Η εξομολόγηση του Σεμπάστιαν Λέτο σε 8.000 λέξεις: «Έκοψα το ποδόσφαιρο για να σταματήσω να υποφέρω!»
Δεν χωράει αμφιβολία πως ο Σεμπάστιαν Λέτο είναι από τους ποδοσφαιριστές που τα τελευταία 15 χρόνια άφησαν τη «σφραγίδα» τους στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Αργεντινός έκανε το... δρομολόγιο Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός μέσα σε ένα χρόνο και κατάφερε να πανηγυρίσει νταμπλ και με τους δυο αιώνιους αντιπάλους.
Φυσικά ο «Σέμπα» σύνδεσε το όνομα του με το Τριφύλλι, όντας ένα από τα αγαπημένα παιδιά της πράσινης εξέδρας μέχρι και σήμερα. Μαζί με τον Τζιμπρίλ Σισέ ήταν το δίδυμο - σύμβολο της ομάδας που κατέκτησε το νταμπλ το 2010 και σήκωσε το μέχρι σήμερα τελευταίο πρωτάθλημα του Παναθηναϊκού.
Ο Λέτο είναι έτοιμος για το νέο κεφάλαιο της ζωής του, καθώς αυτή τη σεζόν η Κηφισιά του έδωσε την ευκαιρία να γίνει πρώτος προπονητής. Ο 37χρονος Αργεντινός είναι ο εκλεκτός του Χρήστου Πρίτσα για να δημιουργήσει ένα σύνολο που θα κάνει πρωταθλητισμό στο σκληροτράχηλο πρωτάθλημα της Superleague 2 και να οδηγήσει ξανά το κλαμπ των Βορείων Προαστίων στα «σαλόνια» της Stoiximan Superleague.
Με αφορμή την πρώτη του σεζόν ως πρώτος προπονητής ο Σεμπάστιαν Λέτο μίλησε στο Gazzetta για όλη του τη ζωή. Τα παιδικά χρόνια στην Αργεντινή, το «όνειρο» της Λίβερπουλ των Τόρες, Τζέραρντ, Μασεράνο, Τσάμπι Αλόνσο, ο «πατέρας» Μπενίτεθ, το νταμπλ με τον Ολυμπιακό, η σχέση του με τον Ερνέστο Βαλβέρδε, οι δυο θητείες στον Παναθηναϊκό, ο Σωκράτης Κόκκαλης, ο Νίκος Πατέρας, οι παρτενέρ Σισέ - Μπεργκ, οι τραυματισμοί που τον ανάγκασαν να αποσυρθεί στα 31 του χρόνια, το κεφάλαιο της προπονητικής, η ευκαιρία που του δίνει η Κηφισιά και όχι μόνο σε μια συνέντευξη 8.000 λέξεων.
Συνέντευξη στον Βασίλη Μπαλατσό και τη Μάρθα Χωριανοπούλου
Φωτογραφίες: Αιμίλιος Βελία
«Χρωστάω στη μητέρα μου που έπαιξα ποδόσφαιρο, καμαρώνω που η κόρη μου είναι Ελληνίδα»
Ας αρχίσουμε από την παιδική σου ηλικία. Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με το ποδόσφαιρο;
«Ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο στην Αργεντινή όταν ήμουν 6 χρονών, τότε παίζαμε στους δρόμους, μετά όταν έγινα 9 ετών αποφάσισα να πάω σε ακαδημία για να δοκιμάσω πιο επαγγελματικά, ήταν μια τελείως διαφορετική εμπειρία. Ο πατέρας μου με έγραψε σε μια ακαδημία τότε στην Αργεντινή, στη Λανούς, που το επίπεδο ακαδημιών της ήταν αρκετά υψηλό. Εκεί απέκτησα τις πρώτες μου εμπειρίες στο ποδόσφαιρο. Ήταν δύσκολη απόφαση να πάω στις ακαδημίες αυτής της ομάδας γιατί έμενα μια ώρα με το τρένο από το σπίτι μου και η μητέρα μου με πήγαινε κάθε μέρα με το τρένο για προπόνηση. Δεν ήταν καθόλου εύκολο για την μητέρα μου και το έκανε για τέσσερα χρόνια. Αν χρωστάω σε κάποιον το ότι έπαιξα ποδόσφαιρο είναι σε αυτήν.
Σκέφτηκες ποτέ μετά από τις δυσκολίες που αντιμετώπισες να σταματήσεις το ποδόσφαιρο και να ασχοληθείς με κάτι άλλο;
«Παρά πολλές φορές! Γιατί δεν είναι εύκολο, ειδικά όταν είσαι παιδί και δεν είσαι οικονομικά ευκατάστατος. Όταν η οικογένεια σου δυσκολεύεται να κάνει τα έξοδα που χρειάζονται για εσένα. Επίσης όταν ένα παιδί είναι 13- 14 ετών μετράει και πώς σου συμπεριφέρονται και οι συμπαίκτες σου, δεν είναι εύκολο να συνεχίζεις να παίζεις ακόμα και στις ακαδημίες. Πριν 20 χρόνια δεν ζητούσε κανείς χρήματα για να παίξεις ποδόσφαιρο, ήταν μόνο το άθλημα. Πήγαινες το παιδί σου στην ακαδημία για να αποδείξει ότι μπορεί να παίξει».
Υπήρχε δεύτερο πλάνο για τον νεαρό Λέτο;
«Μου αρέσει πολύ να ζωγραφίζω! Για να είμαι ειλικρινής όταν πήγαινα σχολείο που έδιναν βραβεία για τις ζωγραφιές μου, ίσως αν υπήρχε μια άλλη δουλειά που θα μπορούσα να κάνω να ήταν ζωγράφος».
Ζωγραφίζεις ακόμα;
«Όχι, το έχω σταματήσει, ζωγραφίζω μόνο με την κόρη μου που είναι 7 ετών και της αρέσει πολύ! Είναι πολύ καλό που ασχολούμαστε με κάτι διαφορετικό από το κινητό».
Έχει δείξει κάποια δείγματα ότι της αρέσει το ποδόσφαιρο;
«Όχι. Η κόρη μου για εμένα είναι Ελληνίδα και το λέω με καμάρι γιατί γεννήθηκε εδώ όσο ήμουν στο Παναθηναϊκό. Την προηγούμενη εβδομάδα ήμασταν διακοπές, με ρωτούσε συνέχεια γιατί οι άνθρωποι βγάζουν φωτογραφίες μαζί μου. Δεν μπορεί να καταλάβει ακόμα».
Απολαμβάνεις τη δημοσιότητα;
«Δεν έχω πρόβλημα, δεν είμαι από τους ανθρώπους που θα «πέθαινα» αν δεν είχα δημοσιότητα. Για εμένα είναι το ίδιο. Το σημαντικό για εμένα είναι να σέβεσαι τη στιγμή».
Σου έχει τύχει κάποιο ακραίο περιστατικό θαυμασμού;
«Πολλά! Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποιο περιστατικό που να ξεπερνάει τα όρια, αλλά μπορώ να θυμηθώ πολλά με αγάπη. Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι ότι μετά από τόσα χρόνια δείχνουν την αγάπη τους, γιατί οι παίκτες έρχονται και φεύγουν. Αυτό σημαίνει ότι έχω κάνει κάτι για αυτούς. Ένα πρόσφατο περιστατικό είναι ότι και την προηγούμενη εβδομάδα ήμουν σε ένα εστιατόριο ήρθε ένας νεαρός να μου μιλήσει».
«Οι Αργεντίνοι έχουμε γεννηθεί για να παίζουμε ποδόσφαιρο»
Τι θυμάσαι από τα πρώτα σου βήματα στη Λανούς;
«Τα πρώτα μου βήματα ήταν πολύ σημαντικά. Η Λανούς είναι ένας τεράστιος σύλλογος που έχει βγάλει σπουδαίιυς ποδοσφαιριστές. Όταν πήγα εγώ δεν μπορούσε να αγοράσει παίκτες και έπρεπε να πάρει από τις ακαδημίες. Στα 16 μου είχα την πρώτη μου κλήση στην πρώτη ομάδα και το θυμάμαι χαρακτηριστικά γιατί ήταν εναντίον της Ρίβερ Πλέιτ. Ένα τεράστιο στάδιο, γεμάτο με 90.000 οπαδούς και εγώ μόλις 16 ετών. Δεν έπαιξα αλλά τότε με είδαν και ξεκίνησα την επαγγελματική μου καριέρα. Στα 17,5 ξεκίνησα να παίζω κανονικά».
Τι θυμάσαι από το ντεμπούτο σου;
«Ήταν φανταστικό για εμένα, αν και είχαμε χάσει. Ήμουν 17,5 ετών και ήταν πολύ κομβική η κατάσταση στην ομάδα. Ημασταν στην τελευταία θέση του πρωταθλήματος και κινδυνεύαμε με υποβιβασμό. Μπήκα στο πρώτο ημίχρονο και σκόραρα ένα απίστευτο γκολ. Για εμένα ήταν το καλύτερο γκολ που σκόραρα ποτέ! Μπορεί να χάσαμε 3-1 αλλά για εμένα ήταν κάτι μοναδικό».
Ήσουν συμπαίκτης με κάποιον που δεν γνωρίζαμε ποτέ ότι ήσασταν μαζί στις ακαδημίες;
«Από την ηλικία μου πέντε παίκτες έπαιξαν στην πρώτη ομάδα. Καταλαβαίνετε, όταν από τους 11 παίκτες οι 5 είναι από τις ακαδημίες τι σημαίνει. Μόνο ο Ντιέγκο Βαλέρι είναι γνωστός, έχει παίξει στην Πόρτο. Πολλοί από τους συμπαίκτες μου συνέχιζαν να παίζουν πολύ καλά στην Αργεντινή αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν το επόμενο βήμα, όπως εγώ που πήγα στη Λίβερπουλ, η ο Βαλέρι. Φανταστείτε ότι την επόμενη χρονιά, αφού μείναμε στην κατηγορία, 10 από τους 11 παίκτες της πρώτης ομάδας ήταν από την ακαδημία. Ήμασταν μια ομάδα από παιδιά 17-18 -19 χρόνων και ο μόνος «μεγάλος» ήταν ο τερματοφύλακας που ήταν 28. Εγώ ήμουν από τους μικρότερους. Μετά από δυο χρόνια η ομάδα πήρε και πρωτάθλημα, εγώ δεν ήμουν τότε εκεί, είχα πάει στη Λίβερπουλ».
Τι σημαίνει το ποδόσφαιρο για κάποιον που είναι από την Αργεντινή;
«Έχουμε γεννηθεί για να παίζουμε ποδόσφαιρο. Αν με ρωτήσεις μια παιδική μου ανάμνηση σχετικά με το πώς ξεκίνησα θυμάμαι μόνο αυτό. Να είμαι στο γήπεδο και να παίζω. Η μητέρα μου με φώναζε με τον αδερφό μου που είναι έναν χρόνο μεγαλύτερος, όταν παίζαμε στο γήπεδο η στο δρόμο μέχρι το βράδυ, χωρίς παπούτσια χωρίς τίποτα! Αν ρωτήσεις κάποιον Αργεντινό θα σου δώσει την ίδια απάντηση, όχι γιατί την αντέγραψε αλλά γιατί αυτή ήταν η πραγματικότητα. Τότε τα πράγματα ήταν και πιο αγνά δεν υπήρχαν και κίνδυνοι.
Μετά τη Λανούς, ακολούθησε το μεγάλο βήμα στη καριέρα σας, η μεταγραφή στη Λίβερπουλ. Πώς προέκυψε;
«Τότε είχα και μια πρόταση από μια μεγάλη ομάδα στην Αργεντινή, τη Ρίβερ Πλέιτ. Τότε ήμουν 19 χρόνων και 6 μήνες πριν την μεταγραφή μου υπήρχε και ενδιαφέρον από την Μπέτις που ήταν η πρώτη ομάδα που με ήθελε. Δεν ήξερα εγώ ακόμα καν τι υπήρχε στην Ισπανία. Μετά ήρθε το ενδιαφέρον από τη Ρίβερ, είναι η μεγαλύτερη ομάδα στην Αργεντινή μαζί με την Μπόκα. Την περίοδο εκείνη ήταν πολύ σημαντικό για ένα παιδί από τις ακαδημίες να αγωνιστεί εκεί. Δεν ήταν σύνηθες να θέλει ένα παιδί σαν εμένα γιατί η ομάδα θα μπορούσε να πάρει κάποιον από την Ουρουγουάη ή από την Κολομβία. Ήρθε μετά όμως το ενδιαφέρον από τη Λίβερπουλ και ήταν εύκολο να αποφασίσω που θα πάω, γιατί είναι ένα από τα καλύτερα κλαμπ στον κόσμο».
Ήταν δύσκολη απόφαση;
«Όχι. Βέβαια εκείνη την περίοδο δεν καταλάβαινα και πολύ τι συνέβαινε. Τώρα καταλαβαίνω, όταν είσαι μικρός όμως και δεν σου εξηγούν πολύ καλά τα πράγματα. Δεν μπορείς να αντιληφθείς τι είναι καλύτερο για εσένα. Το καλύτερο όμως για κάποιον από την Αργεντινή ήταν να έρθει στην Ευρώπη για να παίξει ποδόσφαιρο».
Ποσό εύκολο ήταν για εσένα να προσαρμοστείς;
«Δεν ήταν εύκολο, ήμουν 19 χρόνων και δεν καταλάβαινα και πολλά. Πήγα σε μια χώρα με τελείως διαφορετική κουλτούρα, διαφορετική γλώσσα, όλα αλλιώς! Και πήγα ολομόναχος γιατί προτιμώ να είμαι μόνος μου σε αυτά. Δεν ήταν εύκολο να προσαρμοστείς όχι μόνο στην ζωή αλλά και στο ποδόσφαιρο, γιατί ήταν πολύ υψηλού επιπέδου. Με όλο το σεβασμό στο αργεντίνικο ποδόσφαιρο αλλά δεν υπάρχει σύγκριση με την Premier League. Το επίπεδο ήταν φανταστικό, υπήρχαν προπονήσεις που πραγματικά η μπάλα πετούσε, ακόμα και για εμένα που ήμουν τεχνίτης υπήρχαν στιγμές που δεν μπορούσα να κρατήσω την μπάλα. Είχα πολύ σπουδαίους συμπαίκτες όπως τον Τζεράρντ και τον Αλόνσο».
Πώς ήταν η ζωή στο Λίβερπουλ;
«Δύσκολη, αν δεν είσαι ψυχικά δυνατός υποφέρεις. Ο καιρός δεν είναι πολύ καλός και ήταν ακόμα χειρότερο είναι όταν κάναμε προπόνηση. Κάθε μέρα έβρεχε και είχε κρύο… Επίσης και το φαγητό ήταν κακό. Για αυτό γυρνάνε μετά από 6 μήνες μερικοί, γιατί αν δεν είσαι δυνατός υποφέρεις.
Πως ήταν να έχεις προπονητή τον Ράφα Μπενίτεθ;
«Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, με βοήθησε παρά πολύ. Στην προπόνηση έκανε πολύ σωστά πράγματα. Για εμένα το καλύτερο ήταν πως ήξερε να μας διαχειριστεί. Επίσης ήταν πολύ ξεκάθαρος στις οδηγίες του, όλοι γνώριζαν τι έπρεπε να κάνουν. Θυμάμαι ακόμα τα τεχνικά κομμάτια τις προπονήσεις, μπορεί τώρα να έχει αλλάξει το ποδόσφαιρο από τότε. Ήταν και παρά πολύ καλός άνθρωπος, μια πολύ καλή ψυχή. Με προστάτευε πολύ, είδε ότι θα μπορούσα να γίνω καλός ποδοσφαιριστής στο μέλλον, όχι τότε.
Με έβαλε να παίξω το πρώτο μου παιχνίδι στο Champions League, γιατί είδε ότι στις προπονήσεις ότι ήμουν καλός. Είχε όλους αυτούς του σπουδαίους ποδοσφαιριστές και με διάλεξε, αλλά δεν έπαιξα καλά. Με έβγαλε δυο λεπτά αφού ξεκίνησε το δεύτερο ημίχρονο, γιατί είχε κάτι στο μυαλό για εμένα που όμως δεν δούλεψε. Μου έδωσε όμως την ευχαρίστηση να μην με βγάλει από το πρώτο ημίχρονο, όπως θα έκαναν οι περισσότεροι. Ήρθε την επόμενη μέρα και μου είπε ότι έκανε λάθος που με έβαλε να κάνω ντεμπούτο σε ένα τόσο κρίσιμο ματς, θα έπρεπε μου είπε να με βάλει να παίξω πρώτα σε κάποια παιχνίδια στο κύπελλο και στην Premier League και μετά να έπαιζα σε ένα τόσο μεγάλο παιχνίδι. Η σχέση μας μετά ήταν σαν πατέρα με γιου, είχα όμως μετά ένα τεράστιο πρόβλημα με το διαβατήριο και δεν μπορούσα να αγωνιστώ στην Premier League.
Ο προπονητής ήθελε να με στηρίξει πολύ, ειδικά μετά το πρώτο μου παιχνίδι που η ψυχολογία μου ήταν πολύ κακή. Έπαιξα ένα παιχνίδι στο EFL Cup και δυο στο FA cup, μετά είχαμε τα προημιτελικά με την Τσέλσι και μου είπε να είμαι έτοιμος να παίξω. Όμως δυστυχώς εξαιτίας του προβλήματος με το διαβατήριο με κάλεσε μόλις δυο μέρες πριν το παιχνίδι και μου είπε πως για νομικούς λόγους δεν θα μπορούσα να αγωνιστώ».
Ήταν ο Ραφαέλ Μπενίτεθ ο προπονητής που σε βοήθησε περισσότερο στην καριέρα σου;
«Ήταν ο προπονητής που πήρε μια πολύ σημαντική απόφαση για την καριέρα μου, να μείνω στη Λίβερπουλ μέχρι το τέλος της σεζόν, γιατί είχα και πρόταση από τη Ρίβερ στα μέσα της σεζόν. Με είχε καλέσει ο Σιμεόνε που είχε πάρει το πρωτάθλημα την προηγούμενη σεζόν να πάω ως δανεικός. Οι περισσότεροι στην θέση του δεν θα ενδιαφέρονταν για ένα μικρό παιδί, αλλά αυτός επέμενε να μείνω για το μέλλον μου και την καριέρα μου, για να μάθω την γλώσσα, για να μάθω από τους συμπαίκτες μου και για να δυναμώσω. Ο Μπενίτεθ επίσης με είχε διαβεβαιώσει ότι θα προσπαθούσε να φτιάξει και το θέμα που είχα και με τα χαρτιά. Εγώ όμως ήθελα πολύ να φύγω, φώναζα για να φύγω θυμάμαι. Για εμένα ήταν το σημαντικότερα πράγμα που έκανε για εμένα, θα είμαι πάντα ευγνώμων. Μετά ήρθα στην Ελλάδα και συνέχισα την καριέρα μου».
Έκανες κάποιες αναφορές σε παλιούς συμπαίκτες σου στην Λίβερπουλ που μετά έγιναν προπονητές. Τσάμπι Αλόνσο, Χαβιέ Μασεράνο, Στίβεν Τζέραρντ. Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για αυτούς;
«Αν με ρωτούσατε τότε αν κάποιος από αυτούς θα γίνονταν προπονητής, θα σας απαντούσα ότι ο Αλόνσο και ο Μασεράνο θα γίνονταν 100%. Ο Τζέραρντ ήταν μια πολύ δυναμική προσωπικότητα, δεν χρειαζόταν καν να μιλήσει. Ήταν ένας ήσυχος ηγέτης, τον σέβονταν πολύ, δεν ήταν ο παίκτης που περίμενα ότι θα γίνει προπονητής. Με τον Μασεράνο είναι λίγο διαφορετικό γιατί προπονεί εθνική ομάδα που δεν έχει κάθε μέρα προπονήσεις. Είναι βέβαια δύσκολο να διαλέγεις παίκτες που δεν τους έχεις κάθε μέρα. Ο Τσάμπι όταν έπαιζε ήταν ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα και ήμουν σίγουρος ότι θα γίνει προπονητής. Πολλοί μπορεί να λένε και για εμένα ότι με αυτού του είδους παιχνιδιού που έπαιζα δεν θα ήμουν ο ιδανικός προπονητής. Όμως όταν τελειώνουμε την ποδοσφαιρική μας καριέρα μπορούμε να δοκιμάσουμε όλοι την προπονητική και να καταλάβουμε αμέσως αν μας αρέσει. Ο Τζέραρντ το δοκίμασε και του πάει και για εμένα θα είναι ένας από τους μελλοντικούς προπονητές της Λίβερπουλ».
«Με τον Ράφα Μπενίτεθ είχαμε σχέση πατέρα - γιου, ήσυχος ηγέτης ο Τζέραρντ»
Το «You Never Walk Alone» και το... χόρτο μαγικό
Πώς διαχειρίστηκες ψυχολογικά το να μην μπορείς να παίξεις, εξαιτίας του προβλήματος με το διαβατήριο;
«Ήμουν χάλια ψυχολογικά, όλοι οι παίκτες θέλουν να παίζουν. Το χειρότερο πράγμα είναι να μην μπορείς να παίξεις επειδή δεν σε αφήνουν. Θυμάμαι χαρακτηριστικά είχα πει ότι θα μείνω μέχρι το Ιανουάριο και μετά θα φύγω να πάω σε κάποια άλλη ομάδα για να παίξω. Για εμένα ήταν τρομερή απογοήτευση να πηγαίνω στην προπόνηση και να μην μπορώ να αγωνιστώ μετά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να παρακολουθώ τη Λίβερπουλ να παίζει με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που ήταν ο Ροναλντο και ήθελα παρά πολύ να είμαι εκεί».
Κρατάς επαφές με κάποιον από αυτούς;
«Δυστυχώς όχι, άμα τους δω θα τους χαιρετήσω αλλά δεν συμβαίνει συχνά».
Ποιος παίκτης όσο ήσουν στη Λίβερπουλ σε είχε υπό την προστασία του;
«Ο Μασεράνο, ήταν αυτός που ήμουν πιο κοντά από όλους. Μετά με τον Τόρες και τον Μπεναγιούν».
Ο Τόρες ήταν από τους μεγάλους σταρ της εποχής. Τι θυμάσαι από αυτόν;
«Μέναμε μαζί στο ίδιο ξενοδοχείο. Ήταν ένας πολύ σοβαρός άνθρωπος, παρά πολύ επαγγελματίας. Την περίοδο που ήμασταν μαζί στη Λίβερπουλ ήταν στα καλύτερα του, ήταν πραγματικά ασταμάτητος. Όμως σαν άνθρωπος ήταν πολύ ήσυχος και πολύ φιλικός με όλους».
Πολλοί λένε ότι το να παίξεις στο «Ανφιλιντ» είναι μια μοναδική εμπειρία. Πώς ήταν για εσένα;
«Είχα την τύχη να αγωνιστώ στο Άνφιλντ στο πρώτο μου παιχνίδι. Φανταστείτε ρώτησα πριν βγούμε στο γήπεδο τον Μασεράνο τι ήταν η μπάλα που είχε η φανέλα και ήταν το σήμα του Champions League. Εγώ δεν είχα ξαναπάει σε γήπεδο με Άγγλους οπαδούς και περίμενα ότι δεν θα είναι έντονοι. Όταν όμως ξεκίνησαν να τραγουδούν το "You Never Walk Alone" ήταν φανταστικά, για εμένα η καλύτερη αίσθηση που μπορείς να έχεις στο Ανφιλντ. Επίσης όταν πήγαινα να παρακολουθήσω την ομάδα οι οπαδοί ήταν πραγματικά απίστευτοι και έκαναν την ομάδα να κερδίζει».
You Never Walk Alone στο «Ανφιλντ» η χόρτο μαγικό σε ένα γεμάτο ΟΑΚΑ;
«Είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Όταν μιλάμε για Λίβερπουλ και Ανφιλντ μιλάμε για ιστορία. Στο ΟΑΚΑ είναι οι αναμνήσεις μου, όταν ήρθα εδώ δεν είχα δει ποτέ τόσους πολλούς οπαδούς. Στη Λανούς το πολύ να είχαμε 40.000. Οπότε ας πούμε ΟΑΚΑ σε αυτή την ερώτηση».
Την επόμενη σεζόν δεν έμεινες στη Λίβερπουλ. Ήταν δύσκολο να φύγεις από αυτό το σύλλογο;
«Ήταν εύκολη απόφαση, αν αναλογιστείτε ότι δεν έπαιζα σχεδόν ένα χρόνο. Έκανα εκείνη τη χρόνια την προετοιμασία με τη Λίβερπουλ το καλοκαίρι και περιμέναμε τι θα γίνει με τα χαρτιά. Τελικά δεν μου έδωσαν τα χαρτιά που χρειαζόμουν για να παίξω, όποτε έπρεπε να πάω κάπου για να παίξω. Είχα προτάσεις από την Ελλάδα και την Ισπανία. Ο Ολυμπιακός ήταν στα προκριματικά του Champions League και το πλάνο ήταν να παίξω ένα χρόνο και να γυρίσω στη Λίβερπουλ να ξαναπροσπαθήσουμε για τα χαρτιά».
Γνώριζες κάτι για το ελληνικό ποδόσφαιρο πριν έρθεις στον Ολυμπιακό;
«Όχι, ήμουν τότε 21 ετών. Δεν γνώριζα πολλά πράγματα και στην Αργεντινή δεν ήμασταν εξοικειωμένοι με την Ευρώπη».
Τι άλλες προτάσεις είχες εκτός από τον Ολυμπιακό;
«Είχα από την Χετάφε, ο Μπενίτεθ ήθελε να πάω εκεί προκειμένου να είμαι σε ένα ανταγωνιστικό πρωτάθλημα όπως η La Liga».
«Ο Βαλβέρδε με έχασε από την πρώτη μέρα»
Πώς θυμάσαι τις πρώτες μέρες στον Ολυμπιακό;
«Είχα αμέσως ένα καλό προαίσθημα για τη χώρα, για τους οπαδούς, ήμουν και σε μια πολύ καλή ομάδα».
Ήταν πιο εύκολο να προσαρμοστείς στην Ελλάδα σε σχέση με την Αγγλία;
«Ναι, ήταν πιο κοντά στο ποδόσφαιρο που παίζαμε στην Αργεντινή. Στην Αγγλία το ποδόσφαιρο ήταν πολύ πιο γρήγορο».
Στον Ολυμπιακό είχες ως προπονητή έναν από τους καλύτερους στην ιστορία του συλλόγου, τον Ερνέστο Βαλβέρδε. Τι θυμάσαι από αυτόν;
«Ήταν πολύ καλός προπονητής, πολύ οργανωτικός με πρωτοποριακές ιδέες».
Ως άνθρωπος;
«Τώρα που βρίσκομαι σε αυτή τι θέση πιστεύω ότι κάποια πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν διαφορετικά, όσον αφορά το πώς μιλάς και συμπεριφέρεσαι σε έναν ποδοσφαιριστή. Προκειμένου να κάνεις τον παίκτη να καταλάβει τι θέλεις να κάνει, τι μπορεί να κάνει και τι πρέπει να αποδείξει παίζοντας. Αν δεν γίνει έτσι μπορεί να τον χάσεις, για αυτό πρέπει να προσεχείς τι λες. Στο κομμάτι της προπόνησης έχει το σεβασμό μου γιατί ακολούθησε και μια λαμπρή καριέρα αλλά στο κομμάτι της επικοινωνίας για εμένα θα μπορούσε να τα πάει πολύ καλύτερα. Με την εμπειρία που είχε και ως ποδοσφαιριστής θα μπορούσε να χειριστεί πολύ διαφορετικά κάποιες καταστάσεις».
Άρα σε έχασε ως παίκτη;
«Από την πρώτη μέρα!».
Ποιο ήταν το πρόβλημα;
«Με έχασε γιατί δεν με έκανε να καταλάβω τι έπρεπε να αποδείξω. Άμα βλέπεις κάτι που δεν σου αρέσει ως προπονητής τότε καλό είναι να καλέσεις τον παίκτη και να εξηγήσεις τι ακριβώς θέλεις, αυτό είναι για εμένα πολύ σημαντικό. Και δεν το έκανε».
Είχατε κάποιον τσακωμό στα αποδυτήρια;
«Όχι δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο, άλλαξαν όμως οι σχέσεις μας. Πιστεύω όπως σας εξήγησα και πριν ότι ήταν πολύ σημαντικό να μας κερδίσει. Ημουν ένα νέο παιδί μόλις 21 ετών που μόλις είχε έρθει από τη Λίβερπουλ. Γι' αυτό θα έπρεπε να με χειριστεί έξυπνα, γιατί πιστεύω ότι αν χειριζόταν την κατάσταση διαφορετικά όχι μόνο εγώ, αλλά όλοι οι νέοι παίκτες, θα σου δώσουν το 1000%. Να πω ότι δεν έχω πρόβλημα με την ομάδα, ακόμα έχω καλές σχέσεις με όλου»
«Έχω τεράστιο σεβασμό για τον Τζόρτζεβιτς, με βοήθησε πολύ»
Έχεις επαφές με κάποιον από τον Ολυμπιακό;
«Μιλάω με τον Γκαλέτι και τον Μπελούτσι, που είχαμε εξαιρετικές σχέσεις. Από Έλληνες μιλούσα με τον Τοροσίδη, όταν αυτός έπαιζε στη Ρόμα και εγώ στην Κατάνια. Όσα είχαν γίνει στο γήπεδο τότε έμειναν εκεί. Είναι ένας καλός άνθρωπος όπως και εγώ».
Αγωνιζόσουν ως αριστερός εξτρέμ, στη θέση που αγωνιζόταν τότε ένας θρύλος του Ολυμπιακού, ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς. Πώς ήταν να τον συναγωνίζεσαι;
«Έχω τεράστιο σεβασμό για τον Τζόρτζεβιτς, ήταν πολύ δύσκολο να τον συναγωνιστώ. Ήταν εκείνη τη χρονιά σε πολύ καλή αγωνιστική κατάσταση, αλλά ποτέ δεν με έκανε να νιώσω τη δύναμη που είχε, γιατί είχε τρομερή δύναμη! Με βοήθησε πολύ, μου συμπεριφερόταν παρά πολύ καλά και μου στάθηκε σε μια δύσκολη στιγμή που δεν θέλω να αναφερθώ.
Ο Τζόρτζεβιτς με τον Νικοπολιδη ήταν πολύ σημαντικοί για εμένα στην ομάδα. Ήταν επίσης πολύ υποστηρικτικός απέναντι μου και μιλούσε πολύ καλά για εμένα. Ο Ολυμπιακός εκείνη την εποχή είχε τρομερούς παίκτες όπως Μήτρογλου, Γκαλέτι, Κοβάτσεβιτς, Μπελούτσι. Είχαμε μια ομάδα που δεν χρειαζόταν να κάνεις πολλά τεχνικά πράγματα, γιατί υπήρχε ποιότητα στους παίκτες. Ηταν πιο σημαντικό να τους διαχειρίζεσαι σωστλα. Ήμασταν τρομεροί τεχνικά στο κέντρο και στην επίθεση, ήταν μια πολύ καλή χρονιά».
Ποια παιχνίδια ξεχωρίζεις ως παίκτης του Ολυμπιακού;
«Θυμάμαι ένα ματς με την Μπενφίκα, που παίξαμε εξαιρετικά. Έπαιξα πολύ λίγο, νομίζω 15 λεπτά και ο Γκαλέτι σκόραρε ένα τρομερό γκολ. Αυτό το παιχνίδι με έκανε να αντιληφθώ τη δύναμη της ομάδας».
Το τελευταίο σου παιχνίδι με τη φανέλα του Ολυμπιακού ήταν στον τελικό Κυπέλλου με την ΑΕΚ. Ήταν ένα επικό παιχνίδι που ήρθε 4-4 στην παράταση και 15-14 στα πέναλτι. Τι θυμάσαι από αυτό το ματς;
«Ήταν ένα τεράστιο παιχνίδι, φανταστείτε η οικογένεια μου έφυγε από το γήπεδο όταν χάναμε και προσπάθησαν να ξαναμπούν όταν ισοφαρίσαμε και έγινε το 2-2. Δεν θα ξανασυμβεί ποτέ, ήταν φανταστικό το κλίμα! Ενα γήπεδο γεμάτο οπαδούς και ένα τρελό παιχνίδι.»
Πώς ήταν η σχέση σου με τον τότε πρόεδρο του Ολυμπιακού, Σωκράτη Κόκκαλη;
Ήταν πολύ καλή, τον είχα δει τρεις φορές και ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου. Έχω πολύ καλές αναμνήσεις και από τον γιο του.
Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη μεταγραφή στον Παναθηναϊκό;
«Ο Ολυμπιακός δεν ενεργοποίησε την οψιόν αγοράς από τη Λίβερπουλ και ο Παναθηναϊκός έκανε πρόταση. Εφόσον δεν μπορούσα να φτιάξω το θέμα με τα χαρτιά και να γυρίσω στην Αγγλία για να αγωνιστώ για τη Λίβερπουλ, αποφάσισα να πάω στον Παναθηναϊκό».
Έζησες έναν χρόνο στην Αθήνα και κατάλαβες την κόντρα ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Ποσό εύκολη ήταν η απόφαση της μεταγραφής στον αιώνιο αντίπαλο;
«Δεν το σκέφτηκα πολύ. Αν δεν είσαι Έλληνας δεν σε επηρεάζει τόσο. Το ποδόσφαιρο είναι κάτι σαν πόλεμος για τους αθλητές και πρέπει να πάρεις αποστάσεις όπως κάνεις στον πόλεμο. Αποφάσισα να πάω στον Παναθηναϊκό και δεν σκέφτηκα τα αρνητικά, σκέφτηκα μόνο τα θετικά, ότι πάω σε έναν πολύ μεγάλο σύλλογο όπου πρέπει να αποδείξω την αξία μου».
Η πρώτη σεζόν ήταν απολύτως επιτυχημένη, αφού ο Παναθηναϊκός πήρε το νταμπλ και το τελευταίο του πρωτάθλημα μέχρι σήμερα. Τι θυμάσαι από αυτή;
«Ήταν μια τέλεια χρονιά για όλους, ο σύλλογος ήταν στα καλύτερα του. Ο πρόεδρος επένδυσε χρήματα και έφερε παίκτες που μπορούσαν να αγωνιστούν και να κερδίσουν τίτλους. Είναι όμως δυστυχώς το τελευταίο πρωτάθλημα της ομάδας».
Πώς ήταν η σχέση σου με τον Νίκο Πάτερα;
«Έχω πάντα σεβασμό σε όλους, απλά δεν είμαι τόσο θερμός με όλους. Είχα πολύ καλή σχέση με τον πρόεδρο, τον είχα συναντήσει τρεις φορές. Ερχόταν συχνά στις προπονήσεις, είχα περισσότερες επαφές μαζί του απ' ότι με τον Κόκκαλη».
Με τον Παναθηναϊκό πανηγύρισες και μεγάλες νίκες στην Ευρώπη όπως με τη Ρόμα, τι θυμάσαι από τα παιχνίδια αυτά;
«Δεν ήταν εύκολη νίκη γιατί είχαν μια πολύ καλή ομάδα, αν και ο Τότι δεν έπαιζε στον πρώτο αγώνα που κερδίσαμε 3-2. Είναι πολύ δύσκολο να παίζεις απέναντι σε τέτοιες ομάδες, αλλά κάναμε μια πολύ καλή δουλειά αν και χάναμε στην αρχή. Ήταν μια μαγική βραδιά για όλους τους Παναθηναϊκούς και έπαιξα πολύ καλά. Στο επόμενο παιχνίδι εντός έδρας έπαιξα μόνο 5 λεπτά στο τέλος και πλέον μπορώ να καταλάβω τι δεν έκανα καλά τεχνικά τότε και δεν έπαιξα. Είχα θυμώσει πολύ γιατί ήθελα πάρα πολύ να παίξω, αλλά καταλαβαίνω ότι ήταν ένα πολύ σημαντικό παιχνίδι».
Είδαμε εκείνη τη σεζόν τον καλύτερο Λέτο;
«Όχι, η καλύτερη εποχή μου ήταν το 2013 ένα χρόνο πριν την εγχείρηση μου, που έπαιζα ως σέντερ φορ. Ήμουν πολύ πιο δυνατός και γρήγορος, ήμουν σε μια πολύ καλή ποδοσφαιρική ηλικία που το σώμα μου είχε αλλάξει. Επίσης είχα πολύ καλή χημεία με τους συμπαίκτες μου και ένιωθα ότι μπορώ να κάνω τα πάντα».
Ποιο είναι το αγαπημένο σου παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό;
«Το αγαπημένο μου παιχνίδι είναι το πρώτο παιχνίδι με τη Ρόμα. Μπορεί να μην σκόραρα αλλά έπαιξα πολύ καλά».
Το αγαπημένο σου γκολ;
«Το γκολ με τον Άρη στον τελικό του κυπέλλου και το γκολ που σκόραρα απέναντι στην Ατλέτικο Μαδρίτης».
Πώς θα αξιοποιούσες ως προπονητής τον Λέτο;
«Αν έπρεπε να διαλέξω θα με τοποθετούσα ως σέντερ φορ γιατί μπορούσα να τρέχω στο χώρο, να κατεβαίνω, να κρατάω την μπάλα και μπορούσα και να ντριμπλάρω και θα με έκανα και αρχηγό!».
«Πήγα στον Παναθηναϊκό για να αποδείξω την αξία μου»
«Τρομερός επαγγελματίας ο Βύντρα, τα έκανε όλα ο Κατσουράνης»
Ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας του νταμπλ του Παναθηναϊκού το 2010;
«Είναι σημαντικό ότι είχαμε νέους και ταλαντούχους παίκτες και οι μεγαλύτεροι είχαν ηγετική προσωπικότητα όπως οι Κατσουράνης, Καραγκούνης, Βύντρα. Παίκτες που γνωρίζουν καλά το ποδόσφαιρο της χώρας. Έβαζες για παράδειγμα τον "τρελό" Σισέ να παίξει με τον επαγγελματία Κατσουράνη. Για εμένα αυτό δημιούργησε τη νοοτροπία του νικητή, αν και είχαμε και προβλήματα».
Ανέφερες πριν τον Βύντρα, ήταν ένας παίκτης για τον οποίο ο κόσμος γκρίνιαζε αλλά ήταν πάντα βασικός...
«Είμαι χαρούμενος που το αναφέρεις. Για εμένα ο Βύντρα είναι τρομερός επαγγελματίας. Ήταν επίσης ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Αυτό που πρέπει να καταλάβουν είναι ότι είχε μπροστά του εμένα και τον Σισέ, που μπορεί και να μην τρέχαμε στα μαρκαρίσματα. Κάποιοι παίκτες τέτοιου είδους έκαναν φανταστική δουλειά αλλά μπορεί οι οπαδοί να τους κριτίκαραν. Έβλεπαν ότι μπορεί να μην έβγαινε μπροστά αλλά εμείς ξέραμε καλά ότι αν δεν υπήρχε ο Βύντρα θα είχαμε πρόβλημα».
Τότε ο Παναθηναϊκός είχε μια τρομερή τριάδα στο κέντρο. Ζιλμπέρτο - Κατσουράνης - Καραγκούνης...
«Ήταν φανταστική τριάδα. Ο Ζιλμπέρτο ήταν ένας τζέντλεμαν που έπαιζε ποδόσφαιρο. Σούπερ επαγγελματίας. Πήρε το Παγκόσμιο Κύπελλο και ήταν αρχηγός της Βραζιλίας. Μπορούσε εύκολα να οργανώσει το παιχνίδι και προσέφερε ελευθερία στους υπόλοιπους. Είναι σημαντικό όταν παίζεις στο κέντρο και έχεις κάποιον να σε κάνει να παίζεις ελεύθερα επειδή θα μείνει αυτός πίσω. Είχαμε καλό σύνολο.
Ο Κατσουράνης ήταν απίστευτος χαφ. Είναι έξυπνος και ήθελε πάντα να κερδίζει. Όλοι θέλουν να κερδίζουν, όμως αυτός το ήθελε περισσότερο από όλους. Είχε τρομερή αντίληψη του παιχνιδιού. Ήταν καλός επιθετικά αλλά αμυντικά ήταν ο καλύτερος για εμένα. Ήταν τόσο έξυπνος που μπορούσε να παίξει αμυντικός χαφ, στόπερ και δεξιός μπακ. Σκόραρε πολλά γκολ, έδινε ασίστ, τα έκανε όλα! Είχε 7-8 γκολ τη σεζόν που είναι τρομερό για χαφ. Ήταν άλλη κλάση και είναι καλός χαρακτήρας.
Όσο για τον Καραγκούνη, ήταν επίσης φανταστικός παίκτης. Πιο τεχνίτης, ήξερε να κρατήσει την μπάλα και έδινε τέμπο στην ομάδα. Ήξερε πότε έπρεπε να τρέξουμε την μπάλα και πότε έπρεπε να παγώσουμε τον ρυθμό. Ήταν έξυπνος παίκτης. Μιλάμε για φοβερή τριάδα στα χαφ. Ζιλμπέρτο, Καραγκούνης, Κατσουράνης. Έπαιξαν Άρσεναλ, Ίντερ, Μπενφίκα. Παίκτες που ήταν στο υψηλότερο επίπεδο, σε top ομάδες και παρόλα αυτά ήταν προσγειωμένοι. Για εμένα αυτό ήταν το κλειδί. Επίσης είχαμε τον Σιμάο που ήταν πολύ σημαντικό κομμάτι της ομάδας. Όταν έχεις μια τόσο επιθετική ομάδα χρειάζεσαι έναν παίκτη να τρέχει και να καλύπτει χώρους».
Σε αυτή την ομάδα υπήρχε ένα wonder kid που 13 χρόνια μετά τον είχες παίκτη ως προπονητής. Τον Σωτήρη Νίνη. Πως ήταν να προπονείς έναν ποδοσφαιριστή που τον είχες συμπαίκτη;
«Ο Σωτήρης είναι φίλος μου. Τότε ήταν πολύ μικρός, όμως όλοι τον θεωρούσαν το πρόσωπο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Είχε κάνει τρομερή χρονιά με τον Παναθηναϊκό όταν πήραμε το νταμπλ και αργότερα πήγε στην Ιταλία. Από εκεί και πέρα όλα είναι μέσα στην ποδοσφαιρική ζωή. Είχα την τύχη να δουλέψω μαζί του την περασμένη σεζόν ως βοηθός προπονητή στην Κηφισιά. Ήταν ωραίο. Θυμάμαι του έλεγα τι πίστευα πως έπρεπε να βελτιώσει όταν παίζαμε μαζί και μας βοήθησε πολύ. Ήταν ωραίο συναίσθημα να τον έχω ως συμπαίκτη αλλά και να τον προπονώ».
«Ο Σισέ ήταν μηχανή αλλά ο Μπεργκ ήταν πιο οξυδερκής»
Εκείνη την εποχή εσύ και Τζιμπρίλ Σισέ ήσασταν το «φονικό» δίδυμο του Παναθηναϊκού. Πως ήταν η σχέση σας ως συμπαίκτες αλλά και σε προσωπικό επίπεδο;
«Θα ξεκινήσω από το αγωνιστικό. Ο Τζιμπρίλ ήταν πολύ σημαντικός ποδοσφαιριστής για εκείνη την ομάδα. Τεράστια προσωπικότητα. Ήταν αισθητή η διαφορά της ομάδας με και χωρίς αυτόν. Ήταν πολύ γρήγορος, πολύ δυνατός. Ως προπονητής καταλαβαίνω πως ένας τέτοιος παίκτης τραβάει πάνω του δυο στόπερ και δημιουργεί χώρους για τους συμπαίκτες του, όπως εγώ και ο Νίνης για να τρέξουμε στο γήπεδο. Ήταν μηχανή! Σκόραρε πάρα πολλά γκολ. Αυτό θέλει η ομάδα από τον αρχισκόρερ της. Έδειχνε στο γήπεδο πως δεν θα τα παρατούσε αν η ομάδα δεν έπαιρνε το πρωτάθλημα. Ήταν σημαντικός ακόμα και στην ανασταλτική λειτουργία της ομάδας. Δεν του άρεσε να τρέχει πολύ αλλά ήταν πάντα εκεί για να καλύψει χώρους.
Σαν άνθρωπος είναι φανταστικός αλλά έχει τον δικό του τρόπο, όπως όλοι μας. Ήταν φανταστικός στα αποδυτήρια και πολύ θετικός άνθρωπος. Όλοι, παρόλο που ήμασταν διαφορετικές προσωπικότητες, προσπαθήσαμε να κάνουμε το καλύτερο για την ομάδα. Βέβαια υπήρχαν και προβλήματα μερικές φορές, όπως προσπαθούσαμε να τα λύνουμε».
Πιστεύεις πως ο Σισέ ήταν ο καλύτερος παρτενέρ που είχες στην επίθεση;
«Αν το αναλύσουμε ήταν διαφορετική εποχή και έπαιζα σε άλλη θέση, με άλλον τρόπο. Με τον Τζιμπρίλ έπαιζα ως αριστερός εξτρέμ, οπότε ήξερα πως έπρεπε να ντριμπλάρω το δεξιό μπακ και να βγάλω τη σέντρα επειδή στο κουτί είχαμε τη μηχανή των γκολ. Ήταν εύκολο. Βαθιά μπαλιά, ντρίμπλα, σέντρα και ο Τζιμπρίλ θα την έβαζε στα δίχτυα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα παιχνίδι με τον Αστέρα Τρίπολης που εγώ έκανα τη σέντρα και αυτός πήδηξε δυο μέτρα για να πάρει την κεφαλιά και να σκοράρει. Πραγματική μηχανή.
Στα καλύτερα μου έπαιζα ως σέντερ φορ, είχα δυο εξτρέμ στο πλευρό μου και τον Κλέιτον πίσω μου σε ρόλο δεκαριού ή δεύτερου επιθετικού. Ήμασταν πολύ κινητική τριάδα εγώ με τον Κλέιτον και τον Κουίνσι. Πήγαινα εγώ δεξιά και ο Κλέιτον ερχόταν κεντρικά ή ο Κουίνσι άλλαζε θέσεις. Δεν είχαμε μια σταθερή θέση.
Στη δεύτερη θητεία μου έπαιξα με τον Μπεργκ. Ο Μάρκους ήταν σέντερ φορ και εγώ δεύτερος επιθετικός πίσω του. Ερχόμουν να του δώσω την μπάλα και να δημιουργήσω. Θυμάμαι ένα παιχνίδι με τον Πανθρακικό που έβαλε πέντε γκολ και του έδωσα τρεις ασίστ. Είχαμε πολύ καλή χημεία. Δεν χρειαζόταν να δω τον Μάρκους. Ήξερα που θα πάει. Αυτό πρέπει να το νιώθεις, πρέπει να το έχεις».
Ως προπονητής έρχεται ο τεχνικός διευθυντής της ομάδας σου και σου προτείνει δυο σέντερ φορ για να διαλέξεις τον έναν. Ο ένας είναι ο Μάρκους Μπεργκ και ο άλλος ο Τζιμπρίλ Σισέ. Ποιον διαλέγεις για την ομάδα σου;
«Τους θέλω και τους δύο! Εγώ είμαι ο προπονητής, εγώ επιλέγω. Στα σοβαρά, είναι δύσκολο να ταίριαζαν μαζί ο Μάρκους και ο Τζιμπρίλ. Και οι δυο τους ήθελαν στο πλευρό τους έναν... Λέτο! Αν έπρεπε να διαλέξω έναν, θα έπαιρνα τον Μάρκους. Ήταν πολύ κινητικός και πιο οξυδερκής. Τα χαρακτηριστικά του ταιριάζουν περισσότερο στον φορ που θέλω να έχω στις ομάδες μου».
«Ήμουν στα καλύτερα μου πριν το χειρουργείο, αν δεν είχα τραυματιστεί θα παίρναμε το πρωτάθλημα»
Ο Παναθηναϊκός εκείνης της εποχής πήρε το νταμπλ. Πιστεύεις πως αυτή η ομάδα θα μπορούσε να πάρει περισσότερους τίτλους στην πρώτη σου θητεία;
«Το δεύτερο χρόνο δεν αλλάξαμε τόσο πολύ την ομάδα. Έγιναν κάποιες αλλαγές αλλά η βάση ήταν η ίδια. Εκείνη τη χρονιά ήταν σαν να... χαλαρώσαμε λίγο επειδή πήραμε το πρωτάθλημα μετά από πολλά χρόνια. Η δεύτερη χρονιά δεν ήταν καλή για μένα. Έβαλα μόνο ένα γκολ. Την τρίτη χρονιά αν δεν τραυματιζόμουν είμαι 100% σίγουρος πως θα παίρναμε το πρωτάθλημα. Είχα αυτό το προαίσθημα».
Είχες έναν πολύ σημαντικό τραυματισμό στο γόνατο εκείνη τη χρονιά. Πως κατάφερες να διαχειριστείς ψυχολογικά αυτό το πλήγμα;
«Το πρόβλημα στο γόνατο μου άρχισε από όταν ήμουν 18, πριν καν πάω στη Λίβερπουλ. Έσπασα τον μηνίσκο μου, κάναμε μια γρήγορη επέμβαση για να το φτιάξουμε και να το καθαρίσουμε. Σε τρεις εβδομάδες ήμουν έτοιμος και μέχρι τα 23 μου δεν είχα κανένα πρόβλημα. Μετά άρχισε να μαζεύει υγρό το γόνατο μου, ανησύχησα και ρώτησα τους γιατρούς τι έπρεπε να κάνω. Ήταν μεγάλη ζημιά μετά από τόσα χρόνια προπονήσεων και αγώνων. Επίσης εγώ δεν ήμουν μυικά δυνατός, δεν το «έχτισα» και ήταν λίγο αργά να φτιάξω δυνατό μυ. Ήμουν στα καλύτερα μου όταν τραυματίστηκα. Μάζευε υγρό το γόνατο μου αλλά δεν με πονούσε πολύ. Θυμάμαι ένα παιχνίδι που ο Τοτσέ είχε βάλει δυο γκολ, ήταν Γενάρης, ήμασταν πρώτοι και εγώ είχα ήδη βάλει 17 γκολ εκείνη τη σεζόν και άκουσα αυτό το "κλικ" από το γόνατο μου. Μετά από κάθε παιχνίδι ένιωθα ένα πόνο και απλά έβαζα πάγο, έπαιρνα ένα χάπι και έφευγε, όμως μετά από αυτό το "κλικ" έχω ακόμα και σήμερα αυτόν τον πόνο στο γόνατο!
Ψυχολογικά ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Ήμουν στην καλύτερη κατάσταση της καριέρας μου, ήμασταν πρώτοι και πήγαινα να πάρω δεύτερο πρωτάθλημα με τον Παναθηναϊκό. Ήμουν στα μισά της καριέρας μου, περίπου στα 24 μου και εμφανίστηκε αυτό το πρόβλημα. Ψυχικά είμαι πολύ δυνατός άνθρωπος, όμως αυτό δεν ήταν εύκολο. Πάλευα να γυρίσω όσο πιο γρήγορα γίνεται, όμως δεν ήταν εύκολο να είμαι ο Λέτο που ήμουν. Δεν ήμουν ο ίδιος παίκτης σε επίπεδο τεχνικής και τρεξίματος, όμως έγινα ένας καινούργιος παίκτης, είμαι πολύ περήφανος για αυτό. Εκείνος ο Λέτο δεν ήταν αυτός που ήξεραν όλοι. Ο ένας Λέτο ήταν τεχνίτης και έτρεχε γρήγορα, ενώ ο άλλος κρατούσε περισσότερο την μπάλα, πάσαρε, έδινε ασίστ και έκανε παιχνίδι. Δεν έτρεχα τόσο πολύ αλλά προσπαθούσα να αξιοποιήσω την τεχνική που είχα».
Στην πρώτη σου θητεία δούλεψες με τρεις προπονητές. Τον Χενκ Τεν Κάτε, τον Νίκο Νιόπλια και τον Ζεσουάλδο Φερέιρα. Τι θυμάσαι από αυτούς;
«Ο Τεν Κάτε έμεινε πολύ λίγο. Ήταν καλός τύπος, καλός προπονητής, ήταν καλός στην επικοινωνία και είχε ένα ικανό επιτελείο. Είναι από την Ολλανδία οπότε στην προπόνηση εστίαζε πολύ στο κομμάτι της κατοχής της μπάλας. Ήμασταν πρώτοι, άρα έκανε καλή δουλειά. Δεν ξέρω τι πρόβλημα υπήρξε και έφυγε. Ήταν οργανωτικός και του άρεσε πολύ η επικοινωνία με τους ποδοσφαιριστές του. Πήρα πολλά από αυτόν.
Ο Νιόπλιας είχε το βάρος να αποδείξει πως είναι στο απαραίτητο επίπεδο για να προπονήσει τον Παναθηναϊκό. Ήταν καλός προπονητής και ήταν πιο κοντά στους παίκτες. Ήταν πρώην ποδοσφαιριστής και προσπαθούσε να έχει πιο άμεση επαφή με τους παίκτες του και να κάνει πλάκες. Είχε βοηθό τον Βαζέχα και έκαναν καλό δίδυμο. Δεν είναι εύκολο. Πρέπει να έχεις ισχυρή προσωπικότητα για να διαχειριστείς τις τρέλες μερικών ποδοσφαιριστών. Εκτός από το κομμάτι της τακτικής είναι πολύ σημαντικό θέμα η διαχείριση των ποδοσφαιριστών. Όταν τους βάλεις στο γήπεδο να ξέρουν μόνοι τους τι πρέπει να κάνουν.
Μετά ήρθε ο Φερέιρα. Κι αυτός ήταν καλός προπονητής με προσωπικότητα. Αυτός αποφάσισε να με αλλάξει θέση. Όταν έφυγε ο Τζιμπρίλ δεν είχαμε επιθετικό, με κάλεσε και μου είπε πως είχε στο μυαλό του να με βάλει σέντερ φορ. Και ήθελε να βάλει γύρω μου παίκτες με πολύ καλή τεχνική. Αυτό σημαίνει πως είδε την προοπτική της ομάδας και έπαιρνε το 100% από όλους».
Πόσο εύκολο ήταν για εσένα να φύγεις από τον Παναθηναϊκό εκείνη την εποχή;
«Ήταν πολύ στενάχωρο για εμένα. Προερχόμουν από τις καλύτερες μου σεζόν. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Μίλησα με την ομάδα και αποφάσισαν να μη συνεχίσουμε. Έδιναν πολλά λεφτά για έναν παίκτη που δεν έπαιζε. Ήταν το καλύτερο και για τις δυο πλευρές».
Όταν έφυγες την πρώτη φορά είχες στο μυαλό σου πως θα επιστρέψεις κάποια στιγμή;
«Πάντα ήξερα πως αν κατάφερνα να διαχειριστώ τον τραυματισμό μου θα επέστρεφα στον Παναθηναϊκό. Αυτό ήθελα».
Μετά την πρώτη σου θητεία στον Παναθηναϊκό υπήρξε άλλη ομάδα που σε ήθελε;
«Όχι. Μόνο ο Παναθηναϊκός μου έδωσε την ευκαιρία να γυρίσω στην Ελλάδα».
Μετά πήγες στην Κατάνια. Πως θυμάσαι την εμπειρία σου στην Ιταλία;
«Στην αρχή υπήρχαν τεράστιες προσδοκίες από εμένα. Φανταστείτε πως όλοι είχαν στο μυαλό τους τον παίκτη που έβλεπαν στον Παναθηναϊκό τα προηγούμενα χρόνια. Περίμεναν παίκτη που θα κάνουν τη διαφορά, όμως ήμουν εκτός για 1,5 χρόνο που είναι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Έπρεπε να τεστάρω το γόνατο μου για να δω πως μπορώ να παίξω. Οι οπαδοί είχαν δει έναν παίκτη που έτρεχε σαν τρελός και περίμεναν το ίδιο. Για εμένα ήταν θετική εμπειρία επειδή δοκίμασα τον εαυτό μου και είδα ότι μπορώ να συνεχίσω να παίζω ποδόσφαιρο».
Και έπειτα από 1,5 χρόνο επέστρεψες σπίτι, στη Λανούς...
«Είχα όνειρο να επιστρέψω στη Λανούς να παίξω στα 30 μου, στα καλά μου. Θεωρώ πως στα 27-28 παίρνεις εμπειρίες και στα 30 είσαι στα καλύτερά σου. Δυστυχώς όμως μετά από 4-5 μέρες είχαν τον πολύ σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι. Είχαν περάσει δύο χρόνια από την επέμβαση μου και είχα δυναμώσει, όμως αυτό κατέστρεψε τα όνειρα μου».
Τι έγινε ακριβώς;
«Έκανα ασκήσεις στο γυμναστήριο, κάτι έπεσε από τον τοίχο και με χτύπησε στο κεφάλι. Έπαθα κάταγμα στο κρανίο και έπρεπε να κάνω δύο χειρουργεία. Έμεινα εκτός 6-7 μήνες. Βέβαια εκτός από το κεφάλι είχα και το γόνατο. Ήταν διπλό πρόβλημα και ήθελε διπλή δουλειά. Έπρεπε να δουλέψω πολύ πνευματικά για να μείνω δυνατός. Αποφάσισα να συνεχίσω αλλά δεν ήμουν 100% σίγουρος».
Κατά πόσο ήταν εύκολο για εσένα να αγωνίζεσαι με κράνος;
«Να σας πω την αλήθεια, έβαλα περισσότερα γκολ με το κεφάλι! Όταν γύρισα στον Παναθηναϊκό έπρεπε να παίζω με κράνος και εγώ προφανώς δεν ήθελα. Εκείνη την περίοδο η σύζυγος μου μου είχε πει πως αν ήθελα να συνεχίσω να παίζω ποδόσφαιρο με ασφάλεια θα έπρεπε να το κάνω με το προστατευτικό. Το καλό είναι πως δεν το ένιωθα όσο έπαιζα. Επίσης με βοήθησε επειδή δεν χρειαζόταν να φτιάχνω συνέχεια το μαλλί μου όπως πριν!».
«Το κάταγμα στο κρανίο κατέστρεψε τα όνειρα μου, έκανα δυο χειρουργεία»
«Το ΟΑΚΑ έχει φανταστική ατμόσφαιρα αλλά η Λεωφόρος περισσότερη ένταση»
Και μετά επέστρεψες στον Παναθηναϊκό. Πώς προέκυψε;
«Μετά τη Λανούς είχα την προοπτική να πάω στα Εμιράτα ή να επιστρέψω στην Ευρώπη. Mίλησα με τον μάνατζερ και τον Έλληνα δικηγόρο μου για να εξετάσουμε αν υπήρχε η επιλογή να γυρίσω στον Παναθηναϊκό και έμαθα πως ενδιαφέρονταν. Τότε είχαν προπονητή τον Στραματσόνι. Μου πρότειναν να γυρίσω και δέχτηκα».
Πώς ήταν η σχέση του παίκτη Λέτο με τον Στραματσόνι;
«Πάρα πολύ καλή. Για να είμαι ειλικρινής του άρεσε να μιλάει πολύ με τους ποδοσφαιριστές. Εγώ ήμουν ο παίκτης που μιλούσε περισσότερο μαζί του, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο αλλά και για τη ζωή. Μιλάγαμε βέβαια και για την ομάδα, ήθελε πολύ να παίρνει το feedback των παικτών του».
Γιατί πιστεύεις πως δεν πέτυχε στον Παναθηναϊκό;
«Θα σου πω 100% την αλήθεια. Πιστεύω πως κάναμε πολύ καλή χρονιά. Προκριθήκαμε στην Ευρώπη. Ήταν μια περίοδος που ο Παναθηναϊκός είχε ανάγκη τα έσοδα από την UEFA. Την επόμενη σεζόν ξεκινήσαμε καλά και για ένα διάστημα ήμασταν πρώτοι. Νομίζω πως το κλειδί ήταν πως ο Μάρκους, ο Ζέκα και εγώ τραυματιστήκαμε. Η ομάδα το ένιωσε. Ο Μάρκους ήταν ο καλύτερος παίκτης μας. Ο Ζέκα έμεινε εκτός για δέκα μέρες και μετά τραυματίστηκε ξανά.
Γυρίσαμε από τον τραυματισμό μας στο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό αλλά δεν ήμασταν έτοιμοι. Μετά τραυματιστήκαμε ξανά και οι τρεις γιατί πιεστήκαμε για να μπούμε κόντρα στον Ολυμπιακό και μετά η ομάδα πήρε την κατηφόρα. Στο τακτικό κομμάτι ήταν πάρα πολύ καλός, όπως και στις προπονήσεις, όμως στο ποδόσφαιρο πρέπει να σε βοηθήσουν και οι παίκτες. Δεν γυρνάνε όλα γύρω από τον προπονητή. Πρέπει και οι παίκτες να κάνουν τη δουλειά τους στο γήπεδο».
Μετά τον Στραματσόνι είχες προπονητή τον Ουζουνίδη. Πως ήταν η συνεργασία σας.
«Καλός προπονητής και δυναμική προσωπικότητα. Δυστυχώς δεν έπαιξα πολύ υπό τις οδηγίες του επειδή είχα το πρόβλημα με το γόνατο. Είχε μια διαφορετική σκέψη για το παιχνίδι και προτιμούσε τον Κλωναρίδη στο πλευρό του Μπεργκ. Ως προπονητής καταλαβαίνω πως ήταν καλή ιδέα αλλά θα με χρησιμοποιούσα λίγο διαφορετικά. Είναι καλός Έλληνας προπονητής και έχει ανάγκη από αυτούς το ελληνικό ποδόσφαιρο. Μια νέα ιδέα για το ποδόσφαιρο. Και ο Ουζουνίδης και ο Μπράτσος είναι πολύ καλοί Έλληνες προπονητές».
Όταν επέστρεψες υπήρχε μια μεγάλη διαφορά. Ο Παναθηναϊκός δεν έπαιζε πια στο ΟΑΚΑ αλλά στη Λεωφόρο. Ποιο προτιμάς;
«Για να είμαι ειλικρινής προτιμώ τη Λεωφόρο επειδή οι παίκτες είναι κοντά στους οπαδούς. Τους αισθάνεσαι περισσότερο. Νιώθεις την ώθηση. Το ΟΑΚΑ έχει φανταστική ατμόσφαιρα και εξαιρετική θέαση αλλά η Λεωφόρος έχει περισσότερη ένταση. Οι παίκτες το αισθανόμαστε περισσότερο. Έκανα καλά παιχνίδια στη Λεωφόρο».
«Σέβομαι τον Αλαφούζο, στο ποδόσφαιρο κρίνεσαι από το αποτέλεσμα»
Στη δεύτερη θητεία σου υπήρξε και αλλαγή διοίκησης. Ποια είναι η άποψη σου για τον Γιάννη Αλαφούζο;
«Έχω καλή σχέση μαζί του. Μου έδωσε την ευκαιρία να παίξω ξανά στον Παναθηναϊκό. Είχα μια συνάντηση μαζί του πριν φύγω, στην οποία ήταν πολύ ξεκάθαρος μαζί μου. Τον σέβομαι. Το ποδόσφαιρο είναι δύσκολο και μερικές φορές χρειάζεσαι μικρές στιγμές ευτυχίας, όπως είναι οι νίκες και φυσικά το πρωτάθλημα. Του εύχομαι να καταφέρει φέτος να κάνει καλή ομάδα και να διεκδικήσει το πρωτάθλημα. Αυτό είναι που θέλουν όλοι στην οικογένεια του Παναθηναϊκού».
Αυτά τα χρόνια ο Γιάννης Αλαφούζος έχει βάλει πολλά χρήματα στον Παναθηναϊκό. Θεωρείς πως δέχεται άδικη κριτική;
«Δεν ξέρω αν είναι δίκαιη ή άδικη κριτική. Όταν δεν φέρνεις αποτελέσματα θα υπάρχει αυτή η κριτική. Δυστυχώς ζούμε σε ένα σύστημα που μετράει μόνο το αποτέλεσμα. Είμαι σίγουρος πως έχει ξοδέψει και ακόμα ξοδεύει πολλά λεφτά, όμως είναι λογικό να μην είναι χαρούμενος ο κόσμος. Στο ποδόσφαιρο μετράει μόνο η νίκη και ειδικά όταν πρόκειται για τη μεγαλύτερη ομάδα».
Τι πιστεύεις πως μπορούμε να περιμένουμε φέτος από τον Παναθηναϊκό;
«Ο Παναθηναϊκός τα τελευταία χρόνια παλεύει για το πρωτάθλημα και έφτασε κοντά στο να το πάρει. Έφεραν νέο προπονητή που ήταν στη Σεβίλλη. Ίσως δώσει στην ομάδα μια άλλη νοοτροπία και οπτική. Είναι σημαντικό πώς θα διαχειριστεί το ρόστερ. Φυσικά πρέπει να έρθουν παίκτες που ξέρουν το μέγεθος του Παναθηναϊκού για να καταλάβουν τη σημασία που έχει να πάρει ξανά το πρωτάθλημα ο Παναθηναϊκός».
Ποιον ξεχωρίζεις από αυτόν τον Παναθηναϊκό;
«Μου αρέσει ο Ιωαννίδης. Είναι πολύ κινητικός, είναι καλός σκόρερ και ξέρει να παίζει με την μπάλα. Είναι σημαντικό ποιοι παίκτες θα είναι γύρω του. Στο κέντρο ο Τσέριν είναι σημαντικός παίκτης. Πρέπει να δούμε τι χαρακτηριστικά θέλει να έχουν οι παίκτες του ο Αλόνσο».
Ποιο παιχνίδι σου έχει μείνει από τη δεύτερη θητεία σου στον Παναθηναϊκό;
«Θα πω αυτό με τον Πανθρακικό στη Λεωφόρο, στο οποίο ο Μπεργκ έβαλε πέντε γκολ και εγώ του έδωσα τρεις ασίστ. Σε αυτό το ματς ήταν η επιτομή του δεύτερου Λέτο. Του παίκτη που έγινα μετά τον τραυματισμό, που ήταν περισσότερο playmaker».
Πώς θυμάσαι το τελευταίο σου παιχνίδι με τη φανέλα του Παναθηναϊκού;
«Ήταν στη Λεωφόρο με τον Πανιώνιο για τα Play Off. Ήμουν πολύ περήφανος που παρά τους τραυματισμούς μου στο γόνατο και στο κεφάλι κατάφερα να γυρίσω πίσω και να παίξω στον Παναθηναϊκό. Το κλαμπ μου τα έδωσε όλα και εγώ προσπάθησα να τα δώσω όλα σε αντάλλαγμα. Ήταν στενάχωρο αλλά και ευχάριστο που είχα την ευκαιρία να παίξω ξανά με τον Παναθηναϊκό. Άλλοι παίκτες της εποχής μου, όπως ο Τζιμπρίλ, δεν είχαν αυτή την ευκαιρία. Είναι μια καλή ανάμνηση».
Έχεις μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τον κόσμο του Παναθηναϊκού. Πώς παραμένει τόσο ισχυρή μετά από τόσα πολλά χρόνια.
«Έπειτα από τόσα χρόνια υπάρχει ακόμα πολύ πάθος. Ο κόσμος ακόμα με αναγνωρίζει στο δρόμο και θέλουν μια φωτογραφία ή με κάνουν να νιώθω πως με αγαπούν. Όταν επέστρεψα στη Λεωφόρο με την Κηφισιά όλοι μου συμπεριφέρθηκαν άψογα. Δεν έχω κάτι παραπάνω να πω εκτός από ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους».
Πόσο περίεργο ήταν όταν επέστρεψες στη Λεωφόρο ως αντίπαλος με την Κηφισιά; «Ήταν περίεργο. Να είμαι ειλικρινής ήταν μια περίπτωση που ο Παναθηναϊκός έπρεπε να νικήσει για να παραμείνει ψηλά στο πρωτάθλημα και εμείς έπρεπε να πάρουμε αποτέλεσμα επειδή χρειαζόμασταν βαθμούς για να σωθούμε. Ήταν όμορφο επειδή δεν είναι το ίδιο να είσαι παίκτης και προπονητής. Ήταν λίγο περίεργο αλλά μου άρεσε που ήμουν στη Λεωφόρο και είδα πάλι τις αντιδράσεις του κόσμου».
«Έπειτα από τόσα χρόνια ο κόσμος του Παναθηναϊκού με κάνει να νιώθω πως με αγαπούν»
«Έχω σκοτώσει τον ποδοσφαιριστή μέσα μου, σταμάτησα για να μην υποφέρω»
Αποσύρθηκες σε πολύ νεαρή ηλικία, στα 31 σου. Πόσο εύκολη ήταν αυτή η απόφαση;
«Πάρα πολύ εύκολη. Τελείωσα την καριέρα μου με ένα εξάμηνο στο Ντουμπάι. Τότε κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για εμένα για να συνεχίσω να παίζω ποδόσφαιρο λόγω της σωματικής μου κατάστασης. Δεν ήμουν χαρούμενος με αυτά που έκανα στο γήπεδο και με τον πόνο που ένιωθα. Συνεπώς ήταν εύκολη επιλογή να κόψω το ποδόσφαιρο για να σταματήσω να υποφέρω».
Γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς με την προπονητική;
«Με το που σταμάτησα το ποδόσφαιρο ο Στραματσόνι με κάλεσε άμεσα και με ρώτησε αν ήθελα να γίνω βοηθός του. Το σκέφτηκα, στην αρχή δεν ήμουν συνειδητοποιημένος αν ήθελα να συνεχίσω να είμαι μέρος του ποδοσφαίρου και του είπα πως θα το δοκιμάσω για να δω αν μου αρέσει και αν θέλω να ασχοληθώ με αυτό. Πήγαμε στην Εστεγκάλ του Ιράν και διαπίστωσα ότι μου άρεσε η προπονητική. Να διδάσκω ποδοσφαιριστές και να τους δίνω οδηγίες».
Έχεις «σκοτώσει» τον ποδοσφαιριστή μέσα σου;
«Απόλυτα. Στην αρχή δεν ήταν εύκολο. Όταν πήγα στο Ιράν τις πρώτες εβδομάδες έλειπαν κάποιοι παίκτες και έπαιζα εγώ για να βγει η προπόνηση. Μάλιστα ήθελαν να μου δώσουν συμβόλαιο! Είχα αυτή την ευκαιρία, ο Στραματσόνι μου είπε πως είναι δική μου επιλογή και ότι είχα αποσυρθεί πολύ νέος, όμως ήξερα πως ήταν η στιγμή να σταματήσω και έπρεπε να σκεφτώ το μέλλον μου. Η καρδιά μου έλεγε πως το ήθελα αλλά έπρεπε να είμαι ρεαλιστής. Από τότε δεν ξαναέπαιξα ποτέ ποδόσφαιρο. Άλλωστε δεν μπορώ λόγω της κατάστασης του γονάτου μου».
Πως ήταν η ζωή στο Ιράν;
«Δεν ήταν εύκολη στην αρχή. Νέα χώρα και δύσκολη χώρα. Για να είμαι ειλικρινής δεν φανταζόμασταν το επίπεδο του ποδοσφαίρου. Μας εξέπληξε. Σε αθλητικό και τεχνικό κομμάτι βρήκαμε φανταστικούς παίκτες και σούπερ επαγγελματίες κάτι που μας έκανε χαρούμενους επειδή ήμασταν διστακτικοί. Το πρώτο εξάμηνο ήμασταν πρώτοι. Φυσικά όπως όλοι ξέρουμε δεν είναι εύκολη χώρα για τις γυναίκες. Είναι άδικη η κατάσταση που επικρατεί. Ξέρω πως γίνονται αλλαγές. Ελπίζω να καταφέρουν να ανοίξουν το μυαλό τους και να υπάρξει δικαιοσύνη για όλους. Στη ζωή όλοι πρέπει να έχουν δικαιώματα».
Πως ήταν η συνεργασία σου με τον Στραματσόνι ως βοηθός του;
«Ήταν πολύ θετική εμπειρία. Με βοήθησε πάρα πολύ. Το να είσαι ποδοσφαιριστής δε σημαίνει τίποτα στην προπονητική. Πρέπει να μελετήσεις, να μάθεις πράγματα και να πάρεις εμπειρίες. Δεν ήθελα να κάνω το λάθος να πάω να γίνω αμέσως ποδοσφαιριστής, ήθελα πρώτα να μάθω ως βοηθός. Πως να δουλεύω και πως να μιλάω στους ποδοσφαιριστές. Είναι σημαντικό να μαθαίνεις».
Μετά το Ιράν ακολούθησες τον Στραματσόνι και στο Κατάρ. Πώς ήταν εκεί;
«Ήμασταν στην Αλ Γκαράφα. Το Κατάρ και το Ντουμπάι θέλουν να μεγαλώσουν και δίνουν ευκαιρίες σε ξένους και όχι μόνο στο ποδόσφαιρο. Σε άνδρες και γυναίκες. Περάσαμε καλά αυτόν τον ένα χρόνο και μάθαμε μια άλλη κουλτούρα, μάθαμε για τον μουσουλμανισμό αλλά και για μια άλλη μέθοδο προπόνησης. Από κάθε χώρα πήραμε το καλύτερο που μπορούσαμε».
«Ο Μπράτσος είναι φανταστικός προπονητής και άνθρωπος, η Κηφισιά πλήρωσε τα λάθη της»
Πώς προέκυψε η Κηφισιά;
«Ο κύριος Στραματσόνι δεν σκεφτόταν να συνεχίσει ως προπονητής, οπότε ήμουν διαθέσιμος. Γνωρίζω τον Στέφανο Κοτσόλη εδώ και πολλά χρόνια, παίζαμε μαζί, έχουμε μια πολύ καλή σχέση, μιλήσαμε και μου έκανε πρόταση να έρθω να βοηθήσω την ομάδα επειδή χρειάζονταν βοηθό προπονητή. Και δέχτηκα. Ξέρω τον Στέφανο ως άνθρωπο, που είπε για την ομάδα, για τις φιλοδοξίες της διοίκησης και ήταν εύκολη απόφαση για εμένα να έρθω εδώ».
Αρχικά συνεργάστηκες με τον Ντέιβιτ Νίλσεν...
«Δουλέψαμε πολύ λίγο μαζί. Δυο εβδομάδες περίπου. Ήταν πολύ θετικός άνθρωπος, δούλεψε πολύ στο πνευματικό κομμάτι. Δυστυχώς σε αυτή την κατάσταση η ομάδα ήθελε αποτελέσματα και όπως είπα και πριν οι νίκες μετράνε σε αυτό το επίπεδο».
Πως ήταν η συνεργασία σου με τον Κώστα Μπράτσο;
«Πάρα πολύ καλή. Είχαμε χημεία, σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο, έχουμε τις ίδιες ιδέες για το ποδόσφαιρο και τον ίδιο τρόπο συμπεριφοράς. Ήταν εύκολο για μένα να δουλεύω μαζί του, καθώς είναι φανταστικός προπονητής και φανταστικός άνθρωπος. Είναι μορφωμένος και δουλεύει σκληρά. Ήταν πολύ καλό για μένα να μάθω πράγματα από αυτόν».
Ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν την Κηφισιά στον υποβιβασμό;
«Αρχικά, όπως ξέρετε, από τη στιγμή που πήραν το πρωτάθλημα στη δεύτερη κατηγορία δεν είχαν πολύ χρόνο να κάνουν μεταγραφές για να ενισχύσουν την ομάδα για τη Superleague. Παίρνοντας γρήγορες αποφάσεις, γίνονται λάθη. Δεν είχαν χρόνο και ήταν η πρώτη σεζόν της ομάδας στην πρώτη κατηγορία, οπότε δεν ήταν εύκολο να βρεθεί στο επίπεδο των άλλων ομάδων. Πληρώσαμε τα λάθη μας».
Η ομάδα έπεσε στον αγώνα με τον ήδη υποβιβασμένο ΠΑΣ Γιάννινα σε ένα ματς που η Κηφισιά πήρε το προβάδισμα. Τι έφταιξε;
«Αυτό είναι το ποδόσφαιρο. Δεν έχει σημασία που ο ΠΑΣ Γιάννινα είχε ήδη υποβιβαστεί. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτόματα θα παίρναμε το τρίποντο».
Την προηγούμενη σεζόν υπήρξε ένα σοβαρό περιστατικό στην ομάδα, με τη ρατσιστική επίθεση στον Τεττέι. Πως το βιώσατε ως ομάδα;
«Ήταν πολύ ξεκάθαρο τι έγινε εκείνη την ημέρα. Ο παίκτης το ένιωσε και δεν πρέπει να γίνει ξανά κάτι τέτοιο. Είναι λάθος παράδειγμα για τα παιδιά και την κοινωνία. Εμείς ως ομάδα προστατέψαμε τον παίκτη μας, σταθήκαμε δίπλα του και του δώσαμε δύναμη για να συνεχίσει να παλεύει».
Αυτή θα είναι η πρώτη σου χρονιά ως πρώτος προπονητής. Πως έγινε η πρόταση της Κηφισιάς;
«Ο κύριος Πρίτσας και ο Στέφανος μου έδωσαν την ευκαιρία να αναλάβω την ομάδα. Υπήρξε μια συνάντηση μετά το τέλος του πρωταθλήματος, μου έκαναν πρόταση, καθώς ήταν ικανοποιημένοι με αυτά που είδαν μέσα στη σεζόν και αυτό ήταν πολύ σημαντικό για εμένα. Είμαι χαρούμενος και περήφανος για αυτήν την ευκαιρία. Είναι πολύ σημαντική ευκαιρία για εμένα».
Ποιος είναι ο στόχος ο δικός σου και της ομάδας για την ερχόμενη σεζόν;
«Ο πρόεδρος ήταν πολύ ξεκάθαρος από την πρώτη στιγμή. Είναι νικητής και διαλέγει ανθρώπους δίπλα του με την ίδια νοοτροπία. Με τον Στέφανο είμαστε στην ίδια σελίδα. Θέλουμε να επιστρέψουμε στη Superleague. Αυτός είναι ο στόχος και για αυτό επενδύει η ομάδα».
Ποια είναι η άποψη σου για το επίπεδο της Superleague 2;
«Έχω παίξει στη Serie B της Ιταλίας, όμως είναι διαφορετικό. Τα πρωταθλήματα δεύτερης κατηγορίας είναι περισσότερο physical παρά τεχνικά. Θα αντιμετωπίσουμε ομάδες που θα βγουν για πόλεμο, οπότε πρέπει να είμαστε πνευματικά έτοιμοι. Θα είναι μια πολύ δύσκολη σεζόν για όλους μας».
Όπως φαίνεται και από την καριέρα σου, είσαι ένας πολύ δυνατός χαρακτήρας. Τώρα που θα είσαι πρώτος προπονητής για πρώτη φορά έχεις άγχος;
«Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Ξέρω ποια νοοτροπία θέλω να μεταδώσω στους παίκτες. Είμαι έτοιμος για αυτή την ευκαιρία που μου δόθηκε».
Τι στόχους έχεις βάλει για την Κηφισιά της ερχόμενης σεζόν;
«Είναι μια εύκολη απάντηση, θέλω να κερδίζω. Θεωρώ πολύ σημαντικό να κάνω τους παίκτες μου να καταλάβουν τι πρέπει να κάνουν. Όση περισσότερη πληροφορία δίνεις στους παίκτες τόσο καλύτερη βάση χτίζεις. Μετά πρέπει να κανείς τους παίκτες να νιώσουν ελεύθεροι να δημιουργήσουν. Για εμένα η σεζόν που έρχεται είναι πολύ σημαντική, είναι μια ευκαιρία και ονειρεύομαι ότι είναι ένα νέα ξεκίνημα για εμένα και την ομάδα. Είναι σημαντική χρονιά για όλους, για να αποδείξουμε ποιοι είμαστε. Δυστυχώς ξεκινάμε δυσάρεστα, γιατί υποβιβαστήκαμε αλλά ελπίζω πως ο στόχος μας φέτος θα επιτευχθεί».
«Είμαι περήφανος και έτοιμος για την ευκαιρία που μου δίνουν ο κύριος Πρίτσας και ο Κοτσόλης»
«Η Ελλάδα είναι σαν σπίτι μου, να πετύχω τους στόχους μου με την Κηφισιά»
Ποια είναι η φιλοσοφία σου για το ποδόσφαιρο;
«Πρώτα πιστεύω ότι πρέπει να εξηγήσω στον παίκτη τι πρέπει να κάνει και μετά να έρθει η ιδέα για το το τι προσφέρει. Δεν είναι εύκολο αυτό πάντα».
Τι απολαμβάνεις περισσότερο, να παίζεις η να κοουτσάρεις;
«Απόλαυσα την ζωή μου ως ποδοσφαιριστής και πλέον την απολαμβάνω ως προπονητής. Για εμένα τώρα είναι πολύ σημαντικό να χτίσω την καριέρα μου ως προπονητής».
Απολαμβάνεις τη ζωή περισσότερο στη Αργεντινή η στην Ελλάδα;
«Εύκολη απάντηση. Την Ελλάδα, την αισθάνομαι σαν σπίτι μου. Έχει τρομερές παραλίες, φαγητό και φυσικά κόσμο».
Είναι όνειρο σου να προπονήσεις τον Παναθηναϊκό;
«Το όνειρο μου τώρα να πετύχω τους στόχους μου με την Κηφισιά. Γνωρίζω ότι κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται βήμα - βήμα».
Κλείνοντας, θα ήθελα να μας πεις την άποψη σου για τους προπονητές του Big 4.
Ραζβάν Λουτσεσκου: «Έχει πολλή εμπειρία και βλέπουμε τι μπορεί να δείξει».
Mατίας Αλμειδα: «Nομίζω μας εξέπληξε με τις επιδόσεις του και έχει αποδείξει ότι έχει πολύ καλές ιδέες. Πιστεύω επίσης ότι έχει πολύ δυναμική προσωπικότητα».
Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ: «Είναι ένας έμπειρος και πολύ καλός προπονητής και το απέδειξε ξανά».
Ντιεγκο Αλόνσο: «Έρχεται από ένα πολύ μεγάλο κλαμπ, όπως είναι η Σεβίλλη και ελπίζω να δείξει στους παίκτες τι πρέπει να γίνει για να κάνουν τον Παναθηναϊκό πρωταθλητή».