Μάνος Χατζιδάκις: Ο γενναιόδωρος
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε και πέθανε με ένα σκοπό: Να σώσει τα όνειρα μας. Τους φοβισμένους πόθους και τα ανέμελα χαμόγελα μας. Τους στεναγμούς της μέρας και τα φευγάτα βλέμματα της νύχτας. Τα φιλιά που αναζητούσαν καταφύγιο και τον πόνο που κρύβαμε γιατί ντρεπόμασταν. Τις ζωντανές ζωγραφιές των παιδιών και τις μανάδες που στέκουν αγέρωχες στο πέρασμα των χρόνων μένοντας καθαρές από το σύννεφο της σκόνης. Τον έρωτα που σπαρταρούσε και περίμενε ένα ηλεκτροσόκ να ανανήψει. Τη μουσική του.
Ο κύριος Μάνος ήταν ξεχωριστός γιατί μας έδειξε την “Οδό Ονείρων”. Μας το πε κιόλας στον πρόλογο του ομώνυμου δίσκου:
Γεια σας
Ήρθα να σας δείξω ο ίδιος την Οδό Ονείρων. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας. Είναι, ας πούμε, ο δρόμος που κατοικούμε. Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός, μα κι απέραντα ευγενικός. Εχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες, πολλές ελπίδες και πολλή σιωπή. Κι όλα σκεπασμένα από ένα τρυφερό, μα κι αβάσταχτο ουρανό. Εδώ, σ' αυτό το δρόμο γεννιούνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών, ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με τ' ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί.
Όμως τη νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος κι όταν δεν ονειρεύονται, τραγουδούν.
Σε πρώτο πρόσωπο
Ποιος μπορεί να αφηγηθεί καλύτερα τη ζωή του εκτός από τον ίδιο. Ο Μ.Χ σε πρώτο πρόσωπο αποκαλύπτει τον πάμφωτο βίο του.
«Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνιση μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη και ο πατέρας μου απ' τη Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός από τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου τη λεγόμενη ευρωπαϊκή, φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
»Άρχισα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα, ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και τη ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργαστήριο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του “Βυζαντίου” και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στη κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήταν τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα από τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι, δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ό,τι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.
»Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ’ ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.
»Το ΄66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς- ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το ΄72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του ΄74, όπου και το κλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων- μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.
»Από το ΄75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα τη λέγαμε, για την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ’ έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ’ ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί, σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννηση τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα».
Ρεμπέτικο, το πιο ακριβό δώρο του Μ.Χ
Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Χατζιδάκι στην πολιτιστική μας κληρονομιά δεν είναι το έργο του. Όσο προκλητικό και παράδοξο κι αν ακούγεται. Το πιο ακριβό δώρο του Μ.Χ είναι το ρεμπέτικο. Η διάσωση του από τη λήθη, τη ματαιοδοξία, τον καθωσπρεπισμό, τον επιβαλλόμενο εξευγενισμό, τη μόδα των ανθρώπων. Ο Χατζιδάκις στράφηκε στο ρεμπέτικο σε μια εποχή που το σκοτάδι απειλούσε να σκεπάσει το ελληνικό πνεύμα. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος χώνευε και δηλητηρίαζε τα πάντα.
Ο Χατζιδάκις στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης του, 18-20 ετών, ανακαλύπτει τον γενετικό κώδικα της Ελλάδας. Το ρεμπέτικο είναι εξοβελισμένο. Οι μελωδίες του όμως του κινούν την περιέργεια και τον φέρνουν σε περιοχές πιο αυστηρές και αληθινές. Στα μικρά μαγαζιά, σε χώρους μυσταγωγικούς, έρχεται σε επαφή με το μεγαλείο αυτής της μουσικής. Τη νιώθει δική του. Το ένστικτο του τον οδηγεί μακριά από τη ρηχότητα των ελαφρών τραγουδιών που επικρατούσαν τότε. Στο ρεμπέτικο είδε και άκουσε τη δύναμη που μετέφερε με τον καλύτερο τρόπο μεράκια, βιώματα, πάθη γνήσια ελληνικά.
Το 1949 δίνει διάλεξη για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης. Πάταγος. Με αυτή την ομιλία, στην ουσία δίνει σανίδα σωτηρίας στον άλλο εαυτό της παράδοσης μας. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο το δημοτικό τραγούδι. Είναι και το ρεμπέτικο. Δεν μπορεί να υπάρξει ο τόπος μας δίχως αυτό, διότι όπως τόνισε στη διάλεξη του «θα τα ακούμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν τη φωνή τους στο άμεσο περίγυρο μας και να ζουν για να ερμηνεύουν το βαθύτερο εαυτό μας».
Χαϊκού, δημιουργία, αθάνατοι κύκλοι
Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι απαιτεί αποστασιοποίηση από τον ακροατή. Όχι με την έννοια της ψυχρότητας και της αφ' υψηλού πρόσληψης, αλλά με την απόσταση που επιβάλλει το δέος. Ο Μ.Χ εν αντιθέσει με την τάση του Θεοδωράκη (ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο) για ταύτιση με τον λαϊκό δημιουργό στήριξε τη δημιουργία του στην αισθητική απόσταση. Ο Χατζιδάκις δεν ξεχνά ποτέ τη θέση του. Είναι αστός παρατηρητής απέναντι στη λαϊκή κουλτούρα στο σύνολο της. Σε αυτό συνετέλεσε η επαφή του με το ρεμπέτικο. Εκεί ακούει ρυθμούς γυμνούς και απέριττους. Γνωρίζει ότι υπάρχει δεσμός με τη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη και αναζητεί σε αυτή ψήγματα της ελληνικής αυθεντικότητας για να χτίσει το καλλιτεχνικό του όραμα. Το αισθητικό του ιδεώδες βρίσκεται στον χαρακτήρα του συγκρατημένου [...] στη λιτή γραμμή και προ παντός στο απέραντο sostenuto που προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενο. Το ρεμπέτικο τον γοητεύει με την ψυχρότητα και την αυστηρότητα του.
Το πρώτο σημαντικό μουσικό βήμα είναι οι μεταγραφές. Επιστρέφει τη γοητεία που εισέπραξε από το λαϊκό τραγούδι με έργα όπως Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές, Το Καταραμένο Φίδι, Οι Πασχαλιές μέσα από τη Νεκρή Γη, κ.α. Με τα έργα αυτά προσπαθεί να ενώσει τη λαϊκή μουσική με τις καθαρά προσωπικές δημιουργίες. Η συνέχεια είναι ποιητική. Ο Χατζιδάκις καταφέρνει κάτι μοναδικό: Ενώνει τη φόρμα των χαϊκού με τους κύκλους των μελωδιών του. Ο όρος “χαϊκού” αναφέρεται στη μικρή ιαπωνική ποιητική φόρμα. Το ποίημα εκτείνεται, συνήθως, σε έναν ή τρεις στίχους και “παγιδεύει” την ουσία της ζωής. Το νόημα της εγκολπώνεται σε μια ανάσα.
Ο Χατζιδάκις το έκανε σε πολλούς κύκλους τραγουδιών: Μυθολογία, Reflections, Εποχή της Μελισσάνθης, Μεγάλος Ερωτικός. Το τελευταίο είναι ίσως το τελειότερο έργο του Χατζιδάκι. Η σύζευξη ποίησης, μουσικής-Λόγου, συναισθήματος, ενέργειας και η μορφοποίηση της σ' έναν πολύχρωμο, αέναα κινούμενο κύκλο, είναι η επιτομή των χατζιδακικών κύκλων. Για τον Χατζιδάκι η έννοια της ελληνικότητας σήμαινε ανοικτότητα στην εμπειρία του διαφορετικού. Ο Μ.Χ ήταν ένας ακούραστος και ακόρεστος ακροατής που έψαχνε το απρόσμενο άκουσμα για να το εντάξει στον άχρονο κύκλο της δημιουργίας.
Ο πολίτης Χατζιδάκις
Ο Μάνος Χατζιδάκις ως πολιτική προσωπικότητα δικαίωσε τον Καμύ! Ο γάλλος φιλόσοφος, σε δοκίμιο του για την τρομοκρατία, έχει γράψει «καλό είναι ξέρεις που βρίσκονται τα άκρα και να μένεις στη μέση». Ο Μ.Χ έκανε αυτό ακριβώς. Έμεινε στη μέση μιας άγριας και διαρκώς μεταβαλλόμενης κοινωνικοπολιτικής κατάστασης, χωρίς όμως να χάσει την ιδεολογία, την κοσμοθεωρία και την πολιτική του ταυτότητα. Αστός σίγουρα, εντούτοις ασκούσε κριτική από τα αριστερά στη Δεξιά. Αμείλικτος με πολιτικές, κοινωνικές παθογένειες που κρατούσαν την Ελλάδα στον βούρκο. Αληθινός υποστηρικτής των αδυνάτων, των αναρχικών, διαπρύσιος κήρυκας ενάντια στην εθνικοφροσύνη και τον λαϊκισμό. Ως τον θάνατο του δεν έπαψε να είναι αληθινός αμφισβητίας.
Ο νεαρός Χατζιδάκις, 20 χρόνων, βρίσκεται στις τάξεις της ΕΠΟΝ (σ.σ οργάνωση νέων, μέλος του ΕΑΜ). Ακολουθεί το κλιμάκιο των “Ενωμένων Καλλιτεχνών” όταν στη Λάρισα Αλφαμίτες τον ξυλοκόπησαν σπάζοντας του τα δόντια. Δεν απογοητεύτηκε. Η απογοήτευση ήρθε λίγο αργότερα στην Αθήνα. Ασφαλίτης του έκοψε τον δρόμο και ο νεαρός συνθέτης αναγνώρισε στο πρόσωπο του παλιό ΕΛΑΣιτη. Από τότε, όπως έλεγε, “αποφάσισα να έχω τα μάτια μου ανοιχτά”. Αυτά που είδε τα περιγράφει ορμητικά:
“Μετά τον πόλεμο η παραδοσιακή Δεξιά, με το πρόσχημα του κινδύνου από ένα αμετανόητο 11% της Αριστεράς, χάρισε στον τόπο άγρια τρομοκρατία υπηρετώντας τα συμφέροντα μιας ύποπτης ντόπιας νομενκλαντούρας, κυρίως βασιζόμενη στον δωσιλογισμό, στην προδοσία και στη μικροαστική ηθική των απερχομένων. Έτσι, στ' όνομα μιας ειδεχθούς εθνικοφροσύνης γνώρισε ο τόπος την πιο ξέφρενη επιβίωση των άρρωστων φασιστικών στοιχείων, που αντί να υποστούνε τιμωρία, ανακάλυψαν τους εαυτούς τους εν δυνάμει, σχηματίζοντας, μάλιστα, και τα πρώτα έμβρυα της δικτατορίας και της ιωαννιδικής τρομοκρατίας του ΄67. Στο πλάι, από κοντά η Ασφάλεια, το Κράτος, η Μακρόνησος, το έθνος, με τη μορφή ενός παραδοσιακού χαφιέ, με τα ψαλτήρια και τους δεσποτάδες θυμίζοντας μας κάθε πρωί πως είμαστε γέροι τριών χιλιάδων ετών. Ασφυξία. Χωρίς τον μπαγλαμά και το ασηχτήρ του μπουζουκιού, χωρίς τον χασικίδικο καημό της μάγισσας και τον χορό μιας αλεξανδρινής φελλάχας, θα χαμε γίνει πρόβατα έτοιμα για σφαγή, στ' όνομα του Πατρός, παντός υιού και κάθε μορφής έθνους [...] Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η ανάγκη για ό,τι μικρό, αληθινό και ταπεινό: αντίδραση υγιής, των φωτισμένων, στον φανφαρονισμό και στον επίσημο προγονόπληκτο σκοταδισμό”.
Φυσικά ήταν αμείλικτος με τη χούντα. Δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα όσο κυβερνούσαν αυτοί οι αλήτες και θα ησύχαζε μόνο αν τους κρεμούσαν στο Σύνταγμα. Βέβαια έκανε λόγο και για τα “ανώνυμα ζωύφια που χρόνια τώρα και μ' όλες τις καταστάσεις, κυβερνάν πραγματικά τη χώρα”. Ο λόγος του κατακεραύνωνε όλες τις παρατάξεις. Και τη δική του, ενώ δεν ορρωδούσε προς ουδενός όταν ήθελε να καταγγείλει φαινόμενα σαν αυτό της “Αυριανής” (φυλλάδα που μολύνει τον ελλαδικό χώρο, έλεγε). Δεν δίσταζε να υπερασπίζεται τους αδυνάτους (χρήστες ναρκωτικών), τους “ενοχλητικούς” (αναρχικούς), τους “διαφορετικούς” (ομοφυλόφιλους) και το 1988 διαμαρτυρόταν έντονα για το γεγονός ότι ο αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας, που είχε δολοφονήσει τον ανήλικο Μιχάλη Καλτεζά στα επεισόδια του Πολυτεχνείου, ήταν ελεύθερος.
Όσκαρ, Τρίτο Πρόγραμμα, Χρώματα
Τον Μάνο Χατζιδάκι δεν τον βρίσκουμε μόνο στη μουσική και τον λόγο του. Ο ίδιος προσπαθούσε να ενισχύσει τα πολιτιστικά θεμέλια της χώρας του. Να μεγαλώσει το οικοδόμημα που βρήκε. Έτσι, κόπιασε για να συνεισφέρει και σε θεσμικό επίπεδο. Όχι με την κλασική πολιτική έννοια, αλλά με το να δημιουργήσει δύο πολιτιστικούς οργανισμούς-θεσμούς. Ο ένας είναι το Τρίτο Πρόγραμμα και ο άλλος η Ορχήστρα των Χρωμάτων.
Ο Χατζιδάκις δεν κατάφερε να επιβάλλει το όραμα του στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και την Εθνική Λυρική Σκηνή. Στο Τρίτο όμως βρήκε πρόσφορο έδαφος για την επιβολή των μεταρρυθμιστικών του σχεδίων. Το Φθινόπωρο του 1976 κατάφερε να ανεξαρτητοποιήσει το Τρίτο Πρόγραμμα και να αυξήσει τον χρόνο εκπομπών από 7 σε 12 ώρες. Μετά το 1977, όταν πλαισιώθηκε από άτομα τα οποία ο ίδιος επέλεξε, δημιούργησε μια πολιτιστική επανάσταση για τα ελληνικά μουσικά δεδομένα.
Τη δεκαετία του ΄80 εκδίδει το καλλιτεχνικό περιοδικό Το Τέταρτο και ιδρύει την εταιρία δίσκων Σείριος ως αντίδραση στον εκχυδαϊσμό του ελληνικού τραγουδιού Τον Οκτώβριο του 1989 δημιουργεί την Ορχήστρα των Χρωμάτων την οποία και διευθύνει ως το 1993. Πρόθεση του να δημιουργήσει ένα συμφωνικό σύνολο το οποίο να παρουσιάζει συνδυασμούς προγραμμάτων που δεν καλύπτονταν από τις έως τότε συμφωνικές ορχήστρες. Σήμερα, δυστυχώς, λόγω έλλειψης χρημάτων και στήριξης από το ΥΠΠΟ κινδυνεύει με αφανισμό.
Ο Μ.Χ είχε έντονη παρουσία σε θέατρο, κινηματογράφο. Έγραψε μουσική για 91 θεατρικές παραστάσεις και 77 κινηματογραφικές ταινίες. Συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες: Κουν, Σολομός, Ντασέν, Φελίνι, Κακογιάννη, Καζάν, κ.α. Τιμήθηκε με Όσκαρ για «Τα παιδιά του Πειραιά» στο Ποτέ την Κυριακή. Αυτός ήταν ο κύριος Μάνος. Κύριος ήρθε, ως κύριος έδρασε και ως Κύριος παίζει με τις νότες των άστρων.
Οι πέντε ξεχωριστοί δίσκοι
Ο Μεγάλος ερωτικός (1972)
Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη (1962)
Οδός ονείρων (1962)
Ο Μάνος Χατζιδάκις στη ρωμαϊκή αγορά (1986)
Gioconda's Smile (Το χαμόγελο της Τζοκόντας) (1965)
Πηγές
-hadjidakis.gr, επίσημη ιστοσελίδα
-Λέσχη Αθανάτων, Ελευθεροτυπία