Το ελληνικό άγαλμα που κέρδισε χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο πριν από 100 χρόνια

Το ελληνικό άγαλμα που κέρδισε χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο πριν από 100 χρόνια

Άκης Κατσούδας

Παρίσι 1924, 100 χρόνια πριν. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, οι δύο Βαλκανικοί -στο μέτωπο του πρώτου εκ των οποίων, ο Ολυμπιονίκης - θρύλος του ελληνικού αθλητισμού, Κώστας Τσικλητήρας, έχασε τη ζωή του- και η Μικρασιατική Καταστροφή καταρράκωσαν την ελληνική αποστολή των Ολυμπιακών Αγώνων της ίδιας χρονιάς, με αποτέλεσμα κανείς αθλητής να μην επιστρέψει πίσω στη χώρα με μετάλλιο.

Παρατηρώντας, όμως, σήμερα λεπτομερώς τον πίνακα με τις διακρίσεις εκείνων των αγώνων, θα δούμε ότι η Ελλάδα βρέθηκε στο βάθρο του νικητή. Μόνο που ο χρυσός Ολυμπιονίκης δεν ήταν αθλητής, αλλά γλύπτης. Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Δημητριάδη και το έργο του «Ο Δισκοβόλος», το οποίο σήμερα εκτίθεται στο ευρύ κοινό ακριβώς απέναντι από το Καλλιμάρμαρο.

Πώς, όμως, ο Έλληνας καλλιτέχνης έφτασε σε αυτή τη σπουδαία -και μοναδική στην ελληνική ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων- διάκριση, κατακτώντας το μόλις 13ο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο σε επτά διοργανώσεις και τι γνωρίζουμε για τους Καλλιτεχνικούς Ολυμπιακούς Αγώνες που έχουν πάψει να υφίστανται ήδη από το 1948;

image

«Ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης ήταν ένας κορυφαίος καλλιτέχνης στην εποχή του, με αναγνώριση τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας»

Για να πάρουμε σαφείς απαντήσεις απευθυνθήκαμε στον Διδάκτορα Νεότερης Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Νίκο Χούτα, ο οποίος μελετά εις βάθος εδώ και αρκετά χρόνια την ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο ίδιος, μέσα από την έρευνά του, στέκεται στο πόση μεγάλη επιτυχία ήταν για την Ελλάδα εκείνης της εποχής το χρυσό του Δημητριάδη στη γλυπτική.

«Πάντα την ολυμπιακή ιστορία πρέπει να την αναζητούμε το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται η κάθε χώρα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η τελευταία μεγάλη επιτυχία ήταν με τον Τσικλητήρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912. Μετά ήρθαν οι πόλεμοι και όλα πήγαν πίσω. Οι αθλητές πήγαιναν χωρίς προετοιμασία στους αγώνες. Ήταν μια πολύ διαφορετική κατάσταση» εξηγεί.

Η διάκριση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στην Ελλάδα, ενώ οι εφημερίδες της εποχής έκαναν εκτενή αφιερώματα στον Δισκοβόλο. Ο Ελεύθερος Λόγος έγραψε συγκεκριμένα σε άρθρο του: «Ο κ. Δημητριάδης είναι ο άνθρωπος της ημέρας σήμερον εις το Παρίσι. Η ελληνική παροικία με υπερηφάνειαν το όνομά του και κάθε Ελληνική ψυχή αγάλλεται και χαίρει δια την υπέροχον τέχνη του. Εις τον Δισκοβόλον του μετήγγισε όλο το αρχαίο ελληνικόν κάλλος, όλην τη δύναμιν της εμπνεύσεως, ην μόνον η ελληνική του καλλιτέχνου διάνοια ηδύνατο να συλλάβη και να και να αποτυπώση εις ένα άψυχον άγαλμα, το οποίον όμως με την γλώσσαν του πνεύματος και του νου ομιλεί και διαλαλεί την δόξαν του αρχαίου ελληνικού κάλλους, όπερ απέδιδεν ο ελληνικός αθλητισμός εις τον άνθρωπον».

«Ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης ήταν ένας κορυφαίος καλλιτέχνης στην εποχή του, με αναγνώριση τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας». Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μάλιστα, ενήργησε ταχύτατα προκειμένου να τον φέρει και να διδάξει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών» συμπληρώνει ο Νίκος Χούτας.

image

«Οι Καλλιτεχνικοί Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν μια επινόηση του Πιέρ ντε Κουμπερτέν που ήθελε να δώσει μια παραπάνω αίγλη στη διοργάνωση»

Το γλυπτό έφτασε στην Αθήνα τρία χρόνια αργότερα το 1927 και τοποθετήθηκε ακριβώς απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο, εκεί όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι ο γλύπτης δημιούργησε αλλά δύο ακριβή αντίτυπα, τα οποία βρίσκονται στη Νέα Υόρκη και στη γαλλική πόλη Ντιζόν. Η επιτυχία του ήταν η πρώτη και η τελευταία Έλληνα καλλιτέχνη στους Καλλιτεχνικούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Στην πορεία ενός θεσμού που έχει πάψει να υφίσταται εδώ και πλέον ογδόντα χρόνια, αναφέρθηκε ο Διδάκτωρ.

«Πρόκειται για μια επινόηση του αναβιωτή των Ολυμπιακών Αγώνων, Πιέρ ντε Κουμπερτέν. Μετά τη Μεσολυμπιάδα του 1906 στην Αθήνα, ήθελε να δώσει μια παραπάνω αίγλη σε αυτούς και να ενώσει, με δικά του λόγια, με νόμιμο γάμο τους δύο πάλαι πότε διαζευγμένους: τους μύες και το πνεύμα» εξηγεί. Οι κατηγορίες του διαγωνιστικού τμήματος ήταν οι εξής: αρχιτεκτονική, λογοτεχνία, ζωγραφική, μουσική και γλυπτική, γνωστές και ως «Πένταθλο των Μουσών». Αρχικά η επιλογή των έργων που θα κέρδιζαν το μετάλλιο γινόταν από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, ωστόσο από τους αγώνες του 1924 εισήλθε ο θεσμός της κριτικής επιτροπής.

Η κορύφωση των καλλιτεχνών αγώνων διήρκεσε ως και το 1932. 16 χρόνια και έναν Παγκόσμιο Πόλεμο αργότερα, ο θεσμός είχε αφαιρεθεί από το πρόγραμμα. Ο Νίκος Χούτας εξηγεί ότι δύο ήταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη. «Πρώτον, οι διοργανώτριες χώρες δεν ήθελαν να επιβαρυνθούν από έξτρα έξοδα. Και δεύτερον, δεν υπήρχε αντικειμενικό κριτήριο. Αυτό που μπορεί εσύ να το έβλεπες ως αριστούργημα, εγώ να το έβλεπα ως ένα μέτριο έργο. Ούτως ή άλλως όμως η τέχνη δεν μπορεί να είναι αντικειμενική».

Ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης μετά το χρυσό μετάλλιο επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1936 εκλέχτηκε τακτικός μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, ενώ επτά χρόνια αργότερα πέθανε σε ηλικία 63 ετών. Δίπλα στον τίτλο γλύπτης, καθηγητής και ακαδημαϊκός υπάρχει και η λέξη «Ολυμπιονίκης». Είναι ο μοναδικός Έλληνας καλλιτέχνης που φέρει τη συγκεκριμένη ιδιότητα.

@Photo credits: Άκης Κατσούδας