Γιαννιώτης στο Gazzetta: «Άνθρωπος του Ολυμπιακού δεν δεχόταν τον μάνατζέρ μου, με τον Μαρινάκη θα είχε λυθεί»
«Για κάποιον λόγο γίναν όλα», λέει το γνωστό τραγούδι και η αλήθεια είναι πως το πιστεύει βαθιά ο Ανδρέας Γιαννιώτης. Ο Έλληνας τερματοφύλακας βρήκε μπροστά του ουκ ολίγες δυσκολίες. Καμία δεν τον λύγισε, από κάθε μία έβγαινε ακόμα πιο δυνατός. Το ποδόσφαιρο θέλει γερό στομάχι, όπως παραδέχεται στη συνέντευξη που ακολουθεί. Κάθε του απάντηση και μία απόδειξη πως το να καθιερωθεί στον Ολυμπιακό αποτελούσε το μεγάλο του όνειρο. Ακόμα και αν οι συγκυρίες δεν του το επέτρεψαν, ο ίδιος δεν το έβαλε κάτω ποτέ. Στεκόταν στα πόδια του και αποδείκνυε εντός των τεσσάρων γραμμών την αξία του. Έτσι, έφτασε ως το σημείο να κληθεί στην Εθνική ομάδα, ενώ άνηκε στον Πανιώνιο.
Το περασμένο καλοκαίρι, άρχισε να γράφει ένα νέο κεφάλαιο στο βιβλίο της ποδοσφαιρικής του καριέρας, αυτό της Κασίμπασα. Το Gazzetta ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και ο Ανδρέας Γιαννιώτης, άνοιξε την καρδιά του. Θυμήθηκε τα πρώτα του βήματα στον Εθνικό Γαζώρου, την μετακίνησή του στον Ολυμπιακό και τις πρώτες του μέρες στου Ρέντη.
Έφτιαξε ένα κολάζ από στιγμές του στον Φωστήρα, στον ΠΑΣ Γιάννινα και στον Πανιώνιο. Δεν έκρυψε την πικρία του για την αντιμετώπιση που είχε από τον Χάσι, αλλά παραδέχθηκε πως η μαγική του χρονιά με τον Ατρόμητο ήταν αρκετή για να του αλλάξει την ψυχολογία. Όταν η κουβέντα έφτασε στις διαπραγματεύσεις για την ανανέωση του συμβολαίου του, στάθηκε στη στάση συγκεκριμένου ανθρώπου της τότε διοίκησης των ερυθρόλευκων που έφτασε μέχρι το σημείο να μην δέχεται να συναντηθεί με τον εκπρόσωπο του ποδοσφαιριστή. Ο Έλληνας τερματοφύλακας, όμως, επεσήμανε πως αν είχε συζητήσει απευθείας με τον Βαγγέλη Μαρινάκη θα είχε βρεθεί λύση προκειμένου να παραμείνει στο Λιμάνι.
Ακόμα, αναφέρθηκε στις μέρες του στο Ισραήλ, αλλά και στο πως έχουν διαμορφώσει τον χαρακτήρα του οι εναλλαγές σε παραστάσεις στην καριέρα του. Για το φινάλε, απαντάει στο ερώτημα κατά πόσον οι Έλληνες παίκτες των ελληνικών ομάδων, γίνονται εύκολος στόχος.
«Ήθελα να φύγω από την Ελλάδα»
Πώς είναι η ζωή στην Τουρκία;
Μου αρέσει η ζωή στην πόλη, μοιάζει αρκετά με αυτήν στην Ελλάδα. Ο κόσμος αγαπάει εμάς τους Έλληνες. Η ομάδα είναι πολύ οργανωμένη. Έχουμε εξαιρετικές συνθήκες για να δουλέψουμε και να εξελιχθούμε και είμαι πολύ ευχαριστημένος με αυτό.
Ποιο είναι το στοιχείο που έχει κάνει τους Έλληνες να τα καταφέρνουν τόσο καλά στην Τουρκία;
Κατά κύριο λόγο πιστεύω ότι έχουν έρθει στην Τουρκία καλοί Έλληνες ποδοσφαιριστές. Από εκεί και πέρα, ίσως, μας ταιριάζει και το πρωτάθλημα. Πιστεύω ότι επειδή ήρθαν κάποιοι Έλληνες και τα πήγαν καλά, άνοιξε ο δρόμος για ακόμα περισσότερους. Αυτό συμβαίνει στις περισσότερες χώρες.
Εσένα σου μιλάνε για κάποιους Έλληνες που έχουν έρθει στο παρελθόν στο τουρκικό πρωτάθλημα;
Για τον Μπακασέτα και τον Σιώπη που έχουν κάνει φοβερά πράγματα και είναι πολύ αναγνωρίσιμοι σε όλη την χώρα. Επίσης, για τον Γούτα, τον Πέλκα, τον Κίτσιου και τον Χαρίση.
Η όποια κόντρα μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στις δύο χώρες σε πολιτικό επίπεδο, πιστεύεις πως αγγίζει το ποδόσφαιρο;
Όχι. Ίσα – ίσα, εγώ έχω λάβει αγάπη τόσο από τον κόσμο όσο και από την ομάδα. Οι Τούρκοι μας αγαπούν και έχουν τρόπο ζωής και σκέψης ανάλογο με τον δικό μας. Ταιριάζουν οι γεύσεις που προτιμάμε, όπως και ο τρόπος που μας αρέσει να διασκεδάζουμε.
Πώς είναι το πρωτάθλημα σε σχέση με το ελληνικό;
Στα παιχνίδια ο ρυθμός είναι πολύ ψηλότερος. Πολύ επιθετικό ποδόσφαιρο, πολύ περισσότεροι χώροι. Γι’ αυτό βλέπουμε πολλές φορές πως πάει να ξεφύγει το σκορ. Επιπλέον, υπάρχουν πολύ ποιοτικοί ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται στο τουρκικό πρωτάθλημα.
Είναι, όμως, καλό αυτό για έναν τερματοφύλακα;
Όλα είναι θέμα συνήθειας. Πρέπει να ενσωματωθείς στην ομάδα, να καταλάβεις πως λειτουργούν. Για μένα οι πρώτοι μήνες αποτέλεσαν διάστημα προσαρμογής. Είδα, σίγουρα, αρκετές διαφορές σε σχέση με όσα ήξερα από την Ελλάδα.
Τι σε δυσκόλεψε σε σχέση με την Ελλάδα;
Δεν με δυσκόλεψε κάτι ιδιαίτερα, αλλά αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι μου έχει τύχει σε παιχνίδι να κερδίζουμε με 3-0 και να πηγαίνουμε να βάλουμε κι άλλα γκολ. Να μην κρατάμε την μπάλα και αυτό να οδηγεί στο να φάμε δύο γκολ μέσα σε ένα λεπτό! Μπορεί μετά να βάλουμε κι άλλο γκολ και να ηρεμήσουμε. Ο ρυθμός, όμως, ανεβαίνει πάρα πολύ και ζεις με ένταση το ματς.
Πίεση, λογικά, υπάρχει στις μεγάλες ομάδες ανάλογη με αυτήν που υπάρχει στην Ελλάδα. Σε ένα κλαμπ όπως η Κασίμπασα υπάρχει πίεση;
Στις μεγάλες ομάδες ισχύει ό,τι και στην Ελλάδα. Υπάρχει πίεση, όμως και στην Κασίμπασα, ανάλογη με αυτήν στις αντίστοιχες ελληνικές ομάδες.
Πώς πήρες την απόφαση να έρθεις στην Κασίμπασα;
Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή η προσέγγιση του κλαμπ. Μόλις είδα ότι πρόκειται για μια οργανωμένη ομάδα που με θέλει πολύ, ήταν εύκολο να πάρω την απόφασή μου. Ήθελα να κάνω αυτό το βήμα στην καριέρα μου. Ήθελα το καλοκαίρι να φύγω από την Ελλάδα. Έψαχνα να βρω μία νέα πρόκληση.
«Δευτέρα έπαιξα για την Γκενκ και Τετάρτη για τον Εθνικό Γαζώρου»
Πώς ξεκίνησες να παίζεις ποδόσφαιρο;
Ξεκίνησα όταν πήγαινα δημοτικό στις ακαδημίες του Ηρακλή. Είμαι από τις Σέρρες, αλλά γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Στις ακαδημίες του Ηρακλή έμεινα μέχρι την πρώτη λυκείου. Μετά πήγα στον Απόλλωνα Καλαμαριάς μέχρι τα 17 μου. Όταν πέρασα στις Σέρρες και σπούδαζα εκεί, έπαιξα στον Εθνικό Γαζώρου. Ήταν η χρονιά που η ομάδα ανέβηκε από την Δ’ Εθνική στην, επαγγελματική τότε, Γ’ Εθνική. Κάναμε μία πολύ καλή σεζόν τότε, ανεβήκαμε στην Β’ Εθνική και εκείνο το καλοκαίρι υπέγραψα στον Ολυμπιακό.
Πώς σε βρήκε ο Ολυμπιακός και πώς έμαθες για το ενδιαφέρον του;
Θυμάμαι ήταν ένα ματς που παίζαμε στην Κατερίνη και μετά το τέλος του μαθαίνω ότι είχε έρθει ο Αλέκος Ράντος να με δει. Ήταν ο τότε προπονητής τερματοφυλάκων του Ολυμπιακού. Είχα ξεκινήσει πολύ καλά στο πρωτάθλημα, για επτά αγωνιστικές δεν είχαμε δεχθεί γκολ. Μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση το ότι ήρθε ο Ράντος να με παρακολουθήσει από κοντά. Πολλές ομάδες θέλησαν εκείνη την περίοδο να με κάνουν δικό τους, ενώ είχε μπει και η Γκενκ στο παιχνίδι. Μάλιστα, θα έλεγα ότι ήμουν πολύ κοντά στην Γκενκ, ωστόσο, τελικώς υπέγραψα στον Ολυμπιακό.
Με ποιο κριτήριο επέλεξες να υπογράψεις στον Ολυμπιακό;
Ήταν ο πιο γρήγορος στο να τελειώσει τη δουλειά με την ομάδα και να ετοιμάσει τα συμβόλαια. Εμένα αυτό μου έκανε το κλικ. Επίσης, έπαιξε ρόλο και το ότι ο Ράντος είχε έρθει να με δει σε πολλά παιχνίδια.
Αισθάνθηκες, δηλαδή, ότι ο Ολυμπιακός σε ήθελε περισσότερο;
Ναι. Και επιπλέον φρόντισε να ολοκληρωθεί η διαδικασία πολύ γρήγορα.
Πόσο εύκολο είναι για ένα παιδί σε αυτήν την ηλικία, που υπογράφει στον Ολυμπιακό, να κρατήσει τα πόδια του στη γη;
Σίγουρα παίζει ρόλο ο περίγυρος. Ο πατέρας μου δεν με άφησε να καταλάβω πόσο ενδιαφέρον υπήρχε εκείνη την περίοδο. Δεν είχα μάνατζερ και παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να τους κρατήσει όλους μακριά μου για να είμαι συγκεντρωμένος στη δουλειά μου. Έκανε εξαιρετικά τη δουλειά του μάνατζερ, χωρίς να είναι μάνατζερ. Ο άνθρωπος είναι δάσκαλος, όμως, το χειρίστηκε πολύ σωστά, ώστε να μην καταλάβω πόσο με ήθελαν οι ομάδες τότε. Για να το εξηγήσω καλύτερα, η Γκενκ είχε κλείσει να πάω να κάνω δοκιμαστικό στο Βέλγιο κι εγώ τραυματίστηκα στην προπόνηση με τον Εθνικό Γαζώρου.
Θα έπαιζα την Κυριακή και μετά θα πήγαινα στο Βέλγιο. Όταν τραυματίστηκα έμαθα ότι εκείνη την Κυριακή επρόκειτο να ταξιδέψω. Τότε κατάλαβα ότι ο πατέρας μου με προστάτευε για να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα και να μπορέσω να πάρω τη σωστή απόφαση. Τελικώς, μετά από 2-3 εβδομάδες που ξεπέρασα τον τραυματισμό, πήγα στο Βέλγιο. Το αρχικό πλάνο ήταν να κάτσω τρεις μέρες, αλλά τελικά έμεινα μία εβδομάδα. Έπαιξα και με την δεύτερη ομάδα, γιατί οι υπό δοκιμή παίκτες εκεί έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο πρωτάθλημα. Θυμάμαι το ματς με τη Σταντάρ Λιέγης ήταν Δευτέρα και δύο μέρες μετά, την Τετάρτη, έπαιξα με τον Εθνικό Γαζώρου. Καθοριστικό ρόλο στο να παραμείνω συγκεντρωμένος, έπαιξε και ο τότε προπονητής μου, ο Παναγιώτης Διλμπέρης. Με προστάτευσε και εκείνος πολύ σε όλο αυτό.
«Δεν μπορούσα να το πιστέψω»
Το καλοκαίρι του 2012, λοιπόν, πήγες για πρώτη φορά στου Ρέντη. Τι σκέφτηκες τότε;
Ήταν η μέρα με την νύχτα, αυτό που συνάντησα με όσα ήξερα ως τότε. Στην αρχή δεν μπορούσα να το πιστέψω, έμοιαζε με όνειρο. Ξαφνικά είχα βρεθεί στου Ρέντη με τόσους καλούς ποδοσφαιριστές να προπονούνται γύρω μου. Χρειαζόμουν χρόνο για να καταλάβω πόσο επαγγελματικά λειτουργούν τα κλαμπ αυτού του επιπέδου. Μου πήρε 2-3 μήνες για να καταλάβω τη διαφορά. Σημαντικό ρόλο στην προσαρμογή μου έπαιξε ο Τάσος Παπάζογλου, που από την πρώτη στιγμή με πήρε κοντά του και με βοήθησε να μπω στο κλίμα της ομάδας.
Το να πας από την Γ’ Εθνική στον Ολυμπιακό, ήταν μία πολύ μεγάλη αλλαγή. Σκέφτηκες, έστω για μία στιγμή, «τι κάνω τώρα εγώ εδώ»;
Δεν το σκέφτηκα έτσι. Ίσως, ήταν άγνοια κινδύνου. Ενώ με επέλεξε ο Ράντος, ο Ζαρντίμ που ήταν τότε προπονητής, είχε φέρει έναν Πορτογάλο προπονητή τερματοφυλάκων μαζί με τον Αλεξούδη. Οι άλλοι τερματοφύλακες που είχα μαζί μου ήταν ο Μέγερι, ο Κάρολ και ο Δασκαλάκης. Με βοήθησαν και εκείνοι αρκετά στο ξεκίνημά μου. Εγώ, σαν καινούργιος στην ομάδα, είχα ερεθίσματα και κρατούσα όσα μου άρεσαν. Δεν είχα αγωνιστεί σε κάποιο φιλικό. Μετά από μερικούς μήνες, επέστρεψε ο Ράντος. Με τον Αλέκο περάσαμε ατελείωτες ώρες δουλεύοντας πριν και μετά τις προπονήσεις. Έκανα πάρα πολλή προπόνηση την πρώτη μου χρονιά στον Ολυμπιακό.
Ακολούθησαν οι τρεις δανεισμοί σου κατά σειρά σε Φωστήρα, ΠΑΣ Γιάννινα και Ατρόμητο.
Είχα έναν μικρό τραυματισμό και έτσι πήγα στον Φωστήρα τέλη Γενάρη, αρχές Φλεβάρη. Έπαιξα κάποια ματς, πήγαμε καλά. Στο τελευταίο λεπτό του τελευταίου παιχνιδιού, μπήκαμε στα πλέι οφ. Το ήθελα πολύ αυτό για να έχω περισσότερους αγώνες στα πόδια μου. Αισθανόμουν καλά και όταν γύρισα στον Ολυμπιακό, ζήτησα να πάω να αγωνιστώ σε ομάδα Super League. Εκείνο το καλοκαίρι, όταν επρόκειτο να βγει η αποστολή για την Αμερική, ζήτησα από τον Μίτσελ να με αφήσει στην Ελλάδα για να βρω ομάδα. Υπήρχαν συζητήσεις με αρκετούς συλλόγους και τελικώς πήγα στα Γιάννενα με την προοπτική να παίξω. Τελικώς δεν έπαιξα στο πρώτο εξάμηνο, πλην ενός αγώνα Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Μετά τραυματίστηκε ο Ρομπέρτο, ο Ολυμπιακός μου ζήτησε να επιστρέψω και έτσι διακόπηκε ο δανεισμός μου. Είχα αρχίσει να νιώθω ότι πατάω καλά στα πόδια μου, το έβλεπα στην προπόνηση. Είχα αρχίσει να ωριμάζω και είχα δουλέψει πάρα πολύ με τον Ράντο. Ίσως τώρα μπορώ να αντιληφθώ καλύτερα το πόσο πολύ είχα δουλέψει τότε. Σίγουρα, ρόλο έπαιζε και η ηλικία. Εν τέλει, εκείνη την χρονιά, δεν έπαιξα καθόλου. Το καλοκαίρι ανανέωσα το συμβόλαιό μου με τον Ολυμπιακό και στα τέλη του Αυγούστου, έφυγα δανεικός στον Πανιώνιο. Θεωρούσα ότι είχε έρθει η στιγμή μου.
Πόσο δύσκολο είναι να επιλέξεις από το να μένεις στον πάγκο ανήκοντας σε μία μεγάλη ομάδα και να παίζεις σε μία μικρότερη;
Εκείνη την περίοδο αισθανόμουν πως είχε έρθει η ώρα να δείξω την αξία μου. Δεν μου άρεσε σε εκείνη την ηλικία να βρίσκομαι σε μία ομάδα χωρίς ενεργό ρόλο. Έπρεπε να εξελιχθώ ως τερματοφύλακας μέσα από τους αγώνες και αυτοί μου έλειπαν. Είναι πολύ διαφορετικό να έχεις ενεργό ρόλο σε μία ομάδα αγωνιζόμενος σε κάποια ματς και διαφορετικό να μην έχεις παιχνίδια στα πόδια σου.
«Είχα πάθει πλάκα με τον Ντιόγκο»
Κάπως έτσι έκλεισε το πρώτο κεφάλαιο στον Ολυμπιακό. Κράτησες κάποια στιγμή από αυτό το διάστημα που να σκέφτηκες ότι θα μπορούσε να έχει γίνει κάτι διαφορετικά και να έχεις την ευκαιρία σου;
Σίγουρα, θα μπορούσα. Όχι να είμαι βασικός, αλλά να έχω πάρει ευκαιρίες σε ματς αφότου είχαμε εξασφαλίσει το πρωτάθλημα.
Πώς θυμάσαι τον Ρομπέρτο;
Ως τον καλύτερο τερματοφύλακα με τον οποίο έχω υπάρξει συμπαίκτης. Ήταν εξαιρετικός και πολύ δουλευταράς. Ο Ράντος τον είχε ξεζουμίσει και εκείνος δεν έβγαζε άχνα. Επιπλέον, πρόκειται για έναν πολύ φιλικό χαρακτήρα. Πήρα πολλά στοιχεία από εκείνον και πιστεύω ότι με βοήθησε πολύ.
Βλέποντας εκείνη την ομάδα του Ολυμπιακού στην προπόνηση και όντας εσύ πιτσιρικάς τότε, θυμάσαι κάποιον παίκτη να σου κάνει ξεχωριστή εντύπωση;
Όταν είσαι μικρός και κάνεις μεταγραφή από την Γ’ Εθνική στον Ολυμπιακό, κάποια πράγματα από τις πρώτες σου μέρες στη νέα σου ομάδα, σου μένουν έντονα στο μυαλό. Εγώ είχα πάθει πλάκα με τον Ντιόγκο, ήταν απίστευτος. Ο Μήτρογλου, ο Τζιμπούρ, ο Αμπντούν, ο Μιραλάς, ο Τοροσίδης, ο Φουστέρ ήταν όλοι παιχταράδες και σίγουρα ξεχνάω και πολλούς από εκείνη την ομάδα.
Γιατί μπορεί ένας παίκτης να δείχνει πολύ διαφορετικά πράγματα στην προπόνηση σε σχέση με αυτά που δείχνει στους αγώνες;
Πολλοί παράγοντες μπορεί να παίξουν ρόλο σε αυτό. Κανείς μας δεν ξέρει τι ακριβώς μπορεί να έχει συμβεί. Σίγουρα, παίζει ρόλο η εμπιστοσύνη που δείχνει σε έναν παίκτη ο προπονητής του. Από την άλλη, πολλοί παίκτες τα δίνουν όλα για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του προπονητή τους και έτσι κάποια στιγμή μοιραία έρχεται και η πτώση στην απόδοσή τους. Δεν γίνεται κάποιος να βρίσκεται συνέχεια στο peak.
«Ήμασταν σαν αδέρφια στον Πανιώνιο»
Στον Πανιώνιο τι είχε πάει τόσο καλά εκείνες τις δύο σεζόν;
Ήταν πραγματικά ήταν πολύ καλό το κλίμα μεταξύ των ποδοσφαιριστών, ο Πανιώνιος φημίζεται για αυτό. Εκτός αυτού, είχαμε πολύ καλούς ποδοσφαιριστές που στην πορεία εξελίχθηκαν και έκαναν μεγάλη καριέρα. Ήμασταν σαν αδέρφια, παλεύαμε όλοι μαζί μέσα στο γήπεδο. Πηγαίναμε για καφέ και ήμασταν παρέα δέκα ατόμων. Ξέραμε πως ήμασταν σε κάθε ματς έτοιμοι να τα δώσουμε όλα.
Ποια είναι η άποψή σου για τον Μαρίνο Ουζουνίδη;
Εκείνη η ομάδα ήταν του Μαρίνου Ουζουνίδη. Όταν έφυγε, όλοι πίστεψαν ότι δεν θα κάνουμε ανάλογη πορεία. Ήρθε, όμως, ο Βλάνταν Μιλόγεβιτς και έβαλε το κερασάκι στην τούρτα. Φυσικά και δεν ήταν εύκολο να συνεχιστεί το έργο του Μαρίνου Ουζουνίδη. Θεωρώ πως και οι δύο βοήθησαν πολύ σε αυτό που χτίσαμε τότε.
Είχατε κάνει δύο φανταστικές σεζόν παρά το γεγονός ότι υπήρχαν σημαντικά οικονομικά προβλήματα στο κλαμπ.
Μα αυτό είναι κάνει τόσο σπουδαίο αυτό που πετύχαμε. Ήμασταν πίσω στις πληρωμές, πολλά πράγματα δεν ήταν όπως θα έπρεπε να είναι. Το γήπεδο δεν βρισκόταν στην καλύτερη κατάσταση. Πολλοί παίκτες αργούσαν να πάρουν τα λεφτά τους και παρ’ όλα αυτά η ομάδα έφτασε μέχρι και να βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Δεν υπήρχε, όμως, γκρίνια. Ήμασταν όλοι μια γροθιά. Αυτό ήταν το μαγικό εκείνης της χρονιάς.
«Στόχος μου ήταν να καθιερωθώ στον Ολυμπιακό»
Πώς ήταν η κατάσταση που συνάντησες όταν επέστρεψες στον Ολυμπιακό;
Γύρισα στον Ολυμπιακό, μετά την ολοκλήρωση του δανεισμού μου στον Πανιώνιο. Στο μεταξύ, είχα κληθεί για πρώτη φορά στην Εθνική ομάδα. Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος που αυτό συνέβη ενώ βρισκόμουν στον Πανιώνιο. Όταν επέστρεψα, είχε αναλάβει τον Ολυμπιακό ο Χάσι. Στην προετοιμασία είχα έναν μικρό τραυματισμό και έμεινα 2-3 εβδομάδες εκτός δράσης. Μετά από αυτό, ο προπονητής δεν με χρησιμοποιούσε ούτε στα φιλικά και αυτό μου φαινόταν περίεργο. Τα προκριματικά του Champions League ξεκίνησαν νωρίς κι εγώ περίμενα υπομονετικά την ευκαιρία μου.
Τι πλάνο σου είχαν επικοινωνήσει τότε από τον Ολυμπιακό ότι είχαν για σένα;
Εγώ τότε επέστρεψα στον Ολυμπιακό ως ο καλύτερος τερματοφύλακας της Super League και ως τερματοφύλακας της Εθνικής ομάδας. Είχα μια γεμάτη χρονιά στα πόδια μου και πίστευα ότι θα πάρω την ευκαιρία μου. Έφτασε Αύγουστος και χωρίς να με έχει ενημερώσει κάποιος για κάτι, αποκτήθηκε ο Προτό.
Δηλαδή, δεν σου είπαν απολύτως τίποτα;
Όχι, δεν είχα καμία πληροφόρηση. Εκείνη τη στιγμή είπα «δεν γίνεται αυτό το πράγμα, δεν θα μείνω στον Ολυμπιακό αν δεν πρόκειται να έχω ευκαιρίες». Όσο και αν ήθελα να καθιερωθώ σε αυτήν την ομάδα. Ζήτησα να φύγω κι έφυγα ως ελεύθερος. Στη συνέχεια, υπέγραψα στον Ατρόμητο με μία ρήτρα επαναγοράς. Θυμάμαι εκείνες τις μέρες και ο Αγγελόπουλος και ο Σπανός μου έδειξαν ότι με θέλουν πάρα πολύ. Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφασή μου.
Δεν σκέφτηκες τότε να φύγεις στο εξωτερικό;
Κινήθηκε αστραπιαία ο Ατρόμητος και αυτό μου έκανε κλικ. Έτσι, εκείνη η χρονιά έμοιαζε σαν να ήταν συνέχεια της προηγούμενης. Έκανα πολύ καλή σεζόν και η ψυχολογία μου ήταν στα ύψη. Κάναμε ρεκόρ απαραβίαστης εστίας, δεν είχαμε δεχθεί γκολ για 9 αγωνιστικές. Εκείνη τη χρονιά, έκανα ντεμπούτο με την Εθνική ομάδα, ήταν ένα φοβερό συναίσθημα. Η συνέχεια ήταν ανάλογη και έτσι καταφέραμε να πάρουμε ευρωπαϊκό εισιτήριο. Έτσι, μετά το τέλος εκείνης της σεζόν, ο Ολυμπιακός ενεργοποίησε τη ρήτρα μου και με απέκτησε ξανά. Ουσιαστικά, όμως, έμενε μόνο ο τελευταίος χρόνος του προηγούμενου συμβολαίου μου.
Γύρισες έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού σου όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο καλοκαίρι ή τα είχες αφήσει οριστικά στο παρελθόν;
Εκείνη την χρονιά εγώ κοίταξα να κάνω το καλύτερο που μπορούσα για τον εαυτό μου. Στον Ατρόμητο βρήκα μια πολύ καλή ομάδα και έναν πολύ καλό προπονητή. Αισθάνθηκα αυτό που λένε «κάθε εμπόδιο για καλό». Όσο στενοχωρημένος ήμουν το καλοκαίρι με την αντιμετώπιση του Χάσι, άλλο τόσο ικανοποιημένος ένιωσα από το πως εξελίχθηκαν τα πράγματα στον Ατρόμητο. Στο φινάλε εκείνης της σεζόν με ήθελαν κάποιες ομάδες από το εξωτερικό. Εγώ, όμως, είχα βάλει στόχο να καθιερωθώ στον Ολυμπιακό.
Το είχες πολύ έντονα μέσα σου.
Αυτός ήταν ο στόχος για τον οποίο δούλευα πολύ σκληρά από την πρώτη μέρα που πήγα στον Ολυμπιακό. Είχαν, όμως, γίνει πράγματα που με είχαν στενοχωρήσει. Η κάθε ιστορία, δεν τελείωνε καλά. Έμοιαζε να χάνεται η εμπιστοσύνη. Πάντως, θεωρώ ότι όλα είναι μέρος της διαδικασίας του να φτιάξεις χαρακτήρα και γερό στομάχι, ώστε να αντέχεις τις δυσκολίες που θα συναντήσεις στο μέλλον.
«Αν είχα μιλήσει με τον κ. Μαρινάκη, θα είχαμε βρει λύση»
Πώς ξεκίνησε εκείνη η σεζόν και πώς καταλήξατε σε αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για ανανέωση του συμβολαίου σου;
Εκείνη την χρονιά, παρά το γεγονός ότι η ομάδα ήταν καινούργια και έψαχνε τα πατήματά της, ξεκινήσαμε καλά. Περάσαμε στους ομίλους του Europa League, αφήνοντας εκτός την Μπέρνλι. Έπαιξα τα πρώτα μου ευρωπαϊκά ματς και ένιωθα πολύ καλά. Μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, δεν είχαν ξεκινήσει οι συζητήσεις για ανανέωση. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στα μέσα Οκτώβρη, όταν πια είχα βγει από την ενδεκάδα. Στην επικοινωνία με τον μάνατζέρ μου, φαινόταν πως υπήρχε διαφορά στο οικονομικό κομμάτι.
Ποιος πιστεύεις ότι ήταν ο λόγος που δεν τα έβρισκαν παρά το ότι ήθελες να μείνεις στον Ολυμπιακό;
Θεωρώ ότι το timing που άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, έπαιξε το ρόλο του. Ξεκίνησα την σεζόν όντας ο βασικός τερματοφύλακας της ομάδας. Βγήκα από την ενδεκάδα στο ματς κόντρα στον Απόλλωνα Σμύρνης μετά από αυτό απέναντι στον ΟΦΗ. Δεν αντέδρασα άσχημα, σκέφτηκα μόνο ότι είχα παίξει στο πρώτο ματς του Europa League με την Μπέτις, ενώ στο δεύτερο, απέναντι στην Μίλαν, ο Μαρτίνς είχε κάνει ολικό rotation. Δεν δημιούργησα κανένα πρόβλημα και περίμενα την επόμενη ευκαιρία. Αυτό φαινόταν και στην προπόνηση, ήμουν καλά. Ήρθε το επόμενο ματς του Europa League και δεν έπαιξα, ουσιαστικά ο προπονητής δεν έκανε ό,τι συνήθιζε. Αυτό με πείραξε. Επιπλέον, υπήρχε και διαφορά στο οικονομικό, αλλά αυτή θα μπορούσε να καλυφθεί με υποχωρήσεις τόσο από μένα όσο και από την ομάδα.
Φτάσαμε, όμως, σε ένα σημείο να μην υπάρχει λύση. Εγώ αγωνιστικά δεν είχα παιχνίδια, ενώ και πάλι είχα επιστρέψει στον Ολυμπιακό ως τερματοφύλακας της Εθνικής και είχα βραβευθεί ως ο καλύτερος τερματοφύλακας στην Ελλάδα. Άρχισα ξανά να χάνω τον αγωνιστικό μου ρυθμό. Κυκλοφόρησαν για μένα μεταγραφικά σενάρια για τα οποία είχα άγνοια. Είχε γραφτεί ότι με ήθελαν κάποιες ομάδες, αλλά για μένα πάντα τον πρώτο λόγο είχε ο Ολυμπιακός, όσο είχα συμβόλαιο μαζί του. Δεν ξέρω τι είχε μεταφερθεί στον πρόεδρο, αλλά αν εγώ είχα μιλήσει μαζί του, θα είχαμε βρει αμέσως τη λύση. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης, όποτε χρειάστηκε, ήταν εκεί για μένα. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν μετά τις διακοπές, ενημερώθηκα πως θα προπονούμαι μόνος μου, ενώ ακόμα βρισκόμασταν σε συζητήσεις.
Εκείνη την περίοδο δεν είχες καμία επικοινωνία με τον Βαγγέλη Μαρινάκη;
Τότε όχι, είχαμε μιλήσει για προηγούμενο συμβόλαιό μου.
Είχατε συζητήσει για το θέμα αυτό με τον Πέδρο Μαρτίνς;
Ο Πέδρο Μαρτίνς με είχε φωνάξει στο γραφείο του και μου είχε πει πως με εμπιστεύεται και πως θέλει να μείνω στην ομάδα.
Άρα οι συζητήσεις με ποιον γίνονταν;
Με άνθρωπο της τότε διοίκησης. Το περίεργο είναι πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος από ένα σημείο και μετά, δεν δεχόταν καν να δει τον μάνατζέρ μου. Έφτασα στο σημείο να πηγαίνω μόνος μου στις συναντήσεις.
Τι είναι αυτό που σε πείραξε περισσότερο σε όλη αυτήν την κατάσταση;
Με πείραξε πολύ που άρχισα να προπονούμαι μόνος μου. Μου έκανε κακό τόσο ποδοσφαιρικά όσο και ψυχολογικά. Δεν έκανα καν προπόνηση με προπονητή τερματοφυλάκων, έκανα με έναν γυμναστή. Για έναν τερματοφύλακα είναι ό,τι χειρότερο να χάνει την επαφή με την μπάλα. Προσπαθούσα με δικό μου προπονητή τερματοφυλάκων να μπαλανσάρω την κατάσταση, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Δεν ήθελα, όμως, να δημιουργήσω πρόβλημα στην ομάδα. Όλη αυτή η κατάσταση με είχε κουράσει πολύ. Είχα πολλούς λόγους να δημιουργήσω πρόβλημα, αλλά δεν το έκανα ποτέ. Σε εκείνο το σημείο, όμως, έφτασα στα όριά μου, δεν μου άρεσε που έκανα προπόνηση μόνος μου σε διαφορετική ώρα από τους συμπαίκτες μου. Ξανακάναμε κάποιες συζητήσεις μέσα στον Γενάρη αλλά δεν οδήγησαν κάπου ούτε αυτές. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, δεν ήθελα εγώ να ανανεώσω.
Αισθάνεσαι, δηλαδή, πως ο Ολυμπιακός δεν σου έλεγε ξεκάθαρα τι ήθελε από σένα;
Λέγανε ξεκάθαρα πως ήθελαν να ανανεωθεί το συμβόλαιό μου, αλλά οι χειρισμοί τους ήταν πολύ λάθος.
«Το πράγμα στράβωσε από την αρχή στο Ισραήλ»
Μικρός ήσουν Ολυμπιακός;
Εγώ σε όποια ομάδα αγωνίζομαι, αυτή η ομάδα είμαι. Έτσι το έχω από μικρός. Τώρα, αν με ρωτήσει κανείς, είμαι Κασίμπασα. Σίγουρα, με κάποιες ομάδες δένεσαι παραπάνω και τις συμπαθείς περισσότερο. Όταν, όμως, ανήκω σε μία ομάδα, αυτή με νοιάζει να είναι καλά. Δεν με ενδιαφέρει τι γίνεται σε οποιαδήποτε άλλη.
Φεύγοντας από τον Ολυμπιακό, τι είναι αυτό που σε απογοήτευσε περισσότερο;
Δεν μου έχει μείνει απογοήτευση για κάτι. Ενδεχομένως, θα μπορούσα να έχω μείνει στον Ολυμπιακό για περισσότερα χρόνια. Ήθελα, όμως, μία νέα πρόκληση, μετά από όσα έγιναν στο τέλος, ώστε να καταφέρω να εξελιχθώ και να πετύχω όμορφα πράγματα στο ποδόσφαιρο. Δεν ήταν το τέλος που θα ήθελα να έχω στον Ολυμπιακό, αλλά έτσι είναι το ποδόσφαιρο και η ζωή γενικότερα. Όλα είναι μαθήματα, από όλα κάτι παίρνουμε και γινόμαστε πιο δυνατοί.
Πώς προέκυψε η προοπτική της Μακάμπι;
Υπήρξε ενδιαφέρον τότε από πολλές ομάδες του εξωτερικού. Η Μακάμπι, όμως, μου έδειξε πάρα πολύ έντονα πόσο με ήθελε. Δεν με ενδιέφερε ποτέ να πάω σε ένα μεγάλο κλαμπ, απλά, για να πω ότι πήγα. Εκείνη την περίοδο υπήρχαν επαφές με 2-3 ομάδες, με μία από αυτές ήμουν πολύ κοντά. Υπήρχε ενδιαφέρον από Γαλλία, Τσεχία και Ουκρανία. Η Μακάμπι κινήθηκε γρήγορα και θεώρησα ότι αποτελούσε την καλύτερη επιλογή για την καριέρα μου. Καθοριστικό ρόλο στην απόφασή μου έπαιξε το περιβάλλον του συλλόγου και η παρουσία του Βλάνταν Ίβιτς.
Τι σου είχε πει τότε ο Βλάνταν Ίβιτς;
Μου είχε εξηγήσει ότι η ομάδα λειτουργεί πολύ καλά και ότι έχει στόχο να κατακτήσει το πρωτάθλημα και να παίξει στην Ευρώπη. Αυτό ήταν κάτι που το ήθελα κι εγώ πολύ. Μου έδειξαν με κάθε τρόπο ότι θα ήμουν σημαντικός για την ομάδα. Το κακό ήταν ότι χρειαζόμουν ξανά χρόνο προσαρμογής, λόγω της αγωνιστικής απραξίας του εξαμήνου που είχε προηγηθεί. Αυτό μου στοίχισε και το πρώτο διάστημα δεν ήμουν στο 100% ο Αντρέας που ήθελα να είμαι. Ήρθε και ένας τραυματισμός που με άφησε εκτός για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν γύρισα η ομάδα είχε κάνει ένα απίστευτο σερί χωρίς να δεχθεί γκολ. Το πράγμα στράβωσε από την αρχή στο Ισραήλ και αυτό επηρέασε πάρα πολύ την ψυχολογία μου. Εγώ δεν ήμουν έτοιμος, είχα πόνους. Ακόμα και όταν τους ξεπέρασα, χρειάστηκα χρόνο για να έρθω στα στάνταρ απόδοσης μου που είχα συνηθίσει. Η ομάδα είχε πια βρει τον δρόμο της. Μπορεί τα πράγματα να μην εξελίχθηκαν όπως θα ήθελα, όμως, ήταν μία νέα εμπειρία και ένα καλό μάθημα. Πλέον, έχω μάθει ότι όλα έχουν παίξει το ρόλο τους στο να διαμορφώσω τον χαρακτήρα μου και να δυναμώσω.
Οι αρκετές εναλλαγές που είχες σε παραστάσεις πώς έχουν επηρεάσει τον χαρακτήρα σου;
Σίγουρα, έχω αποκομίσει πολύ σημαντικές εμπειρίες από όλα όσα έχω ζήσει αυτά τα χρόνια που βρίσκομαι στο ποδόσφαιρο. Κάθε κατάσταση που πέρασα, είτε θετική, είτε αρνητική, με έχει κάνει πιο ολοκληρωμένο άνθρωπο και μου έχει δώσει ένα μάθημα ζωής.
«Στο πέναλτι βοηθούν η ανάλυση και το ένστικτο»
Και πάλι, όμως, στον Ατρόμητο βρήκες τον εαυτό σου. Υπήρχε, τελικά, χημεία με αυτό το κλαμπ;
Εκείνη την χρονιά δεν ξεκινήσαμε καθόλου στο πρωτάθλημα. Η ομάδα έστρωσε με τον ερχομό του Κρις Κόουλμαν. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με δύο πάρα πολύ καλούς προπονητές τερματοφυλάκων στον Ατρόμητο, τον Κλαούντιο Ραπατσιόλι και τον Μάρκο Γκαρόφαλο. Τους είχε επιλέξει η ομάδα. Αυτοί ήταν που με έκαναν να πατήσω ξανά στα πόδια μου και να νιώσω ότι είμαι ο Αντρέας που πρέπει να είμαι.
Τι σε έχει κάνει να έχεις τόσο καλά νούμερα στα πέναλτι;
Στα πέναλτι βοηθάει τόσο η ανάλυση, όσο και το ένστικτο. Σίγουρα, όμως, παίζει ρόλο και η τύχη. Σου δείχνει ένας προπονητής στην ανάλυση τις επιλογές των αντιπάλων σου.
Μπορείς και θυμάσαι την κρίσιμη στιγμή όσα σου έχει πει;
Ναι, θυμάμαι. Βλέπουμε την ανάλυση με τον προπονητή τερματοφυλάκων. Οι Ιταλοί το έκαναν επιστήμη αυτό. Βλέπαμε που χτυπάει ο αντίπαλος το πρώτο της χρονιάς, με τι συχνότητα βαράει αριστερά και με τι δεξιά. Προσέχαμε το στιλ με το οποίο εκτελεί ο καθένας. Μία μέρα πριν τον αγώνα κάνω την ανάλυσή μου και παίρνω την απόφασή μου. Την ημέρα του αγώνα ξανακοιτάζω τις σημειώσεις μου. Υπάρχουν, βέβαια και φορές που δεν οδηγεί κάπου όλο αυτό και ίσως ένα προαίσθημα την ώρα του αγώνα, να δώσει τη λύση. Για μένα ο εκτελεστής έχει αποφασίσει από την προηγούμενη μέρα πού θα σουτάρει αν του δοθεί η ευκαιρία.
«Εκεί που έκανα προθέρμανση, βλέπω να μετρούν τα δοκάρια με μεζούρες»
Σου λείπει το ελληνικό ποδόσφαιρο;
Προς το παρόν, είμαι καλά στην Τουρκία. Είναι μία νέα πρόκληση, βλέπω καινούργια πράγματα. Ζω ένα πιο έντονο πρωτάθλημα και αυτό μου αρέσει.
Λείπουν οι παθογένειες του ελληνικού πρωταθλήματος στην Τουρκία; Έζησες από κοντά το φιάσκο του αγώνα με την ΑΕΚ.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο πρέπει να τα αφήσει πίσω αυτά. Παρακολουθούμε και φέτος ένα καλό πρωτάθλημα. Οι ομάδες προσπαθούν να παίξουν ωραίο ποδόσφαιρο. Είναι κρίμα να στιγματίζεται από περιστατικά εκτός ποδοσφαίρου.
Σε εκείνο το ματς κόντρα στην ΑΕΚ που αναβλήθηκε τι είχε συμβεί;
Εκεί που έκανα προθέρμανση, γυρίζω και τους βλέπω να μετράνε πίσω μου τα δοκάρια με τις μεζούρες. Δεν είχα καταλάβει τι συνέβαινε. Ήταν πολύ περίεργο.
Θεωρείς ότι περιστατικά όπως αυτό εντείνουν την καχυποψία από την πλευρά του κόσμου ή των Μέσων;
Τόσο οι ομάδες όσο και ο κόσμος πρέπει να ψαχτούν και να βρουν τη λύση στο εσωτερικό τους. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει τόση τοξικότητα, κάνει πολύ κακό στο πρωτάθλημα.
Οι δημοσιογράφοι αποτελούν πρόβλημα στην Ελλάδα;
Σίγουρα, κάποιοι δημοσιογράφοι που ασχολούνται αποκλειστικά με συγκεκριμένες ομάδες, αποτελούν πρόβλημα. Υπάρχουν, όμως και αρκετοί που κάνουν σωστά την δουλειά τους.
Οι Έλληνες παίκτες στις μεγάλες ομάδες στην Ελλάδα αποτελούν εύκολο στόχο;
Στην Ελλάδα ανέκαθεν το βάρος πέφτει στους Έλληνες παίκτες, καμία φορά άδικα. Φταίνε και οι ξένοι κάποιες φορές, αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το βάρος θα πέσει στον Έλληνα. Ένας Έλληνας που βρίσκεται σε μία μεγάλη ομάδα έχει τα ψυχικά αποθέματα και έχει μάθει να ζει με αυτό. Το πρόβλημα είναι όταν όλο αυτό γίνεται τοξικό και ξεφεύγει από τα όρια της λογικής.
Κλείνοντας, τι σκέφτεσαι για το μέλλον;
Θέλω να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω στην Κασίμπασα, βοηθώντας την ομάδα να πετύχει τους στόχους της. Μου αρέσει να νιώθω και να είμαι ηγέτης μέσα στο γήπεδο. Θα ήθελα πολύ να επιστρέψω στην Εθνική και σίγουρα, θα ήθελα να καταφέρω πράγματα στην Τουρκία.