Μπουχαλάκης στο Gazzetta: «Όποιος δεν έχει φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού, δεν μπορεί να καταλάβει»
Ο Ανδρέας Μπουχαλάκης σε μία σπάνια συνέντευξη στο Gazzetta: Τα χρόνια στον Ολυμπιακό, η μετακίνησή του στην Χέρτα Βερολίνου και τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Φόρεσε την φανέλα του Ολυμπιακού περισσότερες από 220 φορές, την τίμησε όσο λίγοι. Ήταν αρχηγός, με όλη την έννοια της λέξης. Αν αναρωτιέστε το «γιατί», θα το καταλάβετε στις γραμμές που ακολουθούν. Δεν είναι, άλλωστε, πολλοί οι ποδοσφαιριστές που διαθέτουν την ωριμότητα του Ανδρέα Μπουχαλάκη. Γιατί για να φτάσει κάποιος να πετύχει στην καριέρα του, όσα έχει πετύχει ως τώρα ο Έλληνας χαφ, δεν αρκούν μόνο οι ποδοσφαιρικές αρετές. Και το βέβαιο είναι, πως ακόμα έχει πολλά να ζήσει στον μαγικό κόσμο που λέγεται «ποδόσφαιρο».
Είναι από τα παιδιά που μιλούν συχνά, όταν, όμως, το πράττει ξέρει πολύ καλά πως εκφράζει τις σκέψεις του, τις ιδέες του, τις εμπειρίες του. Και αυτό δίνει ξεχωριστή σημασία στα λεγόμενά του. Το Gazzetta ταξίδεψε στο Βερολίνο και συνάντησε τον Ανδρέα Μπουχαλάκη. Εκείνος, σε μία συνέντευξη από καρδιάς, μίλησε για όλα όσα έζησε στον Ολυμπιακό, τον λόγο που δεν μπόρεσε να χαρεί τις σπουδαίες στιγμές όσο, ενδεχομένως, θα ήθελε, αλλά και το πόσο τον άλλαξε η εμπειρία του στους ερυθρόλευκους.
Δεν κρύφτηκε, όταν ρωτήθηκε για τη νοοτροπία που επικρατεί στις ελληνικές ομάδες και στάθηκε στο μεγαλύτερο πρόβλημα που αυτές αντιμετωπίζουν. Ξεκαθάρισε πόσο δύσκολο είναι για έναν Έλληνα ποδοσφαιριστή να βρεθεί σε ένα από τα κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης, ακόμα και αν έχει το βιογραφικό που ο ίδιος «κουβαλάει». Εξήγησε τους λόγους που επέλεξε να συνεχίσει την καριέρα του στην Χέρτα Βερολίνου, περιγράφοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κατάσταση που συνάντησε στην Γερμανία.
«Εδώ δεν υπάρχει εύκολο παιχνίδι»
Πώς είναι η κατάσταση που συνάντησες στην Γερμανία σε σχέση με αυτό που περίμενες όταν ήρθες;
Όλα είναι πολύ ωραία, ήξερα που ερχόμουν. Είχα μία εικόνα στο μυαλό μου και το περίμενα πολύ. Ήθελα να το προσπαθήσω και να το ζήσω στην Γερμανία. Γενικά να μπω στην διαδικασία του να τσεκάρω τον εαυτό μου και να δω πως μπορώ να ανταπεξέλθω μετά από τόσα χρόνια στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει εύκολο παιχνίδι, μπορείς να τους κερδίσεις όλους και να χάσεις από όλους. Τόσο εκτός έδρας, όσο και εντός έδρας. Αυτό είναι κάτι που μου κάνει όλο και μεγαλύτερη εντύπωση. Το ζεις, είσαι πάντα σε εγρήγορση και δεν χαλαρώνεις ποτέ. Όλο αυτό σε βοηθάει να εξελίσσεσαι και να βελτιώνεσαι ως ποδοσφαιριστής. Τόσο αθλητικά όσο και από πλευράς νοοτροπίας.
Είσαι σε μία χώρα φιλική προς τους Έλληνες. Πώς ήταν η υποδοχή που έτυχες εσύ;
Η ατμόσφαιρα είναι πολύ ωραία, το ίδιο η πόλη και η ζωή. Έχουμε διαφορές στην κουλτούρα ως λαός με τους Γερμανούς, αλλά δεν έχω νιώσει σε καμία περίπτωση άβολα. Για εμάς τους ποδοσφαιριστές είναι σημαντικό να είναι καλά η ομάδα, όλα τα υπόλοιπα φτιάχνουν. Η συμπεριφορά από τους ανθρώπους γενικότερα, αλλά και το κλαμπ συγκεκριμένα, είναι εξαιρετική. Οι Γερμανοί θέλουν να δείξεις σεβασμό, να δουν από σένα την προσπάθεια στην προπόνηση, στην γλώσσα ή σε άλλα πράγματα γύρω από την ομάδα και γενικότερα στη συμπεριφορά σου. Αυτό θα το εκτιμήσουν πολύ, δεν είναι λαός που θα δεχθούν κάποιον αλαζόνα ή κάποιον που να «το παίζει κάποιος». Θέλουν να δουν δουλειά και προσπάθεια, τότε θα ανοιχτούν και θα σε ανταμείψουν. Το σέβομαι κι εγώ αυτό, άλλωστε, το θεωρώ σωστό. Ο κάθε λαός στη χώρα του πρέπει να δίνει χρόνο στον ξένο που θα έρθει και να προσπαθεί να τον βάλει στα δικά του «θέλω». Όχι, να αλλάζει για τον «Χ» ξένο. Πρέπει ο επισκέπτης να μιλήσει στη γλώσσα του, να προσαρμοστεί στην κουλτούρα του ή στον τρόπο σκέψης του.
Πόσο σημαντικό είναι για έναν ποδοσφαιριστή να είναι σε μία ομάδα, όπως η Χέρτα, με τόσο κόσμο να την ακολουθεί και να γεμίζει κάθε Σαββατοκύριακο το γήπεδο;
Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφάσισα να έρθω σε μία ομάδα δεύτερης κατηγορίας μετά τον Ολυμπιακό. Το πρότζεκτ να καταφέρεις να ανεβάσεις μία τόσο μεγάλη ομάδα, σε μεγάλο γήπεδο, σε ωραία πόλη, με τόσο κόσμο, ήταν και είναι μεγάλος στόχος. Έτσι, αποφάσισα να κάνω ένα βήμα πίσω, ώστε στην συνέχεια να κάνω δύο βήματα μπροστά. Αν καταφέρεις να πετύχεις τον στόχο σου, είσαι στο top πρωτάθλημα με μία top ομάδα. Έχεις το πρεστίζ, αλλά και το feeling ότι έχεις όλα όσα χρειάζεται ένας ποδοσφαιριστής για να νιώσει ωραία και να αποδώσει στο χορτάρι βάσει των δυνατοτήτων του. Κακά τα ψέματα, όταν είσαι σε μία ομάδα χωρίς πολύ κόσμο, έχεις μία διαφορετική αίσθηση.
«Στα μάτια των ομάδων που προέρχονται από τα μεγάλα πρωταθλήματα της Ευρώπης, είμαστε πολύ πίσω»
Αισθάνθηκες, όμως, ότι έκανες ένα βήμα πίσω; Δεν ακούγεται η Χέρτα ως ένα βήμα πίσω.
Κάποιοι που δεν ήξεραν, θα σκέφτηκαν ότι ήρθα σε ομάδα δεύτερης κατηγορίας. Για μένα δεν ήταν έτσι, γιατί ήξερα πόσο ανταγωνιστικό είναι το πρωτάθλημα, πόσο σπουδαίος σύλλογος είναι η Χέρτα αλλά και πόσο θα με βοηθήσει αυτή η εμπειρία να εξελιχθώ. Παρακολουθούσα και ήξερα πως θα αποτελέσει ένα σκαλοπάτι για να φτάσω εκεί που στοχεύω και ονειρεύομαι. Δηλαδή, σε ένα από τα πέντε κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης. Κακά τα ψέματα, δεν είναι εύκολο να τα καταφέρει ένας Έλληνας ποδοσφαιριστής να φτάσει σε κάποιο από αυτά, αν δεν βρίσκεται σε πολύ μικρή ηλικία και ταυτόχρονα ο σύλλογός του και η Εθνική ομάδα δεν συμμετέχουν με συνέπεια σε μεγάλες διοργανώσεις.
Άρα, λοιπόν, αν ένας ποδοσφαιριστής δεν είναι σε πολύ νεαρή ηλικία προκειμένου η ομάδα να τον δουλέψει, δεν μπορεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον;
Έτσι, ακριβώς, είναι. Όλες οι ομάδες θα προσπαθήσουν να επενδύσουν ένα «Χ» ποσό, το οποίο, όμως, μετά από 1-2 χρόνια θα τους αποφέρει κάτι μεγαλύτερο. Έχει γίνει χρηματιστήριο το ποδόσφαιρο. Όσο περνούσαν τα χρόνια, πέρσι ήμουν 29-30, ήταν λίγες οι ομάδες που μπορούσαν να πληρώσουν για μένα ένα καλό συμβόλαιο. Σε αυτά τα πρωταθλήματα κοιτάζουν πρώτα το δικό τους προϊόν και μετά θα κοιτάξουν κάτι στο δικό μου προφίλ, αν είναι αξιόλογο, για να προχωρήσουν. Πιο εύκολα θα κοιτάξουν στην δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας, για παράδειγμα, για να βρουν κάτι αντίστοιχο στη δική μου ηλικία, στο δικό μου προφίλ και μόνο αν δεν βρουν θα στραφούν σε ξένο πρωτάθλημα. Δεν είναι εύκολο, λοιπόν, να τα καταφέρει κάποιος Έλληνας σε αυτήν την ηλικία. Πρέπει να κάνει πολύ καλή χρονιά στα Κύπελλα Ευρώπης, να κάτσουν και οι συγκυρίες με τον προπονητή και μόνο τότε. Είναι ένα σύνολο πραγμάτων που πρέπει να βολέψει. Έτσι, αποφάσισα να κάνω ένα βήμα πίσω για να φτάσω εκεί που πρέπει. Απευθείας, δεν είναι εύκολο.
Σκέψου, όμως, αν δεν είναι εύκολο για σένα με τόσες συμμετοχές με τον Ολυμπιακό στα Κύπελλα Ευρώπης αλλά και με την Εθνική ομάδα.
Στα μάτια των ομάδων που προέρχονται από τα μεγάλα πρωταθλήματα της Ευρώπης, είμαστε πολύ πίσω. Η ηλικία παίζει μεγάλο ρόλο στο transfer market. Η προοπτική της προόδου που μπορείς να κάνεις τα επόμενα χρόνια. Μπορεί να έχεις παίξει, μαζί με την Εθνική, περισσότερα από 100 ματς σε ευρωπαϊκό επίπεδο και παρ’ όλα αυτά, να μην σε επιλέγει ένα κλαμπ δεύτερης κατηγορίας της Γερμανίας. Δεν σε εμπιστεύονται ομάδες στις οποίες πολλοί Έλληνες μπορούν να τα καταφέρουν.
Τις ευκαιρίες, όμως, πολλές φορές δεν τις δίνουν ούτε καν οι «μεγάλοι» στην Ελλάδα και μπορεί να τις δώσει μία ομάδα της δεύτερης κατηγορίας της Γερμανίας, όπως έγινε, για παράδειγμα, με τον Σάλιακα.
Του έδωσε ευκαιρία μία ομάδα δεύτερης κατηγορίας, σε ηλικία 25 ετών, ενώ ήταν και ελεύθερος και χωρίς να έχει μεγάλες απαιτήσεις συμβολαίου. Μετά είδαν ότι μπορεί να ανταπεξέλθει και να κάνει τη διαφορά. Δεν μπορώ να δεχθώ, για παράδειγμα, ότι ο Ανδρούτσος δεν μπορεί να παίξει σε καλύτερη ομάδα από την τελευταία της δεύτερης κατηγορίας της Γερμανίας. Πρέπει, όμως, να βρεθεί η γνωριμία που θα σου ανοίξει την πόρτα. Από την στιγμή που σε ένα παιδί ανοίξει κάποιος την πόρτα, δύσκολα δεν θα καταφέρει.
«Στην Ελλάδα ψάχνουμε να ρίξουμε αλλού την ευθύνη»
Τι μπορεί να λείψει σε ένα παιδί που παίζει στην δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας σε σχέση με την Ελλάδα;
Ίσως κάποιο ντέρμπι, ίσως η συμμετοχή στα Κύπελλα Ευρώπης. Στην Γερμανία, όμως, κάθε ματς είναι σαν να παίζεις σε ευρωπαϊκή διοργάνωση. Αγωνίζεσαι σε μεγάλα γήπεδα, στα οποία επικρατεί υπέροχη ατμόσφαιρα. Νομίζω ότι όλα φέρνουν την μυρωδιά που θέλει ο ποδοσφαιριστής για να γουστάρει. Πιο πολύ μπορεί να λείψουν πράγματα που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα, όπως ο ήλιος ή ένας καφές με φίλους. Ποδοσφαιρικά και επαγγελματικά, αν είσαι συνειδητοποιημένος και όχι του καφενείου δεν γίνεται να σου λείπει το να είσαι πρώτος στην χώρα σου. Εδώ όλα είναι πολύ πιο οργανωμένα σε οτιδήποτε αφορά το ποδόσφαιρο. Ασφαλώς και πάντα παίζει ρόλο και τι ζητάει ο καθένας.
Παίζει ρόλο το ότι δεν καταλαβαίνεις το οτιδήποτε γράφεται ή ακούγεται;
Ναι, λόγω διαφορετικής γλώσσας δεν μπαίνεις στη διαδικασία να ασχοληθείς με τα γύρω – γύρω. Είτε αυτά είναι ποδοσφαιρικά, είτε καφενειακά. Αυτό σε βοηθάει από άποψη ψυχολογίας. Νομίζω, όμως, ότι και πάλι είναι θέμα ανθρώπου. Άμα έχεις αμφιβολίες θα μπεις στη διαδικασία να διαβάσεις. Σε πρώτη φάση, όμως, σε ωθεί στο να έρθεις και να συγκεντρωθείς στη δουλειά σου.
Πώς θα συνέκρινες την εμπειρία σου έως τώρα στην Γερμανία με αυτήν στην Αγγλία προ κάποιων ετών;
Στην Αγγλία, ήμουν πιο μικρός, αλλά εκείνη η εμπειρία με άλλαξε πολύ ως άνθρωπο. Έμαθα να προσέχω τον εαυτό μου και να είμαι πιο επαγγελματίας. Σε αυτό έπαιξαν ρόλο πολλοί συμπαίκτες μου, που λειτούργησαν ως παράδειγμα. Έβλεπα 35άρηδες, που είχαν κάνει 200-300 συμμετοχές στην Premier League, να είναι 200% συγκεντρωμένοι στην κάθε προπόνηση. Είτε έπαιζαν, είτε όχι, έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό κάθε μέρα. Είδα μία τελείως διαφορετική κουλτούρα. Στην Ελλάδα ψάχνουμε, πάντα, να ρίξουμε κάπου αλλού την ευθύνη, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Μας αρέσει να βρίσκουμε πάντα δικαιολογίες και αυτό είναι λάθος. Πρέπει να καταλάβουμε ότι εμείς ορίζουμε το μέλλον μας, εμείς δείχνουμε με τις πράξεις μας πόσο πραγματικά θέλουμε κάτι. Οπότε η εμπειρία μου στην Αγγλία, με άλλαξε πολύ. Σίγουρα, από τότε η Νότιγχαμ Φόρεστ έχει αλλάξει πολύ, έχει κάνει πολλά βήματα προόδου. Όμως, τότε κατάλαβα πως η δεύτερη κατηγορία της Αγγλίας, είναι το αμέσως επόμενο καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης, μετά τα πέντε κορυφαία. Υπάρχει πολύ περισσότερη ποιότητα σε σχέση με την Γερμανία, τόσο σε ατομικό, όσο και σε ομαδικό επίπεδο. Εγώ έτυχε να είμαι εκεί πριν στελεχωθεί ο σύλλογος από ανθρώπους του κυρίου Μαρινάκη. Ήταν ένα μεταβατικό στάδιο για την Νότιγχαμ Φόρεστ. Από την αμέσως επόμενη χρονιά, όμως, άρχισε να χτίζεται αυτό που τελικώς επετεύχθη δύο χρόνια αργότερα, να ανέβει η ομάδα στην Premier League. Είναι, όμως, όλα πολύ διαφορετικά στην Αγγλία. Λίγο η αίγλη της Premier League, λίγο ο μεγάλος στόχος της ανόδου, λίγο ο ανταγωνισμός. Οι ισορροπίες είναι πολύ λεπτές ανάμεσα στο να παλεύεις για την άνοδο και στο να παλεύεις να αποφύγεις τον υποβιβασμό.
«Θέλει δουλειά με τον εαυτό σου, να μην τα παρατήσεις»
Τι αίσθηση σου έχει αφήσει το πέρασμά σου από την Τουρκία;
Σε ό,τι αφορά στην εμπειρία μου στην Τουρκία, δεν περίμενα ότι το επίπεδο θα ήταν τόσο αξιόλογο ανάμεσα σε όλες τις ομάδες που έχουν μία σχετική οικονομική άνεση. Δεν υπήρχαν εύκολα παιχνίδια. Έπαιξα απέναντι σε πολύ ποιοτικούς ποδοσφαιριστές, αγωνίστηκα σε τρομερά γήπεδα, προπονήθηκα σε τρομερές εγκαταστάσεις. Η νοοτροπία του κόσμου, μοιάζει πολύ με αυτήν στην Ελλάδα. Στα ντέρμπι το γήπεδο είναι πάντα γεμάτο, στα υπόλοιπα ματς ο κόσμος δεν είναι τόσο ζεστός. Ήταν, όμως, ωραία εμπειρία. Άξιζε και αν δεν το είχα ζήσει, δεν θα είχα το τουρκικό πρωτάθλημα σε τόσο μεγάλη εκτίμηση. Τότε, για παράδειγμα, κατάλαβα πως αυτό που πέτυχαν ο Σιώπης με τον Μπακασέτα, να γίνουν πρωταθλητές, ήταν όντως μεγάλο. Το να κατακτήσεις το πρωτάθλημα με κάποια άλλη ομάδα εκτός των τριών μεγάλων της Κωνσταντινούπολης, είναι σπουδαίο. Ανεξαρτήτως του ότι εκείνη την σεζόν και οι τρεις δεν ήταν στην καλύτερη κατάσταση. Είναι όλα τα ματς πολύ ανταγωνιστικά και πρέπει να είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος.
Έβλεπες το impact που είχαν ο Σιώπης και ο Μπακασέτας στην άποψη των Τούρκων για τους Έλληνες ποδοσφαιριστές;
Τα παιδιά αυτά κατάφεραν και άνοιξαν μία σημαντική αγορά για πολλούς παίκτες. Πριν τον Μπακασέτα και τον Σιώπη, είχαν πάει ο Μανιάτης και ο Τζαβέλλας. Όσο πιο καλά πάνε οι Έλληνες, είναι πιο εύκολο να πάρουν την απόφαση οι ομάδες της χώρας, να πιστέψουν σε εμάς. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην Γερμανία ή στην Αγγλία. Σε κορυφαίο επίπεδο δεν είχαμε πολλούς παίκτες με διάρκεια. Οι περισσότεροι έκαναν ένα καλό εξάμηνο ή μία καλή σεζόν και μετά χάθηκαν. Χρειάζεται, όμως, να υπάρχει μία συνεχόμενη ροή. Και είναι πολύ σημαντικό για τα παιδιά από την Ελλάδα να έχουν ευκαιρίες σε διάφορες χώρες του εξωτερικού.
Πόσο δύσκολο είναι, όμως, να υπάρχει αυτή η διάρκεια στην οποία αναφέρεσαι; Ειδικά από την στιγμή που ένας παίκτης φεύγει από το ασφαλές περιβάλλον της χώρας του.
Κάθε ποδοσφαιριστής περνάει δύσκολες στιγμές, ειδικά όταν βρίσκεται στο εξωτερικό. Θέλει δουλειά με τον εαυτό σου, να μην τα παρατήσεις. Σε μία ξένη χώρα, μόνος, είναι εύκολο να τα παρατήσεις. Θέλεις να νιώθεις εμπιστοσύνη από το κλαμπ, από τον προπονητή. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να μην μπεις εσύ στη διαδικασία να αμφισβητήσεις τον εαυτό σου. Να μην σκεφτείς ότι «δεν μπορώ», «δεν κάνω», «δεν είμαι ικανός». Δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις να πιστεύεις στον εαυτό σου. Κι εγώ, ακόμα και τώρα, μπαίνω σε διαδικασία να αμφιβάλω, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Αλλά αυτό είναι μέσα στο ποδόσφαιρο, πάντα θα συμβαίνει. Και δεν έχει να κάνει ούτε με την ηλικία, ούτε με το πόσα ματς έχεις παίξει στην καριέρα σου. Είναι σημαντικό να βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον που σε αγκαλιάζει, σε δέχεται για τα θετικά σου χαρακτηριστικά και σε βοηθάει να εξελίσσεσαι.
«Υπάρχουν πολύ μεγάλες βραδιές με τον Ολυμπιακό που θα ήθελα να τις έχω ζήσει περισσότερο»
Είσαι ένα παιδί που ξεκίνησε από τις ακαδημίες του Εργοτέλη και έφτασε να πετύχει τόσα πολλά με την φανέλα του Ολυμπιακού και της Εθνικής ομάδας. Μπορούσες να το φανταστείς όταν έκανες τα πρώτα σου βήματα;
Όχι, δεν μπορούσα να το φανταστώ. Ακόμα και τώρα, δεν το έχω αντιληφθεί. Πάντα, όμως, θέλω κάτι παραπάνω. Ποτέ δεν είμαι ευχαριστημένος. Το έχουμε σαν λαός, να μην ζούμε και να μην απολαμβάνουμε όσα έχουμε καταφέρει. Τίποτα δεν μας είναι αρκετό. Πάντα σκεφτόμαστε ότι «δεν έκανα και κάτι».
Καλώς εννοούμενη απληστία δεν είναι αυτή;
Ναι, είναι καλώς εννοούμενη. Αλλά από την άλλη σου επιτρέπει να ευχαριστηθείς τις στιγμές που καταφέρνεις κάτι πραγματικά σημαντικό. Τις αφήνεις να περνάνε τόσο εύκολα, ενώ αυτές είναι που στο τέλος θα έπρεπε να σου μένουν και να θυμάσαι.
Υπάρχει κάποια στιγμή σε όλα αυτά τα χρόνια της καριέρας σου, που να λες, περισσότερο από άλλες, πως δεν την έζησες όσο θα ήθελες;
Υπάρχουν πολύ μεγάλες βραδιές με τον Ολυμπιακό που θα ήθελα να τις έχω ζήσει περισσότερο. Είναι, όμως, το DNA του Ολυμπιακού τέτοιο, που μετά από κάθε επιτυχία έπρεπε να σκεφτούμε πως θα νικήσουμε το ματς που ακολουθούσε τρεις μέρες αργότερα. Ως Έλληνας έπρεπε να είσαι πάντα 100% συγκεντρωμένος, δεν είχες περιθώριο να κάνεις ένα κακό ματς. Έπρεπε πάντα να αποδεικνύεις ότι αξίζεις να φοράς αυτή την φανέλα. Έτσι, πολλές επιτυχίες δεν τις πανηγύρισα και δεν τις έζησα όπως θα έπρεπε.
«Στον Ολυμπιακό σκέφτεσαι κάθε μέρα ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος...»
Ποιο είναι το μεγαλύτερό σου «αχ» από τα χρόνια σου στον Ολυμπιακό;
Νομίζω η σειρά με την Γουλβς και πιο πριν οι δύο αγώνες την Τότεναμ. Εκείνη την χρονιά, η ομάδα μπορούσε να φτάσει πολύ ψηλά. Αν δεν ήταν ο Covid, θεωρώ ότι θα φτάναμε στα ημιτελικά, ίσως και παραπάνω. Λίγο το κεκλεισμένων με την Γουλβς, στο Καραϊσκάκη, λίγο ότι παίξαμε τον επαναληπτικό τόσους μήνες αργότερα, μας στέρησαν μία μεγάλη ευκαιρία. Είχαμε πολύ μεγάλες πιθανότητες να προχωρήσουμε, όποιος και αν ήταν ο αντίπαλος. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα τόσο σίγουρος για την ομάδα. Είχαμε ξαναπαίξει σε πολύ ψηλό επίπεδο και σε προηγούμενες χρονιές, όμως, αμυνόμασταν για να «κλέψουμε» το ματς. Τότε κοιτάξαμε στα μάτια, αθλητικά και ποδοσφαιρικά, την Μπάγερν Μονάχου, την Τότεναμ και την Άρσεναλ. Δημιουργούσαμε, είχαμε την μπάλα στα πόδια μας. Αν δεν ήταν ο Covid, θα γράφαμε ιστορία.
Θεωρείς ότι ήταν το κράμα των παικτών τέτοιο που μπορούσε να τα καταφέρει σε τόσο ψηλό επίπεδο;
Ήταν η δουλειά του Πέδρο Μαρτίνς, αλλά κυρίως το ότι τα περισσότερα παιδιά είχαν στόχο να διακριθούν. Είχαν όρεξη και διάθεση. Όλα τα παιδιά είχαν έρθει με αυτόν τον σκοπό. Με εξαίρεση, ίσως, τον Βαλμπουενά και τον Ελ Αραμπί που είχαν ήδη πετύχει πράγματα στην καριέρα τους, οι υπόλοιποι σκεφτόμασταν ότι πρέπει να διακριθούμε, να εξασφαλίσουμε το μέλλον μας. Το θέλαμε πολύ, ενώ ήμασταν και σε πολύ καλές ηλικίες. «Έδεσε το γλυκό» γιατί ταιριάξαμε και μεταξύ μας. Για παράδειγμα, με τους Έλληνες εγώ ένιωθα πολύ καλά, είχαμε πολύ καλό κλίμα. Το ρόστερ ήταν πιο μικρό σε σχέση με άλλες χρονιές, ήμασταν 17-18 παίκτες που ήμασταν εκεί. Κάναμε 60 παιχνίδια εκείνη την σεζόν και δεν υπήρχε κούραση ή «δεν μπορώ».
Με βάση αυτό που μου περιγράφεις, πόσο σημαντική είναι η παρουσία Ελλήνων παικτών σε μία μεγάλη ελληνική ομάδα, όπως ο Ολυμπιακός;
Παίκτες όπως ο Βαλμπουενά και ο Ελ Αραμπί θα εξελίξουν μία ομάδα, τους χρειάζεται. Οι ξένοι πρέπει να βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο για να μπορέσουν να βοηθήσουν. Το να φέρνεις μέτριους ξένους παίκτες, απλά για να φέρεις, δεν βοηθάει σε τίποτα. Ο Έλληνας μπορεί να δώσει πολύ περισσότερα σε μία ελληνική ομάδα. Οι Έλληνες πονούσαμε την ομάδα πολύ, ξέραμε τι γίνεται, ξέραμε πόσο σημαντικό είναι το επόμενο ματς. Ξέραμε τι παίζει. Ο ξένος θα κοιτάξει να παίξει και να πάρει τα λεφτά του. Είναι λίγοι, όμως, εκείνοι που πραγματικά αισθάνονται τι σημαίνει για τον κόσμο, το σήμα στη φανέλα που φορούν. Μπορεί να μην φαινόταν, αλλά εμείς πονούσαμε πιο πολύ από όλους.
Μετά από περισσότερες από 200 συμμετοχές με την φανέλα του Ολυμπιακού, πόσο άλλαξε ο Αντρέας μέσα στο διάστημα της παρουσίας του στην ομάδα;
Δεν το αντιλήφθηκα καλά – καλά πως πέρασαν αυτά τα χρόνια. Στον Ολυμπιακό σκέφτεσαι κάθε μέρα ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, πρέπει να πάρεις πρωτάθλημα, πρέπει να πάρεις Κύπελλο και πρέπει να φτάσεις στο group stage. Όλη αυτή η διαδικασία σε μεγαλώνει, σε βγάζει μπροστά και σε ωθεί στο να αναλαμβάνεις ευθύνες. Δεν πρόλαβα ποτέ να σκεφτώ, όμως, τι πέτυχα. Ίσως, αυτό συμβεί μετά από κάποια χρόνια. Τώρα δεν έχω καταφέρει να το αντιληφθώ.
«Παρακαλάνε να φορέσουν την φανέλα του Ολυμπιακού»
Ποιος ήταν ο πιο επιδραστικός άνθρωπος στην καριέρα σου;
Είναι εκτός αυτών που έχω συναναστραφεί στις ομάδες που έχω δουλέψει. Είναι ένας άνθρωπος που γνώρισα και με έκανε να δω διαφορετικά το ποδόσφαιρο. Σίγουρα, όμως, με βοήθησε πολύ και ο Πέδρο Μαρτίνς. Μου έδειξε εμπιστοσύνη και θεωρώ ότι τον έβγαλα ασπροπρόσωπο. Έκανα καλά πράγματα και ήμουν αυτός που έπρεπε.
Είναι μεγάλο το βάρος να φοράς την φανέλα του Ολυμπιακού;
Όποιος δεν την έχει φορέσει, δεν μπορεί να το καταλάβει. Όποιος δεν έχει παίξει, δεν έχει πανηγυρίσει με αυτή τη φανέλα, δεν μπορεί να το αισθανθεί. Τόσο στις καλές, όσο και στις κακές στιγμές, ο Ολυμπιακός είναι κάτι διαφορετικό.
Σε ρωτάνε στην Γερμανία για τα όσα έζησες στον Ολυμπιακό;
Ναι, ξέρουν τον Ολυμπιακό. Πολλοί από αυτά τα πρωταθλήματα, παρακαλάνε να φορέσουν την φανέλα του Ολυμπιακού.
«Να μάθουμε να κάνουμε τα βασικά...»
Πώς αντέδρασες την πρώτη φορά που όντας στον Εργοτέλη, έμαθες για τον Ολυμπιακό;
Στην αρχή δεν ήμουν τόσο σίγουρος για την κίνηση που επρόκειτο να κάνω. Ήθελα να πάω με πιο σταθερά βήματα. Δεν ήθελα κατευθείαν. Τότε, πολλά παιδιά πήγαιναν, αλλά έφευγαν δανεικοί και δεν έπαιρναν ευκαιρίες. Ήμουν τυχερός, άλλωστε, πάντοτε χρειάζεται και τύχη για να πάρεις μία ευκαιρία. Από την στιγμή, όμως, που θα σου δοθεί η ευκαιρία είναι στο δικό σου χέρι το πόσο θα προσπαθήσεις και τι θα καταφέρεις. Βρέθηκα, όμως και με άλλα παιδιά που δεν πήραν ποτέ μία ευκαιρία και αυτό με βοήθησε να αντιληφθώ τι σήμαινε το ότι μου δόθηκε η δυνατότητα σε μία προετοιμασία να δείξω πως μπορώ να ανταπεξέλθω.
Αν ένα παιδί σε ρωτούσε, τι πρέπει να κάνει για να έχει μία καριέρα ανάλογη της δικής σου, τι θα του έλεγες;
Να μην χάσει ποτέ την αίσθηση του «παίζω». Την δυνατότητα να απολαμβάνει το ποδόσφαιρο, μέσα σε ένα επαγγελματικό περιβάλλον. Φυσικά, να προσπαθεί να εξελίσσεται συνεχώς. Το δύσκολο στην Ελλάδα, είναι να βρεις τους ανθρώπους που θα σε βοηθήσουν να εξελιχθείς και να μάθεις περισσότερα πράγματα. Δεν πρέπει ποτέ ένας άνθρωπος να αισθανθεί πως τα ξέρει όλα, πάντα υπάρχουν πράγματα να μάθει και να βελτιωθεί. Αν ένα παιδί δώσει βάση στο πως θα εξελιχθεί και δουλέψει πάνω στις αδυναμίες του, θα τα καταφέρει.
Εννοείς από άποψη νοοτροπίας ή βασικών αρχών του ποδοσφαίρου;
Από άποψη βασικών αρχών του ποδοσφαίρου, αυτό είναι που μας λείπει. Να μάθουμε να κάνουμε τα βασικά, όπως κοντρόλ και πρώτη επαφή. Αυτά τα μικρά που κάνουν την διαφορά στο ψηλό επίπεδο.
Αποτελεί πρόβλημα το ότι οι μεγάλες ομάδες θεωρούν ότι τα βασικά πρέπει ο κάθε ποδοσφαιριστής τους να τα γνωρίζει πριν ακόμα ξεκινήσει προπονήσεις;
Δεν θα σου δώσουν τον χρόνο μέσα στην προπόνηση να δουλέψεις πάνω στα βασικά, πρέπει εσύ να τον βρεις μόνο σου. Πρέπει να υπάρχει ένας προπονητής που σιγά – σιγά θα σε βοηθήσει και θα σε κάνει να παίξεις και να μπεις στη διαδικασία. Αυτό, όμως, προϋποθέτει να έχει και ο ίδιος ο προπονητής τον χρόνο από το κλαμπ. Πολλές ομάδες δεν δίνουν χρόνο στον προπονητή προκειμένου να εξελίξει την ομάδα του. Ζητάνε άμεσα το αποτέλεσμα και αν αυτό δεν έρθει, αποφασίζουν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν τους κάνει. Δεν ρισκάρει, έτσι, ο προπονητής τη θέση του επιλέγοντας κάποιον που μπορεί να βλέπει ότι έχει ταλέντο, αλλά δεν είναι απόλυτα έτοιμος. Το πιο σημαντικό είναι η εκπαίδευση που θα πάρεις μέχρι να είσαι έτοιμος. Στις προηγμένες χώρες, στα 14, 15 ή 16 χρόνια, δεν τους νοιάζει το αποτέλεσμα. Τους νοιάζει να μάθουν τα παιδιά τα βασικά. Ξέρουν ότι μετά θα γίνει πιο γρήγορος, πιο δυνατός και θα είναι έτοιμος να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις.