ΜακΓκόβερν στο Gazzetta: «Ο Μαρινάκης είναι ο ιδανικός ιδιοκτήτης αν είσαι προπονητής»
Ο Τζον ΜακΓκόβερν, θρυλικός αρχηγός της Νότιγχαμ Φόρεστ του Μπράιν Κλαφ και κάτοχος δύο Κυπέλλων Πρωταθλητριών Ευρώπης, μιλάει στο Gazzetta για το παρόν και το παρελθόν του ιστορικού κλαμπ.
Ο αγώνας με τη Λίβερπουλ ήταν προγραμματισμένος να ξεκινήσει στις 20.00 ώρα Αγγλίας. Τρεις ώρες πριν τη σέντρα, οι άνθρωποι της Νότιγχαμ Φόρεστ εργάζονταν πυρετωδώς και οι τριγύρω παμπ ήταν ήδη γεμάτες με κόκκινες φανέλες και δεντράκια στο στήθος. Η πιο κοντινή στην πλευρά του “Peter Taylor Stand” (σ.σ πήρε το όνομά της από το δεξί χέρι του Μπράιαν Κλαφ και αφανή ήρωα των θριάμβων), στο ύψος της μπουτίκ του συλλόγου, είχε βγάλει στην αυλή ηχεία και D.J, στήνοντας από νωρίς ένα μεγάλο πάρτι.
Και πώς να γινόταν αλλιώς; Η Φόρεστ ετοιμαζόταν για ένα ματς γεμάτο ιστορία, έτοιμη να κοιτάξει στα μάτια έναν πανίσχυρο αντίπαλο. Στο γήπεδο εκείνη την ώρα βρίσκονταν μια χούφτα δημοσιογράφοι και στην υποδοχή του City Ground είχε ήδη φτάσει o Τζον ΜακΓκόβερν. Πρεσβευτής του συλλόγου πλέον, παρατηρούσε όσα γίνονται με ένα μόνιμο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του.
Ο ΜακΓκόβερν αποτελεί ένα όνομα που έχει συνδεθεί άρρηκτα με τη χρυσή εποχή της Νότιγχαμ Φόρεστ. Ως αρχηγός της θρυλικής ομάδας του Μπράιαν Κλαφ, του προπονητή που άλλαξε ολόκληρη την ιστορία των Tricky Trees και του αγγλικού ποδοσφαίρου, ο ΜακΓκόβερν αντανακλούσε τον χαρακτήρα και την ταυτότητα της ομάδας. Παρότι δεν ήταν ο πιο θεαματικός παίκτης στο γήπεδο, η ικανότητά του να καθοδηγεί την ομάδα σε κρίσιμες στιγμές και να προσφέρει ισορροπία στο παιχνίδι ήταν ανεκτίμητη.
Στον Μπράιαν Κλαφ, το άγαλμα του οποίου στέκεται αγέρωχο στο κέντρο του Νότιγχαμ, δεν άρεσαν οι ήρωες και οι βεντέτες. Ήθελε ποδοσφαιριστές-εργάτες, που θα ακολουθούσαν τις οδηγίες του. Πάνω από όλα, ήθελε παίκτες οι οποίοι θα απέδιδαν στα όρια των ικανοτήτων τους σε κάθε ματς. Ο Τζον ΜακΓκόβερν ήταν ο ιδανικός. Αφοσιωμένος όσο κανείς, σε μια εποχή όπου οι περισπασμοί ήταν πολλοί. Πάντα ευσυνείδητος, ευγενικός, περιποιημένος (ήταν κόλλημα του προπονητή!), δουλευταράς. Έμενε περισσότερο από τους υπόλοιπους στις προπονήσεις, η αθλητικότητα και η αντοχή του ήταν δουλεμένες στην εντέλεια. Ένα εκ γενετής μυϊκό ζήτημα έκανε τον τρόπο που έτρεχε λίγο αστείο, με αποτέλεσμα ο κόσμος να θεωρεί το στιλ του άκρως... αντιποδοσφαιρικό. Ο Κλαφ, όμως, που τον ήξερε από τα παιδικά του χρόνια, τον απέκτησε τέσσερις φορές μέσα σε δέκα χρόνια και όταν τον πήρε στη Φόρεστ τόνισε ότι το έκανε «για να μάθει στους άλλους πως να παίζουν».
Η μεγαλύτερη επιτυχία του ΜακΓκόβερν και της Φόρεστ ήρθε τη σεζόν 1978-1979, όταν κατέκτησαν το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, νικώντας τη Μάλμε στον τελικό. Το επίτευγμα αυτό δεν ήταν απλώς μια νίκη. Ήταν η απόδειξη της ανωτερότητας μιας ομάδας που στηριζόταν στην αφοσίωση, την ομαδικότητα και την τακτική ευφυΐα. Το Νότιγχαμ, φημισμένο για την ιστορία του ως “Rebel City” είχε και πάλι τους νέους του επαναστάτες. Δεν κρατούσαν τόξο ή σπαθί, αλλά κλοτσούσαν την μπάλα και έφεραν στο στήθος το δεντράκι. Το κατόρθωμα επαναλήφθηκε την επόμενη χρονιά, όταν η Φόρεστ κατέκτησε και πάλι το τρόπαιο, αυτή τη φορά απέναντι στο Αμβούργο. Είχε πλέον γράψει τη δική της, ξεχωριστή ιστορία στο ποδόσφαιρο.
Το “Rebel City” ακούγεται ξανά στο Νότιγχαμ για ποδοσφαιρικούς λόγους. Το ποδόσφαιρο πια είναι διαφορετικό παιχνίδι από τότε, όμως η Φόρεστ έχει καταφέρει με την μέχρι στιγμής πορεία της να καταπλήξει όλη την Premier League.
Ο Τζον ΜακΓκόβερν μάς μίλησε για όλα όσα συμβαίνουν πλέον στην πόλη του Ρομπέν των Δασών, αναφέρθηκε στον Βαγγέλη Μαρινάκη, στον ενθουσιασμό και τη νοοτροπία που επικρατεί στο σύλλογο, ενώ θυμήθηκε και μια ιστορία από τον Μπράιαν Κλαφ.
«Ο Μαρινάκης προφανώς θα ήθελε ευρωπαϊκό τίτλο και στην Αγγλία»
Kύριε ΜακΓκόβερν, είμαστε εδώ, στο City Ground, για το παιχνίδι εναντίον της Λίβερπουλ. Ποιος θα περίμενε στην αρχή της σεζόν ότι η Λίβερπουλ θα ήταν πρώτη και η Νότιγχαμ τρίτη σ' αυτό το σημείο της χρονιάς;
«Πραγματικά, νομίζω ότι όλοι είναι έκπληκτοι. Ίσως όχι τόσο για τη Λίβερπουλ, αλλά σίγουρα για τη Νότιγχαμ Φόρεστ. Ξεκινήσαμε τη σεζόν αρκετά καλά και καταφέραμε να διατηρήσουμε ένα πολύ υψηλό επίπεδο, κάτι που έχει εκπλήξει αρκετούς».
Πώς το ζει η πόλη αυτό; Δηλαδή, σκέφτονται ότι μπορούν να κάνουν κάτι σαν τη Λέστερ ή είναι πολύ νωρίς ακόμα;
«Νομίζω ότι είναι λίγο νωρίς για να πούμε πού θα τερματίσουμε στο τέλος της σεζόν. Αλλά, έχοντας πει αυτό, έχουμε υπάρξει πολύ, πολύ συνεπείς, και προφανώς αυτό είναι κάτι που θα προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε για το υπόλοιπο της σεζόν».
Ποια είναι τα μυστικά πίσω από αυτό; Είναι η διοίκηση, οι παίκτες, η δομή, ο προπονητής; Όλα μαζί;
«Νομίζω ότι διατρέχει όλον τον σύλλογο. Ξεκινάει από τον πολύ φιλόδοξο ιδιοκτήτη μας, τον κύριο Μαρινάκη. Και μετά, φυσικά, ο Νούνο, ο προπονητής μας, έχει κάνει καλή δουλειά με την προσθήκη κάποιων παικτών στο ρόστερ. Τους έχει ενσωματώσει στην ομάδα και πλέον όποιος μπαίνει στον οργανισμό ξέρει ότι όλοι όσοι βρίσκονται εκεί δουλεύουν σκληρά, δουλεύουν για τους συμπαίκτες τους. Έτσι, ο ενθουσιασμός και η πίστη σε αυτό που κάνουν μεγαλώνει όσο προχωράει η σεζόν.
Μιλήσατε για τον κύριο Μαρινάκη. Ποια είναι η άποψη γι’ αυτόν στην πόλη; Ακούω παντού γι' αυτή τη φιλοδοξία που έχει εμφυσήσει, στην οποία αναφερθήκατε κι εσείς και είναι ένας διοικητικός ηγέτης που σίγουρα ξέρει πώς να κατακτά πρωταθλήματα.
«Λοιπόν, το έχει ήδη καταφέρει στην Ελλάδα με τον Ολυμπιακό. Έχουν κερδίσει ένα ευρωπαϊκό τουρνουά και, προφανώς, θα ήθελε να το επαναλάβει σε αυτή τη χώρα. Είναι πάντα πολύ θετικός. Όπως είπα, είναι ο ιδανικός ιδιοκτήτης αν είσαι προπονητής για να δουλέψεις μαζί του, γιατί θέλει την επιτυχία όσο και όλοι οι υπόλοιποι. Είμαστε πολύ ευγνώμονες που βρίσκεται στον σύλλογο. Έχει κάνει φανταστική δουλειά. Ο Νούνο έχει κάνει επίσης φανταστική δουλειά. Και αυτή τη στιγμή, οι παίκτες απολαμβάνουν αυτό που κάνουν».
«Βλέπω στις προπονήσεις ότι το απολαμβάνουν»
Το βιώνετε αυτό, ότι οι παίκτες το απολαμβάνουν;
«Ναι, πηγαίνω και τους βλέπω να προπονούνται κάθε μέρα. Και μπορείς να καταλάβεις στις προπονήσεις ότι απολαμβάνουν αυτό που κάνουν. Και αν απολαμβάνουν αυτό που κάνουν, τότε είναι πιο ήρεμοι απ' ό,τι όταν ήμασταν πιο κοντά στην άλλη πλευρά του βαθμολογικού πίνακα, την περασμένη σεζόν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, πιστεύω».
Ποιοι θεωρείτε ότι είναι οι MVPs της φετινής χρονιάς;
«Νομίζω ότι διαφέρει από εβδομάδα σε εβδομάδα. Προφανώς, συνήθως είναι οι επιθετικοί. Αν έχεις έναν επιθετικό που σκοράρει γκολ, τότε θα είναι ο αγαπημένος των φιλάθλων και ο αγαπημένος όλων εκείνη τη στιγμή».
Μεγάλη σημασία έχει, όμως, και η θέση του τερματοφύλακα.
«Όλοι γνωρίζουν, νομίζω, ότι στο ποδόσφαιρο οι δύο πιο σημαντικές θέσεις είναι ο τερματοφύλακας και ο επιθετικός. Αν έχεις έναν φανταστικό επιθετικό και έναν φανταστικό τερματοφύλακα, τότε αυτές είναι οι δύο πιο δύσκολες θέσεις να καλύψεις σε περίπτωση που υπάρξουν τραυματισμοί. Προφανώς, στις άλλες θέσεις του γηπέδου, όλοι συμμετέχουν και κάνουν τη διαφορά».
Η μυθική ατάκα του Μπράιαν Κλαφ
Μιλώντας για εκείνη την εποχή, στην ομάδα είχατε τον Πίτερ Σίλτον στη θέση του τερματοφύλακα. Ήταν μια μεταγραφή που βοήθησε στην αλλαγή της νοοτροπίας του συνόλου.
«Φυσικά, ο Πίτερ Σίλτον ήταν ένας φανταστικός τερματοφύλακας και κατείχε το ρεκόρ συμμετοχών στην εθνική ομάδα της Αγγλίας. Αυτό από μόνο του ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Στην επίθεση, είχαμε παίκτες όπως ο Γκάρι Μπέρτλς και ο Τόνι Γούντκοκ, αλλά διαθέταμε επίσης τον Τζον Ρόμπερτσον, που έπαιζε στην αριστερή πτέρυγα. Ήταν ο πιο σταθερός και επικίνδυνος παίκτης για τις άμυνες της πρώτης κατηγορίας εκείνης της εποχής. Θυμίζω ότι δεν υπήρχε η Premier League τότε, ήταν η Πρώτη Κατηγορία. Ο Τζον Ρόμπερτσον μπορούσε να ξεπεράσει οποιονδήποτε αμυντικό, να σκοράρει αλλά και να δημιουργεί ευκαιρίες για τους συμπαίκτες του. Από την άλλη, ο Πίτερ Σίλτον ήταν ο τερματοφύλακας της εθνικής Αγγλίας και αγωνιζόταν εξαιρετικά. Αυτοί οι παράγοντες μας έδωσαν αυτοπεποίθηση και αποτέλεσαν τη βάση για να ξεκινήσουμε καλά όταν προβιβαστήκαμε, όπως και αυτή τη σεζόν που βλέπουμε τους παίκτες να έχουν επιπλέον αυτοπεποίθηση και πίστη, κάτι που είναι απολύτως απαραίτητο για να συνεχίσουν να έχουν αποτελέσματα».
Πείτε μας μια προσωπική ιστορία για τον Μπράιαν Κλαφ, κάτι που σας έρχεται αυτόματα στο μυαλό.
«Ο Μπράιαν Κλαφ ήταν ένας πολύ απαιτητικός προπονητής, αλλά ένα από τα πράγματα που δεν ανεχόταν ήταν παίκτες που δεν έδιναν το 100%. Μου είχε πει κάποτε: "Έκανες μια κούρσα 50 μέτρων για να βοηθήσεις την άμυνα, και μετά έκανες άλλη μια 50 μέτρων για να βοηθήσεις την επίθεση. Έτρεξες πολύ, αλλά έδειχνες σαν να πεθαίνεις". Και πρόσθεσε: "Αν πρόκειται να πεθάνεις, γύρνα πίσω στην άμυνα, σταμάτα την αντίπαλη ομάδα από το να σκοράρει και πέθανε εκεί. Έτσι θα ωφελήσεις την ομάδα!"».
Eίχε πει επίσης ότι «η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα» και νομίζω ότι είναι μια ρήση που πρέπει πάντα να έχουν στο νου τους όλοι στο ποδόσφαιρο.
«Συμφωνώ, παρατηρούμε κάτι παρόμοιο αυτή την εποχή».
«Ξέρουμε ότι στο ποδόσφαιρο όλα μπορούν να συμβούν»
Πέρυσι, η Νότιγχαμ Φόρεστ κατάφερε να παραμείνει στην Premier League. Φέτος φαίνεται ότι προσπαθεί για κάτι σαφώς καλύτερο. Πιστεύετε ότι οι δύο προηγούμενες χρονιές, στις οποίες κατάφερε να επιβιώσει στην κατηγορία, ήταν κρίσιμες για τη συνέχεια και την εξέλιξη της ομάδας;
«Κάποιες φορές χρειάζεται χρόνος για να προσαρμοστείς. Είναι όπως ο Γκάρι Μπέρτλς, ο επιθετικός μας, που όταν έφυγε από τη Νότιγχαμ Φόρεστ για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, έκανε κινήσεις για να δεχτεί πάσα μπροστά από το τέρμα, αλλά στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν του έδιναν πάντα την μπάλα εκεί. Στη Νότιγχαμ Φόρεστ, όταν έκανε μια καλή κίνηση στη μεγάλη περιοχή, η μπάλα έφτανε αυτόματα σε αυτόν και είχε ευκαιρία να σκοράρει. Όταν αλλάζεις ομάδα, ο τρόπος παιχνιδιού και οι τακτικές μπορεί να είναι ελαφρώς διαφορετικές. Έτσι, μερικές φορές χρειάζονται τρία ή τέσσερα παιχνίδια για να προσαρμοστείς. Κάτι αντίστοιχο χρειάζεται με τις ομάδες. Αν η ομάδα είναι κοντά στην κορυφή της βαθμολογίας, είναι ευκολότερο. Αν όμως είναι κοντά στον πάτο της βαθμολογίας, τότε είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις και να πετύχεις άμεσα».
Την τελευταία φορά που βρέθηκα στο City Ground, περίπου δέκα χρόνια πριν, οι φίλαθλοι της Φόρεστ ζούσαν στο παρελθόν, με τις επιτυχίες του παρελθόντος. Πιστεύετε ότι πλέον ζούμε την εποχή που δημιουργούνται νέες αναμνήσεις;
«Μιλάω με κάποιους φιλάθλους, και μου λένε: "Ο παππούς μου ερχόταν να σε δει να παίζεις". Ο παππούς τους, κάτι που δείχνει πόσο μεγάλος είμαι! Είμαι 75 χρονών, οπότε έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έπαιζα. Αλλά είναι ωραίο να βλέπεις την ομάδα να παίζει καλά, να έχει σταθερότητα και να απολαμβάνει το παιχνίδι της. Αν καταφέρουμε να παραμείνουμε κοντά στην κορυφή της βαθμολογίας, θα είναι μια φανταστική σεζόν. Δεν μπορούμε να περιμένουμε να κατακτήσουμε πρωταθλήματα ή κύπελλα μόνο λόγω της βελτίωσης που έχουμε δει στο πρώτο μισό της χρονιάς. Η σεζόν είναι μεγάλη, υπάρχουν πολλά παιχνίδια και βαθμοί που παίζονται. Αλλά αν διατηρήσουμε τη σωστή νοοτροπία και ο προπονητής συνεχίσει να δουλεύει τόσο καλά, ξέρουμε ότι στο ποδόσφαιρο όλα μπορούν να συμβούν».