Το φαρ ουέστ της ελληνικής νύχτας! (vids)
Δεν θυμάμαι αν εκείνο το απόγευμα διάβαζα τον «Μικρό Σερίφη» ή κάποιο τεύχος του «Λούκι Λουκ», επεκτείνοντας λίγο ακόμα την ταραγμένη εφηβεία μου. Μπορεί και να διάβαζα το ένα μέσα στο άλλο, όπως συνήθιζαν εκείνη την εποχή να κάνουν οι μεγαλύτεροι για να μην τους παίρνει χαμπάρι η γυναίκα τους όταν έκαναν βρομοδουλειές: άνοιγαν μπροστά τους μια σοβαρή εφημερίδα, την «Ακρόπολη» ή «Τα Νέα» κι από μέσα βάσταγαν ένα τεύχος σεξοκόμικ τύπου «Ταρατατά» ή «Σωφεράκι», ή κάποιο κλασικό πορνοπεριοδικό της εποχής, όπως το -πιο σοφτ- «Σκάνδαλο», οι -πιο χάρντκορ- «Στενές Σχέσεις» ή το -πιο ζουμερό- «Αθήνα - Λας Βέγκας». Άλλωστε, οι εφημερίδες ήταν τόσο μεγάλες απλωμένες, σωστά σεντόνια, ώστε να μπορούν να καλύψουν ολόκληρη την πορνοστάρ κι όχι μόνο τις φωτογραφίες της.
Εγώ, ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση διάβαζα «Λούκι Λουκ». Ή «Μικρό Σερίφη». Ή το ένα μέσα στο άλλο. Σε κάθε περίπτωση, βρισκόμουν κάπου στο φαρ ουέστ και δυστυχώς όχι στο ...«Αθήνα - Λας Βέγκας». Τότε, λοιπόν, ένιωσα το γνωστό ξύσιμο -φαγωμένων- νυχιών στο παντζούρι της αποθηκούλας που είχα μετατρέψει σε δωμάτιο, στην αυλή του πατρικού μου. «Ο Φώτης», σκέφτηκα κι ο Φώτης ήταν...
Βαστούσε, ως συνήθως, μια κασέτα. Που... ή την είχε γράψει σε κάποιο από τα καταγώγια που υποτίθεται πως δούλευε κάποια βράδια, ή απλώς την είχε τσουρνέψει από κάποιον νυχτερινό «φίλο», από αυτούς που γνώριζε στα σκυλάδικα που σύχναζε. «Τι θ΄ ακούσουμε πάλι;», αναρωτήθηκα από μέσα μου, «τι θ΄ ακούσουμε πάλι», αναρωτήθηκα κι απέξω μου κι ο Φώτης δεν απάντησε, παρά μόνο κατευθύνθηκε στο παλιό «Σάνυο» ραδιοκασετόφωνό μου κι έβαλε την κασέτα μέσα. Ενώ ακουγόντουσαν τα πρώτα «σκρατς» από την εγγραφή από τον δίσκο-πιατέλα βινυλίου, ο φίλος μου αρκέστηκε να δηλώσει πως αυτό που θα ακούγαμε ήταν ...«έπος» και πήγε ακριβώς απέναντι, στο ντουλαπάκι κάτω από την τηλεόραση, όπου πάντα φύλαγα κάποιο υγρό πυρ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση -τι περίεργο;- ήταν «Κάπτεν Μόργκαν». «Πιες κι εσύ ένα», μου πρότεινε, «θα σου χρειαστεί», ενώ ήδη ακούγονταν οι πρώτες νότες από το «έπος». Ήταν το «Επαναστατώ» του Ανδρέα Ζακυνθινάκη. «Επαναστατώ, επαναστατώ κι από αγανά... -παύση, έλλειψη ανάσας, ανάσα, λήξη παύσης- ...κτηση πεθαίνω». Ίσως επειδή πριν από λίγα δευτερόλεπτα διάβαζα τις περιπέτειες του Τζιμ Άνταμς στον «Μικρό Σερίφη» ή τα ταξίδια του Λούκι Λουκ με την Ντόλι στο ομώνυμο κόμικ, καθώς οι νότες διέγραφαν την πορεία του «έπους», εγώ σκεφτόμουν ότι βρισκόμουν καβάλα στ΄ άλογό μου και κατευθυνόμουν προς έναν ήλιο που έδυε. «Βούπαμ παμ, βούπαμ παμ», αργά, νωχελικά, με τον Ανδρέα Ζακυνθινάκη να παραπονιέται «χρόνια θυσιάζομαι σαν τον Χριστό και γλυκιά κουβέντα σου δεν παίρνω». Έφευγα...
Η αλήθεια είναι πως το συγκεκριμένο «έπος» δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει τον Ζακυνθινάκη, παρότι είναι το πιο διαδεδομένο του τραγούδι. Αν τον άκουγε κανείς ζωντανά -ναι, το έχω κάνει ΚΑΙ αυτό- θα καταλάβαινε περί τίνος επρόκειτο. Ανεξαρτήτως πορείας και ονόματος, ο τύπος δεν είχε λαρύγγι, είχε μπουρί. Κι όταν επαναστατούσε, όλες οι Ντόλι των προδομένων αυτού του κόσμου ταξίδευαν προς μια δύση, ένα μοναχικό ηλιοβασίλεμα, «βούπαμ παμ, βούπαμ παμ...»!
Σε κάθε περίπτωση, ο Φώτης ήταν μοναδικός στην ανακάλυψη τραγουδιστών που -σύμφωνα με τον ίδιο- θα ξεπερνούσαν «τον Στελάρα», αλλά έμειναν στην ιστορία ως «τραγουδιστές του ενός ή των δύο σουξέ». Έστω κι αν η διαδρομή τους στα νυχτομάγαζα των Εθνικών οδών έγραψε τόσα χιλιόμετρα, όσα δεν έχουν γράψει όλοι μαζί οι μεγαλοκαλλιτέχνες της εποχής μας. Ένα άλλο «έπος» που μου είχε παρουσιάζει με φανφάρες -«ταρατατζούμ, ταρατατζούμ»- ο Φώτης, ήταν η ...περίφημη «Θύελλα» του Αντώνη Λορέντζου. Την πρώτη φορά που την άκουσα, ένιωσα πως ο μαέστρος είχε φύγει από την ενορχήστρωση και τα όργανα βαρούσαν μοναχά τους. Ο Φώτης, ωστόσο, χοροπηδούσε στο ρεφρέν, λες και βρισκόταν σε κάποια θύρα φανατικών του ελληνικού ποδοσφαίρου: «Αντί να χαθώ μακριά σου, ας χαθώ στη θύελλά σου»! Εγώ, πάλι, χαμένος για χαμένος...
Άλλο πουλέν του Φώτη, που «σε λίγα χρόνια, θα σου λένε "Βοσκόπουλος" και θα ρωτάς "ποιος είναι αυτός;"...», ήταν ο Νίκος Πάνος. Την πρώτη φορά που μου έβαλε να ακούσω το «Τα λουλούδια στην κυρία από μένα», νόμιζα πως μου έκανε πλάκα, ενώ μια άλλη φορά που πάτησε το πλέι για το σουξέ «Χαιρέτησε τον κύριο και πάμε» έκανα τον πολύξερο και βιάστηκα να προβλέψω πως ήταν ο ...«Πάνος Νίκος», πριν με αποστομώσει ο Φώτης: «Ποιος Πάνος, ρε χαμένε; Βασίλης Ξιφαράς. Σε λίγα χρόνια, θα σου λένε "Βοσκόπουλος" και θα ρωτάς "ποιος είναι αυτός;"...»! Παρά τον Πάνο και τον Ξιφαρά, περιέργως ακόμα θυμάμαι ποιος είναι ο Βοσκόπουλος...
Ο Φώτης -εννοείται- μου γνώρισε και τον Γιώργο Καμπουρίδη, πριν την εκτίναξη του «Μείνε κοντά μου μια ζωή». Πριν από αυτό είχα ακούσει το «Έρχομαι και σ΄ ανταμώνω», ενώ μετά ακολούθησαν αρκετά ακόμα σουξέ και σουξεδάκια από τον Έλληνα Κένι Ρότζερς, ο οποίος απέδειξε πως όταν το ...έχεις, μπορείς να γίνει τραγουδιστής ακόμα και με φωνή ...δυόμισι νότες στα ντουζένια σου. Ήταν άρχοντας στην πίστα...
Σαφώς πιο λάιτ περίπτωση από τον ...Κένι Ρότζερς ήταν ένα παλικαράκι με σγουρό μαλλί - σφουγγαρίστρα, που είχε εμφανιστεί στο σπίτι μου με τη μορφή εξωφύλλου από δίσκο-πιατέλα. Ο δίσκος που κουβάλησε ο Φώτης ονομαζόταν «Ρεζερβέ» και ο τραγουδιστής ήταν ο Βασίλης Ζερβός. «Ρεζερβέ ο ...ρε Ζερβός», ο οποίος τραγουδούσε την «Τελευταία αρτηρία»! Μη μ΄ απειλείς ότι θα φύγεις, φύγε τώρα...
Πιο παλιός, αλλά με μεγάλο σουξέ στη νύχτα των έιτις ήταν ο Κώστας Καρουσάκης, τον οποίο ο Φώτης γνώρισε με χρονοκαθυστέρηση αρκετά χρόνια μετά τις πρώτες του επιτυχίες στα τέλη της δεκαετίας του ΄70. Πρώτα μου τον παρουσίασε ως «νέο ...Καμπουρίδη» (λες κι είχε προλάβει να παλιώσει ο παλιός) όταν μου έβαλε να ακούσω το ...«Πού έχω παρκάρει δεν θυμάμαι, ήπια πολύ πανάθεμά με», ενώ στην πορεία έγινε ο αγαπημένος του τραγουδιστής όταν ανακάλυψε το παλιότερο «Βάλε μου να πιω και ξαναβάλε μου». Όπου πιόμα, μέσα κι ο Καρουσάκης, ήταν να μην τον λατρέψει ο κολλητός μου;
Κάποια φορά, μετά από χρόνια ανακαλύψεων ...σοκ από τον Φώτη, αποφασίσαμε να καταγράψουμε όλα αυτά τα σουξέ -και αρκετά ακόμα- σε μια κασέτα με τίτλο «Οι μοναδικοί». Αυτοί που έκαναν ένα και μοναδικό σουξέ, δηλαδή... Άντε δύο! Ξέρετε ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι; «Για θύμισέ μου το όνομά σου πρώτα πρώτα» από τον Τάκη Κατσάνη. Στη σημειολογία ήμασταν πρώτοι...
Μέχρι να βρω εκείνη την κασέτα, αλλά και το κασετόφωνο «Σάνυο» για να την ξανακούσω με τον Φώτη και όλη την παλιοπαρέα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.