Νίκος Σακκούλης στο Gazzetta: «Η Χούντα, ο Μπούκοβι, ο Πούσκας και το λάθος στο Γουέμπλεϊ»
Νίκος Σακκούλης. Ο άνθρωπος που έχει ζήσει στη ζωή του στιγμές και καταστάσεις που μόνο σε ταινία θα μπορούσαμε να δούμε. Εν τέλει, έγινε βιβλίο. Στα 87 του χρόνια σήμερα, ο άλλοτε μεταφραστής του Πούσκας, του Μπούκοβι και του Τσάκναντι, μέσω του Gazzetta, ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του.
Από το παιδομάζωμα, την Αλβανία, την Ουγγαρία και τα σκληρά παιδικά χρόνια, τα οποία δεν τον λύγισαν ποτέ. Τον έκαναν ακόμα πιο δυνατό και τον οδήγησαν στο δρόμο του... διαβάσματος, των βιβλίων και της μόρφωσης. Ήταν σαν να γεννήθηκε για να αποδείξει σε όλους πως δεν υπάρχει κάποιο εμπόδιο το οποίο είναι ικανό για να σε σταματήσει να ονειρεύεσαι και να πραγματοποιείς.
Στις παρακάτω λέξεις, ξεδιπλώνεται μια υπέροχη ιστορία ζωής, με αμέτρητες δυσκολίες, πολύ πόνο αλλά και πολλή λάμψη. Μια λάμψη από μια άλλη εποχή. Τότε που ο Μπούκοβι έγινε τραγούδι και μετουσίωσε τα όνειρα ενός ολόκληρου λαού δημιουργώντας "την Ολυμπιακάρα, του Μπούκοβι την ομαδάρα".
Μιας εποχής όπου ο Παναθηναϊκός του Πούσκας έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών απέναντι στον Άγιαξ.
Ο Νίκος Σακκούλης, ανοίγει την καρδιά του και ξεδιπλώνει απίστευτες, αγνές ποδοσφαιρικές ιστορίες με πρωταγωνιστές «ιερά τέρατα» του ποδοσφαίρου!
«Όταν μας πήγαν στην Αλβανία, κλαίγαμε κάτω από την κουβέρτα. Λέγαμε "μην κλαις δυνατά, μην κλαις δυνατά γιατί θα μας ακούσουν"»
Να πιάσουμε την ιστορία της ζωής σας από την αρχή.
«Να την πιάσουμε... Το χωριό από το οποίο κατάγομαι είναι κοντά στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, στα μέσα του βουνού και σε υψόμετρο 1.150 μέτρα. Στην κορυφή υπάρχει πέρασμα για την Αλβανία, από εκεί πήγαμε στην Ερσέκα και στη συνέχεια στην Κορυτσά όπου εν τέλει καταλήξαμε στην Αυλώνα, όπου μείναμε περίπου 9 μήνες».
Πώς ήταν για ένα παιδί να φεύγει μόνο του από το σπίτι του και να πηγαίνει σ' ένα ξένο και άγνωστο περιβάλλον;
«Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πώς είναι. Την πρώτη μέρα που μας πήγαν στην Κορυτσά, μας χώρισαν σε σπίτια, αλλά ήμασταν όλα τα παιδιά από το χωριό στο ίδιο μέρος. Το πρωί που ξημέρωσε βρεθήκαμε και πάλι όλα μαζί, δεν μας φάνηκε την πρώτη βραδιά τόσο μεγάλη η αλλαγή. Το δεύτερο βράδυ που πήγαμε να κοιμηθούμε, σκεπαστήκαμε και κλαίγαμε κάτω από την κουβέρτα. Λέγαμε "μην κλαις δυνατά, μην κλαις δυνατά γιατί θα μας ακούσουν". Μετά ήταν πολύ δύσκολα. Στην Αλβανία υπήρχε και πολλή πείνα και κακουχίες. Τα ρούχα που είχαμε τα φορούσαμε ως τον Δεκέμβριο».
Μπάνιο;
«Όταν έβρεχε, βγαίναμε έξω και πλενόμασταν».
Και μετά;
«Μετά μας πήραν και μέσω Γιογκοσλαβίας μας πήγαν στο Μοναστήρι. Εκεί μας περίμεναν τρένα. Εμπαινε η μία ομάδα στο ένα βαγόνι κι η επόμενη στο άλλο. Εκεί χωριστήκαμε καθότι ο ένας συρμός πήγε στην Ουγγαρία κι ο άλλος στην Ρουμανία».
Γονείς δεν υπήρχαν να φανταστώ.
«Κανένας γονιός. Τίποτα. Κανένα παιδί δεν είχε... Τον δικό μου πατέρα, στην οπισθοχώρηση οι αντάρτες τον πήραν και τον έκλεισαν σε στρατόπεδο στο Σουκ, όπου κρατούσαν έφεδρους αξιωματικούς και οπλίτες του ελληνικού στρατού. Εκεί πέθανε από τα βασανιστήρια. Τη μητέρα μου την είχαν στην Αλβανία, έζησε άγριες καταστάσεις. Μετά την έβαλαν σ' ένα φορτηγό και την πήγαν στην Ρουμανία. Εκεί είδε όλες τις γυναίκες του χωριού, όπου στην οπισθοχώρηση οι αντάρτες πήραν όποιον μπορούσε να κινηθεί. Μεταξύ αυτών και τη γιαγιά μου, την οποία πήγαν στην Ουγγαρία, όπου και πέθανε στο χωριό Μπελογιάννης το 1952. Εγώ με τον αδερφό μου ήμασταν 20 χιλιόμετρα από εκεί και δεν γνωρίζαμε ότι η γιαγιά μας ήταν δίπλα μας».
Με τον αδερφό σας ήσασταν μαζί;
«Στην πρώτη φάση ήμασταν μαζί. Όταν πήγα στο γυμνάσιο χωρίσαμε και είχα να τον δω τρία χρόνια».
Σήμερα ο αδερφός σας ζει;
«Όχι, δυστυχώς».
Πώς θυμάστε τα πράγματα στην Ουγγαρία;
«Τότε τα παιδιά που ήμασταν εκεί (2.000-3.000 περίπου), δεν είχαν που να μας βάλουν, διότι η Ουγγαρία ήταν σε μια μεταπολεμική περίοδο και είχε υποστεί τεράστιες ζημιές. Υπήρχαν, όμως, αριστοκράτες και μας έβαλαν στα Καστέλια, στο Φεχιρβαρτσούργκο, στο Τσούργκο όπως το λέγαμε εμείς. Μας έβαλαν στο Καστέλι του Κάροϊ, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο πλούσιους γαιοκτήμονες. Εκεί έζησα από το '49 μέχρι το '53 όπου και έφυγα για να πάω στο γυμνάσιο».
Εκεί αρχίσατε να αφομοιώνετε την ουγγρική κουλτούρα;
«Εκεί ήμασταν μόνο τα Ελληνόπουλα, η μόνη επαφή που είχαμε με την Ουγγαρία ήταν οι δασκάλες μας που ήταν Ούγγρες, δεν είχαμε επαφή με τον έξω κόσμο. Καμιά φορά βγαίναμε πιο πέρα για να κλέψουμε κάνα μήλο ή κάνα αχλάδι και μας κυνηγούσαν οι αγρότες».
Εκεί πόσο χρονών ήσασταν;
«Εμένα με πήραν 10 ετών και εκεί ήμουν 11, όπου και έμεινα μέχρι να τελειώσω το οκτατάξιο δημοτικό. Εκεί διακρίθηκα, ήμουν ο καλύτερος μαθητής του σχολείου και ό,τι διαγωνισμός υπήρχε τον κέρδιζα εγώ.
Όταν εκτέλεσαν τον Μπελογιάννη, έκαναν διαγωνισμό σε όλες τις σοσιαλιστικές χώρες για να γράψουν για το θέμα αυτό. Από κάθε παιδικό σταθμό βραβεύτηκε ένας και μεταξύ αυτών ήμουν εγώ. Ε, τότε ήρθε ο Πέτρος Κόκκαλης κι η Ελλη Αλεξίου (συγγραφέας), για να μου δώσουν το βραβείο. Εντυπωσιακοί άνθρωποι. Για τον Γιάννη Ιωαννίδη έχω τη χειρότερη άποψη. Εμείς, από ανθρώπους, δεν βλέπαμε έξω... Δεν είχαμε καμία σχέση με τον έξω κόσμο. Το καλοκαίρι του '53 που τελείωσα το δημοτικό, επειδή ήμουν καλός μαθητής έπρεπε να πάω υποχρεωτικά. Οι δασκάλες που είχαμε ήταν νέες κοπέλες, τότε είχαν τελειώσει το πανεπιστήμιο και δεν μας επηρέαζε κανείς.
Ωστόσο, είχε ξεσπάσει μια ασθένεια των οφθαλμών, το τράχωμα και ήμασταν σε καραντίνα. Για μένα τελείωσε η καραντίνα στις 9 Νοεμβρίου. Τα μαθήματα ξεκινούσαν τον Σεπτέμβριο. Όταν πήγα σχολείο εγώ είχαν ήδη πάρει τους βαθμούς του πρώτου τριμήνου. Πρώτη φορά στην Ουγγαρία, στην άλλη άκρη και έπρεπε να δουλέψω πολύ για να τα ανταπεξέλθω. Ευτυχώς τα κατάφερα, τελείωσα το γυμνάσιο, έλαβα ένοπλα - ως ο μόνος Ελληνας - μέρος στην ουγγρική επανάσταση. Εχω και τα χαρτιά. Η Γενική Συνέλευση των Κατοίκων, επειδή ήμουν πολύ μεγάλος αθλητής, με ήξερε. Σ' εκείνη την πόλη οι Ελληνες ήμασταν λίγοι και μας πρόσεχαν. Ημασταν και καλά παιδιά».
Και μετά...
«Λόγω της συμμετοχής μου στην Επανάσταση, πίστευα ότι δεν θα με πάρουν στο Πανεπιστήμιο. Τότε το σύστημα δεν ήταν "δίνω εξετάσεις και περνάω όπου θέλω". Επρεπε να εγκριθεί το πού θα πας. Μπορεί να σου έλεγαν ότι δεν έχεις δικαίωμα να πας πουθενά. Μπορεί να σου έλεγαν ότι θα πας στη σχολή γεοπόνων. Εγώ είχα δηλώσει για την ιατρική. Ο αδερφός μου τότε ενεργούσε στη Βουδαπίστη για να δει αν είχε βγει το διαβατήριο, το οποίο έπρεπε να στο εγκρίνουν στην Ελλάδα και κάποτε έφτασε και το δικό μας ταξιδιωτικό έγγραφο.
Τον αδερφό μου, στα τρία πρώτα χρόνια του γυμνασίου δεν τον είχα δει καθόλου. Επειδή, όμως, ήμουν πολύ καλός αθλητής είχα κερδίσει στο νομό και ως πρωταθλητής νομού, είχα πάει στην Βουδαπέστη για τον τελικό. Εκεί ειδοποίησαν τον αδερφό μου να έρθει να με δει.
Μάλιστα, είχα κι έναν συναθλητή μου στον οποίο του μοιράστηκα τον ενθουσιασμό μου ότι θα δω τον αδερφό μου. Δεν γνώριζα τον αδερφό μου αλλά τον αναγνώρισα μέσα στο πλήθος.
Εκεί, λοιπόν, ήμασταν μαζί με τον συγχωριανό μου τον Αποστόλη Χρήστου, ο οποίος είναι ο παππούς του Απόστολου Χρήστου που βγήκε Ολυμπιονίκης στο Παρίσι. Ήρθαμε στην Ελλάδα μαζί. Όσο καλά μας υποδέχτηκε η Ουγγαρία τόσο άσχημα μας υποδέχτηκε η Ελλάδα».
«Είμαι ο μόνος Ελληνας που έλαβα ένοπλα μέρος στην ουγγρική επανάσταση»
«Ερχόμενοι στην Ελλάδα, μας πλάκωσαν στις ανακρίσεις»
Γιατί;
«Το εισιτήριο που μας είχαν δώσει ήταν μέχρι τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα. Στον έλεγχο των διαβατηρίων, μας είπαν ότι αν δεν πληρώναμε θα κατεβαίναμε. Εμείς από πού να πληρώναμε; Μήπως είχαμε λεφτά; Εγινε φασαρία, μας πήγαν στον επικεφαλής του τρένου και από τη στιγμή που επικοινώνησε με τη Θεσσαλονίκη, πήρε το "Οκ" για να συνεχίσουμε το ταξίδι. Με το που φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη μας περίμενε τζιπ της αστυνομίας. Μας πήγαν στο τρίτο σώμα για ανακρίσεις. Βράδυ πια και ταλαιπωρημένοι. Ημασταν μικρά παιδιά, 19 ετών... Δεν είχαμε βγει στον κόσμο!
Το μόνο που κάναμε ήταν όταν τελειώναμε το οικοτροφείο, πηγαίναμε για να δουλέψουμε.Τουλάχιστον είχε φαγητό. Σκατά φαγητό είχε αλλά το τρώγαμε τουλάχιστον. Πατάτες μπλουμ με ξίγκι με τρίχα από τα γουρούνια. Από την Ουγγαρία γενικά δεν ήξερα τίποτα.
Στην Ελλάδα, λοιπόν, μας πλάκωσαν στις ανακρίσεις. Εμένα, στη συνέχεια, με έφεραν στην Αθήνα και με είχαν 22 ημέρες στην Αγία Παρασκευή, στο Κέντρο Ανακρίσεων. Πιο πριν όμως, μας είχαν στη Θεσσαλονίκη στην Πλατεία Βαρδάρη (Δημοκρατίας), στο ξενοδοχείο Τραπεζούντα. Αθλιο! Κοιμόμασταν τρία άτομα στο διάδρομο οριζόντια σ' ένα διπλό κρεβάτι, στο διάδρομο. Στο ισόγειο θυμάμαι ότι λειτουργούσε πορνείο. Εμείς δεν ξέραμε ότι υπήρχαν πόρνες... Ήταν λες και βγήκαμε από το δάσος.
Μια φορά, θυμάμαι, όταν είχαν τελειώσει οι πελάτες, ήρθε μια εκεί, βάζει το χέρι της στο κεφάλι μου και μου λέει: "Πάμε;". Της απαντάω: "Πάμε". Αλλά επειδή δεν είχα λεφτά μου είπε: "Κάτσε"».
Τελειώνει κι αυτό το μαρτύριο.
«Ναι, αλλά εμένα αυτό μου βγήκε σε καλό».
Γιατί;
«Είχε έρθει να με πάρει ένας συγχωριανός μου, ο Γιώργος Παΐσιος, ο οποίος είχε επιστρέψει το '54 μέσα από μια ανταλλαγή που είχε γίνει. Αυτός ήρθε και με πήρε και στην πλατεία που πήγαμε για να πάρουμε το λεωφορείο είδα στο περίπτερο το Φως των Σπορ να γράφει: "Ούγγρος προπονητής ο κ. Τίμπορ (Κέμενι)".
Ρώτησα ποιος είναι και την επόμενη μέρα πήγα και τον βρήκα στο "Γεώργιος Καραϊσκάκης". Χάρηκε που είδε ότι έχει κάποιον να μιλάει ουγγρικά, γιατί διερμηνέας του ήταν ένας γεράκος Ούγγρος. Ο Ανδριανός Ντάνος είδε ότι μιλάω τα ουγγρικά καλά και μου πρότεινε να εργαστώ στον Ολυμπιακό ως διερμηνέας.
Όταν με ρώτησε πόσα λεφτά θέλω, δεν ήξερα τι να πω. Όμως, είχα ακούσει τη μάνα του Γιώργου του φίλου μου, να λέει: "Ο Γιώργος μου βγάζει 800 δραχμές στην Αθήνα". Στο χωριό αυτά τα λεφτά είναι πολλά αλλά στην πόλη έτρωγες μισή μερίδα φασολάδα.
Εγώ δεν είπα ότι θέλω 800. Ρώτησα πόσα παίρνει ο προπονητής και όταν μου είπαν ότι παίρνει 1.500 δραχμές, ζήτησα και εγώ τόσα. Καλούτσικα λεφτά. Χάρηκε αυτός που ζήτησα μόνο τόσα και χάρηκα και εγώ για τα λεφτά αυτά που εξασφάλισα. Τότε είχα και χρόνο να διαβάσω για να πάρω το απολυτήριο Λυκείου και τα κατάφερα με 'λίαν καλώς'. Τότε έδιναν εξετάσεις όσοι είχαν απολυτήριο Γυμνασίου στην αλλοδαπή».
Η δουλειά στον Ολυμπιακό από ένα πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Φως των Σπορ»
«Μεγαλειώδης ο Μπούκοβι, κάπνιζε πολύ και δεν άντεχε την υπερένταση»
Ο Μπούκοβι τι άνθρωπος ήταν;
«Μεγαλειώδης. Πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Ήταν ο άνθρωπος που καθιέρωσε το 4-2-4 στην ΜΤΚ. Μ' αυτό ζάλισαν τους Εγγλέζους και φάγανε την 6άρα στο Λονδίνο. Κάπνιζε πολύ, αλλά σαν αυτοκράτορας. Και να μην ήθελες τον σεβόσουν. Εγώ τον αγαπούσα. Eλεγε του Λάντος: "Α, ρε σβαμπ". Ο Λάντος κι ο Πούσκας ήταν γερμανικής καταγωγής, ο πατέρας του Πούσκας λεγόταν Πούτσολντ και τον Λάντος τον έλεγαν Λιντεμάιερ».
Θυμάστε κάποια ωραία προσωπική ιστορία με τον Μπούκοβι;
«Θα σου πω δύο πράγματα για το μεγαλείο του Μπούκοβι. Ήμασταν στον Πειραιά, μπροστά σε μια βιτρίνα. Πουλούσαν χρυσαφικά. Ο γέρος (Μπούκοβι) κοιτούσε... Κρατούσε τσιγάρο και το χέρι του το είχε πάντα πίσω από την πλάτη. Ο υπάλληλος τον είδε και έδειχνε στο αφεντικό του τον Μπούκοβι. Προσπαθούσαν να μαντέψουν τι κοιτούσε ο Μπούκοβι και λίγο μετά του έφεραν αυτό που πίστευαν ότι ήθελε. Τότε, ο Ολυμπιακός, επειδή είχε περάσει δύσκολα, στο πρώτο πρωτάθλημα που πήραν με τον Μπούκοβι, περνούσες στον Πειραιά - ακόμα κι εγώ - και συγκεντρωνόταν κόσμος γύρω σου. Ο Ολυμπιακός, αυτό που έχει με τον Πειραιά δεν το έχει άλλη ομάδα. Στον Πειραιά δεν βγαίνεις ούτε Δήμαρχος ούτε βουλευτής, αν δεν είσαι Ολυμπιακός. Κι ο πρώτος που βγήκε και Δήμαρχος και Υπουργός, ο Ανδριανόπουλος, ήταν Ολυμπιακός. Και 'γω τον εκτιμούσα ιδιαιτέρως.
Αλλη ιστορία... Ο Μπούκοβι είχε μια ευαισθησία, δεν άντεχε την υπερένταση. Για να τη νικήσει κάπνιζε πολύ. Παίζαμε στο Καυτανζόγλειο με τον Ηρακλή. Σε κάποια φάση τραυματίστηκε ο Αγανιάν - τότε αν τραυματιζόταν ένας παίκτης δεν γινόταν αλλαγή, η ομάδα συνέχιζε με 10 παίκτες. Ο Ηρακλής έκανε συνεχόμενες επιθέσεις. Ο Αγανιάν δεν μπορούσε να τρέξει. Τον είχε βάλει μπροστά να απασχολεί τουλάχιστον τον μπακ. Προς το τέλος του ματς, ο Μπούκοβι δεν άντεξε και κατέβηκε στην καταπακτή. Ακούσε μόνο τον κόσμο, δεν έβλεπε τον αγώνα. Μια στιγμή, πήγε μια μπαλιά στον Αγανιάν, δεν υπήρχε κανείς να τον μαρκάρει, έκανε μερικά βήματα, την έστρωσε στον Σιδέρη και εκείνος έβαλε γκολ. Φωνές, χαμός. Εκείνος (ο Μπούκοβι) νόμιζε ότι φάγαμε γκολ κι όταν τρέξαμε χαρούμενοι να πάμε στα αποδυτήρια μού λέει: "Δεν έπρεπε να δεχτούμε γκολ στα τελευταία λεπτά". Του απάντησα: "Δεν χάσαμε, νικήσαμε". Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Εχω και φωτογραφία στο βιβλίο, όταν τον επισκέφτηκα οικογενειακώς 2-3 μήνες πριν από το θάνατό του, όπου πια δεν επικοινωνούσε».
Τι θυμάστε από την επίσκεψή σας στο σπίτι του;
«Όταν τον επισκέφτηκα σπίτι του 2-3 μήνες πριν πεθάνει, το κράτος, επειδή είχε μείνει μόνος του με τη γυναίκα του, τον έβγαλε από το σπίτι του επειδή ήταν μεγάλο κι αυτόν τον άρρωστο άνθρωπο τον έβαλε σ' ένα μικρότερο. Όταν τον είδα, θυμόταν τον Σιδέρη... Θυμόταν, αλλά δύσκολα. Είχε τόσο αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του, που πήρε τους κεφτέδες και τους έκρυβε στο ντουλάπι. Στεναχωρήθηκα τόσο πολύ! Αυτό το μεγαλείο είχε πέσει τόσο πολύ, αλλά το μυαλό...
Το ίδιο είχε κι ο Πούσκας. Εγώ με τον Θύμιο από το Χαλάνδρι ήμασταν οι πρώτοι που τον είχαμε επισκεφτεί. Η γυναίκα του δεν επέτρεπε να τον επισκεφτεί κανείς στο νοσοκομείο. Οι πρώτοι που τον είδαν ήμασταν εμείς. Η Ελισάβετ, η γυναίκα του, που πέθανε πριν από 5-6 χρόνια μου έλεγε: "Είσαι ο μικρότερος αδερφός μου". Ήμασταν τόσο πολύ δεμένοι. Πραγματικά, δεν πιστεύω ότι ο Πούσκας είχε καλύτερο φίλο από εμένα. Τον επισκέφτηκα πολλές φορές στο νοσοκομείο. Μία φορά πήραμε άδεια και πήγαμε και φάγαμε στο αγαπημένο του εστιατόριο, έξω από τη Βουδαπέστη, περπατήσαμε... Ακόμα και άρρωστος που ήταν έπαιρνε τη μπάλα και την έπαιζε καταπληκτικά. Ήταν "άρρωστος" με τη μπάλα».
Μας πήγατε στο τελείωμα με τον Πούσκας. Η αρχή πώς έγινε; Σας ήξερε;
«Από πού να με ξέρει στην Ισπανία; Ως μεταφραστής, είχα δουλέψει στην ΑΕΚ με τον Τσάκναντι, στο στίβο, στον πόλο, στην πάλη. Για να γίνω φυσικοθεραπευτής έφτυσα αίμα, γιατί έπρεπε και να πηγαίνω στη δουλειά αλλά και να είμαι παρών στα μαθήματα. Ως φοιτητής ήμουν 28 χρονών, είχα ήδη δύο παιδιά. Ήμουν ο πιο μεγάλος φοιτητής. Η φυσικοθεραπεία με βοήθησε πολύ. Ήμουν φυσικοθεραπευτής στην Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου με τον Αλκέτα Παναγούλια. Παίξαμε με την Βραζιλία και ήρθαμε 0-0. Πήγα στην Εθνική μπάσκετ, ωραίοι τύποι... Τα καλύτερα παιδιά ήταν αυτά της πάλης και μετά του ποδοσφαίρου και τα χειρότερα ήταν του πόλο και μετά οι παίκτες του μπάσκετ. Αυτοί που βλέπεις 2.05... κάτι κλαψιάρηδες.
Να σου πω και κάτι ακόμα. Ο Παπαϊωάννου είχε έρθει με τα χακί για να δοκιμαστεί στην ΑΕΚ. Ο Τσάκναντι είπε: "Είναι πολύ καλός, να τον πάρουμε στο ταξίδι". Η ομάδα το 1962 ταξίδεψε στη Βαρκελώνη για να παίξει με την Μπαρτσελόνα. Τρομερό πράγμα για την εποχή. Η Ολυμπιακή έκανε 10 δρομολόγια όλα κι όλα. Ωστόσο, ο Παπαϊωάννου δεν ήρθε, αρνήθηκε επειδή δεν ήταν έτοιμος όπως μας είχε πει. "Τι βλάκας", σκέφτηκα από μέσα μου εγώ αλλά είχε δίκιο. Από την πρώτη μέρα που ήρθε καθιερώθηκε».
Μας πάτε από το ένα θέμα στο άλλο και μου δημιουργούνται άλλες ερωτήσεις. Από τόσους παίκτες που συνεργαστήκατε, ποιος για εσάς είχε κάτι το ιδιαίτερο;
«Ο Σιδέρης, ο οποίος ήταν πολύ δυνατός, με χαμηλό κέντρο βάρους και είχε αίσθηση του χώρου. Αν τον άφηνες να πάρει τη μπάλα, του την έπαιρνες πάρα πολύ δύσκολα. Τότε έκαναν τρεις προπονήσεις την εβδομάδα. Στο εξωτερικό αν έπαιζαν άντεχαν μέχρι το 60'. Θυμάμαι το ματς με την Γιουβέντους. Ήρθαμε 0-0 εδώ και χάσαμε 2-0 στην Ιταλία. Πηγαίναμε βόλτα στο Τορίνο και μας ακολουθούσαν αστυνομικοί με πολιτικά. Επειδή είχαμε Χούντα, μας πρόσεχαν. Στην Ιταλία, είδαμε για πρώτη φορά ποδόσφαιρο στον τηλεόραση.
Ο Ολυμπιακός ήθελε τη διάκριση στην Ευρώπη. Και θα ερχόταν, αλλά στη συνέχεια ήρθε η Δικτατορία κι ένας Συνταγματάρχης, ο Παπαποστόλου, ο οποίος νόμιζε ότι ήξερε και ποδόσφαιρο. Αντικομουνιστής αυτός, είχε κατηγορηθεί αργότερα ότι έκανε την απόπειρα κατά του Μακαρίου. Λοκατζής και μεγάλη δύναμη μέσα στο στράτευμα. Κάναμε δίτερμα και πήγαινε να βαράει πέναλτι στον Φρονιμίδη. Μου έλεγε ο Μπούκοβι να του πω: "Πες του ότι μέσα στο τετράγωνο κάνω εγώ κουμάντο, αυτός είναι από εδώ και έξω. Σε παρακαλώ να μην ενοχλείς την προπόνηση". Όταν του το είπα έκανε λες και τον τσίμπησε μύγα. Αυτός πήρε κάποιους παίκτες από τον Ολυμπιακό, επηρέασε ποικιλοτρόπως και άρχισε να χάνει ο Ολυμπιακός 2-0 και 3-0. Κάναμε τέσσερις ήττες και έφυγε ο Μπούκοβι στις 23 Δεκεμβρίου. Δεν μπορούσε να μείνει. Να φανταστείς ότι κανείς δεν είχε έρθει να αποχαιρετήσει τον Μπούκοβι, πλην του Μπάμπη Δρόσου. Στο σταθμό του τρένου ήμασταν ο Μπάμπης Δρόσος, η γυναίκα μου κι εγώ. Δεν τολμούσε ο κόσμος...»
Εφυγε απογοητευμένος;
«Βαθιά στεναχωρημένος. Γι' αυτούς ήταν μεγάλη υπόθεση το να δουλεύουν στο εξωτερικό, διότι για την Ουγγαρία είχαν εκπληκτικές απολαβές - αν και ένα μέρος απ' αυτά τα λεφτά τα έδιναν και στο κράτος. Ωστόσο, ήταν πολλά τα λεφτά».
Τον αγάπησε τον Ολυμπιακό;
«Πολύ, ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής τους. Κι η γυναίκα του μου είχε πει: "Νίκο μου, τι ωραία που περάσαμε". Όταν συνάντησα τη γυναίκα του Λάντος μού είχε πει: "Τι μέρες ήταν εκείνες!"».
«Εφυγε βαθιά στενοχωρημένος, αγάπησε πολύ τον Ολυμπιακό»
Η πρώτη συνάντηση με τον Πούσκας στις 10 τα... χαράματα
Πάμε, στο κεφάλαιο «Παναθηναϊκός - Πούσκας».
«Είχα δουλέψει μ' όλες τις ομάδες. Και με τον Απόλλωνα... Με τον Παναθηναϊκό δεν είχα σχέσεις. Όταν είχε έρθει ο Μπούκοβι ήμουν και στην υποδοχή του στο αεροδρόμιο, με τον Πούσκας όχι. Με ειδοποίησαν από τον Παναθηναϊκό. Ήμουν φίρμα στο είδος, ήμουν μοναδικός. Με πήραν και μου είπαν: "Θα πας στο ξενοδοχείο Ηλέκτρα, Ερμού 5 και θα φέρεις τον Πούσκας στη λέσχη". Ε, πήγα στο ξενοδοχείο στις 10 το πρωί και είπα στη ρεσεψιόν ότι ήμουν από τον Παναθηναϊκό για τον Πούσκας. Μου είπαν ότι δεν είχε κατέβει ακόμη και έτσι του τηλεφωνήσουμε. Με μια νυσταγμένη φωνή μου είπε: "Εμπρός". Του είπα ότι είμαι από τον Παναθηναϊκό και μου λέει: "Τι ώρα είναι;", με ρώτησε κι όταν του είπα πως είναι 10.00, μου είπε: "Καλά από τα χαράματα ήρθες;". Του άρεσε να ξαπλώνει αργά και να ξυπνάει αργά. Μόλις κατέβηκε, με υποδέχτηκε λες και ήμασταν ισάξιοι. Ο Πούσκας για εμένα ήταν ο Θεός. Το να σε χαιρετά και να σε φιλάει έτσι ο Πούσκας ήταν μεγάλο πράγμα.
Εγώ στον τότε πρόεδρο, Μιχάλη Κίτσιο, του είχα πει ότι ήμουν στον Ολυμπιακό. "Τα έχουμε υπόψη μας αυτά, έχουμε τις πληροφορίες μας. Τώρα θα δουλέψεις για εμάς", μου απάντησε με το λεβέντικο ύφος του.
Όταν του είπα ότι στον Ολυμπιακό έπαιρνα 3.600 δραχμές, απάντησε κατευθείαν: "Τόσα θα σου δώσουμε κι εμείς". Φανταστείτε ότι στην Εταιρία Υδάτων έπαιρνα 1.650 δραχμές. Ήταν σαν να έκανα τρεις δουλειές. Ετσι ξεκινήσαμε με τον Πούσκας...
Απ' όλους τους παράγοντες που έχω γνωρίσει οι καλύτεροι ως προς τον Πούσκας ήταν αυτοί του Παναθηναϊκού».
Από τον Πούσκας, ποιες ιστορίες σάς έκαναν να καταλάβετε το μέγεθός του;
«Με εντυπωσίασε η απλότητά του. Μιλούσε μ' εμένα και δεν σου έδινε να καταλάβεις ότι διαφέρετε. Με αντιμετώπιζε ως ισάξιό του. Αυτός μπορούσε να επιβληθεί με την ιστορία του. Το άλλο σημαντικό ήταν ότι ήρθε στην Ελλάδα με τη διάθεση να μάθει. Πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη και ρωτούσε για την ιστορία της πόλης. Εμένα, επειδή μου άρεσε να διαβάζω και είχα γνώσεις, με άκουγε. Ποτέ δεν μου έδωσε να καταλάβω ότι αυτός ήταν παραπάνω από μένα. Ήμουν συνεργάτης του και μετά φίλος του. "Νίκο καμ", δηλαδή "Νικολάκη μου". Ετσι με φώναζε. Ο Πούσκας ήταν ανοιχτός προς όλους. Άκουγε τους άσχετους να του κάνουν κριτική. Δεν θυμάμαι ακριβώς το πότε, άλλα άκουγε να του εξηγούν κάτι για το Παγκόσμιο Κύπελλο και γελούσε. Τον ρωτούσα "πώς κάθεσαι και τους ακούς;" και μου έλεγε "γιατί να τους στεναχωρήσω;". Ήταν καλός και απλός άνθρωπος. Ο καλύτερος οικογενειάρχης.
Ερωτεύτηκε τη γυναίκα του Ελισάβετ όταν ήταν εκείνη 16 ετών, την παντρεύτηκε όταν ήταν 18. Γι' αυτόν υπήρχαν δύο γυναίκες: Η γυναίκα του Ελισάβετ κι η κόρη του η Άνικο, η οποία τον έκανε ό,τι ήθελε. Να φανταστείτε ότι κι η γυναίκα του κι η κόρη του δεν τον έλεγαν Φέρεντς αλλά "Ούτσι", που σημαίνει "μικρός αδερφός".
Με τη γυναίκα του είχε αντίθετο χαρακτήρα, αλλά έτρεφε μεγάλη αγάπη κι εκτίμηση ο ένας για τον άλλον. Ο Πούσκας ήταν ο ανοιχτός, η Ελισάβετ ήταν πιο συγκρατημένη. Αν σε αγαπούσε, όμως, το ένιωθε. "Ούτσι, φτάνει...", του έλεγε για να τον συγκρατήσει. Ο Πούσκας ήταν ο άντρας που ονειρεύεται κανείς για την κόρη του. Φρόντιζε και σκεφτόταν μόνο τη γυναίκα του.
Η συνεργασία μας δεν κράτησε μόνο όσο ήταν στον Παναθηναϊκό ή μετά που ήρθε για την ΑΕΚ. Είχαμε σχέσεις. Βλεπόμασταν και στη Βουδαπέστη ή όταν ερχόταν στην Ελλάδα εκείνος. Αν ήταν κάπου στο εξωτερικό για δουλειά, σταματούσε στην Ελλάδα για 3-4 ημέρες, με έπαιρνε τηλέφωνο, εγώ έπαιρνα τον Αντωνιάδη και βγαίναμε όλη η ομάδα.
Πηγαίναμε στου Μίμη με τα Γουρουνόπουλα. Όλα μας τα βράδια τα περνούσαμε εκεί. Για τον Μίμη, ο Πούσκας ήταν ο ευεργέτης του. Εμείς, κάθε βράδυ ήμασταν εκεί. Η πελατεία του τριπλασιάστηκε. Δίπλα στην ψησταριά είχε ένα τραπεζάκι... Περνούσαν μουσικοί, συνθέτες, ο Ζαμπέτας, ο Μητσάκης, κάθονταν για δύο λεπτά στο τραπέζι μας».
«Ο Πούσκας με αντιμετώπιζε ως ισάξιό του, ήταν άντρας που ονειρεύονται όλοι για γαμπρό τους»
«Όταν κυκλοφόρησε το "Κόκκινο Γαρύφαλλο" του Πάριου, του έστειλα τον δίσκο στην Αυστραλία»
Υπήρχε κάποιος τραγουδιστής που του άρεσε;
«Ναι... Του άρεσε πολύ ο Πάριος, ο Διονυσίου ο Στράτος. Ο Διονυσίου ερχόταν στο γήπεδο και τότε ο Αγγελος έπαιζε στους μικρούς. Του έλεγε: "Μίστερ, αυτός θα γίνει μεγάλος παίκτης". Ο Πούσκας του έλεγε: "Θα δούμε, μη βιάζεσαι". Να φανταστείς πως όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι "η αφιλότιμη", πήγαμε τρεις συνεχόμενες βραδιές να τον ακούσουμε και ήθελε και τέταρτη. Του είπα: "Εσύ γυρνάς και κοιμάσαι, εγώ στις 7 το πρωί πρέπει να είμαι στη δουλειά. Ξέγραψέ το, δεν έρχομαι". Του άρεσε ο Πάριος, ο Διονυσίου, ο Μπιθικώτσης...
Όταν κυκλοφόρησε το "Κόκκινο Γαρύφαλλο", του Πάριου, μου ζήτησε τον δίσκο και του τον έστειλα στην Αυστραλία. Ο Χρηστάκης... Πω! Ήταν διασκεδαστής, ερχόταν στο τραπέζι μας και μας έκανε το νούμερά του».
Θέλω να μας πείτε ωραίες ιστορίες από τη χρονιά του Γουέμπλεϊ.
«Ο Αντωνιάδης είχε πολύ μεγάλο πόδι. Τον πείραζε ο Πούσκας λέγοντάς του: "Αντώνη, δεν φταις εσύ που βάζεις γκολ, έτσι όπως βάζεις το πόδι σου, χτυπάει σ' αυτό και μπαίνει γκολ. Ούτε εσύ ξέρεις που πάει η μπάλα. Μπορεί να πάει στον τερματοφύλακα, μπορεί να μπει και γκολ".
Του έλεγε επίσης: "Δεν θέλω να τρέχεις πίσω, θα μένεις στα όρια του οφσάιντ". Στον Δομάζο του έλεγε: "Μίμη, άσε τα τακούνια".
Εκτιμούσε πολύ και το μυαλό και την αγωνιστική διάθεση τόσο του Σούρπη όσο και του Καμάρα. Μάλιστα τον Καμάρα, όταν μπήκε ο Καψής τον αξιοποίησε στο κέντρο. Επαιζε χαφ ο Καμάρας και χάρη στα γκολ του ήρθε η πρόκριση επί του Ερυθρού Αστέρα. Σκόραρε και στο Βελιγράδι και εδώ. Τότε που έλεγε ο Διακογιάννης: "Το τρίτο γκολ, το τρίτο γκολ του μεγάλου του Καμάρα".
Ο Κώστας Ελευθεράκης μέσα στο γήπεδο ήταν ωραίος. Τον ρωτούσε ο γιατρός Γιάννης Αγνάντης: "Από πού είσαι ρε Κωστάκη;" και του έλεγε: "Από τα Νιου Σφάκτσορ (σ.σ. Από τα Νέα Σφαγεία). Είχε καλούς παίκτες η ομάδα. Το καλύτερο υλικό, κατά την άποψή μου, το είχε η ομάδα με Μπόμπεκ, με τους Οικονομόπουλο, Καμάρα δεξιό μπακ, Παπουλίδη - Ανδρέου, Παπαεμμανουήλ, Δομάζο και Λουκανίδης. Ποτέ καμία ομάδα δεν είχε τέτοιο υλικό. Κι αυτό το υλικό το νίκησε ο Μπούκοβι».
Στον τελικό του Γουέμπλεϊ, πώς θυμάστε την ομιλία του Πούσκας;
«Την καλύτερη ομιλία, τις καλύτερες οδηγίες του Πούσκας που θυμάμαι... Είχαμε βρεθεί σε μεγάλη φόρμα κι οι δύο ήταν με την Εβερτον. Ό,τι τους είπε και μετέφερα εγώ στους παίκτες τα έβλεπα να γίνονται στο γήπεδο. Εκεί πρωτοέβαλε τον Ανθιμο Καψή σέντερ μπακ. Στην Μπρατισλάβα που τραυματίστηκε ο Καμάρας, περίμενε ο Ανθιμος να μπει αυτός σέντερ μπακ, αλλά ο Πούσκας έβαλε τον Βίκτωρα Μητρόπουλο και είχε στεναχωρηθεί πολύ.
"Μη στεναχωριέσαι πολύ, θα σου πω εγώ πότε θα μπεις". Κι όντως, ήρθε η στιγμή του με την Εβερτον. Αν δεν είχαμε τον Ανθιμο δεν θα περνούσαμε την Εβερτον η οποία είχε έναν πολύ ψηλό επιθετικό, τον Τζόι Ρόιλ, που ήταν δύο κεφάλια πιο ψηλός από τον Σούρπη και τον Καμάρα. Θα τρώγαμε τέσσερα γκολ. Πολύ καλό παιδί ο Ανθιμος. Οι ποδοσφαιριστές ήταν τα καλύτερα παιδιά».
Από τον τελικό του Γουέμπλεϊ τι θυμάστε;
«Το πρόβλημα ήταν ότι πήγαμε στην Αγγλία πολλές μέρες νωρίτερα. Μέναμε σ' ένα πολυτελές ξενοδοχείο, το Royal Garden. Όμως, έρχονταν πολλοί επισκέπτες. Είχε έρθει 25.000 κόσμος! Ενας φίλος μου είχε βρει μέχρι και κάποιον που είχε έρθει από την Αυστραλία. Αυτό δημιούργησε πρόβλημα στην προετοιμασία των παικτών. Όταν έρχονται και σε ζαλίζουν ξεφεύγεις κάπως. Για εμένα έπρεπε να πάμε τρεις μέρες νωρίτερα.
Ξαναείδα τον αγώνα στην τηλεόραση. Η ομάδα στάθηκε αξιοπρεπώς, δεν είχε λόγο κομπάρσου. Ο Αγιαξ, όμως, ήταν ομαδάρα. Τι να λέμε! Και που φτάσαμε εκεί ήταν το θαύμα των θαυμάτων. Για εμάς, ο πιο δύσκολος αγώνας ήταν με την Εβερτον στο Λίβερπουλ. Στο πρώτο ημίχρονο ειδικά ήταν...».
Το λάθος στο Γουέμπλεϊ κι η ομιλία του Πούσκας πριν την Εβερτον!
«Φαντάζεστε να πληρωθούν κομμουνιστές από φασίστες; Στέκει;»
Ήταν κι η αύρα του Πούσκας;
«Ο Πούσκας ποτέ δεν είχε δώσει τόσο λεπτομερείς και εύστοχες οδηγίες όπως σ' αυτόν τον αγώνα. Και τότε η Χούντα ήταν αντίθετη. Μετά τον αγώνα με την Σλόβαν έστειλε ένα τηλεγράφημα. Πιο πριν δεν ενδιαφερόταν και μάλιστα η συμπεριφορά της ήταν εχθρική».
Η Δέσποινα Παπαδοπούλου είχε πει ότι η Χούντα αγόρασε το ματς με τον Ερυθρό Αστέρα.
«Τα' πε στα γεράματά της. Αφού έχουμε φωτογραφίες που ερχόταν και μας κολάκευε. Στο τέλος, μπορεί να της είπαν να το πει. Όταν προκρίθηκε ο Παναθηναϊκός πανηγύριζε όλη η Ελλάδα. Εγώ πήγα στο σπίτι μου με αστυνομικό αυτοκίνητο, δεν μπορούσες να κουνηθείς. Κανείς δεν σκέφτηκε κάτι τέτοιο. Χρόοοονια μετά έγραψε μια ουγγρόφωνη εφημερίδα στο Νόβι Σαντ... Να πληρώσει η Χούντα ομάδα με κομμουνιστικό καθεστώς; Φαντάζεστε να πληρωθούν κομμουνιστές από φασίστες; Στέκει; Θα τους "καθάριζε" ο Τίτο!».
«Μια φορά έβαλε πρόστιμο ο Πούσκας και ο Κωνσταντίνου είπε: "Σιγά ρε μίστερ, αντί για 25.000 δραχμές, μου χρωστάνε 20.000"»
Εχετε ζήσει την αντιπαλότητα που υπήρχε τότε και από τις δύο πλευρές.
«Δεν ήταν εχθρότητα, ήταν αντιπαλότητα. Δεν έβλεπαν τους άλλους ως "εχθρούς" αλλά ως αντιπάλους. Δεν θυμάμαι στην εξέδρα επεισόδια. Ελεγαν "Ολυμπίκ κουρελέ", "βαζέλες" κι οι άλλοι "χανούμισσες". Είχαμε απειθαρχίες μέσα στο γήπεδο. Οι παίκτες έπαιζαν μπουνιές μεταξύ τους. Ο Σιδέρης έπαιζε μπουνιές με τον Βασιλείου της ΑΕΚ. Ξέραμε ότι σ' αυτό το ματς θα πέσουν πέντε μπουνιές.
Μια φορά στο Αίγιο... Και τότε και τώρα η διαιτησία ευνοεί τις μεγάλες ομάδες - όπως και στην Αγγλία. Σε μια φάση ο διαιτητής κάτι σφύριξε κι ο Πολυχρονίου θεώρησε ότι αδικήθηκε και πήγε και τον έφτυσε. Το έγραψε αυτό ο διαιτητής και στην επιτροπή που συζητούσαν ο Πολυχρονίου είπε: "Δεν έφτυσα. Εκανα "φτου την ατυχία μου" και έτυχε να είναι εκεί ο διαιτητής».
Απ' ό,τι ζήσατε ανάμεσα μ' όλες αυτές τις σπουδαίες προσωπικότητες τι κρατάτε;
«Τα πάντα, όλα αυτά διαμόρφωσαν το χαρακτήρα μου και είναι τα στοιχεία που με έκαναν να είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος ακόμη και σήμερα στα 87 μου χρόνια. Και με τις βροχερές μέρες. Δεν έχω καπνίσει ποτέ, δεν έχω πιει ένα λίτρο ούζο...».
Ναι αλλά βγαίνατε συχνά, όπως μας είπατε. Πώς γίνεται αυτό;
«Καμιά μπύρα πού και πού. Ο Πούσκας έπινε fröccs, δηλαδή 1/3 κρασί και 2/3 σόδα. Κι αυτό σε φουσκώνει, αλλά δεν μεθάς. Και το φαγητό μου ήταν με μέτρο, πρόσεχα. Το Σάββατο στο ξενοδοχείο έτρωγα κρέας».
Στις μεταφράσεις πού κάνατε υπήρξε ποτέ καμία παρεξήγηση;
«Ποτέ. Δεν είχαμε παρεξηγήσεις, είχαμε καλά παιδιά. Σήμερα όταν βλέπω προπονητές να βγάζουν όλους αυτούς τους λόγους, λυπάμαι τους μεταφραστές. Πού να θυμούνται την αρχή και πού το τέλος...».
Μια φορά του Πούσκας τού είπα "πιο μικρές προτάσεις". Μου άρεσε ο Τερίμ όπως μιλούσε. Ελεγε μια πρόταση είκοσι λέξεις και σταματούσε.
Εμείς τότε στην ομάδα, οι άνθρωποι που τρέχαμε για διάφορα θέματα, ήμασταν τέσσερις! Μάλιστα, επειδή υπήρχαν οφειλές πάντα προς τους παίκτες δεν έρχονταν και από τη διοίκηση στις προπονήσεις. Μια φορά είχαμε φέρει ισοπαλία με τον Εθνικό και ο Πούσκας έβαλε πρόστιμο 5.000 δραχμές. Θυμάμαι τον Κωνσταντίνου να λέει: "Ελα ρε μίστερ, μου χρωστάνε 25.000 δραχμές, τώρα μου χρωστάνε 20.000, σιγά. Δηλαδή, ο Παναθηναϊκός δεν θα φρόντιζε να δώσει λεφτά στους παίκτες και θα τα έδινε στους Γιουγκοσλάβους; Αυτά είναι κακίες!».