Χαντζίδης στο Gazzetta: «ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκός ήρθαν να με πάρουν αλλά έφυγαν νύχτα»
Ενα ποδοσφαιρικό ταξίδι με διαβατήριο το ταλέντο. Την πίστη και την απόλυτη προσήλωση στις προπονήσεις. Στη δουλειά. Γεννημένος από Ελληνες μετανάστες στη Γερμανία, ο Μηνάς Χαντζίδης έμαθε από μικρός τη ζωή... ρομαντικά. Μ' αυτήν τη νοοτροπία ποτισμένη στο πετσί του είπε «όχι» στην πρόταση της γερμανικής Ομοσπονδίας για να παίξει στην εθνική της χώρας.
Η Μπάγερ Λεβερκούζεν στην οποία άρχισε να χτίζει το δικό του μύθο, η Μπόχουμ από την οποία τον πήρε ο Ολυμπιακός του Κοσκωτά, η δικαστική διαμάχη αργότερα με τον Σαλιαρέλη και η επιθυμία του να μείνει στο Λιμάνι παρά τη μεγαλύτερη πρόταση της ΑΕΚ.
Το Μουντιάλ της Αμερικής, η μέρα που ο Παναγούλιας είπε: «Αυτόν θα τον βάλω στον τελικό με την Βραζιλία», η φωτογραφία με τον Μαραντόνα και το λάθος που έγινε τότε στην εθνική.
Ο Μηνάς Χαντζίδης θυμάται την ποδοσφαιρική του διαδρομή μέσω του Gazzetta με ιστορίες βγαλμένες μέσα από άλλες εποχές.
«Αρνήθηκα την εθνική Γερμανίας. Είπα: "Είμαι Έλληνας και Έλληνας θα μείνω"»
Θέλω να θυμηθείτε λίγο στην αρχή τα παιδικά σας χρόνια στη Γερμανία που γεννηθήκατε. Οι γονείς μετανάστες φαντάζομαι, έτσι;
«Ήταν φανταστικά. Εγώ μεγάλωσα κυρίως με Γερμανούς, καθώς δεν είχε πολλούς μετανάστες τότε εκεί. Εντάξει, οι γονείς μου είχαν φιλίες. Είχαμε γνωστούς Ελληνες, αλλά δεν ήταν στην ίδια πόλη και πηγαίναμε συνήθως τα Σαββατοκύριακα για να τους δούμε. Μία από εδώ, μία από εκεί... Βλέπαμε και τα παιδιά που κάναμε παρέα. Ωστόσο, εγώ μεγάλωσα κυρίως με Γερμανούς. Από έξι χρονών με έγραψαν εκεί πέρα στο σύλλογο δίπλα στο σπίτι και από έξι χρονών έπαιζα μπάλα σε πρωτάθλημα με ομάδα του τοπικού, στο Βούπερταλ. Εκεί, έπαιξα για 10-11 χρόνια, από το 1972 μέχρι το 1983 και το 1983 άλλαξα μέσα στο Βούπερταλ. Πήγα για ένα χρόνο στη μεγαλύτερη ομάδα του Βούπερταλ, που είναι η Wuppertaler SV, που έπαιζε και αυτή κάποια στιγμή Α’ Εθνική το 1973-1974. Και την επόμενη χρονιά πήρα μεταγραφή στα εφηβικά της Λεβερκούζεν».
Τα χρόνια τότε πώς ήταν για μια οικογένεια Ελλήνων; Οι Γερμανοί αφομοίωναν τους ξένους;
«Είναι ένα πράγμα που το λέω και το τονίζω αυτήν τη στιγμή. Γιατί τώρα, μαζί με τους Σύριους που ήρθαν, μαζί με όλους τους μουσουλμάνους, ας το πω έτσι, έρχονται σε ένα κράτος, οπουδήποτε, και στην Ελλάδα ακόμα, και δεν προσαρμόζονται. Οι γονείς μου προσαρμόστηκαν. Είδαν ορισμένα πράγματα που δεν τους άρεσαν στους Γερμανούς: Αυτή την ελευθερία, την ελεύθερη σκέψη που είχαν, γιατί μεγάλωσαν διαφορετικά., αλλά δεν πήγαν να περάσουν το δικό τους. Προσαρμόστηκαν. Το ίδιο κάναμε κι εμείς. Εγώ, ανέκαθεν ήμουν ξένος εκεί πέρα. Ώσπου κάποια στιγμή, στην Κ18, μου ζήτησαν να γίνω Γερμανός για να παίξω εθνική εφήβων στη Γερμανία και είπα "Όχι. Είμαι Έλληνας και Έλληνας θα μείνω". Και έτσι έγινε. Αρνήθηκα».
Επαγγελματικά, όμως, δεν βλέπατε ότι έτσι θα σας ανοιγόντουσαν άλλες προοπτικές;
«Όχι, βέβαια. Εγώ Έλληνας ήμουν και δεν είχα σκοπό να γίνω Γερμανός για να παίξω μπάλα στη Γερμανία».
Εσείς είστε Έλληνας μεγαλωμένος στο εξωτερικό...
«Εγώ μεγάλωσα με τη ρομαντική νοοτροπία των γονιών μου του ’60. Όταν ήρθα κάποια στιγμή, πλέον 15, 16, 17 χρονών, και άρχισα να καταλαβαίνω την Ελλάδα, είδα μεγάλες διαφορές. Όταν έζησα στην Ελλάδα είδα ακόμα μεγαλύτερες διαφορές. Μεγάλωσα σ' ένα κράτος που η αξία περνούσε. Δηλαδή, άξιζες, σε προωθούσαν. Κα έτσι έκανες μια προσπάθεια να αξίζεις περισσότερο για να σε προωθήσουν περισσότερο. Και το πέτυχα, πιστεύω».
Ο άνθρωπος που διέκρινε το ταλέντο σας, είστε ένα παιδί παραπάνω από τον μέσο όρο ή ακόμα ένα παιδί της ακαδημίας. Ποιος ήταν ο άνθρωπος σας;
«Διάφορα άτομα. Πρώτα ήταν ο προπονητής στην Κ18 της Λεβερκούζεν, ο Βέρνερ Μος, που είχα. Μετά είχε έρθει μαζί με τον μάνατζερ, τον χοντρό (γέλια) τον Ράινερ Κάλμουντ, που είναι γνωστός. Έχει παραιτηθεί βέβαια τώρα. Ήρθαν και με ζήτησαν στο σπίτι. Μου πρότειναν δουλειά μέσα στο εργοστάσιο της Bayer, να έχω μια εκπαίδευση στα χέρια μου».
Είναι η εταιρεία με τα φάρμακα, σωστά;
«Ναι, βέβαια και είναι τεράστιο εργοστάσιο. Έχει 150.000 εργαζόμενους, μου φαίνεται, μόνο στο εργοστάσιο του Λεβερκούζεν. Μου έταξαν εκεί πέρα μια δουλειά, το δέχτηκα και πήγα και έζησα εκεί πέρα 17 χρόνια να έμενα μόνος μου. Έπαιζα μπάλα και πήγαινα και μάθαινα την τέχνη».
Σχολείο είχατε τελειώσει;
«Το σχολείο το παράτησα για να ξεκινήσω την εκπαίδευση. Ήμουν στο γυμνάσιο, δηλαδή σταμάτησα στο γυμνάσιο, δεν πήγα λύκειο για να κάνω την εκπαίδευση. Έκανα την εκπαίδευση και τελικά ήμουν έτοιμος να την παρατήσω γιατί είχα γίνει επαγγελματίας. Στην εκπαίδευση έπαιρνα λιγότερα από 1.000 ευρώ, αλλά όταν έγινα επαγγελματίας, ο πρώτος μου μισθός ήταν σχεδόν 39.000 μάρκα, επειδή μαζεύτηκαν όλα τα πριμ τότε».
Μιλάμε για πολλά λεφτά;
«Ήταν καλά τα λεφτά για την εποχή, πολλά δεν ήταν... Τέλος πάντων ήμουν έτοιμος να παρατήσω την τέχνη μου, αλλά μου έσπασαν το πόδι. Όταν έσπασα το πόδι μου, τελείωσα την εκπαίδευση και πήρα το πτυχίο μου. Παρά το γεγονός ότι δεν περίμενα να δουλέψω στη δουλειά αυτή, μου άρεσε το ποδόσφαιρο και πίστευα ότι θα μπορέσω να ασχοληθώ με αυτό, χώρια που μετά επιστρέψαμε στην Γερμανία και χρειάστηκε αυτή η δουλειά. Όταν επέστρεψα στην Γερμανία πήρα πτυχίο CLC, σε μηχανές που δουλεύουν με προγράμματα, δηλαδή δουλεύω σε μηχανήματα που επεξεργαζόμαστε φρέζες, τόρους και τέτοια πράγματα».
«Από τη Μπάγερ μού πρότειναν να παίζω μπάλα και δουλειά στο εργοστάσιο της Bayer»
«Στο ματς που μου έσπασαν το πόδι με την Μπάγερν Μονάχου, ο Μπεκενμπάουερ είχε πει: "Μ' αρέσει αυτός ο μικρός"»
Εκεί που πήγατε να κάνετε το ξεκίνημά σας στη μπάλα, σας έσπασε το πόδι. Ψυχολογικά πώς ήσασταν;
«Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, αλλά το θέμα είναι ότι επανήλθα. Όμως ήμουν ξένος. Τότε υπήρχε το θέμα με τους ξένους γιατί η κάθε ομάδα είχε μόνο δύο ξένους, έναν Κορεάτη τον Μπουμ-κουν Τσα και έναν Βραζιλιάνο ο Τίτα, οπότε δεν μπορούσα να μείνω στην ομάδα. Ε, δεν θα έμενε ένας από τα εφηβικά για να μην παίζει ένας από τους δύο. Ετσι, έφυγα δανεικός στην Μπούχουμ, που είχε έναν ξένο αλλά όταν πήγα εγώ αγόρασαν κι έναν δεύτερο. Ε, έτσι ήρθε η πρόταση του Ολυμπιακού και σηκώθηκε και έφυγα».
Στη Γερμανία, δηλαδή, δεν μπορούσατε να βρείτε το ρόλο σας λόγω αυτού του θέματος.
«Όχι, τον είχα βρει και είχα γίνει βασικός αργότερα αλλά έσπασα το πόδι μου. Στην ουσία ήταν μισός χρόνος, θα φαινόταν μετά αν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω, γιατί όταν πήραμε θέση που οδηγούσε στα ευρωπαϊκά Κύπελλα οι απαιτήσεις θα ήταν μεγαλύτερες».
Ποιες ήταν οι πιο αξέχαστες στιγμές από την καριέρα σας στην Γερμανία;
«Έχω παίξει αντίπαλος με μεγάλους προπονητές και παίκτες, όπως με τον Μάγκατ και παίκτες που είχαν 500 συμμετοχές στην Bundesliga. Απίστευτα πράγματα! Πιο έντονη στιγμή ήταν όταν έπαιξα με την Μπάγερν Μονάχου και τραυματίστηκα, που είχα σπάσει το πόδι μου. Ο Μπέκενμπαουερ είχε πει: "Μου αρέσει αυτός ο πιτσιρικάς". Είχαμε έρθει 0-0, ήταν επιτυχία για την ομάδα μου και είχα κι ένα τακουνάκι που θα έβαζα το γκολ. Και μετά από λίγο μού έσπασαν το πόδι».
Ποιος ήταν αυτός που σας το έσπασε;
«Ο Κρίστιαν Πφλίγκλερ».
Σας είπε τίποτα;
«Ήρθε στο νοσοκομείο τρεις μέρες μετά, αλλά ήρθε όταν διαμαρτυρήθηκα γιατί η εγχείρηση έγινε κατευθείαν στο Μόναχο. Είχε έρθει η τότε μου κοπέλα κι ο πατέρας μου, που ήταν μαζί μου για να μην είμαι μόνος μου. Είχε έρθει μαζί με έναν πρώην παίκτη της Λεβερκούζεν και αργότερα ήρθε κι ο Λόταρ Ματέους. Μετά έσκασε μύτη κι ένας φωτογράφος κι αυτό δεν μου άρεσε».
Φάνηκε ότι το έκανε για να το πουλήσει.
«Ετσι ακριβώς».
Ποιες ήταν οι πιο αξέχαστες στιγμές στην καριέρα σου στην Bundesliga
«Θυμάμαι τα παιχνίδια που γυρίσαμε από 0-2 σε 3-2, με την Κολωνία και το Αμβούργο. Το μοναδικό μου γκολ με την Λεβερκούζεν ήταν στην ήττα από τη Μάχναϊμ με 2-1».
Στη Γερμανία θα μπορούσατε να είχατε κάνει άλλη καριέρα;
«Κοίταξε να δεις, τότε έκανα αυτές τις επιλογές. Αν γυρίζεις πίσω και μετανιώνεις δεν έχει ουσία. Και εδώ πέρα το ίδιο ήταν... Επέλεξα το δρόμο που επέλεξα κι αργότερα από διάφορες συγκυρίες επέστρεψα στη Γερμανία».
Υπήρχε ομάδα που υποστηρίζατε μικρός;
«Στην ουσία δεν υπήρχε αλλά δένεσαι κάποιες φορές με τις ομάδες. Στη Γερμανία είμαι δεμένος με την Λεβερκούζεν και στην Ελλάδα είμαι πολύ δεμένος με τον Ολυμπιακό».
Πώς προέκυψε η πρόταση του Ολυμπιακού;
«Ο Ολυμπιακός δεν ήταν η πρώτη ομάδα που με προσέγγισε. Πρώτα είχε έρθει ο ΠΑΟΚ και μετά ο Παναθηναϊκός, που κι οι δύο έφυγαν νύχτα...»
Γιατί;
«Γιατί οι απαιτήσεις της ομάδας για το εξωτερικό ήταν απεριόριστες. Όταν λέμε απεριόριστες, δεν θα πλήρωναν 1,5 εκατ. μάρκα για έναν πιτσιρικά 19 ετών. Αυτές ήταν οι απαιτήσεις της ομάδας. Κι ο μάνατζερ μού είχε πει: "Ετσι σε καλύπτω διαφορετικά θα σε κάψουν". Κοίτα, ακόμη έχω καλές σχέσεις μ' αυτόν τον μάνατζερ».
Και μετά έρχεται ο Ολυμπιακός;
«Στο τέλος, ο Ολυμπιακός ήρθε στο σπίτι μου, συζητήσαμε, και κανονίσαμε την μεταγραφή».
Ποιος ήταν;
«Κάποιος Κανάρης κι ένας κύριος Σταυρίδης, που μετά ήταν διευθυντής σε μια εταιρία με μπετά. Ο ένας ήξερε γερμανικά, γιατί είχε σπουδάσει στην Ελβετία κι ο άλλος μάλλον φιλαράκι του Κοσκωτά. Εμείς τα βρήκαμε στα νούμερα και από εκεί και πέρα, πήγαν στην Μπόχουμ και τα βρήκαν. Την άλλη ημέρα με πούλησαν στον Ολυμπιακό».
«ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκός ήρθαν να με πάρουν αλλά έφυγαν νύχτα»
«Πριν τον Ολυμπιακό, είχα πάει μόνος μου να δοκιμαστώ σε ΠΑΟΚ και Άρη»
Εσείς θέλατε να έρθετε στην Ελλάδα;
«Εγώ δύο χρόνια πριν είχα πάει μόνος μου και έκανα προπονήσεις στον ΠΑΟΚ. Ωστόσο, μου έλεγαν για συμβόλαιο 30.000 δραχμών ως ημιεπαγγελματίας και τους είπα: "Πλάκα μου κάνετε; Στη Γερμανία παίρνω τα τετραπλάσια. Πού πάτε;". Ε, τέλος πάντων δεν έγινε. Και στον Άρη είχα κάνει δοκιμαστικό».
Ο ΠΑΟΚ ποιο είχε προπονητή;
«Ο Λίμπρεχτς, αλλά δεν εμφανίστηκε. Ενας άσχετος ήταν. Παίξαμε διπλό μέσα στην Τούμπα κι αυτό ήταν. Και στον Άρη δοκιμαστικό έκανα».
Οπότε η μοίρα το έφερε να έρθετε στον Ολυμπιακό.
«Ετυχε...».
Στον Ολυμπιακό, πώς θυμάστε το ξεκίνημά σας;
«Ο Λίμπρεχτς μ' έκανε αλλαγή στο ημίχρονο στο πρώτο μου ματς κι εκεί έβριζα τη μοίρα μου τη διαβολεμένη που είχα υπογράψει». (γέλια)
Μετά, είχατε καλές σχέσεις με τον Λίμπρεχτς;
«Ουσιαστικά δεν είχα κανένα πρόβλημα με κανέναν προπονητή. Πιστεύω ότι αδικήθηκα από πολλούς αλλά η δουλειά μου, επειδή είχα άλλη φιλοσοφία, η δουλειά μου ήταν να κάνω προπονήσεις και να είμαι σε καλή κατάσταση για να μπορέσω να μπω να βοηθήσω την ομάδα ανά πάσα στιγμή. Οι αγώνες είναι ένα λουκουμάκι, είναι η επιβράβευση της δουλειάς σου καθημερινά.
Κι όταν έφυγε ο Κοσκωτάς και ήρθε ο Σαλιαρέλης, ήμουν με τον Ολυμπιακό στα δικαστήρια. Για 17 αγωνιστικές με είχαν στον πάγκο, αλλά εγώ ήμουν εκεί και έκανα προπονήσεις κανονικά. Ήμουν σε καλή κατάσταση κι έτσι όταν τα βρήκαμε στα δικαστήρια, από την άλλη ημέρα έπαιζα πάλι».
Για οφειλές ήταν η διαμάχη;
«Είχαμε ιδιωτικό συμφωνητικό που δεν είχε κατατεθεί στην ΕΠΟ. Ήταν να πάρω κάποια δόση κι ο Σαλιαρέλης γύρισε και μου είπε: "Ηταν να πάρεις 11.500.000 δραχμές, 9.200.000 σού έχουμε δώσει, πάρε 2.300.000 και είμαστε εντάξει". Εκεί του είπα: "Τι λες ρε; Εχεις τρελαθεί τελείως; Αλλο είναι οι μισθοί κι άλλο τα συμφωνητικά". Ε, έτσι πήγαμε στα δικαστήρια και εκεί βρήκαμε τη λύση».
Πετύχατε τον Ολυμπιακό σε μια εποχή που επί Κοσκωτά είχε χρήματα η ομάδα...
«Οχι, πιστεύω ότι αν δεν ήταν ο Κοσκωτάς δεν θα ερχόμουν ποτέ στην Ελλάδα. Ετσι έτυχε να γίνει όμως...».
Τι άτομο ήταν ο Κοσκωτάς;
«Εκανε ό,τι έκανε και σωστά δικάστηκε. Από εκεί και πέρα, όμως, στο πρόσωπό μου ήταν κύριος».
Το έχω ακούσε από αρκετούς αυτό. Ότι ήταν τυπικός και σωστός στις διαπροσωπικές σχέσεις.
«Εγώ πιστεύω ότι βοήθησε πολύ κόσμο, ακόμα και με την εφημερίδα που άνοιξε. Απλα, πιστεύω ότι εκεί ήταν και το μεγάλο του λάθος, εκεί έγινε κι ο μεγάλος πόλεμος εναντίον του. Πήγε να αλλάξει πολλά κατεστημένα. Ακόμη και εσύ θα ήσουν σε διαφορετική μοίρα. Θα είχατε άλλες αμοιβές. Ξέρετε τι αμοιβές είχαν τότε οι εργαζόμενοι στην εφημερίδα 24 Ώρες; Εδώ μας έφεραν λεωφορείο τεράστιας αξίας... Είχε και ποδοσφαιράκι μέσα, video».
Τώρα που είπατε video, σε πρόσφατη συνέντευξη στο Gazzetta ο Τοχούρογλου μού είπε για ένα ποδοσφαιράκι που παίζατε και κάνατε πλάκα στον Αλέφαντο. (γέλια)
«Ο Αλέφαντος το είχε για γούρι να χτυπάει την πόρτα. "Α, είστε εδώ;", έλεγε κι έφευγε. Και όπως χτύπησε την πόρτα και πήγε να φύγει, μας είπε: "Τι είναι αυτό;". Είχαμε μια τεράστια τηλεόραση, τη νοικιάζαμε 15.000 δραχμές την ημέρα. Ετσι συνδέσαμε εκεί το Nintendo και παίζαμε ποδοσφαιράκι με τον Κρις Καλαντζή. "Παίζουμε ποδόσφαιρο, έχει και την Βραζιλία", του είπαμε και μπήκε μέσα για να δει...».
Πώς ήταν τα αποδυτήρια τότε; Υπήρχε καλό κλίμα παρόλο που η ομάδα τότε δεν έπαιρνε και τα πρωταθλήματα που ήρθαν αργότερα;
«Κοίταξε να δεις, μεταξύ μας και όχι μόνο με τους παίκτες του Ολυμπιακού, αλλά γενικά δεν είχες να χωρίσεις τίποτα. Μ' όλους στην ίδια μέρα ήμασταν. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για εμένα είναι ο Μπατσινίλας. Όταν μπήκε αλλαγή σ' ένα ματς, άφριζε το στόμα του. Είπα "τι είναι αυτός;". Εβριζε, έκανε... Όταν τον γνώρισα μετά είπα "έχει δίδυμο αδερφό, αλλιώς δεν εξηγείται" Ήταν Παναγία. Απίστευτο! Και ακόμη και τώρα έχω πολλές φιλίες με παίκτες άλλων ομάδων όπως οι Γεωργιάδης, Πολύζος... Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Και με τον Κούλη (Καραταΐδη) έχω καλή σχέση, πήγα και τον είδα στη σχολή που έχει με τον Τσιαντάκη».
Σας λείπει κάτι από εκείνη την εποχή;
«Κοίταξε να δεις, ο καθένας κάνει τις κινήσεις του και παίρνει το δρόμο του. Τις προάλλες είδα τον Πέτρο Μαρινάκη στο γήπεδο και τρελάθηκα. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο αλλά αλλιώς είναι από κοντά. Το 2013 μάς είχαν μαζέψει στη Μπάγερ Λεβερκούζεν, παίξαμε και έναν αγώνα με κάτι φιλάθλους και μιλάμε για συγκέντρωση 25 χρόνια μετά. Επειδή μεγαλώσαμε μαζί και είχαμε πολλά κοινά, ήταν απίστευτο, φοβερό. Και το ίδιο έγινε και στο Δουβλίνο πρόσφατα. Ήμασταν 12 παίκτες, αλλά με στεναχώρησε όταν έμαθα ότι πέθανε ένας συμπαίκτης μας, γιατί ήταν "τέρας" σωματικά, δεν το περίμενα, αλλα αυτά έχει η ζωή. Κάθεσαι πίνεις τις μπύρες σου, συζητάς γι' αυτά που έχεις κάνει, γι' αυτά που έχουν αλλάξει».
Σήμερα τι έχει αλλάξει;
«Τι να σου πω... Εμένα μου αρέσει το επιθετικό ποδόσφαιρο. Τις προάλλες ήμουν σ' έναν καφενείο και άκουγα να λένε στο 1-1 με την Καλλιθέα: "Μου άρεσε η ομάδα". Γύρισα και τους είπα: "Πλάκα μου κάνετε; Ήμασταν 8-2 με την Ξάνθη και μας κράζατε στα πέντε τελευταία λεπτά και τώρα στο μισό - μηδέν ή παίρνεις οριακά αποτέλεσμα και σου αρέσει η ομάδα;". Είναι κουφά αυτά τα πράγματα, δεν τα καταλαβαίνω. Εγώ θέλω να πηγαίνω στο γήπεδο, να βλέπω την ομάδα να παίζει ωραία. Ευχαριστιέμαι πάρα πολύ που βλέπω τα πιτσιρίκια να παίζουν. Όταν μας είχε πάει ο Γλύκας στην εκπομπή του είχα πει αυτό το πράγμα: "Εχω ένα όνειρο, να βλέπω πιτσιρίκια με τη φανέλα του Ολυμπιακού". Και τώρα βλέπουμε 3-4 Ελληνάκια στην 11άδα του Ολυμπιακού. Ελληνάκια, το τονίζω αυτό».
Κάποιες φορές είναι και παραπάνω.
«Εμένα μου αρέσει αυτό, μου αρέσει να βλέπω Ελληνα με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Βαρέθηκα να βλέπω παρατρεχάμενους ξένους. Άλλο είναι να έχεις καλό ξένο κι άλλο όποιον να είναι. Για εμένα ο ξένος πρέπει να κάνει τη διαφορά, αλλιώς προτιμώ τον Ελληνα. Τις προάλλες τρόμαξα με τον ΠΑΟΚ, που παίζει στην Ευρώπη και δεν έχει ούτε έναν Ελληνα. Τρόμαξα! Είναι ένα πράγμα που κάποια στιγμή έβλεπα και γελούσα. Επαιζαν Αρσεναλ-Ρεάλ Μαδρίτης και στο γήπεδο ήταν ένας Αγγλος. Ποιος; Ο Μπέκαμ, που ήταν στη Ρεάλ Μαδρίτης. Τώρα η Αρσεναλ έχει σίγουρα παραπάνω, αλλά μιλάμε τότε η Αρσεναλ δεν είχε ούτε έναν Άγγλο! »
«Είχα όνειρο να βλέπω Ελληνες από την Ακαδημία με τη φανέλα του Ολυμπιακού»
«Το γκολ μου στον Ατματσίδη το αγαπημένο μου, γιατί πήρε πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός»
Με τον Ολυμπιακό γιατί δεθήκατε;
«Εγώ, θα το πω αλλιώς... Γνώρισα και χαίρομαι γι' αυτό το λόγο που πήγαινα στους παλαίμαχους. Χαίρομαι που γνώρισαν τον Μουράτη, τον Ρωσίδη, τον Μπέμπη. Καθόμουν με τον Μουράτη και τρελαινόμουν όταν τ' άκουγα αυτά. Τους λάτρευα! Όταν γνωρίσεις αυτούς τους ανθρώπους είτε το θες είτε όχι, δένεσαι».
Μια ιστορία που σας έχει μείνει;
«Ο Θανάσης ο Μπέμπης, που ήταν μικρόσωμος, καθόταν μετά από έναν αγώνα με τους παλαίμαχους. Ο ίδιος δεν έπαιζε πια. Εγώ έπαιζα με τους παλαίμαχους και ήμασταν όλοι μαζί σε ένα εστιατόριο. Ήταν εκεί και η γυναίκα του Ρωσίδη στο ίδιο τραπέζι. Και τότε ο Θανάσης ο Μπέμπης μας λέει: "Παίζαμε με τον Παναθηναϊκό και μπροστά μου υπήρχαν κάποια ντερέκια. Πήγα και τους έκανα μια κίνηση (τς) και εκείνοι έκαναν πίσω". Πέθανα στα γέλια».
Όσον αφορά τις ιστορίες και πλάκες και χαβαλέ...
«Μου έχει μείνει έντονα είναι ένα παιχνίδι που παίξαμε στο Ολυμπιακό Στάδιο με τον Εθνικό και νικήσαμε 4-1. Επαιζα πιο πίσω, πήρα τη μπάλα στη σέντρα και έτυχε να με μαρκάρει ο Μπατίστα. Του έκανα ποδιά, κατέβηκα μπροστά και μετά δεν θυμάμαι καλά αν σούταρα εγώ ή αν έβγαλα σέντρα. Έκανα την ευκαιρία και τρέχω πάλι προς τα πίσω για να καλύψω τη θέση μου και εκεί πέτυχα τον Μπατίστα. Του έδωσα το χέρι και του είπα "συγγνώμη". Μετά ήμασταν και μαζί στο δωμάτιο στον Ολυμπιακό. Καλό παιδί ο Μπατίστα και πολύ καλός τύπος». (γέλια)
Ποιον συμπαίκτη σάς άρεσε να βλέπετε στις προπονήσεις;
«Ε, άμα έχεις παίξει συμπαίκτης με τον Ντέταρι... Πιο παλιά ήταν ο Κορεάτης στην Μπάγερ, ο Μπουμ-κουν Τσα. Ήταν στα τελευταία του και μιλάμε για έναν αθλητή από τους λίγους. Από τους λίγους που έχω δει να κάνει σπριντ και εκεί που σταματούσε τη μπάλα, κοκκάλωνε. Ο ίδιος δεν μιλούσε πολύ με τους άλλους γιατί δεν ήξερε καλά γερμανικά. Με εμένα ανοιγόταν, ένιωθε πιο άνετα. Όταν είχαμε συναντηθεί, η γυναίκα του τον αποκαλούσε "Ο κύριος Τσα". Εκεί μας είπε: "Ο κύριος Τσα στα 65 του κάνει τέσσερις ώρες προπονήσεις". Σηκωνόταν, έκανε τις προσευχές του, τα γεύματά του, τις προπονήσεις του... Και κάποια στα 45 τους έχουν γίνει σαν πατάτες».
Τα γκολ σας στα ντέρμπι έκαναν τη διαφορά;
«Με την ΑΕΚ είχα βάλει πολλά γκολ και με τον Ηρακλή και για το πρωτάθλημα και για το Κύπελλο».
Είχατε βάλει κι ένα νικητήριο γκολ απέναντι στην ΑΕΚ.
«Ναι μέσα στην Ρόδο. Εντάξει, αυτό που μου έμεινε περισσότερο ήταν το 2-2 με τον Ηρακλή, το γκολ από τα 35 μέτρα στον Ατματσίδη. Αυτό μου έχει μείνει, είναι το γκολ που έδωσε πρωτάθλημα στον Ολυμπιακό».
Το αγαπημένο σας γκολ ποιο είναι;
«Είναι πολλά. Υπάρχει ένα video που βάζεις... Αλλα αυτό που είδα, δεν έχει να κάνει με τα γκολ που έβαλα αλλά αυτά που έδωσα. Εχω κάνει πολλές ασίστ και δεν το γνώριζα. Το μόνο που ξέρω από στατιστικά είναι ότι την τελευταία χρόνια, το 1994, βάλαμε 63 γκολ στο πρωτάθλημα και τα 5 τα έβαλα εγώ αλλά είχα δώσει 14 ασίστ. Συμμετίχα σε 19 γκολ από τα 63 στο πρωτάθλημα. Κάποια στιγμή ήμουν στη Γερμανία με τον Σοφιανόπουλο και μου είπε να βάλω κάποια videos και είδα ότι εκείνος σκόραρε κι εγώ έδινε ασίστ».
Σήμερα ο Μηνάς Χαντζίδης θα μπορούσε να παίζει στο εξωτερικό;
«Για την εποχή μου, ήμουν μια χαρά. Τώρα δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω ούτε στο ρυθμό ούτε στα συστήματα. Όλα αυτά είναι θεωρητικά. Εγώ έκανα τον κύκλο μου, έκανα την καριέρα μου και είμαι μια χαρά. Επαιξα και στην Εθνική, αν και ήταν για λίγο».
Παίξατε Μουντιάλ όμως.
«Ουσιαστικά εκείνη την περίοδο πρόλαβα. Όπως είπαμε, ήταν κι οι συγκυρίες και τα πράγματα ήρθαν όπως ήρθαν. Για τον εαυτό μου αυτό που ξέρω είναι ότι ήμουν αργός. Κάποιοι λένε ότι ήμουν γρήγορος. Όχι. Προέβλεπα τη φάση και είχα γρήγορη σκέψη. Σ'ένα ματς ήμουν αντίπαλος με τον Τζόρτζεβιτς που έπαιζε στον Πανηλειακό και έλεγα "πώς θα τον προλάβω;". Δεν μπορούσα να τον προλάβω, ήταν άνεμος. Πήγα να τον κλωτσήσω. Και εκεί που πήγα να τον κλωτσήσω μού έφυγαν κι οι δύο αστράγαλοι. Αλλιώς δεν μπορούσα να τον σταματήσω. Ε, εκεί έγινα κι αλλαγή στο 10λεπτο».
Μας είπατε για έναν αντίπαλο με τον οποίο είχατε δύσκολο έργο. Με ποιον, όμως, είχατε εύκολη δουλειά;
«Επειδή ήμουν αργός, είχα καλή φυσική κατάσταση, Να φανταστείς ότι σε κάθε ματς τον προσωπικό μου αντίπαλο τον έκαναν αλλαγή. Οπότε έπαιζα απέναντι σε 2 ή 3 άτομα. Άλλαζαν και εσωτερικά».
Προπονητής στον Ολυμπιακό με τον οποίο είχατε καλή συνεργασία και σας εξέλιξε;
«Ουσιαστικά με όλους είχα καλές σχέσεις και προσωπικές συζητήσεις. Ακόμα και με τον Αλέφαντο. Με Μπλαχίν, με Πέτροβιτς... Δεν είχα κανένα πρόβλημα. Κι αργότερα με τον Αλκέτα».
Τι προσωπικότητα ήταν ο Αλκέτας;
«Δεν ήταν προπονητής, ήταν πολιτικός. Πηγαίναμε στην Εθνική και δεν μας έκανε τίποτα. Στον Ηρακλή, αργότερα, μας έκανε προπόνηση Παρασκευή για δύο ώρες και το Σάββατο παίζαμε αγώνα. Τρελάθηκα. Και στο τέλος μας έκανε και σπριντ στη σέντρα».
Τελικά, η Ελλάδα πήγε στην Αμερική για τουρισμό;
«Δεν πήγε για τουρισμό. Απλά, έτσι το έβγαλαν προς τα έξω κάποια Μέσα και συγκεκριμένα κάποιος δημοσιογράφος είχε το σχέδιο στα χέρια του. Ήρθε μας το είπε όταν ήμουν με τον Γιώτη Τσαλουχίδη στο δωμάτιο. Μετά πήγα στον Μανωλά να το πω και εκεί κόπηκαν όλα. Στην ουσία μόνο σε μια εκδήλωση πήγαμε. Όντως είχαν ετοιμάσει να πάμε σε ζαχαροπλαστεία και από δω και από εκεί... Δεν έγινε τίποτα απ' όλα αυτά. Το λάθος ήταν ότι κλήθηκαν κάποιοι τιμής ένεκεν κι έμειναν εκτός αυτοί που ήταν στην καλύτερη φόρμα. Και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για εμένα είναι ο Μιχάλης Κασάπης, ο αντίστοιχος Χατζίδης από την άλλη πλευρά. Και υπάρχουν πολλοί ποδοσφαιριστές που θα μπορούσαν να έχουν έρθει μαζί μας. Δεν έγινε αυτό αλλά κατόπιν εορτής δεν έχει νόημα να το συζητάμε».
Πώς είναι να βλέπεις τον Μαραντόνα στο γήπεδο;
«Εγώ δυστυχώς μόνο τον είδα. Κι έχω μια φωτογραφία που έρχεται προς τον πάγκο να πανηγυρίσει και έχω σκύψει το κεφάλι και σε όποιον με ρωτάει του απαντάω ότι του είπα: "Ηρθε να μου ζητήσει αυτόγραφο και του είπα άντε στο διάολο". Με την Αργεντινή να φανταστείς η 11άδα ήταν με νούμερα από το 1 έως το 11 και η μία αλλαγή που έγινε ήταν να βγει ο Μητρόπουλος και να μπει ο Σάββας Κωφίδης. Οι αλλαγές ήταν 12, 13,14, που σημαίνει ότι όλα ήταν προσχεδιασμένα.
Kάποια στιγμή, σ' ένα ματς Κυπέλλου του Ολυμπιακού με την Καλαμαριά, μου έρχεται η μπάλα, είμαι δεξιά με τον αντίπαλο, του περνάω τη μπάλα με το τακούνι, φεύγω από την άλλη πλευρά, τον ρίχνω κάτι, φτάνω στη γραμμή του άουτ, σκάβω τη μπάλα και κάνει ο Καραπιάλης γκολ με το κεφάλι. Τότε, ο Αλκέτας είπε: "Αυτόν θα τον βάλω με την Βραζιλία στον τελικό". Ετσι, περίμενα με την Αργεντινή να πάμε στον τελικό με την Βραζιλία, αλλά έπαιξα τ' άλλα δύο παιχνίδι». (γέλια)
Ο Καραπιάλης ήταν κάτι ιδιαίτερο;
«Βέβαια, φοβερός ποδοσφαιριστής κι αν ήταν και λίγο καλύτερος αθλητής θα ήταν ακόμα μεγαλύτερος ποδοσφαιριστης. Όμως, δεν μπορείς να τα συνδυάσεις όλα».
«Σ' ένα ματς ο Αλκέτας είχε πει για εμένα: "Αυτόν θα τον βάλω στον τελικό με την Βραζιλία"»
«Αρνήθηκα την ΑΕΚ, αλλά δεν το εκτίμησε τότε η διοίκηση του Κόκκαλη»
Τα ευρωπαϊκά ματς πώς τα θυμάστε;
«Πολλά ματς, ωραία ματς... Και καλές εποχές. Μου έχει μείνει ο τελικός Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό, αυτό που σου είπα με τον Μπατσινίλα, που πήγαμε στα πέναλτι, το έχασε ο Σαργκάνης ο αείμνηστος. Τον είχα πετύχει πέρυσι και του είπα στην πλάκα: "Ρε αλήτη εσύ μου είχες πιάσει το πέναλτι;"».
Πλάκες ποιος έκανε;
«Ήταν πολλοί... Οι ωραίες ιστορίες ήταν αυτές με τον Αλέφαντο, όπως αυτή που είπα. Οι πιο πολλές δεν είναι για να τις δημοσιοποιούμε».
Στον Ολυμπιακό φύγατε τη χρονιά...
«Με Διαμαντόπουλο. Μας έφεραν έναν Βούλγαρο, τον Κρεμενλίεφ... Τη θέση μου για τρία χρόνια δεν μπορούσαν να την αντικαταστήσουν. Μετά έφεραν τον Μπάντοβιτς. Ο μόνος που την κάλυψε και μάλιστα πολύ καλά ήταν ο Μαυρογενίδης. Φοβερός, πολύ δυνατός ποδοσφαιριστής».
Από τον Ολυμπιακό φύγατε καλά;
Εγώ είχα 5ετία, στην 5ετία μού έκανε πρόταση η ΑΕΚ, έμεινα στον Ολυμπιακό και μετά η ίδια διοίκηση μού είπε με τον τρόπο της "ευχαριστώ γεια σου"».
Διοίκηση Κόκκαλη;
«Ναι, Κόκκαλη. Μου έκαναν μια πρόταση για 6 μήνες 1.000.000 δραχμές το χρόνο, που έπρεπε να πάρω ένα ποσό τουλάχιστον 50.000.000 ευρώ, ήταν γελοία η πρόταση. Δεν ήξερα ότι το επόμενο καλοκαίρι θα ερχόταν ο Μπάγεβιτς, αν το ήξερα μπορεί να την δεχόμουν. Και για 6 μήνες δεν έκανα τίποτα. Μιλάμε για τίποτα. Σηκώθηκα κι έφυγα και πήγα στη Γερμανία».
Από τον Ολυμπιακό ήξεραν ότι αρνηθήκατε την ΑΕΚ;
«Βέβαια το ήξεραν. Μου έλεγαν: Ό,τι σου πουν θα πάρεις παραπάνω, αλλά τους είπα: "Ευχαριστώ πολύ θα μείνω". Όμως, δεν το εκτίμησαν. Και μην με ρωτήσεις "αν πήγαινες στην ΑΕΚ..."».
Εσείς ήσασταν στα ονόματα που έκαναν τη διαφορά τότε.
«Κοίταξε να δεις, με είχαν ψηφίσει αρχηγό. Όμως αποφασίστηκε ξαφνικά ότι το αρχηγιλίκι θα το αφήσουμε στον πρόεδρο κι εκείνος θα όριζε τον αρχηγό. Ήταν γελοίο αυτό, γιατί στον εσωτερικό κανονισμό που ήταν 40 σελίδες, στη 1,5 σελίδα ήταν τα δικαιώματα των παικτών. Στα δικαιώματά μας ήταν να διαπραγματευτούμε το πριμ μας και να ψηφίσουμε αρχηγό. Κι αυτό το αφήσαμε στον πρόεδρο. Ε, εκείνος επέλεξε τα δικά του παιδιά».
Μετά τον Ολυμπιακό, λοιπόν;
«Μετά τον Ολυμπιακό πήγα στη Γερμανία, δεν έβρισκα ομάδα κι έκανα προπονήσεις με την Μπάγερ Λεβερκούζεν. Είχε έρθει ο παλιός μου προπονητής κι εκείνος ο μάνατζερ με τους οποίους μεγάλωσα μαζί τους. Εκανα 6 μήνες προπονήσεις εκεί, μετά ήταν να πάω στην Κορέα, δεν έγινε η μεταγραφή τότε και μετά είχα συμφωνήσει με το Βούπερταλ να παίξω Γ' Εθνική.
Η πρώην γυναίκα μου όμως δεν ήθελε να πάει στη Γερμανία, ήθελε Ελλάδα κι έτσι πήρα τον Γιάννη Γούναρη τηλέφωνο που ήταν στην Καστοριά. Εκεί έφαγα σφαλιάρα και μετά από μισό χρόνο πήγα στον Ηρακλή. Εκεί έφαγα την επόμενη σφαλιάρα».
Εννοείτε οικονομική σφαλιάρα;
«Βέβαια, στην Καστοριά μπήκα μέσα, ήταν καταστροφή. Δεν πληρώθηκα καθόλου, μετά έγινε μια διαπραγμάτευση και από τα 16 εκατ. που μου χρωστούσαν, μου είπαν ότι θα μου δώσει τα 3. Τους πήγα στα δικαστήρια και τελικά δεν πήρα τίποτα, γιατί με δικαίωσε το δικαστήριο, αλλά δεν μου έβαλαν τίποτα. Επεσαν κατηγορία και διαγράφηκαν τα χρέη».
Με τον Ηρακλή;
«Είχα κάνει μια συμφωνία και μου έφαγαν 5 εκατ. Ο μόνος που ήταν κύριος ήταν ο πρόεδρος της Βέροιας, τα πήρα καθυστερημένα, αλλά τα πήρα».
Και το κεφάλαιο ποδόσφαιρο πώς κλείνει;
«Στην ουσία δεν έχει κλείσει. Ασχολούμαι, παίζω και στη Γερμανία και στην Ελλάδα με τους παλαίμαχους. Το μόνο, επειδή θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα πρέπει να κοιτάξω με τι θα ασχοληθώ, γιατί τη δουλειά που εξασκώ στη Γερμανία δύσκολα θα την βρω κι εδώ. Ετσι, θα πρέπει να δω τι θα μπορέσω να κάνω στο ποδόσφαιρο εδώ».
Ενα σχόλιο για την ομάδα του Ολυμπιακού τώρα με το επίτευγμα που πέτυχε η ομάδα με τον Μαρινάκη;
«Κοίταξε να δεις, αυτό που έγινε το καλοκαίρι με το Conference League, που όλοι το λένε Μίλκο Καπ, η Ελλάδα ακούστηκε πανευρωπαϊκά».
Ο Μαρινάκης έχει αλλάξει τον Ολυμπιακό επίπεδο;
«Σίγουρα, αλλά το μόνο που δεν μου αρέσει είναι όταν παίζουν ξένοι που δεν αξίζουν κι όχι ένα Ελληνάκι. Αυτή είναι η δική μου άποψη».