Γιασεμάκης στο Gazzetta: «Στον ΠΑΟΚ ήμασταν απλήρωτοι, αλλά τότε πηγαίναμε ταξίδι πέντε ωρών στην Καστοριά για να πάρει η ομάδα 15.000 ευρώ!»
ΑΠΟΣΤΟΛΗ, ΚΥΠΡΟΣ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΑΛΑΤΑΡΙΩΦ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΓΚΑΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΓΚΑΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΑΛΑΤΣΟΣ
Ο Γιασεμής Γιασεμάκης είναι μία από τις ποδοσφαιρικές προσωπικότητες που θες να έχεις συναντήσει έστω και μία φορά στη ζωή σου. Η ηρεμία στη φωνή του, η ευγένεια στη στάση του, το επίπεδό του ως άνθρωπος. Είναι στοιχεία που βγαίνουν από μέσα του στα πρώτα κιόλας λεπτά που μιλάς μαζί του.
Η ζωή του δεν ήταν εύκολη και δεδομένα η καριέρα του δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Αναμφισβήτητα είναι από τους παίκτες που συνδέουν το ελληνικό με το κυπριακό ποδόσφαιρο. Εχει γράψει τη δική του ιστορία στον ΠΑΟΚ, στον ΑΠΟΕΛ και φυσικά στην εθνική του ομάδα.
Στη συνέντευξη της ζωής του, στο Gazzetta που τον συνάντησε στο καφέ του στο Παραλίμνι, στο πλαίσιο της επέκτασης στην Κύπρο με την υποστήριξη της Novibet, ο Γιασεμάκης θυμάται τα χρόνια που ο παππούς του ήταν αιχμάλωτος των Τούρκων, τα σχολικά χρόνια και αργότερα τις δουλειές που έπρεπε να κάνει για να βιοποριστεί. Πώς από το Παραλίμνι, πήγε στον ΑΠΟΕΛ και από εκεί στον ΠΑΟΚ.
Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς που έκανε αστεία αλλά έβαζε τα όριά του, οι οικονομικές δυσκολίες στον ΠΑΟΚ εκείνης της εποχής και το όνειρο που έζησε στη Θεσσαλονίκη.
Μία συνέντευξη μέσα από την καρδιά του Γιασεμή Γιασεμάκη...
«Ο παππούς μου ήταν αιχμάλωτος και τον πήγαν στις φυλακές στην Τουρκία»
Γεννήθηκες στη Λάρνακα;
Μόνο στη Λάρνακα υπήρχε νοσοκομείο τότε και όλες οι γεννήσεις γίνονταν εκεί. Γεννήθηκα μετά τον πόλεμο και το νοσοκομείο που είχαμε εδώ στην Αμμόχωστο το πήραν οι Τούρκοι. Είχαμε νοσοκομεία μόνο σε Λάρνακα και Λευκωσία για αυτό όλες οι γεννήσεις γράφουν Λάρνακα.
Τι σου έχουν πει οι γονείς σου για τον πόλεμο;
Ο πατέρας μου είναι από το Ριζοκάρπασο, το οποίο είναι το τελευταίο χωριό όπως είναι η «μύτη» της Κύπρου, κατεχόμενο και μετά είναι το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Η μητέρα μου είναι από εδώ (Αμμόχωστο). Ο παππούς και η γιαγιά μου έμειναν εγκλωβισμένοι εκεί. Δεν ήρθαν εδώ. Ο παππούς μου ήταν αιχμάλωτος και τον πήγαν στις φυλακές στην Τουρκία.
Ήρθε ξανά όταν έκαναν ανταλλαγή αιχμαλώτων. Το 1975 ήρθε εδώ και μετά του επέτρεψαν να πάει πίσω που ήταν η γιαγιά μου. Μέχρι το 1996 η μόνη επικοινωνία που είχαμε ήταν με κάποια γράμματα. Οι εγκλωβισμένοι έκαναν αίτηση στον Ερυθρό Σταυρό και έπαιρναν άδεια από την κυβέρνηση της Τουρκίας για να έρθουν για μια εβδομάδα, Παρασκευή με Παρασκευή. Όταν ερχόταν κάποιος άλλος εγκλωβισμένος μπορεί να μας έφερνε κάποιο γράμμα και του γράφαμε και εμείς. Αυτή η κατάσταση ήταν από το 1975 έως το 1996.
Ο παππούς μου ερχόταν δυο φορές τον χρόνο από μια εβδομάδα. Η γιαγιά μου ερχόταν κάθε δύο - τρία χρόνια επειδή την ζάλιζαν οι κακοί δρόμοι. Από το 1996 και μετά που άνοιξαν για τους συγγενείς πρώτου βαθμού, πηγαίναμε στη Λευκωσία, περνούσαμε έλεγχο από τους Τούρκους και μας πήγαιναν τούρκικα ταξί. Πηγαίναμε 11-11:30 και στις 16:00 ήμασταν πίσω. Μετά από κάποια χρόνια μας επέτρεπαν να πάμε με δικά μας αμάξια, πάλι από τη Λευκωσία.
Σιγά σιγά τους βλέπαμε περισσότερο και από το 2004 άνοιξαν τα σύνορα. Πόσος κόσμος έμεινε εγκλωβισμένος στα κατεχόμενα; Η μόνη περιοχή που έχει Κύπριους είναι η επαρχία Καρπασίας, που είναι τα τελευταία χωριά και ελάχιστοι έμειναν στην Κερύνεια. Μπορεί να ήταν 700-800 άτομα και με την πάροδο του χρόνου έμειναν 300. Ήταν δυσανάλογος ο αριθμός γεννήσεων και θανάτων.
Θυμάσαι κάποια ιστορία από τον παππού σου;
Για τις αιχμαλωσίες δεν μιλάνε. Πέρασαν πολύ δύσκολα αλλά δεν λένε τι τους έκαναν. Η γιαγιά και ο παππούς μου δεν είχαν προβλήματα, όπως και οι άλλοι. Αν δεν πειράξεις δεν θα σε πειράξουν. Απ' ότι μας είπαν όταν ήρθαν τα στρατεύματα δεν τους πείραξαν. Ήταν κλειδωμένοι στα σπίτια τους. Υπήρχε προστασία. Μπορώ να πω ότι τους κέρδισαν. Μετά που έφεραν τους έποικους από την Τουρκία πήραν τα σπίτια τα δικά μας. Τα γειτονικά σπίτια που άφησαν οι Κύπριοι όταν έφυγαν. Η γιαγιά μου έδινε καραμέλες σε αυτά τα παιδιά. Κέρδισαν τη συμπάθεια μέσα από την πάροδο των χρόνων. Υπήρχαν Τουρκοκύπριοι που ζούσαμε μαζί από το 1960 και μετά.
Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να αποδεχτεί την εισβολή στο σπίτι του;
Δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτα. Ο παππούς μου ήταν ράφτης. Δεν είχε επιχειρήσεις ή χωράφια. Μετά τον πόλεμο δούλευε στο σπίτι. Έκανε χειροτεχνίες, παραδοσιακά πράγματα για να σκοτώνει την ώρα του. Πήγαινε και μάζευε μανιτάρια και σαλιγκάρια.
Έστηνε παγίδες για πουλιά, τσίχλες και τέτοια. Όσο του επέτρεπαν αυτό έκανε. Πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι; Πήγαινε ο Ερυθρός Σταυρός και τους έδιναν τρόφιμα. Υπήρχε οικονομική βοήθεια από την κυβέρνηση που τους έδινε λεφτά. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Δεν είχαν πολύ ρεύμα, δεν είχαν τηλεόραση, ένα ραδιόφωνο μόνο. Η γιαγιά μου συγχωρέθηκε πριν τρία χρόνια, ο πατέρας μου είναι σε οίκο ευγηρίας, είναι 92-93 ετών αλλά έχει άνοια και δεν θυμάται τίποτα. Τον πατέρα μου και τον θείο μου κάποιες φορές τους καταλαβαίνω. Είναι σε καλά χέρια και τον φροντίζουν.
Οι γονείς σου τι δουλειά έκαναν; Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;
Τα πράγματα στην Κύπρο ήταν πολύ δύσκολα μετά τον πόλεμο. Υπήρχε φτώχεια, δεν υπήρχαν δουλειές. Ο πατέρας μου ήταν τραπεζικός και μετά τον πόλεμο έχασε τη δουλειά του. Τα πρώτα ένα - δυο χρόνια έκανε τον ταξιτζή. Μετά δούλεψε με τον νονό μου σε μονώσεις ταρατσών και μετά δούλευε σε ξενοδοχεία, όπως και η μητέρα μου. Επειδή μας πήραν την Αμμόχωστο σιγά σιγά χτίζονταν ξενοδοχεία και άνοιγαν θέσεις εργασίες στα τουριστικά. Κι αυτό ήταν δύσκολο. Επτά μήνες είχες δουλειά και πέντε δεν είχες.
Πόσα αδέλφια είστε;
Τρία. Εγώ είμαι ο μεγάλος.
Πώς ξεκίνησες να παίζεις ποδόσφαιρο;
Ξεκινήσαμε από την αλάνα, τα χωράφια και τις γειτονιές με τους φίλους. Κάναμε τέρματα με πέτρες και παίζαμε. Δεν είχαμε ακαδημίες τότε για κάτω των 12 ετών. Όταν εγώ ήμουν 12 άρχισαν να κάνουν ακαδημίες στην ομάδα που είχαμε εδώ στο χωριό. Ήμασταν συνέχεια με μια μπάλα στο χέρι. Ήταν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε.
Σου άρεσε το σχολείο;
Ήμουν καλός μαθητής. Τελείωσα τον οικονομικό κλάδο με 18,2-18,3 γενικό βαθμό.
Σπούδασες οικονομικά;
Όχι. Όταν ήμουν τελειόφοιτος ήδη είχα πάει στην πρώτη ομάδα της Ένωσης Παραλιμνίου. Ήμουν καλός μαθητής αλλά μη φανταστείς... Μερικές φορές άφηνα τα βιβλία κάτω από το θρανίο. Τις ώρες της παράδοσης πρόσεχα και μετά είχα πιο λίγο διάβασμα. Τα έπαιρνε ο νους μου. Πέρασα οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, έκανα την εγγραφή και περίμενα να δω τι θα κάνω. Ήθελα να μείνω στην Κύπρο και να παίξω μπάλα. Στις εξετάσεις του Γενάρη δεν πήγαινα επειδή είχα το ποδόσφαιρο, όμως έδινα κανονικά τον Ιούνιο. Το έκανα δυο - τρεις χρονιές. Ούτε Σεπτέμβριο μπορούσα να πάω. Μετά πήρα τη μεταγραφή μου στον ΑΠΟΕΛ, δεν πήγαινα και στο τέλος σταμάτησα την εγγραφή μου. Μετά βρήκα και δουλειά εδώ και έλεγα πως θα διαβάσω. Ήταν λάθος μου. Το λάθος μου ήταν πως δεν ήξερα τι θα γίνει μετά στην καριέρα μου. Μετέπειτα που πήγα στον ΠΑΟΚ θα μπορούσα ζητήσω μετάθεση στη Θεσσαλονίκη και στα 5-6 χρόνια που ήμουν εκεί θα μπορούσα να πάρω το πτυχίο. Δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει αύριο. To να πάω από το Παραλίμνι, στον ΑΠΟΕΛ ήταν πολύ μεγάλο πράγμα.
Πότε κατάλαβες ότι θα παίξεις μπάλα πιο σοβαρά και δεν είσαι απλά ένα παιδί της αλάνας;
Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Και εδώ στο Παραλίμνι δεν καθιερώθηκα. Παρόλο που κατάφερα αυτά που κατάφερα ήταν θέμα τύχης, timing και σίγουρα ικανοτήτων. Στο στρατό πέρασα πολύ δύσκολα. Τον δεύτερο χρόνο σταμάτησα και την μπάλα έξι μήνες γιατί πήρα μετάθεση πράσινη γραμμή στη Λευκωσία. Δεν υπήρχαν άκρες για να μείνω πιο κοντά. Παρόλο που ήμουν ποδοσφαιριστής δεν είχα αυτή τη στήριξη από την ομάδα. Δεν ξέρω αν δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν. Μετά ξεκίνησα την επόμενη χρονιά. Μεταγραφές εντός Κύπρου γίνονταν ελάχιστες εκείνα τα χρόνια. Οι μεγάλες ομάδες έπαιρναν 5-6-7 παίκτες τον χρόνο. Το όνειρο του κάθε ποδοσφαιριστή είναι να καθιερωθεί στην ομάδα που ξεκίνησε στις ακαδημίες και να φτάσει στην εθνική ομάδα. Ούτε λεφτά υπήρχαν στο ποδόσφαιρο για να έχεις μια οικονομική εξασφάλιση. Τα χρήματα των ποδοσφαιριστών ήταν μηδαμινά. Ήταν όσο ένας μηνιαίος μισθός, μπορεί και λίγο παρακάτω. Στις μεγάλες ομάδες ήταν απλά ένας παχυλός μισθός. Δεν υπήρχαν λεφτά για να πεις πως αξίζει να γίνεις επαγγελματίας.
Επαγγελματίας έγινες στην Ένωση Παραλιμνίου;
Δεν υπήρχαν επαγγελματικά συμβόλαια. Ούτε στον ΑΠΟΕΛ είχαμε. Στον ΠΑΟΚ έγινα επαγγελματίας.
Όσο έπαιζες στην Κύπρο έκανες και άλλη δουλειά;
Ναι. Έκανα πολλές δουλειές. Όταν απολύθηκα από το στρατό τους είπα πως επειδή πέρασα στο πανεπιστήμιο θέλω να πάω να σπουδάσω αλλά τους έδωσα περιθώριο έξι μήνες να μου βρούν δουλειά. Έτσι ήταν τότε. Aπό τη στιγμή που οι παράγοντες είχαν κάποιες άκρες μας έβρισκαν κάποια δουλειά. Σε μια τράπεζα, σε κάποιον κρατικό οργανισμό ή κάτι τέτοιο... Και εξασφαλίζαμε μια σίγουρη δουλειά. Έτσι ήταν η νοοτροπία τότε. Τους έδωσα έξι μήνες, δεν μου βρήκαν δουλειά και έφυγα για σπουδές. Στους δυο μήνες με πήραν τηλέφωνο να πάω στην τεχνική σχολή του Παραλιμνίου, στη γραμματεία. Είπα αφού τελειώνει η χρονιά να κάτσω δυο μήνες και μετά βλέπω από Ιούνιο. Ήρθα και στο καπάκι ο πρώην Δήμαρχος μου είπε πως είχε θέσει στην αστυνομία. Είπα πως με ενδιαφέρει και έγινα ειδικός αστυνομικός. Ήμουν δυο χρόνια αστυνομικός, ένα στο Παραλίμνι και ένα στον ΑΠΟΕΛ. Επειδή ήμουν καλός μαθητής έδωσα εξετάσεις στη Cyta και πέρασα στους 50 πρώτους από τους 3 χιλιάδες. Τον πρώτο χρόνο πήραν 42 και ήμουν στους επιλαχόντες. Toυς επόμενους 8-9 μήνες πήραν ακόμα 25-30 και ήμουν μέσα σε αυτούς. Εκεί δεν ήμουν μέσα στα γραφεία αλλά σε συνεργεία έξω. Ανέβαινα στις κολώνες να περνάω γραμμές τηλεφώνου και έκανα τρελή χρονιά τότε στο ΑΠΟΕΛ. Έβαλα 21-22 γκολ και ξυπνούσα 6 το πρωί για να πάω για δουλειά.
Στον ΑΠΟΕΛ είχες βάλει πολλά γκολ...
Έκανα καλές χρονιές αλλά ξυπνούσα 6 το πρωί και ανέβαινα στους πασσάλους για να περνάω τηλεφωνικές γραμμές στα καλώδια. Ήταν δύσκολο. Σχολούσα 14:30 και κατά τις 15:30 είχα προπόνηση. Επειδή έμενα μόνος μου στη Λευκωσία η διατροφή μου δεν ήταν καλή. Ναι μεν μου έφτιαχνε κάποια μαγειρευτά η μητέρα μου που τα είχα στο ψυγείο και την κατάψυξη αλλά ήταν πολλά τα γεύματα. Ήταν και κουραστικό να δουλεύω και μετά να πηγαίνω στην προπόνηση. Έκανα 2-3 καλές χρονιές στον ΑΠΟΕΛ. Τότε ο ΑΠΟΕΛ ήταν σε μεταβατικό στάδιο. Είχαν φύγει κάποιοι μεγάλοι παίκτες όπως ο Γιάννος Ιωάννου και ο Χατζηλουκάς. Ήταν παίκτες που έπαιζαν διαχρονικά στον ΑΠΟΕΛ αλλά είχαν φτάσει 33-34 ετών. Εκείνο το διάστημα έπρεπε να γίνει ανανέωση στην ομάδα. Τερματίσαμε 3οι-4οι. Τότε για πρωτάθλημα πήγαιναν η Ανόρθωση και η Ομόνοια. Εμείς δεν μπορούσαμε να το διεκδικήσουμε. Έκανα καλές χρονιές, πήραμε ένα κύπελλο, σε τρεις χρονιές πήγαμε σε δυο τελικούς κυπέλλου. Και μετά ήρθε η μεταγραφή στον ΠΑΟΚ.
«Έβαλα 21-22 γκολ και ξυπνούσα 6 το πρωί για να ανέβω στις κολώνες και να περάσω γραμμές τηλεφώνου»
«Ο μηνιαίος μισθός ήταν 400 λίρες και στο Παραλίμνι έπαιρνα 60»
Πώς αξιοποίησες τα πρώτα σου χρήματα από το ποδόσφαιρο;
Μη φανταστείς πως ήταν πολλά. Να φανταστείς, στο Παραλίμνι έπαιρνα 60 λίρες. Αυτό σημαίνει 100 ευρώ. Δεν είναι τίποτα. Και ο μηνιαίος μισθός μιας δουλειάς ήταν 400 λίρες. Μετά έπαιρνα 250 λίρες. Την τελευταία μου χρονιά είχαμε έναν ξένο ποδοσφαιριστή που έπαιζε στην επίθεση και έφυγε για να πάει σε ομάδα της Ρωσίας. Αναγκαστικά δημιουργήθηκε μια θέση. Έπαιζα αναπληρωματικός και τότε πήρα περισσότερο χρόνο συμμετοχής από τον Ιανουάριο και μετά. Έβαλα και 5-6 γκολ στο πρωτάθλημα. Υπήρχε ένα φιλικό παιχνίδι με την εθνική κόντρα στην Εσθονία όπου ο τότε Ομοσπονδιακός προπονητής, ο Γεωργίου, άφησε εκτός τον κορμό της ομάδας, 7-8 βασικούς και κάλεσε να δει άλλους παίκτες. Ήμουν μέσα σε αυτούς. Το ματς ήταν στο 0-0, με έβαλε στο 65', κερδίσαμε 4-0 και έβαλα και τα τέσσερα γκολ!
Από εκεί ήταν το σημείο που έκανα το «μπαμ» και είπαν 'ποιος είναι αυτός;'. Από εκεί ξεκίνησε να βγαίνει το όνομα μου περισσότερο στο προσκήνιο. Έγινε μια επαφή με έναν παράγοντα του ΑΠΟΕΛ μέσω ενός οικογενειακού φίλου. Τότε με τίποτα δεν υπήρχαν μάνατζερ. Ξεκινήσαμε έτσι τις επαφές και πήγα στον ΑΠΟΕΛ. Μετά στον ΠΑΟΚ είχαν ξεκινήσει να μπαίνουν μάνατζερ. Ένας φίλος μου είπε πως είχε έναν μάνατζερ στην Eλλάδα που ήθελε να δουλέψει με εμένα. Δεν ήθελε να του υπογράψω, απλά ήθελε ποσοστό αν μου έβρισκε ομάδα. Μίλησα μαζί του. Ο μάνατζερ ήταν ο Δημήτρης Καρύδας. Είχε και τον Παντελή Καφέ. Του ετοίμασα μια βιντεοκασέτα με κάποια αποσπάσματα από όποια παιχνίδια μπορούσα επειδή τότε η τηλεόραση δεν έδειχνε όλα τα παιχνίδια. Η πρώτη πρόταση ήρθε από τον ΟΦΗ, όμως την απέρριψε ο ΑΠΟΕΛ επειδή ήταν πολύ λίγα τα λεφτά. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε πως υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι με τον ΠΑΟΚ αν ο Ναλιτζής πουληθεί στην Ουντινέζε. Έτσι έγινε. Έγιναν οι επαφές του ΑΠΟΕΛ με τον ΠΑΟΚ και πήγα εκεί.
Πώς θυμάσαι τη στιγμή που υπέγραψες το πρώτο σου επαγγελματικό συμβόλαιο;
Καταρχάς θυμάμαι όταν πήγα για τις συζητήσεις στα γραφεία του Μπατατούδη μου είπε ο μάνατζερ πως ήθελε να πάω και εγώ. Έψαχνα για εισιτήρια και έβρισκα μόνο business που έκαναν όσο ένας μηνιαίος μισθός. Μπορεί να ήταν χίλια ευρώ. Το πήρα, πήγα να πετάξω και είχαμε καθυστέρηση πέντε ώρες. Έφτασα 3 το πρωί στην Αθήνα και το πρωί πήγα στα γραφεία του Μπατατούδη. Eκεί πήγαν πρώτα οι άνθρωποι του ΑΠΟΕΛ για να μιλήσουν με τον Μπατατούδη. Πήγα μετά να μιλήσουμε, το βράδυ, τελειώσαμε 20:00 - 21:00, έγιναν τα διαδικαστικά και ο δικηγόρος ετοίμασε το συμβόλαιο. Θυμάμαι πήγα στο σπίτι του Καλαφάτη που ήταν ο πρόεδρος της ΠΑΕ και έπρεπε να πέσουν οι υπογραφές. Υπέγραψα και γύρισα πίσω. Είχε σασπένς και ταλαιπωρία μέχρι να τα βρούνε. Το ΑΠΟΕΛ ήθελε κάποιες εξασφαλίσεις με τα λεφτά για να με αφήσει να φύγω. Είχε και όνομα ο Μπατατούδης πως δεν ήταν καλά οικονομικά. Το ΑΠΟΕΛ πήρε τις επιταγές από τη μεταγραφή του Βενετίδη στον Ολυμπιακό για να είναι εξασφαλισμένοι και τότε έφυγα. Όταν πήγα ο ΠΑΟΚ ήταν ήδη προετοιμασία στη Γερμανία. Άργησα 15-20 μέρες να πάω...
Είχες πάει πριν τον Εγκωμίτη και τον Οκκά;
Όχι, όχι. Μετά από αυτούς. Το 2000 πήγαν Οκκάς - Εγκωμίτης, πήραν το κύπελλο και μετά πήγα εγώ.
Τότε είχες προπονητή τον Ντούσαν Μπάγεβιτς. Πώς ήταν ως άνθρωπος και προπονητής;
Είχε τον τρόπο του να σε κρατά κοντά και μακριά. Έβαζε μια γραμμή. Ήθελε ο ποδοσφαιριστής να είναι πάνω από όλους. Όταν δεν ήξερα μου έκανε εντύπωση πως όταν ταξιδεύαμε με την ομάδα για παιχνίδια δεν ήθελε να ταλαιπωρούνται οι παίκτες. Εμένα μου είπαν τα άλλα παιδιά, ο Οκκάς και ο Εγκωμίτης, πως θα είχα ένα handbag μαζί μου στο αεροπλάνο και δεν θα έδινα βαλίτσες κάτω. Έτσι ήθελε. Καθόμασταν όλοι μπροστά, στις business. Με την προσγείωση φεύγαμε με τη μία με τις τσάντες μας, μπαίναμε στο λεωφορείο και πηγαίναμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση. Μετά οι φροντιστές έφερναν τα μπαούλα με τον εξοπλισμό και τις μπάλες. Δεν τους περιμέναμε για να φύγουμε με το ίδιο λεωφορείο. Ήθελε να μην υπάρχει ταλαιπωρία στον ποδοσφαιριστή. Ιδιαίτερα στα ευρωπαϊκά παιχνίδια θυμάμαι καθόμασταν μπροστά 18-20 ποδοσφαιριστές, μαζί με τον προπονητή και το επιτελείο του και μόνο ο Μπατατούδης, αν ερχόταν, μαζί με την γυναίκα του ή ο πρόεδρος της ΠΑΕ. Όλοι οι άλλοι ήταν πίσω και οι ποδοσφαιριστές μπροστά. Όποιος και να ήταν καθόταν στις οικονομικές θέσεις. Αυτό σου δίνει ένα κύρος και μια καλή ψυχολογία.
Ο Μπάγεβιτς κατάφερνε να παίρνει το 100% από τους παίκτες του μέσα στο γήπεδο. Εμένα με κέρδιζε αυτό. Τότε δεν υπήρχαν ούτε αναλύσεις παιχνιδιών, ούτε τίποτα. Μέσα από μια βιντεοκασέτα και την εμπειρία τους βλέπανε πράγματα και έπρατταν. Περισσότερο έβγαζες το ταλέντο σου και έπρεπε να παίξεις με ψυχή 100%. Αυτοί οι προπονητές ήξεραν να κάνουν διαχείριση του υλικού που είχαν, να το αξιοποιούν σωστά και να καταφέρνουν να παίρνουν από τον καθένα ό,τι περισσότερο μπορούν. Αυτό ήταν επιτυχία. Ο Μπάγεβιτς πήγε στην ΑΕΚ, έβαζε δεξιά τον Τσιάρτα, για να συγκλίνει προς τα μέσα, ενώ όλοι οι άλλοι θα έλεγαν πως παίζει δεκάρι πίσω από τον επιθετικό ή αριστερά. Ήταν κάτι που το ξεκίνησε τότε επειδή ήθελε να συγκλίνει από τα δεξιά και οι σέντρες να κλίνουν προς τον τερματοφύλακα.
Θυμάσαι κάποια ωραία ιστορία με τον Μπάγεβιτς ή κάποια συμβουλή;
Εγώ όταν πήγα στον ΠΑΟΚ ήμουν σαν βρεγμένο πουλί. Τρομοκρατημένος. Ο Μπάγεβιτς ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα και εγώ ήμουν μικρός. Μπορεί να σου έκανε αστεία, να πήγαινες να του κάνεις και εσύ, αλλά στο έκοβε.
Έκανε και πλάκες ο Μπάγεβιτς;
Ναι, ναι. Πάντα. Παρόλο που βγάζει αυτήν τη σοβαρότητα προς τα έξω έκανε πολλές πλάκες και με τον γιατρό της ομάδας και με τους φροντιστές. Έκανε ωραία πράγματα.
Θυμάσαι το πιο ωραίο που είχε κάνει;
Έκανε κάτι διαγωνισμούς στην προετοιμασία που τρέχαμε στο δάσος ανάμεσα στο δέντρο και έβαζε στοίχημα τον γιατρό με τον φροντιστή ποιος θα κατέβει πρώτος. Τέτοια πράγματα. Ήταν μετρημένος. Δεν περνούσε τα όρια. Είχε τον τρόπο του. Ο Μπορουτζίκας και ο Περσίας ήταν πιο κοντά στους παίκτες. Ήταν πιο ανοιχτοί σαν άνθρωποι και μπορούσες ελεύθερα να κάνεις καλαμπούρι.
Στον ΠΑΟΚ ήσουν πιο κοντά με τον Οκκά επειδή είστε συμπατριώτες;
Όταν πήγα στον ΠΑΟΚ έκανα παρέα με τους Κύπριους. Δεν ήξερα κανέναν άλλο. Τον Εγκωμίτη και τον Οκκά, Με συμβούλευαν εντός και εκτός γηπέδου. Δεν ήξερα καθόλου τη Θεσσαλονίκη. Περάσαμε καλά. Είχαμε καλές και κακές στιγμές.
«Για να εξασφαλιστεί ο ΑΠΟΕΛ πήρε από τον ΠΑΟΚ τις επιταγές από την πώληση του Βενετίδη στον Ολυμπιακό»
«Δεν καταλάβαινα, ζούσα το όνειρο στον ΠΑΟΚ»
Πώς θυμάσαι το πρώτο ματς που ο Μπάγεβιτς σου είπε ότι θα ξεκινούσες βασικός;
Εγώ τότε δεν καταλάβαινα. Ζούσα το όνειρο. Όταν πήγα στην προετοιμασία δεν μπορούσα να πηδήξω εφημερίδα. Πρώτο παιχνίδι που μπήκα αλλαγή ήταν ΠΑΟΚ - Άρης στην Τούμπα, 0-0. Δεν ξεχώρισα. Μετά μπήκα πάλι αλλαγή σε ένα ευρωπαϊκό ματς με την αυστριακή Κέρτεν, εντός έδρας. Ξεκίνησα βασικός πρώτη φορά στον 2ο γύρο του Κυπέλλου UEFA, κόντρα στην Πρίμπραμ από την Τσεχία. Στην προπόνηση δεν έδειχνε ενδεκάδες για να καταλάβουμε ποιοι θα παίξουν. Πάμε στο ξενοδοχείο και τη μέρα του παιχνιδιού μου λέει πως θα παίξω βασικός. Η ατμόσφαιρα στην Τούμπα ήταν απίστευτη. Μου βγήκε το παιχνίδι. Έβαλα δυο γκολ και είχα ένα δοκάρι. Αυτή ήταν η πρώτη θετική εικόνα που έδειξα στον κόσμο. Κακά τα ψέματα, τότε δεν υπήρχε κυπριακό ποδόσφαιρο στην Ελλάδα και σίγουρα ο καθένας, είτε φίλαθλος, είτε δημοσιογράφος, είτε παράγοντας το βλέπει πιο υποτιμητικά. «Μα είναι Κύπριος, δεν είναι Βραζιλιάνος».
Παρόλο που και ο Γιώργος Σαββίδης είχε παίξει στην ΑΕΚ πιο παλιά, ήταν ήδη ο Μάριος Αγαθοκλέους στον Άρη, που τον είχε πάρει από τον Αθηναϊκό ο Κοντομηνάς, ήταν ο Μάριος Χριστοδούλου στον Ηρακλή... Δεν υπήρχε η αποδοχή για τον Κύπριο ποδοσφαιριστή. Το ίδιο ίσχυε και με εμένα. Ξεκίνησα από το ματς με την Πρίμπραμ που έπαιξα καλά και έβαλα δυο γκολ. Στον επαναληπτικό παίξαμε εκτός έδρας και πάλι έβαλα γκολ. Στο παιχνίδι πρωταθλήματος με το Αιγάλεω νικήσαμε 2-1 και έβαλα γκολ. Μπήκε σιγά σιγά το νερό στο αυλάκι. Και καπάκι μετά παίζουμε με την Αϊντχόφεν που έβαλα δυο γκολ και νικήσαμε με 3-2, ενώ έπρεπε να κερδίσουμε με 5/6-1. Μετά από τα πρώτα 6-7 γκολ άρχισε η αποδοχή και από τον κόσμο και από τους δημοσιογράφους που με κράζανε. Κακά τα ψέματα, όταν πας κάπου κάποιος μπορεί να πει ένα λόγο καλό και κάποιος μπορεί να σε κράξει. «Ποιος είναι αυτός; Από πού ήρθε; Γιατί να δώσει τόσα λεφτά ο ΠΑΟΚ για να τον πάρει;». Όπως για κάθε ποδοσφαιριστή. Οι δημοσιογράφοι έγραφαν αυτό που νόμιζαν. Είναι η άποψη τους και μπορείς να τους κερδίσεις.
Υπήρχε κάτι που γράφτηκε και σε είχε ενοχλήσει;
Πιο μετά έγινε αυτό. Εγώ ήμουν και είμαι άνθρωπος που δεν μου αρέσει η δημοσιότητα. Θα μπορούσα από ένα διάστημα και μετά επειδή είμαι επιθετικός και έβαζα γκολ να ήμουν πιο συχνά σε εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Εμένα δεν μου αρέσει αυτό το πράγμα. Εμείς είχαμε 3-4 εφημερίδες και 3-4 ραδιόφωνα. Θα έπρεπε κάθε εβδομάδα να έβγαινα 2-3 φορές; Δεν μου άρεσε. Το αποφεύγω από όταν ήμουν στην Κύπρο. Ούτε ραδιόφωνα άκουγα. Μετά από 3-4 χρόνια, επειδή τα πράγματα στο ποδόσφαιρο είναι βρώμικα, δημοσιογράφοι που σε στήριζαν και τους στήριξες έρχονται εναντίον σου. Είχαμε τον Μπάγεβιτς, τον Αναστασιάδη, μετά έπρεπε να φύγει ο Αναστασιάδης και το πήγαιναν έτσι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η γραμμή έλεγε πως οι Κύπριοι έπρεπε να φύγουν από τον ΠΑΟΚ. Θυμάμαι μια μέρα ήμουν στο αμάξι, έκανε κάποιος δημοσιογράφος εκπομπή στο ραδιόφωνο και είπε «Κύπριο και Αφρικανό δεν θέλω πια στον ΠΑΟΚ». Μετά από 3,5-4 χρόνια που ήμουν στον ΠΑΟΚ και 1,5 χρόνο πριν φύγω. Μιλάμε τώρα αυτόν τον συγκεκριμένο εγώ τον βοήθησα όταν ξεκίνησε, μέσω ενός φίλου που μου ζήτησε να του δώσω συνέντευξη. Ήταν μικρός. Απλά τότε η γραμμή που του είπαν να κρατά ήταν τέτοια. Αυτό ήταν που με πλήγωσε. Όχι τόσο επειδή και οι Κύπριοι όσο και οι Αφρικανοί έδωσαν πολλά στον ΠΑΟΚ. Μέσα στα χρόνια που πέρασαν στον ΠΑΟΚ τη μια σε βγάζουν πάνω στις πλάτες τους και πανηγυρίζεις και την άλλη σε βρίζουν. Βλέποντας το σφαιρικά έμειναν οι καλές αναμνήσεις και οι καλές στιγμές από τη Θεσσαλονίκη και το ποδόσφαιρο και για εμένα και για την οικογένεια μου.
Στον ΠΑΟΚ ισχύει πως αν βάλεις ένα γκολ και η ομάδα κερδίσει την άλλη μέρα είσαι ο «βασιλιάς» της πόλης; Το ένιωθες αυτό;
Εγώ προσπαθούσα να μην ασχολούμαι και πολύ. Σίγουρα νιώθεις ωραία και ο κόσμος σιγά - σιγά σε εκτιμάει. Αυτό το ζήσαμε δυο φορές. Τη μια όταν πήραμε το Κύπελλο με τον Άρη. Συχνάζαμε σε ένα μαγαζί που το είχε Κύπριος στην Άνω Τούμπα, πήγαμε οικογενειακώς, με τον Εγκωμίτη και τον Οκκά, τρώγαμε και μας είπε ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου πως το τραπέζι ήταν κερασμένο από έναν κύριο που καθόταν πίσω. Ήταν ένας άνθρωπος περίπου 75-80 χρονών. Εγώ τον ήξερα επειδή σύχναζα στο μαγαζί. Του είπα «δεν γίνεται να μας πληρώσεις το τραπέζι, αν θες κέρνα μας τα ποτά». Είπε όχι επειδή του δώσαμε χαρά. Μια άλλη φορά πήγαμε στο Μαρμαρά στη Χαλκιδική και πάλι ήμασταν μεγάλη παρέα με Κύπριους και ξανά μας κέρασαν όλο το τραπέζι, κάτι παιδιά. Υπάρχουν και οι κακές στιγμές που σε βρίζουν.
Σε ένα παιχνίδι που παίζαμε στην Αθήνα χάσαμε με 3-0 και όταν βγαίναμε από το αεροδρόμιο είχε στις αποσκευές 20-30 άτομα που μας έβριζαν. Μπροστά μου ήταν ο Σαλπιγγίδης και κάποιος όρμησε και τον έσπρωξε. Χτύπησε τον ποδοσφαιριστή του! Ο ίδιος άνθρωπος μπορεί όταν πήραμε το κύπελλο να ήρθε να μας σηκώσει στις πλάτες του. H oυσία είναι πως μέσα από όλη αυτήν την πορεία όταν πάμε στη Θεσσαλονίκη δεν μας ξεχνάνε, ακόμα και σήμερα. Υπάρχει αυτή η εκτίμηση και η αναγνώριση στο πρόσωπο μας, παρά τα λίγα που δώσαμε στον ΠΑΟΚ. Αυτό μένει σήμερα. Δεν είναι τα λεφτά που πήραμε.
Πέτυχες και μια εποχή που ο ΠΑΟΚ δεν ήταν ισχυρός οικονομικά, όπως είναι σήμερα...
Δεν εξασφαλιστήκαμε από το ποδόσφαιρο. Πήραμε κάποια λεφτά που μας βοήθησαν στη ζωή μας αλλά εντάξει... Έτσι είναι τα πράγματα. Περάσαμε δύσκολα εκείνη την εποχή. Ήμασταν απλήρωτοι και κάναμε απεργίες. Αν μου έλεγε κανείς στα 18 μου, όταν ξεκίνησα, πως θα έκανα αυτήν την καριέρα θα ήμουν τρελός. Τα πράγματα ήταν όπως σου είπα. Να καθιερωθείς στην ομάδα που παίζεις, να παίξεις εθνική και αν τα καταφέρεις να κάνεις μεταγραφή σε μια πιο μεγάλη ομάδα της Κύπρου. Τότε δεν υπήρχαν μεταγραφές στο εξωτερικό, όταν ήμουν 18 ετών, το 1993. Μόνο ένας υπήρχε, ο Γιώργος Σαββίδης που είχε πάει στην ΑΕΚ από την Ομόνοια. Μέσα από όλες τις δυσκολίες τα καταφέραμε.
Να πω κάτι για αυτούς που απογοητεύονται εύκολα. Παρόλο που έπαιζα από μικρός σε ομάδα και διακρινόμουν δεν κλήθηκα ποτέ σε καμία μικρή εθνική ομάδα. Πρώτη φορά που πήρα κλήση στην Εθνική Ελπίδων ήμουν στα 17 μου πριν πάω φαντάρος και ήταν μια ταλαιπωρία να πάω για προπόνηση. Να πάρω λεωφορείο από το Παραλίμνι, να πάω στη Λάρνακα, από τη Λάρνακα μας έπαιρναν με ταξί για να μας πάνε στη Λεμεσό για προπόνηση. Όταν πήγαμε εκεί υπήρχαν και οι «κλίκες» της Λευκωσίας και της Λεμεσού. Κάναμε μια προπόνηση, μετά από 15 μέρες μου ήρθε νέα κλήση και δεν πήγα. Δεν ήθελα εγώ να πάω με αυτό που είδα. Όμως τα κατάφερα και έκανα πάνω από 60 συμμετοχές στην εθνική. Για αυτό λέω στους μικρούς να μην απογοητεύονται, επειδή «πήγε αυτός εθνική και δεν πήγα εγώ». Κάποιοι που πήγαιναν εθνική πριν από εμένα δεν έκαναν την καριέρα που έκανα εγώ. Κατάφερα εγώ που ήμουν πιο πίσω να κάνω και μεταγραφή και να πάω και στην εθνική.
«Κάποιος δημοσιογράφος είχε πει στο ραδιόφωνο "Κύπριο και Αφρικανό δεν θέλω πια στον ΠΑΟΚ"»
«Ο Φρίνγκερ ήθελε να παίζω winger. Τότε είχε ξεκινήσει το "αυτός είναι παίκτης του Αναστασιάδη, πρέπει να φύγει"»
Είχες καλή «παράδοση» να βάζεις γκολ κόντρα στον Άρη. Είναι ξεχωριστό να σκοράρεις σε ένα τέτοιο ντέρμπι;
Ένα από τα πρώτα μου γκολ στο ελληνικό πρωτάθλημα ήταν κόντρα στον Άρη στο Χαριλάου. Μαθαίνεις πως το ΠΑΟΚ - Ολυμπιακός και το ΠΑΟΚ - Άρης είναι τα δυο ντέρμπι που έχουν μεγάλη σημασία. Σε αυτό το ματς είχε προηγηθεί ο Άρης με τον Χαριστέα και ισοφάρισα εγώ σε 1-1. Από τον πανηγυρισμό μου έτρεξα στην άλλη εστία που ήταν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ και πανηγύρισα με τον παλιό τερματοφύλακα, τον Βαγγέλη Πουρλιοτόπουλο. Είχα κάνει καλό ματς και είχα δώσει δυο ασίστ στον Σπάσιτς. Και στην Τούμπα είχα βάλει γκολ κόντρα στον Άρη. Σίγουρα κάθε γκολ έχει τη δικιά του σημασία. Και καθοριστικά γκολ και ευρωπαϊκά.
Το γκολ με τη Ρεν ήταν ξεχωριστό;
Ήταν ωραίο. Είχαμε νικήσει 5-1 και είχα βάλει δυο γκολ σε ένα διάστημα που πλέον δεν έπαιζα. Σε αυτό το παιχνίδι ήμασταν αδιάφοροι, καθώς δεν διεκδικούσαμε πρόκριση από τη στιγμή που είχαμε χάσει τα προηγούμενα ματς. Ήμουν πληγωμένος. Είχα μια απογοήτευση. Ένα χρόνο με τον Μπάγεβιτς ο ΠΑΟΚ είχε παικταράδες και παικταράδες και έπαιζα. Έκανα 20 παιχνίδια. Μετά ήρθε ο Αναστασιάδης και ήμουν 3,5 χρόνια βασικός, με την πορεία που είχα. Την επόμενη ημέρα που έφυγε ο Αναστασιάδης ήρθε ο Γερμανός Φρίνγκερ και παίζαμε με την Άλκμααρ στην Ολλανδία. Ενώ έπαιζα επιθετικός με έβαλε winger αριστερά. Μια θέση που δεν είχα παίξει ποτέ μου και δεν ήμουν αρκετά γρήγορος για να παίξω εκεί. Με έβαλε βασικό, με έβγαλε αλλαγή και δεν ξαναέπαιξα βασικός.
Μετά από 4,5 χρόνια με δυο καταξιωμένους προπονητές ήρθε ένας, με έβαλε σε μια θέση που δεν είχα παίξει ξανά και με έβγαλε έξω. Είχε ξεκινήσει σιγά σιγά πως έπρεπε να πάρουν κεφάλια. «Αυτός είναι παίκτης του Αναστασιάδη, πρέπει να φύγει». Είχα παραγκωνιστεί, μπήκα σε αυτό το ματς με τη Ρεν και έβαλα γκολ. Δεν κρατάω στατιστικά αλλά με αυτό το γκολ είχα ισοφαρίσει τον αείμνηστο Σαράφη ως πρώτος σκόρερ του ΠΑΟΚ στην Ευρώπη. Κερδίζουμε πέναλτι, λέω να πιάσω την μπάλα, να τη στήσω, να βάλω εγώ το γκολ και να βγω πρώτος σκόρερ. Σκέφτηκα πως ίσως έχανα το πέναλτι. Είπα αν ήθελε ο Θεός θα βγω πρώτος σκόρερ και τελικά πέτυχα το γκολ με αυτό το ψαλιδάκι. Θυμάμαι τότε ήταν ο Ντουμιτρέσκου προπονητής.
Όταν ήρθε δεν έπαιζα. Είχαμε ένα παιχνίδι με τον Ακράτητο στην Αθήνα, μας έδειξε την ενδεκάδα στα αποδυτήρια και ήρθε και μου είπε «εγώ σου δίνω την ευκαιρία, από εσένα εξαρτάται να την αρπάξεις». Λες και ήμουν 17 ετών παιδί. Tελικά έπαιξα, νικήσαμε 3-0 και έβαλα δυο γκολ. Εκείνη τη χρονιά μέχρι το τέλος με έβαζε βασικό. Έπαιζα εγώ, ο Σαλπιγγίδης και ο Μίετσελ. Έπαιζα βασικός, ο ΠΑΟΚ έβαλε 9-10 γκολ στο ματς αλλά εγώ είχα βάλει τα τέσσερα, άλλα τόσα ο Σαλπιγγίδης και δυο ο Μίεσελ. Έκανε αλλαγές ο προπονητής και έδωσε ευκαιρίες. Ξεκινάμε την προετοιμασία και ξεκίνησαν τα «καρφιά». «Θέλουμε επιθετικό, βαρύ και να κρατάει μπάλα». Ήξερα τι θα γίνει. Ήταν η χρονιά που πούλησαν τον Σαλπιγγίδη στον Παναθηναϊκό και στα έμψυχα ανταλλάγματα ήταν ο Τόργκελε. Τον έφεραν, από τη στιγμή που ήταν μεταγραφή από τον Παναθηναϊκό τον έβαλαν να παίζει και μετά έφυγα. Δεν σου λέω πως έπρεπε να παίζω. Μπορεί η απόδοση μου να έπεφτε σιγά σιγά. Από βασικός, χωρίς λεπτό συμμετοχής, μετά πήρα ευκαιρίες, πήγα καλά και πάλι από την αρχή. Το ποδόσφαιρο είναι δύσκολο και βρώμικο. Υπάρχουν άλλοι παράγοντες από πίσω...
Γιατί έμεινες τόσα χρόνια στον ΠΑΟΚ;
Εγώ πριν πάω στην Ελλάδα δεν ήμουν ΠΑΟΚτζης. Ήμουν με την ΑΕΚ. Στην Κύπρο ελληνικό ποδόσφαιρο βλέπαμε 1,5-2 λεπτά μετά το κυπριακό πρωτάθλημα, όταν έδειχναν στιγμιότυπα του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ. Έτσι ήταν η τηλεόραση τότε. Δεν ήξερες άλλες ομάδες. Άρα κάθε ποδοσφαιριστής βλέπει σε αυτές το μέλλον του και να βγάλει λεφτά. Δεν πας και γίνεσαι από τη μια μέρα στην άλλη ΠΑΟΚτζής, ΑΕΚτζής ή Παναθηναϊκός. Τον πρώτο χρόνο που πήγα ήμουν απλήρωτος και με ενδιέφερε να πάρω τα λεφτά μου, για την οικογένεια μου. Για αυτό κάναμε προσφυγή, για να πληρωθούμε και αν δεν μας τα δώσουν να πάμε κάπου αλλού. Όταν παίζεις είσαι καλά. Όταν δεν παίζεις σου ρίχνουν κλωτσιά και σε ρίχνουν από τον γκρεμό. Έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Όσο παίζεις να πάρεις τα περισσότερα χρήματα που μπορείς. Βλέπουμε παραδείγματα σε όλο τον κόσμο. Πρέπει να εκμεταλλευτείς την πρώτη καμπή σου όσο μπορείς, γιατί μετά δυστυχώς οι παράγοντες γυρνάνε αντίθετα. Εκεί που περνάει η μπογιά σου πρέπει να το εκμεταλλευτείς και οικονομικά.
Εκείνη τη χρονιά από τους 12 μήνες ήσουν απλήρωτος τους 9;
Ναι. Δεν ήμασταν κολλημένοι στα λεφτά. Μέσα στην χρονιά ποτέ δεν λέγαμε 'δεν παίζω' ποτέ δεν κάναμε τους τραυματίες. Ήρθε η στιγμή μας, κάναμε την προσφυγή, μας πλήρωσαν και μείναμε στην ομάδα. Τον επόμενο χρόνο ήρθε ο Γούμενος και πάλι είχαμε τα προβλήματα μας. Πλήρωνε σιγά - σιγά. Ποτέ δεν ήμασταν πληρωμένοι στην ώρα μας. Όταν έφτασε η ώρα να φύγω από τον ΠΑΟΚ είχα να παίρνω πάνω από ένα χρόνο συμβόλαιο. Έκανα διακανονισμό με την ομάδα, μου έδωσαν κάποιες επιταγές μεταχρονολογημένες και πληρώθηκα. Θες να εξασφαλιστείς οικονομικά εσύ και η οικογένεια σου, όμως ποτέ δεν έκανα τον τραυματία επειδή δεν με πλήρωναν. Ήμασταν εκεί, περνούσαμε καλά, ο ΠΑΟΚ ήταν πολύ καλή ομάδα. Γιατί να φύγω; Δεν ήθελα να φύγω. Θα έφευγα αν η ομάδα μου έλεγε πως έχει πρόταση να με πουλήσει ή αν είχα την ευκαιρία να πάω σε ένα πιο μεγάλο πρωτάθλημα.
Είχες ποτέ τέτοια ευκαιρία;
Όχι.
Είχες πρόταση από άλλη ελληνική ομάδα;
Στον ΠΑΟΚ το πρώτο συμβόλαιο ήταν 3+1+1. Όταν τελείωσε ο τρίτος χρόνος ήρθε ο ΠΑΟΚ και μου είπε να κάνουμε κλειστό συμβόλαιο για ακόμα τέσσερα χρόνια και ανανέωσα. Όταν έχεις κλειστό τετραετές ποια ομάδα να έρθει να σε ζητήσει; Και όταν ήρθε η στιγμή και μου είπαν πως είμαι εκτός πλάνων από τον ΠΑΟΚ εγώ είχα ακόμα ένα χρόνο συμβόλαιο. Θα μπορούσα να πω 'φέρτε μου το 50% ή όλο το συμβόλαιο μου', όμως δεν κάθισα σε αυτό και έφυγα από τη στιγμή που είχε έρθει η ώρα.
«Όταν δεν παίζεις σου ρίχνουν κλωτσιά και σε ρίχνουν από τον γκρεμό. Έτσι είναι το ποδόσφαιρο»
«Ο κύριος Άγγελος πονούσε την ομάδα. Είναι ΠΑΟΚτζής»
Τι σήμαινε για εσένα ο Άγγελος Αναστασιάδης;
Σε σχέση με τον Μπάγεβιτς ο κύριος Άγγελος πονούσε την ομάδα. Είναι ΠΑΟΚτζής. Έκανε τα πάντα ώστε να μείνει ζωντανός ο ΠΑΟΚ στις δύσκολες στιγμές. Για αυτό ήρθαν οι επιτυχίες που είχαμε. Μετά από χρόνια τα καταλάβαμε. Πάνω στο ποδόσφαιρο προσπαθούσε να μας εξηγήσει κάποια πράγματα στο γήπεδο, όπως οι αλλαγές παιχνιδιού και το κυκλικό ποδόσφαιρο που υπάρχουν τώρα, αλλά τότε δεν τα ξέραμε. Ήταν πιο άνθρωπος και πιο κοντά στον ποδοσφαιριστή. Παρόλο που δεν αστειευόταν ήταν άνθρωπος που μπορούσε να κάτσει μαζί σου, ήταν πιο αξιοκρατικός και δεν δεχόταν την αδικία. Θυμάμαι ένα παράδειγμα με τον Ουντέζε. Πήρε άδεια να πάει στην εθνική και αντί να επιστρέψει στις πέντε μέρες γύρισε στις δέκα. Ο κύριος Άγγελος τον έβαλε να ζητήσει συγγνώμη από όλους τους συμπαίκτες του. «Δεν είναι βλάκες και εσύ ο έξυπνος. Ζήτα συγγνώμη». Είναι πειθαρχικό παράπτωμα. Στην αρχή ο Ουντέζε δε ζήτησε συγγνώμη και δεν τον έβαλε στην πρώτη ομάδα. Έκανε ατομικό μόνος του. Μετά από 1-2 μέρες ήρθε, ζήτησε συγγνώμη και ξαναμπήκε στην ομάδα. Ο Αναστασιάδης ήθελε να τηρήσει τους κανόνες και την πειθαρχία. Παρά τα οικονομικά μας προβλήματα ήμασταν ένα αγαπημένο σύνολο.
Θυμάμαι και κάτι ακόμα από εκείνη τη χρονιά με τον Γούμενο που ήμασταν απλήρωτοι πολύ καιρό. Είχαμε πάει στο βουνό, στο Πανόραμα, στον Άγιο Δημήτριο που έχει παιδιά με ειδικές ανάγκες. Κάναμε τέτοιες επισκέψεις σε νοσοκομεία και ορφανοτροφεία. Κατάλαβα μετά από χρόνια πως αυτός ήθελε να μας στείλει ένα μήνυμα πως το παν στη ζωή δεν είναι τα λεφτά. «Τα λεφτά του συμβολαίου μας δεν θα τα χάναμε. Μην επικεντρώνεστε στα λεφτά. Αυτά είναι τα πραγματικά προβλήματα που υπάρχουν στον κόσμο». Γι' αυτό εκείνη τη χρονιά που ήμασταν απλήρωτοι και ταλαιπωρημένοι καταφέραμε να βγούμε στα προκριματικά του Champions League. Περάσαμε δύσκολα. Πήγαμε να παίξουμε φιλικό στην Καστοριά, 4,5 - 5 ώρες στο λεωφορείο για να πάρει ο ΠΑΟΚ 15.000 ευρώ. Ο Αναστασιάδης πονούσε την ομάδα, το ξέρουμε πως είναι ΠΑΟΚτζής και προσπαθούσε να την κρατήσει παρά τα προβλήματα που υπήρχαν.
Είχες καλή σχέση με τη συγχωρεμένη σύζυγο του;
Γενικά ήμασταν κοντά όλοι, όχι μόνο εγώ. Έμενε στους Νέους Επιβάτες που έμεναν και άλλοι γνωστοί μας. Εγώ στο σπίτι τους πήγα μια φορά. Τη Βιβή την βλέπαμε στις αποστολές που ερχόταν μαζί του, σε κάποια παιχνίδια στην Ευρώπη. Δεν έμενε μαζί του στο δωμάτιο. Έβγαινε με τη γυναίκα του γιατρού, του Γιώργου Οικονομίδη και μια άλλη παρέα, έκαναν διακοπές, τους βλέπαμε στο γήπεδο και μετά στο αεροδρόμιο.
Σε ένα ματς στην Τούμπα, λίγες μέρες αφού έκανε μια επέμβαση, οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές φορούσαμε ένα μπλουζάκι που έγραφε «περαστικά Βιβάκι» και όταν έβαλα γκολ το σήκωσα για να δείξω πως όλη η ομάδα ήταν κοντά σε αυτήν και τον κύριο Άγγελο. Υπήρξαν αυτοί που το σκέφτηκαν πονηρά πως είμαι «παιδί του Αναστασιάδη». Αντί να πουν μπράβο που σαν ομάδα σκεφτήκαμε τη γυναίκα του προπονητή μας και δείξαμε τη συμπαράσταση μας σε μια οικογένεια.
Τι πήρες φεύγοντας από τον ΠΑΟΚ;
Καταρχάς πιστεύω πως έχω γίνει και εγώ ένα κομμάτι από την ιστορία του ΠΑΟΚ. Αυτό που μένει είναι πως εγώ, η γυναίκα μου και τα παιδιά μου αγαπήσαμε τη Θεσσαλονίκη, έχουμε γίνει ΠΑΟΚ και οι τρεις μου κόρες είναι ΠΑΟΚ, ακόμα και η μικρή που γεννήθηκε πέντε χρόνια αφού έφυγα από τη Θεσσαλονίκη είναι με τον ΠΑΟΚ και ενδιαφέρεται τι κάνει σε Ελλάδα και Ευρώπη. Μένει και η εκτίμηση. Δεν σε ξεχνάει ο κόσμος. Δεν χρειάζεται να είσαι ο παικταράς ή το μεγάλο αστέρι. Απλά άφησες και εσύ το σημάδι σου αυτά τα χρόνια από εκεί που πέρασες.
Νιώθατε τότε πως ο ΠΑΟΚ και οι ομάδες της Θεσσαλονίκης αδικούνται;
Όχι τόσο, αλλά με το που κατέβαινες στην Αθήνα δεν υπήρχε η εύνοια της μεγάλης ομάδας με όποιον και να έπαιζες. Λες και ο ΠΑΟΚ ήταν το τελευταίο μαγαζί. Μετά βγήκαν και αυτές οι κασέτες με την παράγκα...
Έχεις πετύχει πολλά γκολ στην καριέρα σου. Ποιο είναι αυτό που σημαίνει πολλά για σένα;
Είναι 3-4-5 γκολ που δεν τα ξεχνάς. Μπορεί να είναι και άλλα σημαντικά που δεν τα θυμάμαι. Ένα ωραίο μου γκολ ήταν σε ένα ματς Κυπέλλου την πρώτη μου χρονιά, κόντρα στον Ολυμπιακό Βόλου. Δέχτηκα την μπάλα έξω αριστερά, όπως ήρθε ο αμυντικός του έκανα ποδιά και σουτ στο απέναντι παραθυράκι. Καθοριστικό ήταν και το πρώτο γκολ κόντρα στον Άρη, τα πρώτα μου ευρωπαϊκά γκολ και αυτά κόντρα σε Ρεν και Αϊντχόφεν. Επίσης τα δυο γκολ απέναντι στην ΑΕΚ στο 3-2 της Τούμπας με ανατροπή από 0-2. Καθοριστική νίκη τη χρονιά που βγήκαμε στα προκριματικά του Champions League.
To ποδόσφαιρο τι ρόλο έχει στη ζωή σου τώρα πια;
Ασχολούμαι με τις ακαδημίες εδώ στο Παραλίμνι, με τα μικρά παιδιά. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια είμαι και βοηθός στην Ένωση Παραλιμνίου αλλά δουλεύω περισσότερο με τα παιδιά.
Για τα παιδάκια είσαι μια πατρική φιγούρα. Τι τα συμβουλεύεις;
Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο καλά. Πιστεύω πως όλα αυτά που δίνουμε στα παιδιά μας, δεν υπάρχουν στερήσεις και ό,τι θέλουν το έχουν, η τεχνολογία που έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας, τα ηλεκτρονικά... όλα έχουνε επηρεάσει τους νέους σήμερα. Εμείς παλιά δημιουργούσαμε. Έβαζες το μυαλό σου να σκεφτεί για να πετύχεις κάτι. Τώρα δεν κουνάνε το δαχτυλάκι τους. Λες στο παιδί να πάει δεξιά και πάει αριστερά. Είναι τόσο αποβλακωμένα με το κινητό, το τάμπλετ και την τηλεόραση που πλέον είναι όλα μηχανικά. Ρομπότ! Είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτό. Δεν παίρνουν πρωτοβουλίες.
Πάνω από όλα στη ζωή είναι να είσαι σωστός άνθρωπος. Όταν είσαι σε ένα ομαδικό άθλημα όπως το ποδόσφαιρο θες να σε σέβονται και πρέπει να σέβεσαι και εσύ τους συμπαίκτες και τους αντιπάλους σου. Να συμπεριφέρεσαι όπως θέλεις να σου συμπεριφέρονται. Μην κοροϊδεύεις για να μη σε κοροϊδεύουν. Μην κρατάς κακίες. Η πειθαρχία σε αυτά που λέει ο προπονητής θα χρειαστεί στη ζωή σου αύριο. Τα παιδιά πρέπει να μάθουν τις αξίες της ζωής και αυτά που έχουν πραγματικό νόημα.