότε ο Λάκης, ότι αν αποφασίσω να έρθω στην Ελλάδα, να παίξω στην ΑΕΚ. Ήταν και μία οργανωμένη ομάδα.

Έτσι την επόμενη χρονιά που ήρθα οριστικά στην Ελλάδα, πήγα και τον βρήκα. Και σιγά σιγά παίξαμε. Τότε δεν υπήρχαν όλα αυτά (σ.σ.: δείχνοντας το νέο γήπεδο της ΑΕΚ), ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι θα γίνουν όλα αυτά. Δεν έχανα παιχνίδι της ΑΕΚ, στη Θύρα 18 πάντα».

Πώς ήταν τα πράγματα τότε, στο ξεκίνημα στην ΑΕΚ;

«Όλα ήταν διαφορετικά τότε. Όλη μας η ζωή ήταν διαφορετική. Όταν είσαι 17 θέλεις μόνο να παίξεις. Σιγά σιγά τα πράγματα... Άλλες εποχές τότε. Δεν ήξερα τι γίνεται, είχα τελείως διαφορετική νοοτροπία με τους συμπαίκτες του. Ήταν δύσκολα, ειδικά στο πρώτο εξάμηνο. Η προσαρμογή ήταν δύσκολη. Δεν είχα φίλους. Είμαι κλειστός άνθρωπος, δεν μιλάω πολύ.

Πώς άλλαξε; Μία ημέρα ήρθε στην προπόνηση ο Μουρούζης. Και είχε πει στον Λάκη, “να έρθει ο μικρός στην προπόνηση”. Θυμάμαι η πρώτη προπόνηση ήταν στα Ανάβρυτα. Ξεκινούσε μία προετοιμασία. Πήγα εκεί και δεν ήξερα κανέναν. Είχα ακούσει κάποια πράγματα. Κάποια στιγμή μπαίνει μέσα ο Γιώργος Τρόντζος. Εγώ τον ήξερα από τις φωτογραφίες που μου έστελνε ο αδελφός μου, μέσα από την Ηχώ. Ήταν 2.15 με μπάσα φωνή. Λέω “τώρα τι γίνεται;”. Ήμουν καθισμένος σε μία γωνία, τον κοίταζα, με κοίταζε και αυτός. Και έτσι ξεκίνησα. Στην αρχή, αυτός που με βοήθησε πραγματικά, ουσιαστικά με είχε υιοθετήσει, ήταν ο Νίκος Νεσιάδης. Δεν ήμουν ακόμη εντάξει μέσα μου, κάτι με... έτρωγε.

Είχαμε έδρα το κλειστό του Σπόρτινγκ. Είχαμε μόλις τελειώσει την προπόνηση με την ανδρική ομάδα και εγώ έκανα σουτάκια. Με είδε ο Νικητόπουλος, ο οποίος ήταν βοηθός του Ντουξάιρ. Και με φωνάζει, “έλα εδώ μικρέ”. Με ρώτησε πότε ήρθα στην ομάδα και μου λέει ότι την επόμενη ημέρα θα πάω για προπόνηση με την Εθνική ομάδα Νέων στο “Καραϊσκάκη”. Εγώ απόρησα. Πάω στα αποδυτήρια, το λέω στον Νεσιάδη. Ακολούθησε και ένα ματς με τον Πανελλήνιο στο Σπόρτινγκ. Χάναμε. Ο Μουρούζης με βάζει να παίξω.

Έκανα το ματς “άνω-κάτω”. Έπαιξα καλά. Κερδίζουμε. Είχα βάλει και αρκετούς πόντους. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου. Ο συνδυασμός αυτού του αγώνα με την Εθνική Νέων μου άλλαξε όλο το σκεπτικό.

«Έκοψα φίλους επειδή μιλούσαν τούρκικα»

Ελάχιστο διάστημα αργότερα και ξαφνικά ο ρόλος του ηγέτη έρχεται στα χέρια σας. Πώς ήταν αυτό;

«Στα 18 μου έφυγε ο Τρόντζος και έγινα ο πιο παλιός στην ομάδα! Είναι δύσκολο. Είναι ο χαρακτήρας μου έτσι. Εδώ είχα μία ελευθερία, αισθανόμουν καλά. Μπορούσα να κάνω πράγματα που δεν μπορούσα να φανταστώ, πράγματα που μου είχανε λείψει όλα αυτό το διάστημα στην Πόλη.

Ξαφνικά μπορούσα να μιλήσω ελληνικά. Τσαντιζόμουν με τους Κωνσταντινοπολίτες που πηγαίναμε να φάμε κάπου στην Αθήνα και από συνήθεια μιλούσαμε τούρκικα. Τους λέω, εκεί δεν μιλάγαμε. Και αντί να μιλάμε εδώ ελληνικά... Τους “έκοψα”. Ήταν ένα από τα λάθη που έκανα. Δεν έπρεπε. Δεν μου είχαν κάνει κάτι».

«Έμαθα την ΑΕΚ μέσα από το ταχυδρομείο»

image

«Τι you made it βρε μ@λ@κ@;»

Τελικά, τι από τα δύο είναι πιο... ισχυρό: Ο Μοϊκανός ή ο Μεξικανός, το παρατσούκλι που είχε βγάλει ο Φαίδωνας Ματθαίου;

«Ο τρόπος που έπαιζα, επειδή δεν ήταν εύκολο να μπω σε καλούπια, μου είχε δώσει το παρατσούκλι ο "Μεξικανός". Ο Ματθαίου ήταν ένας απ' τους προπονητές που μου έμαθε πράγματα. Το "Μοϊκανός" το είχε βγάλει ο Κωνσταντουδάκης, επειδή είχαμε μείνει τέσσερις, πέντε παίκτες και προσπαθούσαμε, να τιμήσουμε τη φανέλα.

Ήταν και ο κόσμος που μας κρατούσε. Όπου πηγαίναμε, είχαμε κόσμο. Εγώ το έβλεπα και περισσότερο για το φιλότιμο. Που ήταν παντού. Μία φορά πήγαμε να παίξουμε στην Καζέρτα και είχε έρθει ένα πούλμαν. Να σηκωθείς τώρα από την Αθήνα, για να πας στην Ιταλία με πούλμαν, θέλει... Είχαμε δεθεί με τον κόσμο. Και έτσι βγήκε. Ήταν μεγάλη η προσπάθεια που έγινε.

Εκείνες τις εποχές, η ΑΕΚ δεν έπραξε αυτά που θα έπρεπε, σύμφωνα με τις μεταγραφές που έκανε. Ένας παίκτης ήρθε το '81 και πήραμε το κύπελλο. Αν ο Ράμπις έμενε, θα άλλαζε η ιστορία της ΑΕΚ.

«Καλύτερα, θα μας έρθει και προπονημένος ο Ράμπις»

Είχε συμφωνήσει να μείνει. Είχε πάει για διακοπές στην Καλιφόρνια, στην Σάντα Κλάρα, στους γονείς του. Τότε, ο πατέρας και ο αδελφός μου είχαν ένα εστιατόριο, στην Κέρκυρα. Του είχα πει να πάμε εκεί για διακοπές, στην Κορφού είναι μία χαρά. Πήγες στις ΗΠΑ τελικά. Ξαφνικά μαθαίνουμε ότι θα πήγαινε στο training camp των Λέικερς.

Εγώ σκέφτηκα “καλύτερα, θα μας έρθει και προπονημένος”. Άρχισαν να “κόβουν” παίκτες οι Λέικερς. Αυτός εκεί. Μιλούσαμε κάθε Σάββατο. Τότε ήταν τυχερός, μέσα στην ατυχία των Λέικερς. Είχαν δύο ψηλούς, τον Κάπτσακ και τον Λάντσμπεργκερ, που ήρθε πιο μετά στον Πανιώνιο.

Και οι δύο χτύπησαν και αναγκαστικά τον πήραν στο ρόστερ. Αλλά έπαιξε, στα τα τελευταία παιχνίδια, όταν πήραν το πρωτάθλημα, ήταν και στην πεντάδα . Τότε μου είχε στείλει μία αφίσα, που έλεγε “Τέσσερις σούπερ σταρ και ένας σούπερμαν”, γιατί φορούσε τα μαύρα γυαλιά και ήταν σαν τον Κλαρκ Κεντ.

“I made it”, μου είχε πει και εγώ του απάντησα “τι you made it βρε μ@λ@κ@;”. Αν έμενε στην ΑΕΚ, για δύο ή τρία χρόνια και η ομάδα είχε ενίσχυση, θα ήταν σημαντικό. Ήρθε μόνο για δύο μήνες, έπαιζε άρρωστος θυμάμαι με φόρμες. Στον ημιτελικό, στο Κύπελλο παίζαμε με τον Παναθηναϊκό. Είχαμε χάσει στον “Τάφο του Ινδού” με 13-14 πόντους.

Και ο επαναληπτικός ήταν στη Φιλαδέλφεια. Μιλάμε για έναν Παναθηναϊκό με Κορωναίο, Στεργάκο, Ανδρίτσο, Κόντο, Κοκολάκη, Ιωάννου, Κάππο, είχε ομάδα. Έχασαν 20 πόντους. Πήγαμε στον τελικό και παίξαμε με τον Ηρακλή».

Διαχρονικά η ΑΕΚ έφερνε παίκτες. Είναι χαμένες ευκαιρίες όλες αυτές;

«Η μεγαλύτερη κίνηση που επίσης θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου της ΑΕΚ, ήταν η μεταγραφή του Γιαννάκη. Ήταν κλεισμένη. Τότε ήταν πρόεδρος ο Παναγίδης, όχι μόνο στο μπάσκετ, αλλά και στο ποδόσφαιρο. Η ΑΕΚ ήταν ενιαία.

Και ήθελε να πάρουμε τον Γιαννάκη. Δεν έγινε τελικά και πήγε στον Άρη. Είχα συμπαίκτες στην Εθνική Νέων που θα μπορούσαν να έρθουν, ο Ανδρίτσος, ο Σταυρόπουλος και ο Γιαννάκης, αλλά πήραν μεταγραφές σε μία άλλη ομάδα. Μετά ήρθε ο Βρέινς, αλλά η ΑΕΚ δεν είχε την υποδομή. Η ιστορία έχει γραφτεί. Μετά από εκεί ήρθε ο Τσόσιτς, παίκτες με προδιαγραφες.

Παίκτες νέοι, όπου η ομάδα μπορούσε να χτίσει πάνω τους, να έχει μία βάση. Αλλά έφευγε ο ένας, έφευγε ο άλλος. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Ό,τι έγινε, έγινε. Και επειδή έχουν “φύγει” κάποιοι από τη ζωή δεν είναι σωστό να μιλήσουμε».

image

Αν το Κύπελλο του '81 είναι η κορυφαία στιγμή στην ΑΕΚ. Η επόμενη ποια είναι;

«Παίξαμε καλά, βάσει των δυνατοτήτων που είχε η ομάδα. Κάναμε υπερβάσεις. Φτάσαμε στον τελικό με τον Άρη, το 1988. Είχε 20.000 κόσμο στο ΣΕΦ και χάσαμε στα πέντε τελευταία λεπτά. Βέβαια, μετά τα έσπασαν όλα και την επόμενη σεζόν με τον Τσόσιτς είχαμε 8 αγωνιστικές τιμωρία και παίζαμε σε όλη την Ελλάδα. Ο Άρης είχε σούπερ ομάδα.

Δεν αντέξαμε. Αλλά το αποτέλεσμα μετράει. Κάναμε φοβερές νίκες, δεν τις περίμενε κανείς. Γι' αυτό βγήκαν και οι Μοϊκανοί. Πολεμούσαμε, απλήρωτοι, χωρίς... Τιμούσαμε και μία ομάδα όπως η ΑΕΚ. Ήταν πολλές οι συγκυρίες. Τώρα χαίρομαι που υπάρχει μία σταθερότητα σε διοικητικό επίπεδο. Το ζηλεύω.

Γίνεται μία προσπάθεια. Ειδικά φέτος έχει έρθει ένας προπονητής επιπέδου EuroLeague, έχει παίκτες, βάθος που δεν είχε ποτέ. Και ο κόσμος πρέπει να υποστηρίξει την προσπάθεια. Εμείς δεν είχαμε γήπεδο. Άλλα πράγματα βέβαια τότε, άλλα τώρα. Το “Μόσχος” δεν είχε τζάμια, έμπαζε από παντού. Οι άλλες ομάδες προχωρούσαν».

Πώς θυμάστε το τέλος της παρουσίας της ΑΕΚ;

«Κανένας παίκτης σε οποιαδήποτε ομάδα, στην οποία έχει παίξει για πολλά χρόνια, δεν θέλει να φύγει. Γιατί να θέλει να φύγει ο Αλβέρτης από τον Παναθηναϊκό; Τον Φράγκι τον ξέρω από 17 χρόνων. Τον είχα συμπαίκτη και παίκτη. Κανείς δεν θέλει, το λέω και το υπογράφω.

Αλλά οι συνθήκες είναι τέτοιες που σε αναγκάζουν. Και δεν έχει να κάνει με τον εγωισμό. Ορισμένες φορές σε αναγκάζουν να φύγεις.

Είναι μία συζήτηση που δεν είναι ευχάριστη. Επειδή πολλοί εμπλεκόμενοι δεν είναι κοντά μας, ώστε να πουν και τη δική τους πλευρά, δεν θα ήταν σωστό να μπω σε μία τέτοια συζήτηση.

Όσον αφορά στο συναισθηματικό κομμάτι, ήταν σίγουρα δύσκολο. Έχω ένα πλεονέκτημα. Το απέκτησε στη διάρκεια της ζωής μου. Μπορώ να προσαρμόζομαι και να κάνω delete πολλά πράγματα. Οι άνθρωποι στον Παναθηναϊκό το εκτίμησαν, μου φέρθηκαν πάρα πολύ καλά, δεν έχω παράπονο. Αφού το πίστεψαν, εγώ έπρεπε να δώσω ό,τι μπορούσα.

Έτσι το αισθάνθηκα και δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Γι' αυτό και στο πρώτο ματς, στην έδρα της ΑΕΚ, είχα παίξει καλά. Το... πολέμησα από μόνος μου».

Εκείνο το ματς το σκεφτόσασταν, πάντα στο συναισθηματικό κομμάτι;

«Από την ημέρα που έγινε η μεταγραφή. Δεν ήξερα πότε θα παίξουμε. Και θέλω να είμαι δίκαιος. Ο κόσμος με υποδέχτηκε με ανθοδέσμες, με κασκόλ. Ήταν άκρως συγκινητικό. Θυμάμαι άλλες μεταγραφές που τους έβριζαν. Δεν θα το ξεχάσω.

Γι' αυτό όταν πήγα στον Παναθηναϊκό, κανείς δεν μπορούσε να μου πει ότι είμαι Παναθηναϊκός. Έπαιζα στην ΑΕΚ 15 χρόνια , είμαι ΆΕΚ και θα παραμείνω ΑΕΚ. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Θα έκανα τα ίδια. Πάλι ΑΕΚ, πάλι Μοϊκανοί. Ίσως να μπορούσα να αποφύγω κάποια λάθη, μόνο αυτό».

«Κανένας παίκτης δεν θέλει να φύγει από μία ομάδα που είναι για χρόνια»

image

«Και εδώ με βρήκες; Σταμάτα, φτάνει πια...»

Πώς είναι να είσαι στην ίδια ομάδα με τον Νίκο Γκάλη;

«Ο Γκάλης έχει προσφέρει τα μέγιστα, αυτό είναι αλήθεια. Δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Ήταν ένας άνθρωπος που έβαζε κάθε μέρα 40 πόντους, ανεξάρτητα από την ομάδα του. Η προσφορά του ήταν τεράστια. Άσχετα να μου έχει κάνει... ζημιά. Μόλις ήρθε, του λέω “και εδώ με βρήκες; Σταμάτα, φτάνει πια...”. Ο Παναθηναϊκός έκανε τη μεγάλη κίνηση και πήρε παίκτες, τον Βολκόφ, τον Γκάλη.

Δεν μπορείς να μην τον σεβαστείς. Όταν πήγα στον Παναθηναϊκό, ο Πεδουλάκης είχε το 9. Οπότε ρώτησα ποιο είναι ελεύθερο. Μου λένε το 6 και το πήρα. Όταν ήρθε ο Γκάλης, που φορούσε το 6, τον ρώτησαν τι θα κάνει. Και απάντησε “ό,τι πει ο Μηνάς”. Είναι δυνατόν να με ρωτάει ο Γκάλης και εγώ να του πω όχι; Του είπα, “πάρτο, να πάρουμε τα πρωταθλήματα και εγώ εδώ”. Τι να πεις; Και ήταν ωραίος άνθρωπος, είχαμε τις πλάκες μας. Έκανε απίστευτα πράγματα».

Μετά το 1991 η ΑΕΚ είναι λίγο... μπέρδεμα. Και ως παίκτης με την αποχώρηση, αλλά και ως προπονητής, πιο μετά, όπου έχει ακουστεί η ατάκα περί “οίκου ανοχής”.

«Τότε δεν υπήρχε τίποτα. Μου ζήτησαν να βοηθήσω. Ποτέ δεν είπα όχι. Είχε γίνει διακοπή στο πρωτάθλημα και οι μισοί είχαν φύγει. Παίζαμε στην έδρα του Ηρακλή το Σάββατο και τρεις παίκτες ήρθαν την Πέμπτη. Και άλλοι δύο το Σάββατο. Κάναμε προπονήσεις τέσσερα άτομα. Αλλά κερδίσαμε! Και εγώ είπα ότι ήμασταν ένα μπ##ρδ@λο. Κερδίσαμε και το είπα. Είχα πει ότι θα πέσουμε κατηγορία, αν δεν βοηθήσει ο κόσμος. Και δεν βοήθησε κανείς. Δεν υπήρχε τίποτα όρθιο.
Και όποιος θέλει ας έρθει να μου πει το αντίθετο. Οι παίκτες είχαν απλήρωτα ενοίκια. Ένας παίκτης είχε έρθει και μου είχε πει ότι κρυώνει. Του αγόρασα δύο σόμπες, τι να έκανα; Δεν υπήρχε κάποιος να βοηθήσει πραγματικά.

Τι θυμάστε με αγάπη, η πιο γλυκιά ανάμνηση από την ΑΕΚ;

«Ήταν πολλά χρόνια. Είχαμε τα πάνω και τα κάτω μας. Κρατάω την αγάπη και την υποστήριξη του κόσμου. Όλα τα άλλα είχαν σκαμπανεβάσματα. Δεν κρατάω κακία σε κανέναν. Έχω κρατήσει και κάποιες επαφές, χωρίς να είμαστε κολλητοί. Υπάρχει αλληλοσεβασμός.

Περισσότερο με τον Γιώργο Αγιασωτέλη, τον Βαγγέλη Φώτση, τον Νίκο Αποστολίδη... Οι στιγμές υπήρχαν υπήρχαν και στο "Μόσχος", η επιστροφή ήταν αρκετά συγκινητική.

Ως παίκτης της ΑΕΚ, στο πρώτο ματς που παίξαμε εδώ, ήταν με τον Ολυμπιακό. Και είχαμε χάσει. Στην παράταση, αν θυμάμαι καλά, είχα χάσει μία βολή. Παίξαμε καλά ματς, κερδίσαμε πολλούς αντιπάλους. Δεν την αισθάνθηκα τόσο έδρα εδώ, όσο αισθάνθηκε το γήπεδο της Ιωνικού Νέας Φιλαδέλφειας, όπου παίξαμε για χρόνια».

@Photo credits: eurokinissi, Λάμπρος Στοιχειός