Ο Νταουρέν Κουρουγκλίεφ στο Gazzetta: Η Ρωσία η οικογένειά του και η Ελλάδα ο κολλητός του
Μπορεί να γεννήθηκε και να μεγάλωσε στη Ρωσία, να γαλουχήθηκε εκεί με τις αρχές της πάλης, να διδάχθηκε εκεί ήθος και σεβασμό όμως όταν ήρθε η στιγμή να κάνει μία δύσκολη επιλογή, όλα οδήγησαν τον Νταουρέν Κουρουγκλίεφ στην Ελλάδα.
Γεννήθηκε στο Νταγκεστάν, τη “Χώρα των Βουνών” και μόλις στα 9 του χρόνια μπήκε για πρώτη φορά σε παλαίστρα, ακολουθώντας τον μεγαλύτερο αδερφό του. Έζησε μέσα σε ένα περιβάλλον που αγαπούσε την πάλη, με τον θείο του να είναι το είδωλό του. Τότε ήταν που για πρώτη φορά φαντάστηκε ένα μετάλλιο γύρω από τον λαιμό του, παρακολουθώντας σε ηλικία 13 ετών τον θείο του να κατακτά το χρυσό σε Παγκόσμιο πρωτάθλημα. Ταυτόχρονα κόλλησε και το μικρόβιο των Ολυμπιακών Αγώνων. Στα 16 του μπήκε σε κλιμάκιο για Ολυμπιακή προετοιμασία και έκτοτε πατούσε έξω από το ταπί μόνο για ξεκούραση.
Γρήγορα έδειξε το ταλέντο μου όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα φανταζόταν ο 9χρονος Νταουρέν όταν πρωτοξεκινούσε. Το σύστημα και αργότερα ο πόλεμος, που οδήγησε σε αποκλεισμό από κάθε διεθνή διοργάνωση, δημιούργησαν συνθήκες που εμπόδιζαν τον Κουρουγκλίεφ να συνεχίσει την πορεία προς την κορυφή. Η Ρωσία δεν μπορούσε να τον κρατήσει, εκείνος δεν μπορούσε να παρατήσει το όνειρό του και έτσι ξεκίνησε να εξερευνά τις επιλογές του.
Πολλές χώρες τον προσέγγισαν, για να αγωνιστεί με το εθνόσημό τους, όμως εκείνος συνέχιζε να ψάχνει. Η Ελλάδα δεν ήταν ανάμεσα σε αυτές τις χώρες, όμως ο Κουρουγκλίεφ είχε αποφασίσει μέσα του πως αν θα χρειαζόταν να αλλάξει υπηκοότητα και να σηκώσει άλλη σημαία, πέραν της ρωσικής, θα το έκανε μόνο για την Ελλάδα. Χωρίς να είναι εύκολο και χωρίς να γνωρίζει το αποτέλεσμα που θα είχε η προσπάθεια που θα έκανε, έκανε όλα τα απαραίτητα βήματα για να φτάσει να ζητά στους αρμόδιους να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν και να υπόσχεται πως θα βάλει την Ελλάδα στο βάθρο. Και έτσι συνέβη.
Το 2023 έδωσε τον πρώτο του αγώνα για τα ελληνικά χρώματα, καθώς οι κανονισμοί της διεθνούς ομοσπονδίας πάλης του επέτρεπαν να αγωνιστεί για τη χώρα μας εφόσον είχε κάνει την επιλογή του και είχε τα νόμιμα έγγραφα (άδεια διαμονής στη χώρα). Τότε, έφερε το πρώτο χρυσό για τα γαλανόλευκα. Λίγο αργότερα, το 2024, πολιτογραφήθηκε Έλληνας και χωρίς να αφήσει πολύ καιρό να περάσει, έφερε ένα ακόμη χρυσό μετάλλιο σε Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα για τη χώρα μας. Για τη χώρα του.
Κουβαλώντας το βάρος να τιμήσει το εθνόσημο της χώρας που τον υποδέχθηκε, ο πρωταθλητής της πάλης έβαλε κι άλλες προπονήσεις στο πρόγραμμά του, μπήκε ξανά σε τροχιά Ολυμπιακών Αγώνων και προσπάθησε τριπλά: για τη δικαίωσή του, για το όνειρό του και για χάρη της Ελλάδας.
Ο παλαιστής της ελευθέρας, στην κατηγορία των 86 κιλών, χάρισε στην Ελλάδα το πρώτο της Ολυμπιακό μετάλλιο στην πάλη μετά από 20 χρόνια και κατάφερε να μπει σε μία ξεχωριστή ελίτ κατηγορία Ελλήνων Ολυμπιονικών. Όταν, στο Ολυμπιακό τουρνουά, έχασε την ευκαιρία να διεκδικήσει μία θέση στον τελικό εμφανίστηκε πικραμένος, ζήτησε συγγνώμη, σκεφτόταν πως θα το παλέψει περισσότερο στον επόμενο αγώνα αν θα είχε την ευκαιρία.
Η ευκαιρία, τελικά, του δόθηκε και έτσι αγωνίστηκε στα ρεπεσάζ από όπου και βρέθηκε στον αγώνα για το χάλκινο μετάλλιο. Σαν αγρίμι, πεινασμένος για τη θέση στο βάθρο, ο Κουρουγκλίεφ μπήκε στο ταπί και άρπαξε εκείνο το μετάλλιο που άλλοι λαχταρούν όλη τους τη ζωή και ποτέ δεν κατακτούν. Το χάλκινο Ολυμπιακό μετάλλιο θα έγραφε το όνομά του κι εκείνος περιχαρής θα ανέβαινε στο βάθρο, χαιρετώντας το κοινό που τον χειροκροτούσε και τον θαύμαζε.
Λίγο μετά, και όσο το μετάλλιο παρέμενε περασμένο στον λαιμό του, θα έκανε μία νυχτερινή βόλτα στο κέντρο του Παρισιού και μπροστά από τον λαμπερό Πύργο του Άιφελ θα φωτογράφιζε το λαμπερό του… κόσμημα.
«Αν θα αγωνιζόμουν για άλλη χώρα πέραν της Ρωσίας, αυτή θα ήταν μόνο η Ελλάδα»
Ο Κουρουγκλίεφ δεν πρόλαβε να μάθει ελληνικά στο διάστημα που βρισκόταν στην Ελλάδα όμως με την πολύτιμη βοήθεια του προπονητή του, Χρήστου Ξενίδη, που μετέφρασε όλη τη συζήτησή μας για το Gazzetta, μπορέσαμε να μπούμε για λίγο στο μυαλό του χάλκινου Ολυμπιονίκη και να καταλάβουμε γιατί επέλεξε ειδικά την Ελλάδα και πως τελικά κατάφερε να φτάσει στον θρίαμβο του Παρισιού.
Νταουρέν, ο κόσμος της παγκόσμιας πάλης σε γνώριζε πολλά χρόνια αλλά οι Έλληνες σε έμαθαν τα τελευταία, λόγω των επιτυχιών σου και κυρίως του χάλκινου μεταλλίου σου στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πως ξεκίνησες την πάλη;
«Απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου ασχολούμαι με την πάλη. Στον τόπο που γεννήθηκα, στη Ρωσία, πολλά νέα παιδιά κάνουν πάλη είναι από τα αγαπημένα αθλήματα. Ξεκίνησα κι εγώ και από τότε το λάτρεψα.
Η πάλη είναι ένα ιστορικό άθλημα. Ένα άθλημα που συνδυάζει σώμα, μυαλό, δύναμη και στρατηγική. Εκτός από το προφανές, δηλαδή ένα γυμνασμένο κορμί, η πάλη σου μαθαίνει το σημαντικότερο όλων: Να σέβεσαι τον αντίπαλο. Στην παλαίστρα έχεις ως στόχο να επιβληθείς του αντιπάλου σου, χωρίς όμως να του κάνεις κακό. Αν δείτε αγώνες πάλης θα δείτε ότι τις περισσότερες φορές με το που τελειώσει ο αγώνας, ο νικητής παρηγορεί τον ηττημένο. Δείχνει τον σεβασμό του, στην προσπάθειά του. Η συχνότητα που γίνεται αυτό, δεν υπάρχει σε άλλα αθλήματα. Στην πάλη μαθαίνουμε να σεβόμαστε. Είναι πολύ σημαντικό να αναγνωρίζεις την προσπάθεια του αντιπάλου σου και να μην κοιτάς μόνο το αποτέλεσμα».
Πως δημιουργήθηκε το ενδιαφέρον για την Ελλάδα;
«Μετά τον αποκλεισμό της Ρωσίας από όλες τις διεθνείς διοργανώσεις και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η Παγκόσμια Ομοσπονδία Πάλης έδωσε τη δυνατότητα σε όσους αθλητές επιθυμούν να αγωνιστούν σε άλλες χώρες. Προσωπικά είχα πολλές προτάσεις, από πολλές χώρες. Ήταν μία πολύ δύσκολη απόφαση για μένα. Από την μία η συνείδησή μου, να μην εκπροσωπώ τη χώρα που γεννήθηκα, από την άλλη, το όνειρό μου από μικρό παιδί να αγωνιστώ σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Όσο περνούσε ο καιρός αποφάσισα ότι θέλω να πραγματοποιήσω το όνειρό μου και αν θα αγωνιστώ για άλλη χώρα αυτή θα ήταν μόνο με την Ελλάδα».
«Τους είπα "κάνετε ό,τι καλύτερο μπορείτε για το διαβατήριο κι εγώ θα σας φέρω μετάλλια"»
Γιατί, όμως, την Ελλάδα;
«Είχα αγωνιστεί στην Αρχαία Ολυμπία, σε ένα διεθνές τουρνουά που διοργάνωσε η Ελληνική Ομοσπονδία Πάλης το 2015. Επισκέφτηκα το Ολυμπιακό Μουσείο, την αρχαία παλαίστρα και το στάδιο. Εκεί που γεννήθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Πραγματικά ένιωσα δέος και συγκίνηση, γιατί εκεί ξεκίνησαν όλα, εκεί ξεκίνησε η μεγάλη ιδέα των Ολυμπιακών Αγώνων. Τόσο εγώ, όσο και όλοι αθλητές του κόσμου είναι εντυπωσιασμένοι με την Ιστορία της Ελλάδας. Ειδικά όταν το έχεις ζήσει από κοντά είναι ξεχωριστό και σπουδαίο. Ταξίδεψα στην Σαντορίνη για διακοπές, όπου ενθουσιάστηκα με την ομορφιά της. Αγάπησα την Ελλάδα για την ομορφιά της και την ιστορία της. Να σας αποκαλύψω ότι εγώ ζήτησα μέσω του προπονητή μου Χριστόφορου Ξενίδη, το ενδιαφέρον μου να αγωνιστώ με την Ελλάδα. Η Ελληνική ομοσπονδία Πάλης δεν ήταν από τις χώρες που μου έκαναν πρόταση να αγωνιστώ.
Από την πρώτη στιγμή, οι άνθρωποι της Ελληνικής Ομοσπονδίας Πάλης μου είπαν ότι στην περίπτωσή μου η διαδικασία έκδοσης διαβατηρίου είναι πολύ δύσκολη και υπήρχε περίπτωση να μην προλάβουμε να έχουμε έγκαιρα το ελληνικό διαβατήριο. Παρ' όλα αυτά δεν πτοήθηκα. Εκτίμησα την στάση τους και την ειλικρίνεια τους απέναντί μου και τους είπα ότι κάντε ό,τι καλύτερο μπορείτε κι εγώ υπόσχομαι θα σας φέρω μετάλλια και επιτυχίες. Γνωρίζω ότι με προσωπικές ενέργειες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του αναπληρωτή υπουργού αθλητισμού Γιάννη Βρούτση κατάφερα να λάβω την ελληνική ιθαγένεια και να αγωνιστώ στα προ-Ολυμπιακά τουρνουά.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι μαζί με τον Κώστα Θάνο, που πίστεψε σε μένα από την πρώτη στιγμή, με βοήθησαν και γι αυτό και τους αφιερώνω το μετάλλιό μου. Με βοήθησαν να πραγματοποιήσω το όνειρό μου. Να αγωνιστώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες και να φέρω ένα μετάλλιο. Θέλω να ευχαριστήσω προσωπικά την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, την υπουργό Εσωτερικών Νίκη Κεραμέως και τον γενικό γραμματέα Ιθαγένειας Αγγελο Δημοσθένους, για όλες τις ενέργειες που έκαναν, προκειμένου να μου απονεμηθεί τιμητικά η ελληνική ιθαγένεια».
«Την οικογένειά σου την αγαπάς αλλά το ίδιο πονάς και τον καλύτερό σου φίλο, έτσι ακριβώς νιώθω για την Ελλάδα»
Και τελικά, εσύ έφερες το πρώτο μετάλλιο της πάλης για την Ελλάδα μετά από 20 χρόνια!
«Είμαι πραγματικά χαρούμενος. Ένα Ολυμπιακό μετάλλιο είναι κάτι που σου μένει για πάντα στη ζωή. Είναι αυτό που ονειρεύεται κάθε αθλητής. Νομίζω είναι πάρα πολλά για την Ελλάδα τα 20 χρόνια. Πιστεύω, όμως ότι η ελληνική πάλη θα έχει μετάλλια και στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες. Υπάρχουν σπουδαίοι αθλητές και ελπίζω να τα πάμε τέλεια τόσο στις επόμενες διοργανώσεις όσο και στο Λος Άντζελες.
Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου όλους τους Έλληνες. Η επιτυχία σε Ολυμπιακούς Αγώνες είναι πάντα σημαντική, αλλά τα συναισθήματα που ένιωσα από όλη αυτή την αγάπη που δέχτηκα δεν μπορώ να την περιγράψω. Πραγματικά όλο αυτό που έζησα είναι... ευλογία! Θα υπάρχει πάντα στην καρδιά μου!».
Ειλικρινά τους ευχαριστώ όλους πολύ. Έχω λάβει πολλή αγάπη από τον κόσμο και δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό. Δεν γεννήθηκα στην Ελλάδα, αλλά πραγματικά θα παλεύω πάντα για να σηκώνω την σημαία ψηλά. Οι ευκαιρίες που μου έδωσαν, τα συναισθήματα που έζησα στο Παρίσι δεν θα τα βίωνα, αν δεν ήταν η Ελλάδα. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Θα προσπαθώ πάντα να σηκώνω τη σημαία ψηλά και να κάνω όλους τους Έλληνες χαρούμενος. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Την οικογένεια σου την αγαπάς πάντα, γιατί είναι η οικογένειά σου, αλλά το ίδιο πονάς και νοιάζεσαι για τον καλύτερό σου φίλο. Που ήταν μαζί σου στις καλές και στις δύσκολες στιγμές. Έτσι ακριβώς νιώθω για την Ελλάδα. Είμαι ευγνώμων και την αγαπώ. Θα προσπαθώ συνέχεια να την κάνω υπερήφανη».
Ο Κουρουγκλίεφ έχει γίνει πια μέλος της ευρύτερης οικογένειας του ελληνικού αθλητισμού και αυτό θα είχε συμβεί ακόμη κι αν δεν είχε πάρει το χάλκινο Ολυμπιακό μετάλλιο. Ο χαρακτήρας του σε συνδυασμό με την αγάπη που εκφράζει για την Ελλάδα, θα του άνοιγαν την πόρτα που χτυπούσε και θα έβρισκε τη θέση του ανάμεσα σε παιδιά που μοιράζονται το ίδιο όραμα με εκείνον.
Και... παρ' ότι ακόμη δεν ξέρει ελληνικά, απολαμβάνει κάθε στιγμή ως μέλος της ομάδας γι' αυτό θα βρίσκεται και σήμερα 7/9 στο γήπεδο και στο πλευρό της Εθνικής ποδοσφαίρου ανδρών, στον αγώνα απέναντι στη Φινλανδία, για να στηρίξει τους παίκτες και να γίνει ένα με το ελληνικό κοινό με τον πιο «ελληνικό» και εύκολο τρόπο.