Sunday Stories: Ο πρώτος οπαδός στην ιστορία του ποδοσφαίρου φούσκωνε μπάλες για τη Νασιονάλ
Μια τρικολόρ θάλασσα με εκκωφαντικό παλμό. Δεν έχει σημασία η μέρα, η ώρα, το ματς, η βαθμολογία. Το «Parque Central», το ιστορικό «σπίτι» της Νασιονάλ που στέκεται αγέρωχο στην καρδιά του Μοντεβιδέο από το 1900 μέχρι σήμερα πάντα ζει το ποδόσφαιρο με ξεχωριστό πάθος. Επιβλητικά κορεό, αμέτρητα χαρτάκια και πυκνά καπνογόνα «ντυμένα» στο λευκό, το κόκκινο και το μπλε, τα χρώματα της ομάδας. Ατελείωτο τραγούδι και μπόλικο «τραμπολίνο» στα καθίσματα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο πάρτι της κερκίδας, το μάτι θα πέσει σε ένα πανό-θαμώνα του συγκεκριμένου γηπέδου, με ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα προς όλους τους ανταγωνιστές: «La primera hinchada del mundo» ή αλλιώς «Η πρώτη οπαδική βάση του κόσμου».
Ο σπουδαίος Εδουάρδο Γκαλεάνο είχε γράψει στο αριστουργηματικό του «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως» είχε γράψει πως «το ποδόσφαιρο δίχως οπαδούς είναι σαν να χορεύει κανείς δίχως μουσική». Κι αν είναι πράγματι έτσι, τότε η Νασιονάλ μπορεί να υπερηφανεύεται πως στα σπλάχνα της ακούστηκε η πρώτη οπαδική «νότα» στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ένας τύπος με χοντρό μουστάκι, στεντόρια φωνή και ασύγκριτο πάθος, που άλλαξε για πάντα το παιχνίδι. Ο Μιγκέλ Προυντένσιο Ρέγιες, ξεκίνησε ως ένας απλός υπηρέτης του συλλόγου και αποτέλεσε την απαρχή όλων των τρελαμένων τύπων που διαλύουν τις φωνητικές τους χορδές και αφήνουν την ψυχή τους στην κερκίδα. Έγινε ο πρώτος οπαδός στην ιστορία του ποδοσφαίρου και άφησε πίσω του μια κληρονομιά που αντηχεί μέχρι σήμερα.
«Ποιος φωνάζει; Αυτός που φουσκώνει τις μπάλες»
Πριν τα γήπεδα στη Λατινική Αμερική γίνουν οι ναοί που όλοι γνωρίζουμε, δεν θύμιζαν σε τίποτα τις πολύχρωμες «κολάσεις» που βλέπουμε σήμερα. Μάλλον δεν διέφεραν και πολύ από ένα... θέατρο, μια υπαίθρια παράσταση. Το ποδόσφαιρο γεννήθηκε στην Αγγλία και μεταδόθηκε σαν μαγευτικό μικρόβιο σε όλον τον πλανήτη. Στην Ουρουγουάη έφτασε στα τέλη του 19ου αιώνα και βρήκε παλτφόρμα έκφρασης με δύο τρόπους. Με τους Άγγλους καθηγητές που δίδασκαν αγγλικά σε ορισμένα σχολεία και με τους Άγγλους ναύτες που ταξίδευαν στη χώρα με τα τεράστια εμπορικά πλοία.
Ειδικά οι δεύτεροι, παίζοντας στο λιμάνι και τις παραλίες του Μοντεβιδέο, ανέλαβαν το «Καλησπέρα, αυτό είναι ένα παιχνίδι που ονομάζουμε ποδόσφαιρο». Σταδιακά, οι Ουρουγουανοί αγκάλιασαν την μπάλα και θέλησαν να ιδρύσουν τις δικές τους ομάδες, όπως συνέβη με τη Νασιονάλ το 1899. Μόνο που ακόμα για το λατινοαμερικάνικο κοινό το ποδόσφαιρο ήταν ένα θέαμα, μια κοσμική εκδήλωση.
Το πλήθος έβαζε τα καλά του, οι κυρίες τα περίτεχνα φορέματά τους και οι κύριοι τα σακάκια τους και παρακολουθούσαν το παιχνίδι σαν να βλέπουν μια παράσταση, χωρίς ίχνος προτίμησης για κάποιον από τους συλλόγους που έπαιζαν. Έβαζε μια ομάδα γκολ; Χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι, πετούσαν τα καπέλα τους στον αέρα από τη χαρά. Έβαζε η άλλη ομάδα γκολ; Πάλι τα ίδια, πάλι παλαμάκια, πάλι ιπτάμενα καπέλα. Η έννοια του ανταγωνισμού ήταν ακόμα άγνωστη. Κανείς δεν υποστήριζε ανοιχτά μια ομάδα, κανείς δεν χαιρόταν όταν νικούσε, κανείς δεν ξενέρωνε όταν έχανε. Μέχρι ο Προυντένσιο Μιγκέλ Ρέγες να αλλάξει τα πράγματα.
«Ο Προυντένσιο Μιγκελίτο Ρέγιες, ή αλλιώς "ο παχουλούλης Ρέγιες" ήταν σαγματοποιός (σ.σ έφτιαχνε σέλες για άλογα) στο επάγγελμα και πήγαινε στο "Parque Central", όπου τα παιδιά της Νασιονάλ του έδιναν μια ωραία δουλειά: να φουσκώνει τις μπάλες για τα παιχνίδια τους. Τα δάχτυλά του ήταν χοντρά σαν σαλάμια και φυσούσε με μαεστρία μέσα στην μπάλα», έγραψε για εκείνον ο πρώτος δημοσιογράφος που ασχολήθηκε ποτέ μαζί του, Ντιέγκο Λουσέρο, πριν δεκάδες χρόνια.
Ο Ρέγιες ήταν μεγαλόσωμος και ήξερε να χειρίζεται το δέρμα λόγω της δουλειάς του και έτσι ήταν το κατάλληλο άτομο για να φουσκώνει τις δερμάτινες, «πρωτόγονες», μπάλες με τα λουριά, φυσώντας δυνατά με το στόμα του. Μόνο που όσο άρχιζε να παρακολουθεί τα παιχνίδια από τη γωνιά του στην άκρη του γηπέδου, ανέπτυξε συναισθήματα για τη Νασιονάλ, την ομάδα που βοηθούσε. Άρχισε να φωνάζει στους παίκτες: «Πάμε, δυνατά!», «Συνεχίστε», «Πάμε Νασιονάλ!». Ούρλιαζε σε μια εποχή και ένα ποδόσφαιρο που δεν είχε συνηθίσει κανενός είδους τέτοια συμπεριφορά, καμία εμψύχωση. Τραβούσε την προσοχή με τον ανήκουστο, παθιασμένο τρόπο που ζούσε το ποδόσφαιρο. Ο θρύλος λέει πως κάποτε ένας άνδρας στο πλήθος αναρωτήθηκε ποιος ήταν αυτός ο φωνακλάς που ζητωκραύγαζε για τη Νασιονάλ και κάποιος του απάντησε: Αυτός που «hincha» (σ.σ φουσκώνει, από το ισπανικό ρήμα "hinchar") τις μπάλες». Αυτό ήταν! Το «hincha» έγινε συνώνυμο του οπαδού χάρη στον Ρέγιες. Μέχρι σήμερα άλλωστε, το «hinchar» στα ισπανικά της Λατινικής Αμερικής σημαίνει τόσο «φουσκώνω», όσο και «υποστηρίζω» και έχει γεννήσει τις λέξεις «hinchas», που είναι οι οργανωμένοι, οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές, και «hinchada» που σημαίνει οπαδική βάση.
Με τη φωνή του και το πρωτάκουστο πάθος του για το παιχνίδι και τη Νασιονάλ, ο Ρέγιες έγινε διάσημος ως ο «primer», ο πρώτος δηλαδή, «hincha» της ιστορίας και έδωσε το έναυσμα στους γύρω του να διαλέξουν στρατόπεδα. Άλλοι τον συμπαθούσαν και επέλεγαν να υποστηρίξουν κι αυτοί τη δική του Νασιονάλ και άλλοι τον αντιπαθούσαν και έπαιρναν το μέρος των εκάστοτε αντιπάλων. Αυθόρμητα, όντας απλά ο εαυτός του, ο Ρέγιες έδωσε την πρώτη οπαδική σπίθα στο παιχνίδι, αλλάζοντας για πάντα το ποδόσφαιρο της Λατινικής Αμερικής.
Η κληρονομιά του Μιγκέλ Ρέγιες
«Για μένα ο "hincha" είναι αυτός που στηρίζει την ομάδα του κάνοντας το κάτι παραπάνω, δείχνοντας μεγαλύτερο πάθος από τον μέσο υποστηρικτή. Είναι κάτι σαν επιπλέον παίκτης, απλά έξω από το γήπεδο. Όπως ακριβώς ήταν και ο Ρέγιες», είπε πριν κάποια χρόνια στο COPA 90 ένας από τους οργανωμένους της Νασιονάλ, υπερήφανος που η δική του αγαπημένη ομάδα γέννησε τον πρώτο οπαδό της ιστορίας. Και αυτό είναι το πιο ξεχωριστό στον μύθο του Προυντένσιο Μιγκέλ Ρέγιες, ο τρόπος με τον οποίο η κληρονομιά του επηρεάζει ακόμα μια από τις πιο ξεχωριστές «hinchadas» της Λατινικής Αμερικής, αυτή της Νασιονάλ.
«Ο Ρέγιες ήταν σαν εμάς, πριν από εμάς. Ο καθένας μας θα έκανε ό,τι έκανε κι αυτός τότε, θα φώναζε για τη Νασιονάλ. Μόνο που εκείνος το έκανε πρώτος από όλους. Το πάθος και η πίστη του εκφράζονται μέσα από όσα κάνουμε εμείς σήμερα», προσθέτει. Έζησε από το 1882 μέχρι το 1948 και σύλλογος γιορτάζει κάθε χρόνο τη μέρα των γενεθλίων του ως «Μέρα των οπαδών», ενώ εδώ και κάποια χρόνια, μέσα στο γήπεδο της Νασιονάλ υπάρχει ένα άγαλμά του. Με τη γροθιά υψωμένη και μια δερμάτινη μπάλα στην αγκαλιά του, ακριβώς στο σημείο από το οποίο γέννησε την ιδέα του οπαδού.
«Το να είσαι "hincha" για την ομάδα που είχε τον πρώτο "hincha" είναι σαν έξτρα πίεση. Πρέπει να κρατάς ψηλά τη σημαία. Αλλά είναι και μια τεράστια τιμή και υπερηφάνεια», συνεχίζει ο ίδιος οργανωμένος οπαδός της Μπόλσο. Η Νασιονάλ έχει δώσει τον δικό της ορισμό για αυτό που στη Λατινική Αμερική λένε «hincha»: «Πάθος, συναίσθημα, κάτι χωρίς το οποίο το ποδόσφαιρο δεν θα ήταν ποδόσφαιρο και όπως κάθε άλλο μυθολογικό στοιχείο έχει έναν συνδετικό κρίκο με την ανθρώπινη πραγματικότητα, τον Προυντένσιο Μιγκέλ Ρέγιες». Ο σύλλογος και οι οπαδοί του φροντίζουν μέχρι σήμερα να κρατούν ολοζώντανη τη φλόγα που άναψε εκείνος ο κύριος με το μουστάκι και να τον τιμούν με κάθε τρόπο.
Άλλωστε, όπως έχει πει ο Νικολάς Βέλο, μέλος της Επιτροπής Ιστορίας της Νασιονάλ: «Ο Ρέγιες άλλαξε τον τρόπο που ζούμε, τον τρόπο που νιώθουμε και παρακολουθούμε έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Κάποτε δεν υπήρχαν οπαδοί και τώρα δεν μπορούμε να φανταστούμε το παιχνίδι χωρίς αυτούς». Χάρη σε έναν μεγαλόσωμο κύριο που φούσκωνε μπάλες πριν από δεκάδες χρόνια. Και το δικό του πάθος που έναν αιώνα και κάτι μετά, παραμένει το ίδιο φλογερό στα στήθη οπαδών της Νασιονάλ και - στην πραγματικότητα - κάθε άλλης ομάδας. Απλά ποδόσφαιρο.