Ο Πάνος Σόμπολος στο Gazzetta: «Ανεξιχνίαστο είναι μόνο το έγκλημα στο οποίο οι αστυνομικοί δεν κάνουν τη δουλειά τους»
O Πάνος Σόμπολος θεωρείται ο μάστερ του εγκλήματος και ο «Πρύτανης» της αστυνομικής δημοσιογραφίας. Ο πιο δημοφιλής από τους δημοσιογράφους του αστυνομικού ρεπορτάζ στην Ελλάδα, με εμπειρία 45 χρόνων σε δολοφονίες, αεροπορικές τραγωδίες, καταστροφές και τρομοκρατικά χτυπήματα, θυμάται όσα έχει ζήσει καθώς και τα εγκλήματα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο. Η πλούσια καριέρα του μοιάζει να είναι βγαλμένη από το σενάριο της καλύτερης αστυνομικής ταινίας. Δεν ξεκίνησε από τη θέση του αστυνομικού ρεπόρτερ. Προέκυψε. Δεν το μετάνιωσε και δεν την εγκατέλειψε ποτέ.
Ο δημοσιογράφος και ειδήμων του αστυνομικού ρεπορτάζ μίλησε στο Gazzetta για τις στιγμές του με τους κακοποιούς, τη σχέση του με την αστυνομία, τις κουβέντες του με τους εγκληματίες, τα τεμαχισμένα πτώματα, τις τραγωδίες που στιγμάτισαν τη χώρα μας, τις δημοσιογραφικές του επιτυχίες, ενώ στο τέλος έδωσε και μια σημαντική συμβουλή στους νεότερους συναδέλφους του.
«Ποτέ δεν μπέρδεψα το ρόλο μου. Ήμουν ο δημοσιογράφος και όχι ο αστυνομικός»
Πώς επιλέξατε να ασχοληθείτε με την δημοσιογραφία και τι ήταν αυτό που σας έστειλε στο αστυνομικό ρεπορτάζ;
«Τη δημοσιογραφία δεν την είχα από μικρός γιατί δεν είχα τέτοια πρότυπα. Εγώ κατάγομαι από χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, Καραϊσκάκη Αστακού λέγεται, και στο χωριό τι πρότυπα είχαμε τότε; Το δάσκαλο μόνο. Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Δάσκαλος. Μετά είχαμε και τον παπά. Τι θα γίνεις; Ιερέας. Όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο του Αγρινίου, δημοσίευσα ένα κείμενο στην τοπική εφημερίδα που έβγαινε κάθε εβδομάδα. Όταν είδα ότι μπήκε το όνομα μου για το κείμενο που είχα γράψει για την επέτειο της 25ης Μαρτίου, έλεγα: "Κοιτάξτε εγώ τι έχω κάνει". Λες και έκανα κάτι τρομερό... Το έβλεπα σαν να ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της ζωής μου. Από τότε μου «κόλλησε» να γίνω δημοσιογράφος. Αρχικά, προσπάθησα και μπήκα στην «Ακρόπολη» ως βοηθός του αστυνομικού συντάκτη, Σεβαστιανού Αρμέλου. Ο Σεβαστιανός ήταν ο αστυνομικός συντάκτης της «Ακρόπολης» και της «Μακεδονίας» στην Αθήνα. Η «Μακεδονία» εκείνη την εποχή (1968 -1969) είχε 40 - 50 δημοσιογράφους. Πολύ κόσμο! Το αστυνομικό ρεπορτάζ δεν το επέλεξα. Τότε, μόνο στόχο είχες να βάλεις «πόδι» στην εφημερίδα για να πετύχεις το σκοπό σου.
Επίσης, τότε γράφτηκα και στη μοναδική δημοσιογραφική σχολή, στη σχολή του δημοσιογράφου Μελά. Μπορεί να είχα γραφτεί στη σχολή αλλά δεν είχα φράγκο για να την πληρώνω καθώς δεν πληρωνόμασταν τότε. Τελικά, κατάφερα να μπω βοηθός στο αστυνομικό ρεπορτάζ, δίπλα στον Σεβαστιανό και στον Ντίνο Παπαχριστοφίλου. Ήταν δύο οι αστυνομικοί συντάκτες. Έκτοτε «αγκυροβόλησα». Εγώ έχω ένα κακό: όπου πάω «αγκυροβολώ» και δεν φεύγω. Ούτε σαγηνεύομαι με περισσότερα χρήματα. Έτσι ακολούθησα το αστυνομικό ρεπορτάζ και από εκεί πήρα σύνταξη. Ωστόσο, για έντεκα χρόνια εργαζόμουν στο Αθηναϊκό πρακτορείο και έκανα και δικαστικό ρεπορτάζ».
Αρκετοί πιστεύουν ότι για να κάνει κάποιος αστυνομικό ρεπορτάζ, χρειάζεται να έχει πολύ καλές σχέσεις με την αστυνομία για να έχει πρόσβαση στην πληροφορία. Ισχύει αυτό;
«Ναι, ισχύει! Πρέπει να έχεις καλές σχέσεις με τους αστυνομικούς, αν κάνεις αστυνομικό ρεπορτάζ. Αλλά αυτό ίσχυε για όλα τα ρεπορτάζ. Αν κάνεις δικαστικό, πρέπει να έχεις καλές σχέσεις με τους δικαστικούς και τους εισαγγελείς. Υπάρχει, όμως, μια διαφορά: Εγώ είχα σχέση με τους αστυνομικούς, από τον πιο μικρό μέχρι τον αρχηγό, αλλά ποτέ δεν αφομοιώθηκα. Ποτέ δεν μπέρδεψα τον ρόλο μου! Ήμουν ο δημοσιογράφος και όχι ο αστυνομικός. Επίσης, ποτέ δεν υπήρξα ο πληροφοριοδότης της Αστυνομίας. Ότι ήξερα το δημοσίευα στην εφημερίδα, στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, όπου δούλευα. Ποτέ δεν έπαιρνα το μέρος της Αστυνομίας ή το μέρος του όποιου άλλου. Μιλούσα πάντα για το δίκαιο. Έλεγα πάντα τι έχει προκύψει από την έρευνα ή την προανάκριση που έκανε η αστυνομία. Εάν η Αστυνομία έκανε κάποια μεγάλη επιτυχία, την εκθείαζα, την ανέβαζα στα ύψη. Από την άλλη, αν συνελάμβαναν τότε κάποιον αστυνομικό που τα έπαιρνε ή αστυνομικό που έμπλεκε με ανθρώπους της νύχτας, του «άλλαζα την Παναγία», τον κατακεραύνωνα. Για αυτό με αγαπούσαν οι αστυνομικοί, γιατί ήμουν σωστός. Δεν ήμουν σπιούνος της Αστυνομίας και αυτό το εκτιμούσαν».
Πόσο εύκολο είναι να κρατάει κανείς ίσες αποστάσεις σε μια τέτοια δουλειά;
«Άκου, πριν χρόνια είχαν σε εξέλιξη μία πολύ μεγάλη υπόθεση και μου λέγανε: "Έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο και σε λίγο θα εξιχνιάσουμε αυτό το έγκλημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο και είμαστε πολύ κοντά στο να βρούμε τον δράστη. Μην βγάλεις όμως τίποτα ακόμα" και εγώ δεν έλεγα τίποτα. Δεν έγραφα τίποτα για να κάνω επιτυχία».
Υπήρχε δηλαδή έγκλημα που γνωρίζατε ότι πρόκειται να εξιχνιαστεί και δεν το αποκαλύψατε.
«Για παράδειγμα, όταν η «17 Νοέμβρη» πήγε στην οδό Λούιζης Ριανκούρ στους Αμπελοκήπους για να σκοτώσει έναν δικαστικό και τελικά δεν μπόρεσε γιατί είχαν πληροφόρηση οι αστυνομικοί και τους είχαν στήσει καρτέρι. Μάλιστα, έφτασαν στο σημείο ο τρομοκράτης να κάθεται στο ίδιο παγκάκι με τον αστυνομικό με πολιτικά που παρακολουθούσε την επιχείρηση. Αυτή την υπόθεση την ήξερα. Μου λέγανε οι αστυνομικοί: "Μην βγάλεις τίποτα γιατί θα εξιχνιάσουμε την 17 Νοέμβρη". Δεν έβγαλα τίποτα! Θα ήταν τεράστια δημοσιογραφική επιτυχία. Ωστόσο, εγώ δεν έβγαλα τίποτα γιατί ήταν εθνικής φύσεως θέμα να εξιχνιαστεί η 17Ν. Τυραννούσε την Ελλάδα για πάνω από 20 χρόνια. Περίμενα πρώτα να την εξιχνιάσουν και έλεγα ότι μετά θα βγάλω τα πάντα. Μια Κυριακή, ο Γιώργος Καρατζαφέρης έγραψε ένα δίστηλο στην «Απογευματινή» ότι κάτι έγινε στην Λουίζης Ριανκούρ με τρομοκράτες. Ένα αόριστο κειμενάκι. Με φωνάζει τότε ο Φιλιππόπουλος, ο διευθυντής του «Έθνους», και μου λέει " Τι είναι αυτό;". Του εξήγησα ότι έχει βάση και ότι την επόμενη μέρα θα έχουμε ρεπορτάζ στην εφημερίδα. Κάθομαι εκείνη την μέρα και γράφω τα πάντα, ακριβώς τι είχε γίνει στη Λουίζης Ριανκούρ! Την επόμενη μέρα, Δευτέρα, όλη η πρώτη σελίδα ήταν γι' αυτό το γεγονός. Το απόγευμα της Δευτέρας με παίρνει τηλέφωνο μια κοπέλα από το γραφείο του Τσεβά. Ο Τσεβάς ήταν πολύ γνωστός εισαγγελέας με μεγάλη δράση στον χώρο του και τον σέβονταν όλοι. Μάλιστα, ήταν υπεύθυνος για θέματα τρομοκρατίας τότε. Με παίρνει, λοιπόν, τηλέφωνο η γραμματέας του και μου λέει: "Κύριε Σόμπολε, ο κύριος εισαγγελέας σας ζητάει και θέλει να σας δει οπωσδήποτε. Πάω στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στον Άρειο Πάγο, με ανέβασαν στο γραφείο του, βγαίνει από το γραφείο του ο Τσεβάς, στέκεται μπροστά μου προσοχή και μου λέει: "Σεμνύνομαι ευρισκόμενος ενώπιον ενός ζωντανού μνημείου της ελληνικής δημοσιογραφίας, περάστε κύριε Σόμπολε στο γραφείο μου" . Εγώ είπα από μέσα μου: "Παναγία μου, τι να θέλει τώρα ο Τσεβάς;". Τέλος πάντων, μπήκα μέσα και μόλις κάθισα με ρώτησε από που είχα όλες αυτές τις πληροφορίες και πώς έγραψα αυτό το ρεπορτάζ στην εφημερίδα. Εγώ του απάντησα αμέσως:
- "Κύριε εισαγγελεύ σας σέβομαι και σας εκτιμώ ιδιαίτερα αλλά πριν σας απαντήσω θα ήθελα να σας κάνω και εγώ μια ερώτηση"
- "Βεβαίως"
- "Αυτά που γράφω είναι σωστά;"
- "Απολύτως"
- "Εγώ κύριε εισαγγελεύ δεσμεύομαι από το δημοσιογραφικό απόρρητο και δεν μπορώ να σας αποκαλύψω ποιος ή ποιοι μου έδωσαν αυτά τα στοιχεία. Χαίρομαι και με ικανοποιεί που λέτε ότι αυτά που έγραψα είναι σωστά". Με χτύπησε στην πλάτη ο Τσεβάς, ήπιαμε τον καφέ μας και έφυγα. Με αυτό θέλω να πω ότι έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω ως δημοσιογράφος και δεν μπέρδευα τον ρόλο μου ούτε με τον αστυνομικό, ούτε με τον εισαγγελέα, ούτε με τον δικαστή, ούτε με κανέναν άλλον».
«Στη Λουίζης Ριανκούρ έκατσαν δίπλα - δίπλα αστυνομικός και τρομοκράτης»
Ωστόσο, η δράση της 17Ν συνεχίστηκε κανονικά μετά το «φιάσκο» της Λουίζης Ριανκούρ.
«Βέβαια, η 17Ν έδρασε για 28 χρόνια και δεν μπορούσαν να την εξαρθρώσουν. Ωστόσο, ήταν και το κλίμα τέτοιο που τη βοηθούσε. Τότε, για παράδειγμα, δεν γράφαμε για τρομοκρατική οργάνωση, αλλά για επαναστατική οργάνωση. Η αστυνομία είχε φτάσει πολλές φορές στην εξιχνίαση της υπόθεσης, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Στη περίπτωση της Λουίζης Ριανκούρ έκατσαν δίπλα - δίπλα αστυνομικός και τρομοκράτης. Έπρεπε να περάσουν πόσα χρόνια μετά από αυτό το περιστατικό για να φτάσει η Αστυνομία στην εξιχνίαση της. Η εξιχνίαση της 17Ν ήρθε μετά τη δολοφονία του Σόντερς στη Λεωφόρο Κηφισίας. Τότε ήρθε και η αντίστροφη μέτρηση για τη 17Ν».
Ήταν αυτό το πιο ισχυρό «χτύπημα» της οργάνωσης;
«Ναι, ήταν. Αλλά, αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν όταν πήραμε συνέντευξη από τη γυναίκα του Σόντερς. Είχε βγει η γυναίκα του τότε και είχε παρακαλέσει τον κόσμο να δώσει πληροφορίες στην αστυνομία. "Αν είδατε κάτι ή αν περνούσατε από το σημείο τη στιγμή της δολοφονίας του συζύγου, τηλεφωνήστε στο 100" είχε δηλώσει. Εμάς τότε αυτό μας φαινόταν τρομερό. Δηλαδή, υπήρχε ακόμη η κακιά νοοτροπία του Εμφυλίου Πολέμου και της Δικτατορίας, ότι ήταν κάτι κακό αν πεις κάτι στην Αστυνομία, ή αν μιλήσεις μαζί της. Όλοι εμείς που ασχολούμασταν με την υπόθεση το συζητάγαμε μεταξύ μας και λέγαμε: "Είδες τι είπε η Σόντερς;", λες και είχε πει κάτι το ανήκουστο... Αλλά, η δολοφονία του Σόντερς ήταν η αρχή του τέλους τη 17Ν».
Μιλήσατε ποτέ με κάποιο μέλος της 17Ν;
«Με πολλούς έχω μιλήσει και με τον Γιωτόπουλο. Μάλιστα, είχα βγάλει πρώτος την είδηση ότι συνελήφθη ο αρχηγός της 17Ν στους Λειψούς. Τότε δούλευα στο Mega. Την ώρα που συνελήφθη και με ενημέρωσαν, είχε εκπομπή ο Αλέξης Παπαχελάς. Τον διακόπτω στον «αέρα» και του λέω ότι συνελήφθη ο αρχηγός της 17Ν και ότι τον φέρνουν με ελικόπτερο στην Αθήνα. Χαμός έγινε τότε».
Τι θυμάστε από τις απολογίες των ηγετικών μελών της οργάνωσης;
«Τώρα δεν θυμάμαι πολλά αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω γιατί οι τρομοκράτες κάνουν αυτό που κάνουν. Καταλαβαίνω ότι ο ληστής και ο κλέφτης κάνουν τη ληστεία για τα χρήματα. Στη τρομοκρατία δεν κατάλαβα ποτέ τον λόγο, από τότε μέχρι και σήμερα, γιατί η τρομοκρατία δεν τελειώνει πότε. Οι τρομοκράτες συλλαμβάνονται αλλά η τρομοκρατία δεν θα εκλείψει ποτέ».
«O Ρωχάμης δεν μετάνιωσε ποτέ»
Ξεκινήσατε το αστυνομικό ρεπορτάζ το 1968, την περίοδο που η Ελλάδα αλλά και η Ευρώπη έχει συγκλονιστεί από τα εγκλήματα του Ντουφτ και του Μπασενάουερ. Τι θυμάστε από εκείνη την υπόθεση;
«Βέβαια. Ο Ντούφτ και ο Μπασενάουερ ήταν δύο Γερμανοί κακοποιοί που είχαν έρθει στην Ελλάδα και σκότωναν... για το τίποτα. Δεν είχαν κάποιο κίνητρο. Μικρό χρονικό διάστημα είχαν εδώ στην Ελλάδα και είχαν σκοτώσει κάμποσους, μεταξύ άλλων και έναν υπάλληλο βενζινάδικου στην Εθνική Οδό προς την πλευρά της Θήβας. Οι δύο κακοποιοί εκτελέστηκαν τον Δεκέμβριο του 1969. Ίσχυε τότε η θανατική ποινή στην Ελλάδα. Ο τελευταίος που εκτελέστηκε ήταν ο Λυμπέρης. Ο Λυμπέρης έβαλε φωτιά στο σπίτι του και έκαψε τη γυναίκα του, την πεθερά του και τα δύο μωρά παιδιά του. Ήθελε να εκδικηθεί την πεθερά του! Πριν από τον Λυμπέρη εκτελέστηκαν αυτοί οι δύο Γερμανοί , ο ένας στην Κέρκυρα και ο άλλος στην Αίγινα. Αυτοί ήταν οι πρώτοι serial killers που γνώρισα και εγώ στη δημοσιογραφία, μετά βέβαια ακολούθησαν και άλλοι με πολλά εγκλήματα στο ενεργητικό τους».
Πριν από περίπου ένα μήνα πέθανε ο Βαγγέλης Ρωχάμης. Έχει δημιουργηθεί ένας μύθος γύρω από το πρόσωπο του και σίγουρα πρόκειται για μια ιδιαίτερη περίπτωση κακοποιού. Εσείς τον γνωρίσατε προσωπικά. Τι άνθρωπος ήταν τελικά ο «Έλληνας πεταλούδας»;
«Ο Ρωχάμης με έχει απασχολήσει εκατοντάδες φορές είτε με ληστείες, είτε με πυροβολισμούς, είτε με τις αποδράσεις του. Ο Ρωχάμης ήταν ένας άνθρωπος που απασχολούσε τα ΜΜΕ και τη κοινή γνώμη πάρα πολύ συχνά. Ήταν ένας πολύ έξυπνος κακοποιός. Του έχω πάρει πολλές συνεντεύξεις για την ΕΡΤ, το Mega και το «Έθνος». Μιλάγαμε συχνά και διατηρήσαμε αυτή τη σχέση μέχρι το θάνατό του. Τελευταία φορά μιλήσαμε το καλοκαίρι. Θυμάμαι ότι με είχε πάρει στην γιορτή μου για να μου πει τα «χρόνια πολλά». Εγώ διατηρούσα σχέση με όλους αυτούς και ακόμα διατηρώ με πολλούς.
Είχε μετανιώσει για ότι είχε κάνει;
«Δεν είχε μετανιώσει! Με είχε πάρει πριν λίγα χρόνια τηλέφωνο και μου είπε ότι είχε ανοίξει ένα ουζερί στο Λευκαντί της Εύβοιας και ήθελε να πάω για με κεράσει. Τελικά πήγα. Καθίσαμε εκεί μαζί, μου γνώρισε την φιλενάδα του και εκεί μου έλεγε χαρακτηριστικά: "Φταίει η κοινωνία ρε Πάνο, η κοινωνία φταίει". Εγώ του απαντούσα: "Ρε Βαγγέλη είσαι 60 χρονών και σου φταίει η κοινωνία; Εσύ δεν φταις σε τίποτα;". "Όχι, η κοινωνία φταίει" μου απάνταγε συνέχεια.
Επίσης, θυμάμαι όταν ο Βαγγέλης ήταν στις φυλακές της Κέρκυρας και με είχε πάρει τηλέφωνο για να βοηθήσω την κόρη του. "Αδερφέ, η κόρη μου θέλει να γίνει τραγουδίστρια και θέλω να την προωθήσεις" μου είχε πει. "Ρε Βαγγέλη εγώ δεν είμαι του καλλιτεχνικού..." του είχα απαντήσει τότε αλλά δέχθηκα να τον βοηθήσω. Μου τη στέλνει, λοιπόν, στο «Έθνος» που δούλευα τότε. Με παίρνει τηλέφωνο έντρομος ο σεκιουριτάς και μου λέει με σιγανή φωνή: "Κύριε Σόμπολε, έχει έρθει μια κοπέλα που λέει ότι την λένε Ρωχάμη και θέλει να σας δει". Τρομοκρατήθηκε ο σεκιουριτάς γιατί ο Ρωχάμης τότε ήταν... θρύλος. Τέλος πάντων, έρχεται στο γραφείο μου και είχε φέρει και έναν φίλο της μαζί. Γυρνάω σε μια στιγμή και του λέω: "Κάπου σε ξέρω εσένα". Σήκωσε το βλέμμα του και μου απάντησε: "Είχαμε συναντηθεί στην Ασφάλεια κύριε Σόμπολε". Μετά από λίγο φωνάζω τον Φλέσσα που έκανε καλλιτεχνικό ρεπορτάζ και του λέω: "Αυτή είναι η Μαρία Ρωχάμη, είναι ένα αστέρι στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Βοήθησε την, γράψε κάτι για να την προωθήσουμε". Την άλλη μέρα ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής σελίδας της εφημερίδας έγραφε: "Η Μαρία Ρωχάμη το νέο αστέρι κλπ". Μετά από λίγες ημέρες χτυπάει το τηλέφωνο. "Σε ευχαριστώ πολύ αδερφέ μου. Τώρα μόλις διάβασα την εφημερίδα. Σε ευχαριστώ πολύ για ό,τι έκανες". Ήταν ο Βαγγέλης Ρωχάμης.
«Τέλειο έγκλημα δεν υπήρχε και δεν θα υπάρχει ποτέ»
Σαν ρεπόρτερ καλύψατε τη μεγαλύτερη τραγωδία στα ελληνικά αθλητικά δρώμενα, την τραγωδία της Θύρας 7. Τι εικόνες σας έρχονται στο μυαλό από εκείνη τη μέρα;
«Βέβαια, η τραγωδία στη Θύρα 7... Όλη η φρίκη ήταν στην πόρτα, στην είσοδο. Όταν πήγαμε γινόταν χαμός. Κουβάλαγαν τραυματίες, φωνές, ουρλιαχτά, χαμός... Αυτό το περιστατικό ήταν από τα πιο τραγικά στα ελληνικά αθλητικά δρώμενα και μάλιστα το περιλαμβάνω σε ένα από τα βιβλία μου που έχει τον τίτλο: "Τα τραγικά γεγονότα της τελευταίας τριακονταπενταετίας όπως τα έζησα". Αυτό που δεν μπορώ να ξεχάσω, όμως, είναι τα ουρλιαχτά από τις μανάδες που έφταναν στο γήπεδο και ρωτούσαν για το παιδί τους. Θυμάμαι μια μάνα που είδε το παιδί της τραυματισμένο και οδυρόταν γιατί δεν μπορούσε να φτάσει στο σημείο που ήταν. Γινόταν ένας πανζουρλισμός εκεί. Ασθενοφόρα, κόσμος, φωνές, κλάματα. Ήταν μια κατάσταση... Μάλιστα, εμείς είχαμε φτάσει και καθυστερημένα στο γήπεδο με το συνεργείο, δεν ήμασταν εκεί από την πρώτη στιγμή».
Έχετε κάνει ρεπορτάζ για δολοφονίες, εγκλήματα, τροχαία, φονικές πυρκαγιές, τρομοκρατικές επιθέσεις κ.α. Ποια υπόθεση σας σημάδεψε; Ποιο ήταν το πιο φρικιαστικό έγκλημα που βιώσατε;
«Του Φραντζή ήταν το συγκλονιστικότερο!»
Λόγω της αγριότητας;
«Λόγω του τρόπου με τον οποίο διαπράχθηκε αυτό το έγκλημα, τα όσα προηγήθηκαν και τα όσα ακολούθησαν. Ο Φραντζής σκότωσε τη Ζωή, τη γυναίκα του, η οποία ήταν 18 χρονών, και στη συνέχεια την τεμάχισε. Γιατί την τεμάχισε; Πολύ απλά επειδή δεν μπορούσε να την πάρει στην πλάτη και να την μεταφέρει. Ήθελε να φανεί ότι η Ζωή τον είχε εγκαταλείψει και είχε εξαφανιστεί. Ο σκοπός του ήταν να την πετάξει στα σκουπίδια. Νόμιζε ότι το πρωί θα περνούσε το απορριμματοφόρο και θα άδειαζε τον κάδο, και ότι κατά συνέπεια δεν θα βρισκόταν ποτέ το κομματιασμένο σώμα της νεαρής συζύγου του. Έτσι, την τεμάχισε και πέταξε το σώμα στα σκουπίδια. Εκεί κοντά ήταν ένα ταχυδρομικό γραφείο. Τότε έπαιρναν τα γράμματα από το ταχυδρομείο και πέταγαν στο κάδο τους φακέλους με τα γραμματόσημα. Ένας συλλέκτης γραμματοσήμων που έψαχνε για γραμματόσημα, είδε να εξέχει ένα χέρι από μια σακούλα και ψάχνοντας καλύτερα μέσα στον κάδο βρήκε τα κομμάτια. Αμέσως φώναξε την αστυνομία, το μαθαίνουμε και εμείς και τρέχουμε εκεί. Αργότερα πήγαμε στο νεκροτομείο. ο Χρήστος Λευκίδης, ο ιατροδικαστής μαζί με τον Θανάση τον Σαρλή έκαναν τη "συναρμολόγηση"... Έχω ακόμα τη φωτογραφία από το νεκροτομείο.
Μάλιστα, έκανα συνέντευξη στον «αέρα» με τον Φραντζή. Θυμάμαι να του λέω:" Ρε Παναγιώτη πώς τα κατάφερες και έκοψες με τέτοιο τρόπο το πτώμα της γυναίκας σου; Έχεις δουλέψει σε κρεοπωλείο; Πάγωσα με την απάντηση που πήρα: "Ακούστε, κύριε Σόμπολε, δεν είναι ανάγκη να δουλέψω σε κρεοπωλείο για να ξέρω. Είναι πολύ εύκολο. Αρκεί να σημαδέψεις τις κλειδώσεις. Μπορείς να δοκιμάσεις και θα δεις ότι δεν είναι κάτι το δύσκολο..." "Καλά, σοβαρολογείς; Τι μου λες, ρε Παναγιώτη, να κάνω; Μου λές να πάρω ένα μαχαίρι και να τεμαχίσω μια γυναίκα;" του απάντησα. Όλα αυτά συνέβησαν στον «αέρα». Έσκυψε το κεφάλι, με κοίταξε αμήχανα και δεν απάντησε. Τον ξαναρώτησα αργότερα για τη διαδικασία του τεμαχισμού και για το πώς αισθανόταν. "Αυτή η νύχτα ήταν η χειρότερη της ζωής μου. Πρέπει να σας πω ότι ήμουν σε κακή κατάσταση. Έκανα εμετό όταν την τεμάχιζα και σταματούσα... Ξανάρχιζα και πάλι σταματούσα... Όμως την αγαπώ! Την αγαπώ πάρα πολύ!" απάντησε.
Μάλιστα, ο Φρατζής μας έλεγε ότι ήταν ατύχημα και τη σκότωσε άθελα του. Ισχυρίστηκε ότι τσακώθηκαν και σπρώχνοντας την, η Ζωή χτύπησε το κεφάλι της πάνω στο σίδερο του κρεβατιού και πέθανε. Όμως, αυτό δεν ήταν αλήθεια διότι ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι την είχε στραγγαλίσει πριν την τεμαχίσει».
Υπάρχει άραγε το τέλειο έγκλημα;
«Όχι. Τέλειο έγκλημα δεν υπήρχε και πολύ περισσότερο δεν υπάρχει σήμερα με τα πάμπολλα μέσα που διαθέτουν οι αρχές. Παλαιότερα είχαμε μόνο τα δακτυλικά αποτυπώματα και τις μαρτυρίες ως πειστήρια του εγκλήματος. Τώρα έχουν πάρα πολλά «βέλη» στη φαρέτρα τους οι Αρχές. Δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα! Όλα εξιχνιάζονται. Δεν υπάρχουν άραγε ανεξιχνίαστα εγκλήματα; Υπάρχουν επειδή δεν έκαναν κάποιοι αστυνομικοί την δουλειά τους. Αλλά τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει».
Η επαφή σας με τέτοια εγκλήματα σας έκανε σκληρότερο άνθρωπο;
«Όχι. Δεν με επηρέασαν αυτά. Όταν γύρναγα στο σπίτι, έκλεινα την πόρτα και τα άφηνα όλα απ' έξω. Είχα τη δύναμη να μη με επηρεάζουν όλα αυτά».
«Νταβατζής με είχε απειλήσει ότι θα μου έκοβε τη μύτη αν ξαναέγραφα για τους οίκους ανοχής»
Υπήρξε κάποια στιγμή που να φοβηθήκατε για τη ζωή σας; Ποια ήταν η πιο επικίνδυνη αποστολή;
«Δεν ήταν μια και δύο... Αυτό το ρεπορτάζ εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Πολλές φορές έχω κινδυνέψει. Θυμάμαι την πρώτη φορά που δέχτηκα τηλεφώνημα... Ήμουν νεαρός δημοσιογράφος και φοβήθηκα. Έγραφα ένα ρεπορτάζ για τους οίκους ανοχής και τους νταβατζήδες. Την άλλη μέρα παίρνει τηλέφωνο στην εφημερίδα ένας από τους νταβατζήδες και μου λέει: "Άμα ξαναγράψεις, θα σου κόψω τα αυτιά, την μύτη και... άλλα πράγματα". Τρομοκρατήθηκα τότε.
Πολλές φορές κινδύνεψα και τυχαία. Για παράδειγμα στην Αλβανία. Είχαμε πάει αποστολή για να καλύψουμε το ρεπορτάζ για τις τράπεζες του Μπερίσα. Στην ΕΡΤ ήμουν ακόμη. Θυμάμαι καθόμουν σε ένα πεζούλι και σημείωνα τι θα πω στην κάμερα. Ξαφνικά, άρχισαν να πέφτουν ένα σωρό σφαίρες δεξιά και αριστερά και δεν με πήρε καμία. Ο τοίχος πίσω μου ήταν γεμάτος σφαίρες και από τη μια πλευρά και από την άλλη, αλλά εμένα δεν με πέτυχε καμία! Μόλις τελείωσαν οι πυροβολισμοί, λέω: "Δόξα τω Θεώ, είμαι τυχερός". Μια άλλη φορά που θυμάμαι έντονα ήταν με τον Ρωχάμη. Είχε αποδράσει από τις φυλακές Αλικαρνασσού. Ήταν μια από τις πολλές αποδράσεις. Τον έψαχναν τότε παντού, σε όλη την Κρήτη. Είχαμε πάει με το συνεργείο στην Κρήτη και είχαμε μπει σε ένα ελικόπτερο της Αστυνομίας που έκανε την έρευνα για τον εντοπισμό του. Σε μια στιγμή το ελικόπτερο ακουμπάει πάνω σε ένα δέντρο και αρχίζει να ταρακουνιέται και να πέφτει. Είπα ότι εκεί θα αφήσουμε τα κοκαλάκια μας. Δεν τα αφήσαμε ούτε εκεί... Το σήκωσε τελικά το ελικόπτερο ο πιλότος. Μια άλλη φορά ήταν στην Κατεχάκη. Είχε γίνει ένα θανατηφόρο τροχαίο και έπαιρνα συνέντευξη από κάποιον μάρτυρα. Τότε δεν είχε τις μπάρες στη μέση και αυτό το διαχωριστικό που έχει σήμερα. Έτσι, μια κοπέλα που οδηγούσε εκείνη την ώρα, κοίταξε τα τρακαρισμένα αυτοκίνητα, αφαιρέθηκε έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και ερχόταν κατευθείαν πάνω μας. Για λίγο τη γλίτωσα! Φαντάσου ότι το αυτοκίνητο μου χτύπησε το χέρι που κρατούσα το μικρόφωνο. Αν ερχόταν πάνω μου, δεν θα προλάβαινα να κάνω τίποτα».
Το αστυνομικό ρεπορτάζ είναι σίγουρα το πιο επικίνδυνο και το πιο απαιτητικό. Μετανιώσατε ποτέ για αυτή σας την επιλογή;
«Όχι! Δεν έχω μετανιώσει ποτέ. Όπως σου είπα και στην αρχή, δεν είχαμε πολλές επιλογές. Τότε λέγαμε πώς θα βάλω «πλάτη» στην εφημερίδα. Βέβαια, το αστυνομικό ρεπορτάζ είναι το σκληρότερο και το χειρότερο από όλα τα ρεπορτάζ. Για παράδειγμα, στο δικαστικό πας το πρωί στο δικαστήριο, βλέπεις τον εισαγγελέα, βλέπεις τις υποθέσεις, βλέπεις την εκδίκαση και το μεσημέρι κλείνουν τα δικαστήρια. Τέλος για σήμερα, αύριο πάλι. Στο αστυνομικό δεν είναι έτσι. Ξέρεις πότε θα σκοτώσει ο άλλος; Όχι. Μήπως ξέρεις πότε θα γίνει η ληστεία; Όχι. Ξέρεις πότε θα γίνει ο σεισμός, πότε θα έχουμε πυρκαγιά, πότε θα γίνει το τροχαίο; Όχι, δεν τα ξέρεις αυτά. Για αυτό το λόγο πρέπει να είσαι «απίκο» 24 ώρες το 24ωρο και 365 μέρες το χρόνο. Ούτε γιορτές, ούτε αργίες, ούτε Χριστούγεννα, ούτε Πάσχα, ούτε τίποτα.
Και τότε πηγαίναμε πάντα στον τόπο που διαδραματίζονταν τα γεγονότα και δεν καθόμασταν στο γραφείο. Εγώ πάντα πίστευα και πιστεύω ότι ο δημοσιογράφος πρέπει πάντα να πηγαίνει στον τόπο που διαδραματίζεται το όποιο γεγονός. Αυτός είναι και ο λόγος που ένα από τα βιβλία μου («Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα») δεν το αφιέρωσα σε ένα συγγενικό μου πρόσωπο. Στο βιβλίο έγραψα: «Αφιερώνεται στους νεότερους συναδέλφους μου, με την προτροπή να κάνουν ρεπορτάζ πάντα στον τόπο όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα». Δεν γίνεται ρεπορτάζ από το γραφείο, από το σπίτι και από το τηλέφωνο. Άμα δεν πας στον τόπο, δεν μπορείς να ενημερώσεις σωστά τον κόσμο.
Θέλω να πω και κάτι τελευταίο στους νεότερους συναδέλφους μου: Να θυμάστε ότι η δημοσιογραφία εκτός από επάγγελμα είναι και λειτούργημα. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ενημερώνουμε σωστά και αντικειμενικά μακριά από συμφέροντα, κόμματα, θρησκείες και παρατάξεις. Εσείς οι νεότεροι συνάδελφοι πρέπει να θυμάστε ακόμα δύο λέξεις: Ήθος και εργατικότητα. Εάν τα έχετε αυτά τα δύο, θα προκόψετε στη ζωή σας. Αν δεν τα έχετε, θα σας φταίει συνέχεια ο αρχισυντάκτης, ο συνάδελφος ή κοινωνία, όπως έλεγε και ο Ρωχάμης. Να θυμάστε, επίσης, ότι η λέξη «ήθος» περιλαμβάνει πολλά πράγματα: Ανθρωπιά, αγάπη, σεβασμό, αλληλεγγύη. Εγώ αυτές τις αρχές πρέσβευα 45 χρόνια στη δημοσιογραφία».