Το χέρι του ποιητή (pic)
Ο λόγος ο παρηγορητικός, ο λόγος εμψυχωτικός, ο λόγος ο υποστηρικτικός, ο λόγος της Ποίησης. Ο ποιητής που πάντα παρατηρεί και πάντα πρόθυμος είναι να γίνει μάρτυρας της ιστορίας που γράφεται μπροστά του. Συνήθως βλέπει μέσα από τον φόβο, τον πόνο, τη θλίψη και την τραυματισμένη ελπίδα.
Εκεί που οι κλωστές μόνο κρατάνε το ουράνιο τόξο και τα δάκρυα χαράς στερεύουν, εκεί έρχεται το χέρι του ποιητή και σκορπά στίχους γεμάτους ευωδιαστές μυρωδιές, λίπασμα αναγκαίο για τη στήριξη και συνέχιση της ζωής. Η διαδικασία –η στιχουργία- επίπονη, προκλητική ψυχικά, απαιτητική.
Ο ποιητής ένα κομμάτι του εαυτού του θυσιάζει για να ξύσει την σκληρή, αφιλόξενη επιφάνεια της καθημερινότητας που βίαια βάφτηκε μαύρη και βίαια εξαρθρώθηκε. Η ποίηση φροντίζει για τους αρμούς της ζωής, για την ορθή θέση των οστών της. Η πανδημία του κορονοϊού μας επιστρέφει απότομα στον ζόφο που νομίζαμε ότι είχαμε αφήσει πίσω μας.
Στη δίκη της ανθρωπότητας για τα λάθη, τα μίση και τα πάθη της, η Ποίηση θα είναι μάρτυρας υπεράσπισης και –παραφράζοντας- στην ερώτηση “Τι χρείαν έχομεν ποιητών;” μία είναι και θα είναι η απάντηση: μεγάλη. Ακολουθούν πέντε ποιήματα, πέντε ελλήνων ποιητών, που συμβαδίζουν, επικοινωνούν, με όσα ζούμε και όσα θα ζήσουμε αυτές τις μέρες. [Τα παραθέτουμε αυτούσια]. Ποιήματα που ανταποκρίνονται σε όλες τις (σημερινές) προσδοκίες, αντιδράσεις. Ποιητική γλώσσα για την υπαρξιακή αναζήτηση, την ανυπομονησία για το αύριο, την αγωνία για το μέλλον, την ανάγκη της ομορφιάς.
Νίκος Καρούζος, “Ασκήσεις Άνθους” [Η έλαφος των άστρων, 1962]
ΤΟ ΦΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΟΣΜΟ
Ραβδώσεις τ’ ουρανού
Κενό της αφής και διάρκεια
είναι το φως που δεν αντιμίλησε στα στήθη
κ’ η ματιά ένα όστρακο.
Η ΑΓΑΠΗ
Η αγάπη δεν υπάρχει στο σώμα
δεν είναι καν το περιστέρι όταν χιονίζει ευτυχία
δεν τη βλέπω στο γενετήσιο μάκρος.
Ο ΔΡΟΜΟΣ
Έχω τη μοίρα του ορυκτού με προσμονή χιλιετηρίδων
ω ελπίδα χοϊκή
τραγουδώ τους καημούς
κ’ είμαι δίχως φωνή.
ΑΝΤΙΚΡΙΖΩ ΜΟΝΟΣ
Χαραυγή και τα δέντρα θαλάσσια…
Η ώρα του Παράδεισου ροδίζει ελαφρά
μεσ’ στη γενετήσια καθαρότητα
που λειτουργεί στα νερά.
Τι γλυκειά μητέρα η αύρα κι ο ήλιος ο ευγενής…
Δεν κεράστηκε άνθρωπος
όσο μεσ’ στο ξημέρωμα.
Κώστας Καρυωτάκης, “Υστεροφημία” [Ελεγεία και Σάτιρες, 1927]
Το θάνατο μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει
κ’ ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.
Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θραμβική,
κ’ ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.
Μόνο μπορεί να μείνουμε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
Γιάννης Ρίτσος, άτιτλο [ΣΤ’ ενότητα, από Γειτονιές του Κόσμου 1949-1951]
Το ξέραμε-ή πιο δύσκολη ώρα.
Είχαμε πολλές δουλειές να κάνουμε.
Είχανε να θάψουμε τους νεκρούς μας-
«τους τελευταίους νεκρούς μας», λέγαμε,
τα παιδιά της Ηλεκτρικής –καημένα συντροφιά-
τα φέρετρα του πέρασαν κάτου από τις ζητωκραυγές
οι Υπουργοί του Λαού κρατούσαν τα φέρετρα
κι η Λευτεριά συνόδευσε το ξόδι.
Δεν προφταίναμε τότες να κλάψουμε.
Πολλές δουλειές μας περίμεναν. Πολλές δουλειές.
Είχαμε να θάψουμε τους νεκρούς μας.
Είχαμε να οργώσουμε τα χωράφια μας που κάπνιζαν ακόμα.
Βέβαια οι λάκκοι καρτερούσαν να φυτέψουμε δέντρα-
είχαμε να χτίσουμε απ’ την αρχή τα καμένα χωριά μας
πάνου σε νέα σχέδια δημοκρατικά
είχαμε να πλύνουμε τις γειτονιές μας απ’ τα αίματα
είχαμε να στυλώσουμε τα ηρώα των μαρτύρων μας-
όχι τίποτα πράματα σπουδαία- φτωχικά πράματα,
ένας σωρός ασβεστωμένα λιθάρια
ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός με πολλά ονόματα
ένα ελασίτικο κράνος στην κορφή του σταυρού
και γύρω-γύρω κολωνάκια με κάγκελα.
και γύρω-γύρω απ’ τα κάγκελα φέρναν κι ακούμπαγαν τις γλάστρες
τους οι γριούλες
και γύρω-γύρω από τις γλάστρες η μεγάλη στοργή της προλεταριακής
συνοικίας
και γύρω-γύρω από τη συνοικία οι γειτονιές του κόσμου
και πάνου-πάνου ο ουρανός με τα πουλιά του, με τα γνέφια του, με τ’
άστρα του.
Μιχάλης Κατσαρός “Θα σας περιμένω” [Κατά Σαδδουκαίων, 1953]
Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα
αδιάφορος-
Δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.
Πίσω από τον χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπο σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
μάταιοι λόγοι
Μην αμελήσετε
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία.
Οδυσσέας Ελύρης, τελευταίο κομμάτι από το AD LIBITUM [Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, 1982]
Και ιδού το τελικό συμπέρασμα: να σαι ο αριστοκράτης αλλ’
από την ανάποδη
του λευκού σιδερωμένου του μανικετιού
να «κάνεις συμφωνίες με τον Άγιον»
που λέει κι ο Μακρυγιάννης
ξέροντας
να φέρεται όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά με ανωτερότητα
είδα πάντοτε τις πράξεις που έτειναν
με τρόπο δόλιο να μ’ εξουθενώσουν
τι να πει κανείς
έως του γίνουμε άνθρωποι που να μην μας ανιά η υγεία
θα ταξιδεύει παραπλανητικά μέσα στο διάστημα
κάποια μη χτυπημένη από κανένα Ομορφιά
είδωλο που ακόμη
ξέρει να διατηρεί το ύφος του ελαιόδεντρου
ανάμεσα στους Σκύθες
και θα μας επιστραφεί
σαν ωραία ηχώ από τη Μεσόγειο
μυρίζοντας ακόμη πελαγίσιο γίδι
ο ένας για τον άλλονα Οδυσσέα
πάνω σε μια σχεδία
αιώνες τώρα
φωνάζω ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας
είναι που πλέον δεν νογάει κανένας
τι πάει να πει αντανάκλαση μεσημεριού
πως κι από πού ακουμπάει τ’ ωμέγα στο άλφα
ποιος εν τέλει αποσυνδέει τον Χρόνο
Ad libitum
Υ.Γ. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε
όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω
η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.