Λουίς Φίγκο: Συνώνυμο του μίσους...
Δεν θα βρεθεί κανείς να αμφισβητήσει πως πρόκειται για έναν απ' τους καλύτερους Ευρωπαίους εξτρέμ -τουλάχιστον- της δεκαετίας των '00s. Ταυτόχρονα, συνδέθηκε με τη «σοβαρότερη» ίσως επιλογή που μπορεί να κάνει ποδοσφαιριστής, να βγάλει από πάνω του τη φανέλα της Μπαρτσελόνα και να φορέσει αυτή της Ρεάλ Μαδρίτης και να γίνει μια για πάντα «αυτός», ανεξάρτητα απ' τα γκολ και τις – πολλές- διακρίσεις.
«Αστέρι» μονομιάς
Μοναχοπαίδι μιας οικογένειας που δεν τα έβγαζε άνετα πέρα με τα οικονομικά της, ο Φίγκο μεγάλωσε στην εργατική συνοικία της Λισαβόνας, Αλμάδα. Εκεί ξεκίνησε να κλωτσά μπάλες στις αλάνες. Η Παστίλιας ήταν η πρώτη του ποδοσφαιρική ομάδα μέχρι τα 11 που τον δέχθηκαν στις ακαδημίες της Σπόρτινγκ Λισαβόνας.
Εκεί ξεδίπλωσε το ταλέντο του και βρέθηκε γρήγορα στην πρώτη ομάδα, αφού ξεχώριζε απ' τους συνομήλικους του. Στα 18 του (1/4/90) πραγματοποίησε το ντεμπούτο του απέναντι στη Μαρίτιμο, στα 19 του (7/12/91) έβαλε το πρώτο του γκολ, κόντρα στην Τορεένσε, την ίδια χρονιά που έγινε διεθνής με την Εθνική Πορτογαλίας. Φάνηκε πως δεν ήταν άλλο ένα ταλαντούχο Πορτογαλάκι, και με 16 γκολ και 137 συμμετοχές μέχρι το 1995, έδειξε πως το ταβάνι του περνάει κατά πολύ το Κύπελλο Πορτογαλίας (1995) που κατέκτησε με τα «ασπροπράσινα» της Σπόρτινγκ.
Παραλίγο Μέιν Ρόουντ, τελικά Καμπ Νόου
Ίσως κάποιος να σκέφτεται πως ο Φίγκο ανήκει στους παρεξηγημένους. Είναι πάντως δύσκολο να αποτελεί σύμπτωση πως από νωρίς στην καριέρα του αντιμετώπιζε προβλήματα σχετικά με το που πρέπει να βάζει την υπογραφή του! Τον Ιανουάριο του 1995 λοιπόν, Γιουβέντους και Πάρμα φτάνουν στα δικαστήρια για τα... μάτια του, καθώς είχε υπογράψει συμβόλαιο και με τις δυο! Του επιβλήθηκε ποινή απαγόρευσης μεταγραφής σε ιταλικό σύλλογο για δυο χρόνια και ο Γιόχαν Κρόιφ βρέθηκε στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή.
Αφού έκρινε πως... παραέχει ταλέντο για να μην παίζει στο υψηλότερο επίπεδο, πλήρωσε τη ρήτρα των 2.25 εκατ. λιρών και τον άφησε δανεικό στη Σπόρτινγκ μέχρι το τέλος της χρονιάς, αφού τότε υπήρχε κανονισμός που απαγόρευε στους Πορτογάλους παίκτες σε ξένο σύλλογο στα μέσα της σεζόν. Τα λεφτά που προσέφερε ο Ολλανδός ήταν περισσότερα απ' αυτά της Μάνσεστερ Σίτι, στην οποία τον «προξένευε» ο πρώην προπονητής του στα «λιοντάρια», Μάλκολμ Άλισον.
Το καλοκαίρι του 1995 τον βρήκε λοιπόν στη Βαρκελώνη, όπου ήρθε και η εκτόξευση του Φίγκο. Εκεί βρήκε τον Ρονάλντο, ενώ λίγο καιρό μετά ήρθε ο Ριβάλντο και ο Κλάιφερτ, με τους οποίους δημιούργησε μια επιθετική γράμμη - «φαντασίωση». Όσον αφορά τα τρόπαια, εν αρχή ην το Σούπερ Καπ Ισπανίας το 1996, το – τότε- Κύπελλο ΟΥΕΦΑ 1997, το Σούπερ Καπ την ίδια χρονιά, το ντάμπλ την επόμενη σεζόν ('97-'98) και το στέμμα του πρωταθλητή την επόμενη ('98 – '99). Ταυτόχρονα η παρουσία του στη Βαρκελώνη τον έκανε ίνδαλμα στα μάτια των οπαδών των «μπλαουγκράνα», απ' τους οποίους λατρεύτηκε περισσότερο απ' ότι οι Καταλανοί παίκτες - «σύμβολα», όπως ο Πεπ Γουαρδιόλα.
Συνολικά με τη Μπαρτσελόνα έπαιξε σε 172 αγώνες και σκόραρε 30 φορές. Είχε εξελιχθεί σε βασική μονάδα μιας ομάδας που ανεξαρτήτως προπονητή (Κρόιφ, Ρέξακ, Ρόμπσον, Φαν Χάαλ) πρωταγωνιστούσε σε Ισπανία και Ευρώπη, ενώ ο ίδιος είχε καθιερωθεί ως ένας απ' τους κορυφαίους παίκτες των ευρωπαϊκών γηπέδων.
H μέρα που διέβη το Ρουβίκωνα
Η φιλοδοξία όμως τρέφεται πάντα με το κάτι παραπάνω. Είτε αυτό είναι τίτλοι, λεφτά (εδώ χωρά τεράστια κουβέντα για τη θέση στην οποία τα τοποθέτησε ο Πορτογάλος στην προσπάθεια του να νιώσει πλήρης), είτε να δοκιμάσει τα πάντα και να δει που μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα. Ο Φίγκο κατέκτησε τη «Χρυσή Μπάλα» στα τέλη του 2000, κυρίως για όσα κατάφερε στη Βαρκελώνη, όμως αυτό δεν φάνηκε αρκετό για να αγαπήσει τα χρώματα της όσο θα περίμεναν άπαντες, αντίστοιχα με το πόσο αγαπήθηκε χάρη σ' αυτά.
Οι εκλογές της Ρεάλ Μαδρίτης το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς τον τοποθέτησαν ως βασικό πρωταγωνιστή σε μια ιστορία που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα θεωρείται απ' τους οπαδούς της Μπαρτσελόνα «σκάνδαλο». Ο ήρωας τους έγινε «persona non grata» και δεδομένων των συναισθημάτων λατρείας που έτρεφαν γι' αυτόν, δεν είναι περίεργο το πως έγινε απ' τους πιο μισητούς.
24 Ιουλίου 2000: ο Φίγκο παρουσιάζεται κι επίσημα απ’ τον Φλορεντίνο Πέρεθ. Βάζει πάνω του τα «μπλάνκο» της Ρεάλ Μαδρίτης, ποζάρει μπροστά στις κάμερες και γεννά μίσος (χωρίς εισαγωγικά) στους φανατικούς οπαδούς της Μπαρτσελόνα.
«Μας εξέπληξε όλους. Κανείς δεν το περίμενε, ούτε ο Γουαρδιόλα, που ήταν νονός της μιας κόρης του», αποκάλυψε ο τερματοφύλακας των «μπλαουγκράνα» εκείνη την εποχή, Αρμάου. «Στο άκουσμα της είδησης στα αποδυτήρια επικράτησε η απόλυτη σιγή. Έτσι είναι όμως η ζωή, έτσι και το ποδόσφαιρο. Κάποιος φεύγει, κάποιος άλλος έρχεται να τον αντικαταστήσει».
Προφανώς πολλοί δυσκολεύτηκαν να το δουν έτσι ψύχραιμα. Κανείς δεν μπορούσε να το κατανοήσει, σε κανενός τον νου δεν μπορούσε να «χωρέσει». Το δημοσίευμα πως η υπογραφή του Φίγκο ήταν το «λάφυρο» του νικητή των προεδρικών εκλογών στη Ρεάλ, Πέρεθ, και η φημολογία που αναπτύχθηκε, δεν βοήθησαν. Σύμφωνα με όσα ξεκίνησαν να γράφονται στις 6 Ιουλίου, ο Φίγκο είχε υπογράψει προσύμφωνο με τον Φλορεντίνο πως αν αυτός αναδεικνυόταν πρόεδρος της «βασίλισσας», ο Πορτογάλος θα γινόταν παίκτης της Ρεάλ. Ο Λορένθο Σανθ συνόδευε την συμπλήρωση 32 ετών στον προεδρικό θώκο με την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ και ήταν το απόλυτο φαβορί για τις εκλογές. Ο Πέρεθ έπρεπε να «τάξει» κάτι ακαταμάχητο στα μέλη του συλλόγου και η υπόσχεση για τους «galacticos» έπρεπε να φανεί πειστικά πως δεν ήταν προεκλογικά «φούμαρα».
Έτσι, σύμφωνα με το βιβλίο του Τζον Κάρλιν, «Λευκοί Άγγελοι», διοργάνωσε ένα γκάλοπ στο οποίο ρωτούσε τους οπαδούς των Μαδριλένων, ποιόν θα ήθελαν να δουν ντυμένο στα λευκά. Η απάντηση που επικράτησε ήταν «ο Φίγκο». Ο Πέρεθ το πήγε ένα «βήμα» παραπέρα: υποσχέθηκε πως αν εκλεγεί και αποτύχει να φέρει τον Πορτογάλο, θα πληρώσει την ετήσια συνδρομή των 83.967 μελών που ψήφισαν! Η ίντριγκα που δημιούργησε στη Μαδρίτη ήταν «τοξική», όπως την είχε χαρακτηρίσει ο δημοσιογράφος της «El Pais», Ντιέγκο Τόρες: «Ήταν η απόλυτη υπόσχεση- να καταστρέψει τη Μπαρτσελόνα με μια επιταγή! Εκείνη τη στιγμή, κανείς δεν ενδιαφερόταν για τον Λορένθο Σανθ και τα ευρωπαϊκά του τρόπαια»!
Ποιός αγαπάει ποιόν;
Ήταν η απόλυτη πρόκληση για τους οπαδούς της Ρεάλ, σύμφωνα με τον Τόρες: «Δεν ήθελαν τον Φίγκο για να τον αγαπήσουν. Ήθελαν να τον αγοράσουν για να κάνουν επίδειξη δύναμης. Κατά βάθος είχε τη μοίρα που έχουν πάντα οι προδότες. Κανείς δεν τους αγαπάει, όλοι τους αναγνωρίζουν πριν απ’ όλα αυτό τους το χαρακτηριστικό».
Έτσι, ο Φίγκο βρέθηκε ανάμεσα στην κόντρα δύο μεγεθών, που ουσιαστικά δεν αφορούσε τον ίδιο! Σίγουρα, η Ρεάλ θα πήγαινε να αγοράσει έναν απ’ τους καλύτερους παίκτες στην Ευρώπη και στο ρόστερ της Μπαρτσελόνα. Ήταν όμως αυτός στη θέση αυτή, πιθανότατα γιατί ήταν ο μόνος που δέχθηκε να ακούσει την πρόταση του Πέρεθ… Ο τελευταίος είχε ήδη τοποθετήσει τις δικλείδες του: υπήρχε ρήτρα που υποχρέωνε τον Φίγκο να πληρώσει 22 εκατ. λίρες αν νικούσε στις εκλογές κι εκείνος δεν υπέγραφε στη Ρεάλ, ενώ αν έχανε τις εκλογές, ο Πορτογάλος θα έπαιρνε 1.7 εκατ. λίρες. Ταυτόχρονα, ο Πέρεθ κατέθεσε 44 εκατ. λίρες στα ταμεία της Ρεάλ, που ήταν το παγκόσμιο ρεκόρ της εποχής για μεταγραφή παίκτη, τα οποία προοριζόταν για την αγορά του Φίγκο!
Αμέσως ο Φίγκο βγήκε να διαψεύσει την ύπαρξη προσυμφώνου, δίνοντας συνέντευξη στις διακοπές του: «Δεν είμαι αρκετά τρελός για να κάνω κάτι τέτοιο», δηλώνει στα μέσα Ιουλίου». Ταυτόχρονα πάντως ο μάνατζερ του, Ζοζέ Βέιγκα, ταξίδεψε στη Βαρκελώνη, ζητώντας ανανέωση και βελτίωση των όρων του συμβολαίου του με τη Μπαρτσελόνα, λέγοντας στον Ζοσέπ Μαρία Μινγκέλα, τον πρόεδρο της Μπαρτσελόνα, πως έχει πρόταση απ’ τη Ρεάλ.
Έπεσε όμως πάνω σε «τοίχο». Κανείς δεν του πρότεινε κάτι καλύτερο απ’ το ισχύον συμβόλαιο, κάτι που εν μέρει οφειλόταν στο γεγονός πως η Μπαρτσελόνα ήταν επίσης σε χρονιά εκλογών και κανείς δεν μπορούσε να πάρει τόσο σημαντικές οικονομικές αποφάσεις για την ομάδα. Ο Γκασπάρ, υποψήφιος πρόεδρος της καταλανικής ομάδας, δεσμεύτηκε στον Βέιγκα γι’ αυτό, όμως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από λόγια: ο Πέρεθ μιλούσε ήδη με χαρτιά και υπογραφές.
Τότε ο Σανθ βγήκε στην αντεπίθεση, κάνοντας ακόμα δυσκολότερη τη ζωή του Φίγκο. Σε προεκλογική συγκέντρωση, έδειξε ένα βίντεο με τον Φίγκο να βρίσκεται έξω απ’ το δημαρχείο της Βαρκελώνης, μετά την τελευταία κατάκτηση πρωταθλήματος το 1999, όπου με βαμμένα τα μαλλιά του μπλαουγκράνα φώναζε «κλάψτε μωρά με τα λευκά και προσκυνήστε τους πρωταθλητές!», για να «ερεθίσει» το θυμικό των «μαδριδίστας». Το κλίμα όμως δεν αναστράφηκε.
Στις 16 Ιουλίου ο Φλορεντίνο Πέρεθ κέρδισε τις εκλογές και ήταν ο νέος πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης. Έξι μέρες μετά, ο Γκασπάρ αναδείχθηκε πρόεδρος της Μπαρτσελόνα. Ο Φίγκο αμέσως επικοινώνησε απεγνωσμένα μαζί του, ικετεύοντας τον, σύμφωνα με τον πρώτο, να κάνει ό,τι μπορεί για να ακυρώσει τη μεταγραφή του στη Ρεάλ. Ο νέος πρόεδρος κλήθηκε στην πρώτη του μέρα στη «δουλειά» να λύσει έναν πολύ δύσκολο γρίφο: να αφήσει τον Φίγκο να πάει στη Ρεάλ ή να πληρώσει τη ρήτρα και να «κεράσει» τα εισιτήρια των θεατών των οπαδών της στο Μπερναμπέου;
Τότε ακούστηκαν διάφορα για το ρόλο του Βέιγκα, που τελικά ήταν αυτός που αποφάσισε για την τύχη της μεταγραφής, αφού ο Φίγκο «κρύφτηκε» και αρνήθηκε να αποφασίσει. Η κατάληξη ήταν η γνωστή…
«Φίλε, λυπάμαι, είσαι μόνος σου»...
Σχεδόν τρεις μήνες μετά, ο Φίγκο επέστρεψε στο Καμπ Νόου για το πρώτο «clasico» που θα βίωνε όντας πλέον απ' την άλλη όχθη του «ποταμού». Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να περιγραφεί αναλυτικά το κλίμα, ούτε δυσκολεύεται να το φανταστεί κανείς, αν αναλογιστεί ότι ένα ολοκληρο γήπεδο σχεδόν 100.000 ανθρώπων φώναζαν «Φίγκο, πέθανε»! Το καταλανικό Canal Plus τοποθέτησε αισθητήτες ήχου στο γήπεδο, καταγράφοντας υψηλότερα ντεσιμπέλ συγκριτικά με όλα τα νυχτερινά κλαμπ της πόλης εκείνο το βράδυ! Ο Φίγκο «βούλωνε» τα αυτιά του για να μην ακούει, ενώ τα κέρματα, τα κινητά, τούβλα και κάθε λογής αντικείμενα έπεφταν ασταμάτητα γύρω του.
Στα κόρνερ ο Μίτσελ Σαλγάδο είχε αποφασίσει να πηγαίνει κοντά στον Φίγκο για να εκτελεί γρήγορα με κοντινή πάσα προς αυτόν και να φεύγει σύντομα απ' το σημαιάκι. Μετά από τα πρώτα δυο-τρια κόρνερ, γύρισε στον Πορτογάλο και του είπε «φίλε ξέχνα το, είσαι μόνος σου πια»... Όπως αποκάλυψε έπειτα από καιρό ο Ισπανός, «δεν γινόταν διαφορετικά. Κάθε φορά που κερδίζαμε κόρνερ και ο Λουίς πήγαινε προς τα κει έπεφτε μέσα ότι μπορεί κανείς να φανταστεί. Κέρματα, γυαλιά, μαχαίρια, μέχρι και μπουκάλι ουίσκι, νομίζω J&B ή Johnnie Walker. Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα για μένα να μείνω μακριά»...
Ο Φίγκο έδειξε πιο ψύχραιμος, όσο περίεργο κι αν ακούγεται – και μάλλον απίθανό για να το πιστέψει κανείς: «Δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα η ατμόσφαιρα», δήλωνε στο «Bleacher Report». «Οι οπαδοί είναι άνθρωποι χωρίς γνώμη, μάζες που κατευθύνονται από άλλους. Έτσι και τότε, όλα μεγεθύνθηκαν και κατευθύνθηκαν απ’ τα media. Για μένα δεν έπαυε να είναι ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου και στο ποδόσφαιρο δεν πρέπει να ξεπερνώνται τα όρια. Το καταλαβαίνω πως υπάρχει αντιπαλότητα, όμως η βία είναι άλλο πράγμα. Ξέρω πως αν εκείνη τη μέρα μου συνέβαινε κάτι άσχημο, η πλειοψηφία θα μετάνιωνε για τη συμπεριφορά της».
Η ένταση κάνει την ιστορία μοναδική. Το μίσος δεν ξεχνιέται και οι πληγές μένουν χρόνια τώρα «αλατισμένες». Ενδεχομένως προκαλεί έκπληξη, όμως είναι η πραγματικότητα. Έτσι, τον περασμένο Ιούνιο ο Φίγκο τοποθετήθηκε απ’ την UEFA στην 11άδα των «θρύλων» της Μπαρτσελόνα που θα αγωνιζόταν μαζί με τους αντίστοιχους της Γιουβέντους απέναντι σε μια ομάδα All - Star, μια μέρα πριν τον τελικό «μπλαουγκράνα» και «μπιανκονέρι» στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Αλίμονο όμως αν ανεχόταν κανείς στη Βαρκελώνη να τον δουν ξανά στα χρώματα της ομάδας τους, ακόμα και για έναν αδιάφορο σκοπό… Διαμαρτυρήθηκαν άμεσα, με αποτέλεσμα η UEFA να αποσύρει το όνομα του απ’ τη σύνθεση των παλαίμαχων…
«Σούπερ» και στη Μαδρίτη
Κάθε άλλο παρά άσχημα τα κατάφερε πάντως και με τη φανέλα των Μαδριλένων. Στην πρώτη του χρονιά κατέκτησε το πρωτάθλημα Ισπανίας, σκοράροντας 14 φορές συνολικά. Το 2001 αναδείχθηκε επίσης καλύτερος παίκτης του κόσμου σε ψηφοφορία της FIFA, ενώ μετά την άφιξη του Ζινεντίν Ζιντάν εκείνο το καλοκαίρι και του Μπέκαμ και του Ρονάλντο στα χρόνια που ακολούθησαν, αποτέλεσε μέρος της ομάδας των «galacticos» που κόστισαν πάρα πολλά, κατέκτησαν λιγότερα (2 πρωταθλήματα, 1 Τσάμπιονς Λιγκ), αλλά σε κάθε περίπτωση έμειναν στην ιστορία.
Συνολικά έμεινε για πέντε σεζόν στη Μαδρίτη, αφήνοντας το στίγμα του με 38 γκολ σε 164 εμφανίσεις του με τη φανέλα της Ρεάλ. Χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 2013, αναδείχθηκε σε ψηφοφορία της Marca ως μέλος της καλύτερης 11άδας ξένων στην ιστορία της «βασίλισσας».
Δόξα στο Μιλάνο, πίκρα με την Εθνική
Με τον ίδιο να πατά τα 33 και το συμβόλαιο του να λήγει, το καλοκαίρι του 2005 ο Φίγκο υπέγραψε ως ελεύθερος στην Ίντερ και αγωνίστηκε στο Καμπιονάτο, έστω με καθυστέρηση 10 χρόνων, μετά την ιστορία του 1995 με τη Γιουβέντους και την Πάρμα.
Η παρουσία του με τα «νερατζούρο» συνέπεσε με τον υποβιβασμό της Γιουβέντους λόγω του σκανδάλου «Calciopolis», που άφησε πεδίο δόξης λαμπρό για την ομάδα του Ρομπέρτο Μαντσίνι (έως το 2008) και του Ζοζέ Μουρίνιο (έκτοτε και μέχρι το 2010). Τα συνεχόμενα πρωταθλήματα, σε κάθε έναν χρόνο παρουσίας του στο «Μεάτσα» οδήγησαν την καριέρα του σε έναν θριαμβευτικό επίλογο το 2009, όπου τιμήθηκε με το περιβραχιόνιο του αρχηγού και γνώρισε την αποθέωση απ' τους τιφόζι της Ίντερ στον ύστατο αγώνα με την Αταλάντα. Για λίγο καιρό μετά ανέλαβε διοικητικό πόστο στην ομάδα, την οποία είδε την επόμενη σεζόν να νικά τη Μπάγερν Μονάχου με 2-0 στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ στο Μπερναμπέου (αφού είχε αποκλείσει τη Μπαρτσελόνα στα προημιτελικά) και να κατακτά το τρόπαιο.
Κι αν σε επίπεδο συλλόγων διέπρεψε, η Εθνική ήταν η «αχίλλειος πτέρνα» μιας πετυχημένης καριέρας. Παρότι κατέκτησε ουκ ολίγα με τις μικρές εθνικές ομάδες των Ιβήρων (EURO 1989 με την U-17, Μουντιάλ 1991 με την U-20), η παρουσία του στην Εθνική Ανδρών δεν συνοδεύτηκε από κάποια μεγάλη επιτυχία. Το 2004 το σκηνικό έμοιαζε ιδανικό, με τον τελικό στο Ντα Λουζ, όμως ο Χαριστέας και η ομάδα του Ότο Ρεχάγκελ του στέρησε τον μόνο μεγάλο τίτλο που του έλειψε...
Με τη φανέλα της Εθνικής Πορτογαλίας πάντως έγραψε τη δικιά του ιστορία, αφού την οδήγησε ως αρχηγός στο Μουντιάλ της Γερμανίας το 2006, ενώ σκόραρε 34 φορές σε 127 αγώνες.
Προεδριλίκια!
Έχοντας δει τα πάντα ως ποδοσφαιριστής, η φιλοδοξία του τον «πρόσταξε» να διευθύνει το ποδόσφαιρο απ' την ανώτατη διοικητική θέση παγκοσμίως, ως πρόεδρος της FIFA.
Τον Ιανουάριο του 2015 ανακοίνωσε την πρόθεση του να είναι υποψήφιος απέναντι στον Σεπ Μπλάτερ στις εκλογές του Μαΐου. Με την ανοιχτή υποστήριξη του Ζοζέ Μουρίνιο και του Ντέιβιντ Μπέκαμ, ανέπτυξε τις εξαγγελίες του για διεύρυνση της τελικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου σε 48 ομάδες, επένδυση στις υποδομές και στην ανάπτυξη του ποδοσφαίρου σε όλο τον κόσμο, στήριξη των ομοσπονδιών κ.α.
Τελικά το Μάιο, αφού κατάλαβε πως είναι αουτσάιντερ απέναντι στον Ελβετό και τον πρίγκηπα της Ιορδανίας Αλί Μπιν αλ-Χουσείν, απέσυρε την υποψηφιότητα του λέγοντας πως «δεν θέλει να βρεθεί σε θέση που θα κατέχει υπερβολική εξουσία»...
Η κόντρα με τον Μαραντόνα
Η απόφαση του Πορτογάλου το 2000 δεν ήταν κάτι που αφορούσε μόνο τη στιγμή. Σημάδεψε αυτόματα την πορεία και την υστεροφημία του σε τέτοιο βαθμό που κανείς, ποτέ, δεν θα μπορούσε να σταθεί αδιάφορος, ακόμα κι αν δεν ήταν οπαδός της «βασίλισσας» ή των Καταλανών.
Βέβαια, για τον Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν ακόμα ευκολότερο… Παλαίμαχοι πια κι οι δυο, έχοντας αναπτύξει μάλιστα μια ξεχωριστή… έφεση στα «football politics» και στην εμπλοκή τους στα διοικητικά κλιμάκια του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, δεν είναι απίθανό που «συγκρούστηκαν» με πρόσχημα το παρελθόν του Πορτογάλου. Έτσι, ο Αργεντινός «θρύλος» του παγκοσμίου ποδοσφαίρου και της Μπαρτσελόνα δεν δίστασε τον περασμένο Ιούνιο να τον αποκαλέσει «παντελώς αναξιόπιστο», όταν αναπτύχθηκαν φήμες που ήθελαν τον Φίγκο έτοιμο να διεκδικήσει την προεδρία της FIFA, μετά το «ξέσπασμα» του σκανδάλου χρηματισμού του Σεπ Μπλάτερ: «Παλιά τον σεβόμουν, όμως με τον καιρό συνειδητοποίησα πως ο λόγος του μετράει λιγότερο κι απ’ αυτόν του Μπερνάρντο, τον φίλο του Ζορό»! Ο Μπερνάρντο ήταν ο συνεργάτης του ήρωα των κινουμένων σχεδίων, που παρίστανε πως ήταν… κουφός και τυφλός, αποσπούσε τις απαραίτητες πληροφορίες προσεγγίζοντας τους εχθρούς του Ζορό και στη συνέχεια του τις αποκάλυπτε!
Ο Φίγκο σήκωσε το «γάντι», απαντώντας: «Σαν ποδοσφαιριστής, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα ήταν υπέροχος. Αυτή όμως είναι και η μόνη ανάμνηση απ’ αυτόν που θέλω να κρατήσω…»
Τι ψυχή θα παραδώσεις…
Κι αν πολλοί παίκτες έχουν επιλέξει να μετακινηθούν από μια ομάδα στο αντίπαλο δέος και να προκαλέσουν ακραίες αντίδραση των οπαδών που ένιωθαν προδομένοι, ο Φίγκο θα μπορούσε να είναι η επικεφαλίδα αυτής της «λίστας». Αρχικά γιατί επέλεξε μια μετακίνηση που ελάχιστοι τόλμησαν και δεύτερον γιατί το κίνητρο του δύσκολα πείθεται κανείς πως δεν ήταν κυρίως η… έγνοια του για τον τραπεζικό του λογαριασμό.
Ακόμη κι αν σκεφτεί κανείς πως, έστω την τελευταία στιγμή, μετάνιωσε και θέλησε να ανακαλέσει την απόφαση του, το γεγονός πως δέχθηκε να γίνει το «λάφυρο» του Φλορεντίνο Πέρεθ και της λαχτάρας του να σκορπίσει λεφτά για να φτιάξει μια υπερομάδα στη Μαδρίτη δεν συγχωρέθηκε ποτέ απ’ τους οπαδούς της Μπαρτσελόνα. Εκεί, άλλωστε, λατρεύτηκε και αποθεώθηκε, πήρε όσα θα ζητούσε ένας ξένος που μετατρέπεται σε «αστέρι» σε μια ομάδα και αποφάσισε να τα τινάξει στον «αέρα» και να φορέσει τα χρώματα που οι λάτρεις του αντιπαθούσαν μέχρι τα άκρα.
Τα ποδοσφαιρικά του επιτεύγματα είναι αδιαμφισβήτητα, η πορεία του όμως «επισκιάζεται» από μια ιστορική απόφαση. Είναι βέβαιο, πως ακόμα και τόσα χρόνια μετά, μια μέρα σαν τη σημερινή, αυτή των γενεθλίων του, ελάχιστοι στην Καταλονία θα είχαν μια όμορφη ευχή γι’ αυτόν…