Μάριο Μπόνι στο Gazzetta: «Ο Άρης μου άλλαξε τη ζωή»
Η συνέντευξη δεν ήταν προγραμματισμένη. Ένα espresso θέλαμε να πιούμε, τελικά ήρθε και δεύτερος καθώς εξελισσόταν ένα ταξίδι στα παλιά. Είναι αλήθεια ότι ο Μάριο Μπόνι είναι… αυθεντικά τρελός, παράλληλα όμως και εξαιρετικά λογικός. Προφανώς είναι αδύνατη η συνύπαρξη αυτών των δύο προσδιορισμών, αλλά αυτός είναι. Μια ψυχή πλούσια σε συναισθήματα, ένα ταξιδιάρικο μυαλό που συνηθίζει να επαναφέρει εικόνες και στιγμές που «χαράκωσαν» την καρδιά του. Κρίνοντας από τον διαχρονικό ενθουσιασμό του σε κάθε εξιστόρηση, νιώθεις ότι απέναντί σου έχεις ένα παιδί. Κι ας βαδίζει στα 61 α του χρόνια. Καλά-καλά δεν πέρασε ούτε πενταετία από την ημέρα που έβαλε στην ντουλάπα τα… κοντά παντελονάκια. Ο Super Mario επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη ως καλεσμένος του Άρη στις εορταστικές εκδηλώσεις των 110 χρόνων από την ίδρυση του συλλόγου. Στην πραγματικότητα έρχεται κάθε χρόνο. Κανείς από τους ξένους παίκτες που είχαν την τιμή να φορέσουν τη φανέλα του συλλόγου δεν διατήρησε τόσο στενή επαφή. Και αυτό τον κάνει ξεχωριστό.
Κάπου εδώ όμως ο δικός μου ρόλος τελειώνει. Δεν θα διαβάσετε τις ερωτήσεις, θα τις διαπιστώσετε μέσα από τις απαντήσεις του. Γιατί ο Μάριο προχώρησε σε μια κατάθεση ψυχής, αυτοκριτικής και ανοιχτής διαφήμισης της Ελλάδας που ο ίδιος ξέρει εδώ και 28 χρόνια. Αυτή που γνώρισε μέσα από τη συναναστροφή με ανθρώπους του μόχθου. Μέσα από τη ζεστή καρδιά τους, τη φιλοξενία και την ανθρωπιά που τους χαρακτηρίζει. Για την ιστορία, ο Μάριο Μπόνι προσγειώθηκε στον πλανήτη Άρη το καλοκαίρι του 1996 εκμεταλλευόμενος την υπόθεση Μπόσμαν η οποία έφερε την επανάσταση στον ευρωπαϊκό αθλητισμό. Κατέκτησε το Κύπελλο Κόρατς (1997) και το Κύπελλο Ελλάδας (1998) δίνοντας αίγλη σε μια σπουδαία καριέρα στη χώρα του, κυρίως, με τη φανέλα της Μοντεκατίνι.
«Ο Άρης ήταν ευκαιρία ζωής για μένα»
«Το 1996 ήταν το σωτήριο έτος για μένα. Ήταν η περιβόητη υπόθεση Μπόσμαν η οποία ανέτρεψε τα πάντα στον ευρωπαϊκό αθλητισμό καθώς άνοιξε τα σύνορα και ουσιαστικά έφερε την ελεύθερη μετακίνηση παικτών ανατρέποντας όλα τα δεδομένα στην αγορά. Παρεμπιπτόντως, έχω την αίσθηση ότι όλοι όσοι επωφεληθήκαμε αυτής της υπόθεσης θα πρέπει να πληρώνουμε κάθε χρόνο κι έναν φόρο (γέλια). Πολλοί λένε ότι αυτή η ιστορία ήταν καταστροφική, για μένα όμως, ήταν ευεργετική γιατί τότε εμφανίστηκε ο Άρης. Μου είχε εξηγήσει ο ατζέντης μου για τις ευκαιρίες που θα έφερνε η υπόθεση Μπόσμαν. Μία από αυτές ήταν ο Άρης. Εκείνη την εποχή το internet δεν ήταν διαδεδομένο. Δεν υπήρχαν social media, ακόμη και ο αριθμός των ανθρώπων που είχαν κινητά τηλέφωνα ήταν αρκετά περιορισμένος. Προφανώς ήξερα πολλά πράγματα για τον Άρη. Την πλούσια παράδοση και ιστορία του, εκείνη την τρομερή ομάδα με τον Νίκο Γκάλη. Δεν είχα έρθει ποτέ στην Ελλάδα και η πρόταση του Άρη ήταν μια ευκαιρία ζωής.
Εκείνη την εποχή όλα ήταν καινούργια ή μάλλον πρωτόγνωρα. Μέχρι τότε, η συντριπτική πλειοψηφία των επαγγελματιών αθλητών ήταν εγκλωβισμένοι στα Πρωταθλήματα των χωρών τους. Ξαφνικά ήρθε η υπόθεση Μπόσμαν κι έβαλε νέους κανόνες. Προσωπικά ήθελα μια αλλαγή. Στην Ιταλία είχα πετύχει πολλά πράγματα. Ήμουν στα 33 και ο Άρης ήταν μια μοναδική ευκαιρία. Την ήθελα περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο. Να ζήσω στην Ελλάδα, να δω μια διαφορετική κουλτούρα, ίσως και να βελτιωθώ ως άνθρωπος και αθλητής. Κανείς απ’ όλους όσοι έφυγαν από τις χώρες του δεν είχαν πλήρη ενημέρωση για την ομάδα στην οποία πήγαιναν. Έπαιρναν κάποιες πληροφορίες από φίλους ή δημοσιογράφους οι οποίοι είχαν, ας πούμε, καλύτερη πληροφόρηση.
«Μέχρι τα 51 πληρωνόμουν από το μπάσκετ»
Στην Ιταλία ήμουν πολλά χρόνια, είχε προηγηθεί και η ιστορία του ντόπινγκ με την τιμωρία ενός χρόνου λόγω της οποίας αναγκάστηκα για έναν χρόνο να πάω στην Αμερική και να παίξω στο CBA που εκείνη την εποχή ήταν η αναπτυξιακή λίγκα του ΝΒΑ. Πήγα στο Μέμφις, μετά στην Ουάσιγκτον. Συνολικά όμως ήθελα κάτι καινούργιο στην καριέρα μου και στη ζωή μου. Μπασκετικά πέρασα το συντριπτικό μέρος της καριέρας του στη Μοντεκατίνι, σε σημείο μάλιστα να πιστέψουν πολλοί ότι από εκεί κατάγομαι. Ωστόσο, γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Κοντόνιο, μια περιοχή κοντά στο Μιλάνο. Επηρεασμένος από τους μπασκετικούς θρύλος της δικής μου γενιάς, ασχολήθηκα με το μπάσκετ, αλλά δεν θα μπορούσα να φανταστώ την εξέλιξη των πραγμάτων. Με ρωτάνε πότε σταμάτησα το μπάσκετ και τους λέω ‘στα 51’ γιατί τότε σταμάτησα να πληρώνομαι από το μπάσκετ. Μέχρι τότε είχα καθαρά επαγγελματικές συνδιαλλαγές. Έπαιξα μέχρι τα 56 σε μια ομάδα στην Τοσκάνη αλλά στην τελευταία πενταετία απλά προσπαθούσα να σκοτώσω τον παίκτη που είχα στην ψυχή μου.
«Για μένα το μπάσκετ σταμάτησε όταν έπαψα να παίζω»
Μια μέρα με ρώτησαν γιατί δεν έγινα τζένεραλ μάνατζερ καθώς στην Ιταλία παραμένω αναγνωρίσιμος, ξέρω το άθλημα και διατηρώ δίκτυο με πολλούς φίλους. Τους απάντησα ότι για μένα το μπάσκετ υπάρχει μόνο όταν παίζεις. Γι’ αυτό δεν θέλησα να ασχοληθώ με την προπονητική ή να αναλάβω ρόλο σε μια ομάδα. Δούλεψα για δέκα χρόνια στα media ως σχολιαστής των αγώνων ενώ το 2002 ξεκίνησα τη δική μου real estate επιχείρηση παράλληλα με άλλες δραστηριότητες. Αυτή τη στιγμή είμαι και αντιπρόεδρος της Ιταλικής Μπασκετικής Ένωσης η οποία φροντίζει για τα δικαιώματα των παικτών. Δηλαδή, διασφαλίζουμε ότι τηρούνται όλα όσα προβλέπονται στα συμβόλαια των παικτών. Γι’ αυτόν
τον λόγο κάνω πολλά ταξίδια στο εσωτερικό της Ιταλίας επιδιώκοντας την άμεση επαφή με τους παίκτες.
«Ποιο ΝΒΑ; Είμαι υπέρ του every game matters»
Σε σύγκριση με τη δική μου εποχή, το μπάσκετ δεν άλλαξε απλά αλλά ανατράπηκε. Τώρα μετρούν τα φυσικά προσόντα. Πόσο γρήγορα τρέχεις, πόσο ψηλά μπορείς να πηδήξεις. Στη δική μου εποχή είχε μεγαλύτερη αξία το πόσο γρήγορα σκέφτεσαι. Τεχνικά ήμασταν σε καλύτερο επίπεδο. Βλέπεις τους τωρινούς αθλητές, ελάχιστοι κάνουν jump shoot. Πολλά τρίποντα και το λέω εγώ που συνήθιζα το μακρινό σουτ. Δεν μπορώ να δω ΝΒΑ. Σταμάτησα να παρακολουθώ αγώνες μετά την εποχή του Τζόρνταν. Η άμυνα δεν ήταν το καλύτερο στοιχείο του παιχνιδιού μου αλλά μπροστά στις συνήθειες των τωρινών παικτών στο ΝΒΑ, εγώ υπήρξα… τέρας της άμυνας. Καταλαβαίνω ότι η όλη ιστορία είναι business. Το showtime έχει αντικαταστήσει το αποτέλεσμα. Πολλοί πόντοι, πολλά καρφώματα, μηδέν άμυνα και όλοι είναι χαρούμενοι. Οι παίκτες εισπράττουν απίστευτα χρήματα, ο κόσμος διασκεδάζει αλλά προτιμώ τη δική μου εποχή και την Euroleague. Αυτό το «every game matters». Δεν υπάρχει αίσθηση του αποτελέσματος στο ΝΒΑ. Σουτάρουν ασταμάτητα. Είναι ο άλλος στα δέκα μέτρα από το καλάθι, σταματάει και σουτάρει. Μα είναι μπάσκετ αυτό; Πού βρίσκεται το τακτικό κομμάτι (;), η οξυδέρκεια του αθλητή, η χαρά της δημιουργίας μαζί με τη μοναδικότητα της εκτέλεσης; Στην Euroleague νιώθεις την αίσθηση του δράματος. Κάθε παιχνίδι είναι ζωής ή θανάτου. Οι παίκτες θυσιάζουν εαυτούς για το αποτέλεσμα. Βλέπεις στο ΝΒΑ ότι η ομάδα τους χάνει 25-30 πόντους κι αυτοί γελούν στον πάγκο. Στη δική μου κοσμοθεωρία αυτό είναι ακατανόητο. Γι’ αυτόν τον λόγο ένας παίκτης με μακρά προϋπηρεσία στο ΝΒΑ, ερχόμενος στην Ευρώπη, χρειάζεται ένα και δύο χρόνια για να αντιληφθεί τη διαφορετική φιλοσοφία. Προϊόντος του χρόνου καταλαβαίνει ότι εδώ πρέπει να νικήσεις. Γελάκια και σουτάκια από το κέντρο δεν
υπάρχουν.
«Στη Ιταλία παραμένω ο τρίτος καλύτερος Ιταλός σκόρερ στην ιστορία του Πρωταθλήματος»
Νομίζω ότι είχα κάτι περισσότερο από τριάντα πόντους κατά μέσο όρο. Στην ιστορία του ιταλικού Πρωταθλήματος παραμένω ο τρίτος στη λίστα των κορυφαίων Ιταλών σκόρερ, πίσω από τον Αντονέλο Ρίβα και τον Κάρλτον Μάιερς. Έχω όμως τον μεγαλύτερο μέσο όρο πόντων. Θέλω να είμαι ειλικρινής. Όταν αποφάσισα να αρπάξω την ευκαιρία του Άρη το έκανα έχοντας αυτό κατά νου. Διαπιστώνοντας τις ισορροπίες στην ομάδα και λειτουργώντας σ’ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον από αυτό που είχα συνηθίσει κατάλαβα ότι έπρεπε να διαδραματίσω άλλον ρόλο. Η ομάδα είχε χτιστεί πάνω στον Πικουλίν Ορτίθ και στον Παναγιώτη Λιαδέλη. Αυτή η αλλαγή δεν ήταν εύκολη. Δεν είναι τόσο απλό να μετατρέπεσαι από παίκτης που αποφασίζει για την τύχη ενός αγώνα σε ρολίστας. Θέλει χρόνο και ώριμη σκέψη. Βλέποντας όμως ότι αυτό αποδίδει το έκανα με χαρά. «Αν είχα την ευκαιρία να συναντήσω όλους τους προπονητές μου, θα τους ζητούσα ταπεινά συγνώμη» Τώρα καταλαβαίνω καλύτερα ότι δεν ήμουν εύκολος παίκτης ως προς το κομμάτι της διαχείρισης. Μακάρι να είχα την ευκαιρία να συναντήσω όλους τους προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκα. Θα τους έβαζα όλους στη σειρά και θα τους ζητούσα ταπεινά συγνώμη. Δεν ήμουν εύκολος χαρακτήρας αλλά ένας ατίθασος παίκτης ο οποίος ήθελε πάντα να γίνεται το δικό του. Όταν μεγαλώνεις και τα μαλλιά σου ασπρίζουν αυτομάτως αλλάζει ο τρόπος υποδοχής και διαχείρισης των καταστάσεων. Τώρα καταλαβαίνω ότι σε πολλές περιπτώσεις έκανα λάθος. Ήμουν ασυγκράτητος. Κλωτσούσα μπάλες, μάλωνα με τους προπονητές όταν με άλλαζαν γιατί δεν είχα την ωριμότητα να αντιληφθώ ότι είχαν δίκιο. Στην Μοντεκατίνι είχα την ευλογία συνεργασίας μ’ ένα θρύλο του ιταλικού μπάσκετ, τον Μάσιμο Μαζίνι. Μου συμπεριφέρθηκε σα να ήμουν γιος του. Όλοι οι προπονητές μου έδωσαν κάτι απλά τώρα το καταλαβαίνω καλύτερα.
«Ο Μεσίνα είχε παραδεχθεί ότι ήμουν το μεγαλύτερο λάθος του»
Με ρώτησες πώς είναι δυνατόν ένας αυθεντικός σκόρερ σαν κι μένα να μην είχε σταθερή θέση στην εθνική ομάδα. Σε μια μεγάλη συνέντευξή του, ο σπουδαίος Έτορε Μεσίνα είπε ότι ήμουν το μεγαλύτερο λάθος του. Ήταν το 1993 ενόψει του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Κόπηκα γιατί ήμουν εγωιστής. Πρέπει να δούμε την αλήθεια, εξάλλου, τα χρόνια πέρασαν. Τώρα καταλαβαίνω πόσο δύσκολη ήταν η διαχείρισή μου. Να βρεις ασφαλή τρόπο επικοινωνίας και να με ελέγξεις. Μου έλεγαν οι προπονητές να δώσω την μπάλα στο ψηλό και αντιδρούσα. Δεν μπορούσα να ελέγξω το εγώ μου. Σ’ ένα από τα ταξίδια που έκανα με την Ιταλική Μπασκετική Ένωση συναντήθηκα με τον Έτορε Μεσίνα.
Μιλήσαμε για την εθνική ομάδα και μου επανέλαβε ότι ήμουν το μεγαλύτερο λάθος του. Με τον Έτορε είμαστε φίλοι. Είναι φοβερός τύπος. Όταν όμως είσαι 25-26 χρονών δεν αντιλαμβάνεσαι κάποια πράγματα. Μεγαλώνοντας γίνεσαι σοφότερος. Αυτό έγινε με μένα. Κι έτσι έπαιξα στην εθνική Ιταλίας μόνο μια φορά, επί Σάντρο Γκάμπα, σ’ ένα παιχνίδι με την Τσεχία. Ήμουν πάντα στα τελευταία κοψίματα αλλά ο λόγος δεν ήταν μόνο το ‘εγώ’ μου. Ήμουν και άτυχος γιατί πάντα κάτι συνέβαινε. Ένας μυϊκός τραυματισμός… κάτι. Από την άλλη πλευρά όμως, οφείλω να είμαι ειλικρινής, δεν άλλαζα τον εαυτό μου.
«Η μοίρα μου στον Άρη άλλαξε σ’ ένα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ»
Ερχόμενος στον Άρη δεν ήθελα να δείξω τον εγωισμό που είχα στα παλιότερα χρόνια. Όταν εξάλλου αλλάζεις χώρα οφείλεις να διαβάσεις το περιβάλλον, να αντιληφθείς και να προσαρμοστείς. Πολλοί μπορεί να μην το θυμούνται αλλά στο ξεκίνημα της χρονιάς δεν έπαιζα πολύ. Ήθελα να δείξω την αξία μου, αλλά δεν έπαιζα. Η ομάδα ήταν καλή και μετά ήρθε ο Σούμποτιτς. Βλέποντας τις ισορροπίες στην ομάδα, ήθελα απλά να είμαι ο ένας από τους παίκτες που έπαιζαν. Η τύχη μου άλλαξε σ’ ένα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ. Χάναμε με σημαντική διαφορά και ο Σούμποτιτς κοίταξε στον πάγκο, εστίασε το βλέμμα του σε μένα κι ένιωσα ότι θα επένδυε σε μένα. Μου είπε ‘πάμε να το αλλάξουμε’. Έκανα μεγάλο παιχνίδι, δε νικήσαμε αλλά τότε άλλαξε η μοίρα μου στην ομάδα.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ατάκα του Ντίνου και το χαμόγελό του»
Όταν συμφωνήσαμε με τον Άρη μου τηλεφώνησε ο μάνατζερ της ομάδας, ο Παναγιώτης Καπάζογλου και μου είπε ότι θα έπρεπε να έρθω στην Ελλάδα στα τέλη του Ιούλη. Μου έκανε εντύπωση γιατί το Πρωτάθλημα στην Ιταλία άρχιζε νωρίτερα. Ήρθα για τις καθιερωμένες εξετάσεις και μετά από μεγάλο διάστημα στη διάρκεια του οποίου ήμασταν σε tour στην Ευρώπη για φιλικά παιχνίδια, επιστρέψαμε στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι ότι είχαμε πάει και στο Μέτσοβο. Επιστρέφοντας, ήμασταν στο Μακεδονία Παλλάς και ετοιμαζόμασταν για ένα φιλικό παιχνίδι με την Μπανταλόνα στο Παλέ. Μέχρι τότε δεν είχα καταλάβει. Πριν μπούμε στο πούλμαν ήρθε ο Ντίνος Αγγελίδης και μου είπε ‘σήμερα θα καταλάβεις τι σημαίνει να παίζεις στον Άρη’. Του απάντησα καταφατικά δίχως κάποια ερώτηση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που μου είχε και το χαμόγελό του, αυτό του στιλ… ‘τώρα θα νιώσεις που είσαι’. Καθώς πλησίαζε το πούλμαν στο Παλέ είδα εκατοντάδες σταθμευμένα αυτοκίνητα. Μου έκανε εντύπωση. ‘Καλά είναι δυνατόν να έχει έρθει κόσμος για ένα φιλικό παιχνίδι;’, αναρωτήθηκα. Κι όταν μπήκαμε στο γήπεδο για προθέρμανση ένιωσα σοκ. Δεν είχα ζήσει στο παρελθόν ανάλογη κατάσταση. Το γήπεδο δεν ήταν απλά γεμάτο αλλά ο ένας ισορροπούσε το σώμα του σε αυτό του διπλανού του και όλοι απλά ήθελαν να προεξέχει το κεφάλι τους για να βλέπουν. Τρελάθηκα. Ήταν κάτι απίστευτο κι έτσι ξεκίνησε η ιστορία.
«Ο αγώνας με την Μπενετόν ήταν ξεχωριστή περίπτωση για μένα»
Στην τωρινή εποχή κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την αξία του Κυπέλλου Κόρατς. Σκέφτεται ότι από τη στιγμή που δεν ήταν η κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση δεν έπαιζαν και οι καλύτεροι. Κι όμως, τη χρονιά που το κατακτήσαμε η μεν Μπενετόν Τρεβίζο κατέκτησε το Πρωτάθλημα Ιταλίας και η δε Τόφας πήρε το αντίστοιχο στην Τουρκία, νομίζω, έναν χρόνο αργότερα. Αυτούς νικήσαμε. Οι αγώνες με την Μπενετόν αποτέλεσαν τεράστια πρόκληση για μένα, ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση, λόγω εθνικότητας. Στην Μπενετόν έπαιζε ο Αντρέα Νικολάι με τον οποίον υπήρξαμε συμπαίκτες για τέσσερα χρόνια στη Μοντεκατίνι. Όταν ήρθε η αποστολή της Μπενετόν στη Θεσσαλονίκη ο Αντρέα ήρθε και από το σπίτι μου. Αυτό που δεν γνωρίζει ο κόσμος είναι ότι πριν τον δεύτερο αγώνα στο Τρεβίζο ήρθαν φίλοι της Μοντεκατίνι στο ξενοδοχείο και μετά στο γήπεδο για να με στηρίξουν προσωπικά και κατ’ επέκταση τον Άρη. Και μετά την πρόκριση επέστρεψαν στο ξενοδοχείο για να πανηγυρίσουν μαζί μας. Ήταν μια σπουδαία μάχη το ματς στο Τρεβίζο. Μια μάχη επιβίωσης.
«Ζηλεύω τους Έλληνες γιατί ξέρουν να ζουν»
Οι φίλοι της Μοντεκατίνι ήρθαν για μένα και φυσικά για τον Άρη. Αντιπαλότητες υπάρχουν παντού. Ξέρεις αυτό το «una faccia una racca» που λέμε για τους Έλληνες και τους Ιταλούς ισχύει σε μεγάλο βαθμό γιατί έχουμε αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Είναι αλήθεια, αλλά με μια μεγάλη διαφορά. Έρχομαι στην Ελλάδα τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, οπότε, μπορώ να περηφανευτώ ότι γνωρίζω την ελληνική κουλτούρα. Ως λαός, ο Έλληνας θα ζήσει ευτυχισμένος και με τα λίγα. Ξέρει να ζει. Θα φροντίσει να μην χαλάσει τον εαυτό του, ίσα- ίσα που θα διασκεδάσει μ’ αυτό που έχει. Αντιθέτως, ο Ιταλός ποτέ δεν νιώθει ικανοποιημένος. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν λέω ότι ένας λαός δεν πρέπει πάντα να απαιτεί το καλύτερο. Πρέπει να απαιτεί ανώτερο βιοτικό επίπεδο, καλύτερους μισθούς, υποδομές σε παιδεία και υγεία και λογικές τιμές προϊόντων. Οι Έλληνες όμως θα απολαύσουν τη ζωή μ’ αυτά που έχουν. Προσωπικά ζηλεύω αυτή τη νοοτροπία, θα έλεγα επίσης ότι έχω υιοθετήσει ένα μέρος αυτής.
«Προτιμώ τα σουτζουκάκια στον Άγιο Μάμμα Χαλκιδικής από τη Μύκονο»
Με ρώτησε ένας φίλος γιατί προτιμώ τη Χαλκιδική και τον Άγιο Μάμμα όταν έρχομαι στην Ελλάδα και του απάντησα ότι ‘γιατί αυτό είναι η Ελλάδα’. Ελλάδα δεν είναι η Μύκονος και τα κοσμοπολίτικα νησιά στα οποία πλέον δεν μπορεί να πάει το συντριπτικό μέρος του πληθυσμού λόγω της ακρίβειας. Ελλάδα είναι μια ομπρέλα δίπλα στη θάλασσα, μια καλή παρέα, ανθρώπινες στιγμές, παρέες. Όταν ο γιος μου τελείωσε το σχολείο ήθελε να πάει με την παρέα του στη Μύκονο και του το εξήγησα. Αν θέλεις να γνωρίσεις την ελληνική κουλτούρα και να καταλάβεις τι είναι πραγματικά η Ελλάδα, είναι προτιμότερο να πας σε άλλα μέρη. Εκεί που θα συναντήσεις ανθρώπους οι οποίοι θα σου παρέχουν φιλοξενία, αγάπη, συντροφιά και ζεστασιά καρδιάς. Να γνωρίζεις ανθρώπους του μόχθου, να γελάσεις και να τους νιώσεις. Να φας σουτζουκάκια, χτυπητή, μπουγιουρντί, τζατζίκι που παρεμπιπτόντως λατρεύω.
«Είναι μεγάλη τιμή για μένα αυτό που εισπράττω από τους φίλους του Άρη»
Το περασμένο καλοκαίρι έκλεισα τα 60. Πέρασαν 27 χρόνια από τότε που ήμουν στον Άρη αλλά με αναγνωρίζουν στον δρόμο πιτσιρικάδες οι οποίοι είναι αδύνατο να με είδαν να παίζω. Είδες τι κάνει το internet; Στη Μοντεκατίνι θεωρούμαι θρύλος. Δεν εξηγείται διαφορετικά. Μάλλον είναι κάτι που οφείλει να πει ο πατέρας στον γιο του. Κάτι που γίνεται από στόμα σε στόμα με σκοπό τη διατήρησης της αίγλης ενός παίκτη. Αυτό που συνεχίζω να αντλώ από τους φίλους του Άρη αποτελεί μέγιστη τιμή για μένα. Σέβονται το όνομά μου. Πόσες φορές σου είπα ότι ο Άρης μου άλλαξε τη ζωή; Πρόσθεσε μια ακόμη. Όταν ήρθα στον Άρη προερχόμουν από ένα περιβάλλον επαγγελματικής συνέπειας. Στην Ιταλία δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάρεις τα χρήματα που προέβλεπε το συμβόλαιό σου. Η Ελλάδα πάντα έχει σχετικά ζητήματα. Και στον Άρη εκείνης της εποχής είχαμε κάποια θέματα προς τα τέλη της πρώτης χρονιάς αλλά εισέπραξα το σύνολο των χρημάτων που προβλέπονταν από το συμβόλαιό μου. Μετά έφυγε ο Ζαφείρης Σαμολαδάς και η δεύτερη χρονιά ήταν προβληματική για όλους. Επαναλαμβάνω ότι μιλάμε για το 1996. Τότε δεν υπήρχε ο παγκόσμιος ιστός και η συλλογή πληροφοριών δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Μοιραία η οικονομική δυσκολία επηρέασε την καθημερινότητα της ομάδας, προσωπικά όμως, δεν μετάνιωσα για καμία από τις αποφάσεις μου. Ο Άρης μου άλλαξε τη ζωή. Μου έδωσε τη δυνατότητα να αγωνιστώ σ’ ένα τεράστιο κλαμπ και κυρίως να νιώσω αυτό το μοναδικό συναίσθημα στο Παλέ. Ξέρεις, καμιά φορά συζητάω με παίκτες και τους λέω ‘Στο Παλέ έχεις παίξει; Αν όχι, δεν μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει εκρηκτική ατμόσφαιρα’.
«Καλά είστε τρελοί; Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω πριν πάρω το Κύπελλο»
Για να επιστρέψω σ΄’ εκείνη την εποχή, πριν το φάιναλ φορ του Κυπέλλου Ελλάδας (1998) ήταν ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα πληρωμής μου. Είχα δύο προτάσεις από Ισπανία και Γαλλία και μια μεγάλη προσφορά από τη Ρόμα. Μίλησα με το κλάμπ, τους είπα ότι δεν ήθελα τα χρήματα, απλά την ελευθέρας μου. Θυμίζω ότι Ορτίθ και Σοκ ήδη είχαν φύγει. Μετά, οπαδοί της ομάδας ήρθαν στο σπίτι μου και μου ζήτησαν να παίξω στο φάιναλ φορ του Κυπέλλου. Τους απάντησα ‘είστε τρελοί; Είναι δυνατόν να μην παίξω και να χάσω την ευκαιρία διεκδίκησης ενός τίτλου; Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω πριν πάρω το Κύπελλο’. Νομίζω ότι αυτό που συνέβη τότε ήταν μοναδικό στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Πριν το παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό ήμασταν στα αποδυτήρια και δώσαμε όρκο. Για τη φανέλα, την ιστορία, τον κόσμο και τις οικογένειές μας. Δεν ήταν μόνο ότι νικήσαμε μια σπουδαία ομάδα σαν τον Παναθηναϊκό αλλά ο τρόπος. Εξαιρετικά εύκολα. Έμοιαζε απίστευτο συγκρίνοντας καταστάσεις. Μετά είχαμε την ΑΕΚ του Ιωαννίδη και του Κολντεμπέλα. Προφανώς έπαιξε σπουδαίο ρόλο ότι η διοργάνωση έγινε στην έδρα μας. Ποιος δεν ξέρει για το Παλέ… Η σκέψη μας ήταν ότι ‘ζωντανοί ή νεκροί θα πάρουμε αυτό το Κύπελλο’. Τα μάτια μας είχαν γεμίσει αίμα. Όταν νικήσαμε στον τελικό ήρθε αυτός ο σπουδαίος προπονητής, ο Γιάννης Ιωαννίδης και μου είπε ‘μακάρι να είχα την ευκαιρία να σε κοουτσάρω’.
«Πριν κοιμηθώ επαναφέρω στο μυαλό μου εκείνη την ημέρα στο αεροδρόμιο»
Η ζωή είναι γεμάτη στιγμές και τελικώς αυτές μένουν. Πολλές φορές, πριν κοιμηθείς επαναφέρεις στο μυαλό σου εικόνες που έχουν στιγματίσει τη ζωή σου. Ξέρεις είναι οι εικόνες που πολλές φορές καθορίζουν και τα όνειρά σου. Μια εικόνα που συνηθίζω να βλέπω και να ξαναβλέπω είναι όταν γυρίσαμε από την Προύσα το 1997. Οι οπαδοί του Άρη είχαν μπει στον αεροδιάδρομο και κυριολεκτικά σταμάτησαν το αεροπλάνο. Βγαίνοντας από αυτό άρχισαν να φωνάζουν το όνομά μου. Σε όλη την καριέρα μου, δε νομίζω ότι υπάρχει πιο συναισθηματική στιγμή. Για να είμαι ειλικρινής είναι από τις κορυφαίες της ζωής μου. Θυμάμαι επίσης και την εικόνα μέσα από το πούλμαν καθώς πλησιάζαμε στον Λευκό Πύργο. Αυτός είχε ντυθεί από μια πελώρια ελληνική σημαία αλλά και από το σήμα του Άρη. Γιατί εκείνος ο τελικός δεν ήταν απλός, έμμεσα, ήταν και μια μάχη Ελλάδας- Τουρκίας. Γι’ αυτό ήμασταν καταδικασμένοι να τον κατακτήσουμε. Πώς λοιπόν να ξεχάσω αυτές τις στιγμές; Δεν γίνεται…».