ΠΑΟΚ-Όλαφ Ρέμπε: Οι Γερμανοί, ξανάρχονται! (pics)
Η δημοσιογραφική πιάτσα της Θεσσαλονίκης δε θα πρέπει να πέταξε την σκούφια της στο άκουσμα της οριστικής συμφωνίας ΠΑΟΚ και Όλαφ Ρέμπε. Γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1978, ο νέος αθλητικός διευθυντής του «Δικεφάλου» θεωρείται «αντιδημοσιογραφικός» και λιγομίλητος προς τα media.
Πάντως, πριν ενάμιση χρόνο λίγο έλειψε να μας… φάει τη δουλειά, μπαίνοντας στο ταμείο ανεργίας, μετά την παραίτηση -για λόγους αρχών και ηθικής- από την Χάντερσφιλντ. Φρόντισε να μην αδειάσει το σπίτι του στο Μάντσεστερ, συνέχισε να δηλώνει κάτοικος του δυτικού Γιόρκσαϊρ, όχι μόνο για να έχει επαφές με Γιουνάιτεντ και Σίτι, αλλά και για να κάνει τον… δημοσιογράφο! Με τις αγγλογερμανικές μονομαχίες (Τότεναμ – Ντόρτμουντ, Σίτι – Σάλκε και Λίβερπουλ – Μπάγερν για τους «16» του Champions League) να είναι στο φόρτε τους, ανέλαβε τον σχολιασμό για λογαριασμό βρετανικού τηλεοπτικού σταθμού τις αναμετρήσεις. Παρεμπιπτόντως, δεν αποδείχθηκε γουρλής για τις ομάδες της πατρίδας του: Όλες αποκλείστηκαν από τη συνέχεια του θεσμού!
Ο Ρέμπε, ο οποίος έφτασε να γίνει αθλητικός διευθυντής στη Βόλφσμπουργκ και στη Χάντερσφιλντ, είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για το πόσο δύσκολο είναι να «πέφτεις στα βαθιά» και να πρέπει να κολυμπήσεις στο υψηλότερο επίπεδο. Όποιος επιμένει να μην αντιλαμβάνεται για ποια τάξη μεγεθών μιλάμε, όταν ανέλαβε τα ηνία των «λύκων», το μπάτζετ της ομάδας από την Κάτω Σαξονία ανερχόταν στα 139 εκατομμύρια ευρώ! Περισσότερα έξοδα σε συμβόλαια ποδοσφαιριστών, μισθούς, προσωπικό και πάει λέγοντας, είχαν εκείνη την εποχή μόνο δύο ομάδες-μεγαθήρια: η Μπάγερν Μονάχου και η Μπορούσια Ντόρτμουντ.
Ό,τι κι αν γραφόταν το προηγούμενο διάστημα στον εγχώριο Τύπο, ο 42χρονος Σουηβός (γεννημένος στο Βάιμπλιγκεν της νοτιοδυτικής Γερμανίας και μεγαλωμένος λίγο πιο βόρεια στο Λίνεμπουργκ κοντά στο Αμβούργο) ήταν ευθύς εξαρχής ο «εκλεκτός» της οικογένειας Σαββίδη για να διαδεχθεί τον Μάριο Μπράνκο στο πόστο του αθλητικού διευθυντή. Στην περίπτωσή του, αποδείχθηκε με την επισημοποίηση της συμφωνίας για 2+1 χρόνια, ότι δεν υπήρχε καπνός χωρίς φωτιά. Άλλωστε, αυτή η εστία πάντοτε ανάβει για τα καλά στον ΠΑΟΚ και βγάζει... ασπρόμαυρες φλόγες! Ο Γερμανός ταιριάζει γάντι στη (νέα) τάξη πραγμάτων στη Μικράς Ασίας, το κυριότερο έχει ένα βιογραφικό το οποίο έστειλε στο Ροστόφ την περίοδο της καραντίνας που θα το ζήλευαν πολλοί συνομήλικοι του.
Γενιά του 2004
Όλα ξεκίνησαν το σωτήριον έτος 2004, τότε που Ελλάδα ζούσε στο συννεφάκι της και βίωνε μια παρατεταμένη φάση ευδαιμονίας με τον θρίαμβο της Εθνικής ποδοσφαίρου στην Πορτογαλία και τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Την ίδια χρονιά το ποδοσφαιρικό καμάρι της Βρέμης, η Βέρντερ, έφτανε στην κατάκτηση του νταμπλ, με τον Ρέμπε να κάνει τα πρώτα του βήματα δίπλα στον Κλάους Άλοφς, τον Τόμας Σάαφ και τον δικό μας, Άγγελο Χαριστέα. Δεν μπορεί, όλο και κάπου θα ανταμώσουν οι δρόμοι τους επόμενους μήνες στη Θεσσαλονίκη. Κι αν δεν συμβεί αυτό, θα έρθει η στιγμή και θα βρεθούν «ενώπιος ενωπίω» στο χορτάρι οι ομάδες που μέχρι τότε θα έχουν δημιουργήσει, αμφότεροι ως τεχνικοί διευθυντές στους δύο «αιωνίους» της πόλης.
«Ήμασταν μόνο 30, 40 εργαζόμενοι. Μια συνωμοτική μικρή παρέα. Μερικές φορές έκανα πάρα πολλά πράγματα», θυμάται για εκείνη την περίοδο ο Ρέμπε, που από μαθητής (του Κλάους Άλοφς) έφτασε να διευθύνει ένα από τα πιο παραδοσιακά κλαμπ (VfL Wolfsburg) της Γερμανίας.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως ο πνευματικός του πατέρας, αυτός που τον πήρε από το χέρι βοηθώντας στην ανέλιξη του στο μαγικό κόσμο της Μπουντεσλίγκα, τον χαρακτηρίζει ακόμη και σήμερα ως έναν άνθρωπο «με μεγάλη όρεξη για δουλειά, πολλές διασυνδέσεις αλλά και ικανότητες στον τομέα του». Όταν τον Δεκέμβριο του 2016 ο Άλοφς παραιτήθηκε από τη Βόλφσμπουργκ, η επιλογή της διοίκησης έμοιαζε με μονόδρομο: Όλαφ Ρέμπε.
Ριζικές τομές και αλλαγές
Όπως λέει, αισθάνθηκε «σαν να έπεσα σε μια πισίνα με παγωμένο νερό». «Μέχρι τότε δεν είχα δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για δημόσιες σχέσεις. Δε θα παραπονιόμουν αν η ευθύνη είχε επιμεριστεί σε περισσότερα άτομα, έπεφτε σε αρκετούς ώμους». Στο ξεκίνημα δέχθηκε έντονη κριτική, διάβασε πράγματα που δεν του άρεσαν, αλλά εξακολουθεί να τα βλέπει όλα ως «μέρος του παιχνιδιού». Ύστερα από σχεδόν μια πενταετία, νιώθει πολύ πιο έμπειρος και γεμάτος από γνωριμίες. Με το τηλέφωνό του μπορεί να ανοίξει δύσκολες πόρτες, έφτασε στο σημείο το 2017 να αρνηθεί προτάσεις από Τότεναμ και Μάντσεστερ Σίτι, με ομάδες της Μπουντεσλίγκα (Σάλκε, Νυρεμβέργη) και εσχάτως τη Μάλαγα να έχουν ενδιαφερθεί «ζεστά» για να συνεργαστούν μαζί του.
Στον ΠΑΟΚ γνωρίζει εκ των προτέρων ότι έρχεται για να υπηρετήσει ένα μεικτό μοντέλο διοίκησης και λειτουργίας: ο προπονητής θα υποδείξει τις θέσεις στις οποίες χρειάζεται ενίσχυση η ομάδα, η ιδιοκτησία και η διοίκηση θα έχουν τον τελικό λόγο στο οικονομικό κομμάτι. Οι αθλητικοί διευθυντές στη Γερμανία είναι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, το «Άλφα και το Ωμέγα» του ποδοσφαιρικού τμήματος, ωστόσο ο 42χρονος έχει αποδεχθεί το πλάνο που του παρουσιάστηκε από την οικογένεια Σαββίδη.
Το εγχείρημα των αλλαγών στον ΠΑΟΚ είναι τολμηρό έως παράτολμο, αλλά άξιον εστί! Όχι, ότι δεν υπάρχουν τα χρήματα για αγορές και επενδύσεις από το πάνω ράφι, αλλά κάποια στιγμή -λόγω και του FFP- θα πρέπει να υπάρχει μια επιστροφή των χρημάτων προκειμένου να σταματήσει το κλαμπ να «μπαίνει μέσα με τα μπούνια» και πάντα να καλείται ο Ιβάν Σαββίδης να βγάλει το φίδι από την τρύπα.
Ασφαλώς οι τωρινοί καιροί, με την πανδημία του κορονοϊού να έχει ταράξει τα νερά, δεν επιτρέπουν οικονομικές υπερβάσεις, από τις οποίες άλλωστε ο «Δικέφαλος» είναι χορτασμένος, και ως εκ τούτου χρεωμένος! Συν τοις άλλοις εφέτος η επιλογή μοιάζει να είναι μια και μοναδική: εξορθολογισμός και επένδυση στο μέλλον.
Το αν πετύχει ή όχι, το εγχείρημα Ρέμπε θα φανεί στη σκηνή, όπου θα εμφανιστεί ως ο νέος αθλητικός διευθυντής, το σίγουρο είναι πως έχει πολύ δουλειά μπροστά του και το καλοκαίρι αναμένεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, «καυτό» στη Θεσσαλονίκη, όπου θα εγκατασταθεί μόλις ανοίξουν οι πτήσεις προς την Ελλάδα.
Πάντως, στη Μικράς Ασίας δε θα χρειαστεί να μάθουν φαρσί τη γλώσσα του Γκαίτε! Ο εργασιομανής Όλαφ, που τον ελεύθερο χρόνο κολυμπάει και τρέχει, εκτός από τη μητρική του γλώσσα ομιλεί αγγλικά και μπορεί να συνεννοηθεί τόσο στα γαλλικά, όσο και τα ισπανικά. Ρωσικά και… ποντιακά δεν γνωρίζει, προφανώς, όμως δε τα χρειάστηκε στις πολλές συζητήσεις που έχει κάνει με την οικογένεια.
Άλλωστε ποτέ δεν έκρυψε ότι μπορεί να ανταπεξέλθει στη δεδομένη και πολλές φορές αφόρητη πίεση που καλλιεργείται πέριξ της Τούμπας. «Η πίεση είναι μέρος της δουλειάς μας κάτι που ισχύει για όλους τους επαγγελματίες οι οποίοι δεν παίζουν μπάλα στο χορτάρι και είναι υπεύθυνοι για όλα όσα συμβαίνουν έξω από αυτό», είχε πει σε μια παλαιότερη συνέντευξή του.
Παρότι η σχέση του λαοφιλούς σωματείου της Μακεδονίας με το ομογενειακό στοιχείο της Γερμανίας ανέκαθεν ήταν, είναι και θα παραμείνει έντονη, σε σημείο αφόρητης αγάπης και αιώνιας αφοσίωσης, ο «Δικέφαλος» στο παρελθόν έχει συνεργαστεί μόλις άλλη μία φορά με κάποιον ποδοσφαιράνθρωπο από τη χώρα του Άλμπερτ Αϊνστάιν, του Φρανς Μπεκενμπάουερ και της μπύρας με τα γνωστά παραδοσιακά λουκάνικα (βουρστ).
Για του λόγου το αληθές, λέγεται πως στο Βάιμπλιγκεν, όπου γεννήθηκε ο Ρέμπε πριν από 42 χρόνια, οι περισσότεροι κάτοικοι είναι Έλληνες ομογενείς, που δεν ξέρουν «γρι» Γερμανικά, αλλά όλοι τους ζουν και αναπνέουν για το άσπρο και μαύρο του ΠΑΟΚ! Εκεί, γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Γιώργος Στεφανίδης, γνωστός στο οπαδικό κίνημα ως «Ζοζέ», ένα από τα καλύτερα παιδιά της «ασπρόμαυρης» κερκίδας, που εδώ και πέντε χρόνια δεν είναι πια μαζί μας.
Θα μπορούσαμε να βάλουμε και ένα σχετικό κουίζ, όμως είμαστε σίγουροι ότι αρκετοί θα μπερδέψουν τον Γκιούλα Λόραντ και τον Παλ Τσερνάι (αμφότεροι Μαγυάροι που έκαναν καριέρα στην Μπουντεσλίγκα) με τον Χάιντς Χέερ, ο οποίος μέχρι τώρα ήταν ο μόνος Γερμανός που είχε εργαστεί στον ΠΑΟΚ. Όχι πως και οι Γερμανοί ποδοσφαιριστές που έπαιξαν με την «ασπρόμαυρη» φανέλα ήταν περισσότεροι. Στη δεύτερη σεζόν του (1982-83) στον πάγκο του «Δικεφάλου, ο Χέερ έφερε από την Άιντραχτ Μπραουνσβάικ τον συμπατριώτη του μέσο, Χόλγκερ Τρίμχολντ, με τη μεταγραφή να γίνεται γνωστή στην Ελλάδα, μέσω του γερμανικού αθλητικού περιοδικού «Kicker».
Πλάκα πλάκα, με τον ερχομό του Γερμανού αθλητικού διευθυντή στη Θεσσαλονίκη θα επιβεβαιωθεί η κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου, μεταφορά στην οθόνη του ομώνυμου θεατρικού έργου του Χρήστου Γιαννακόπουλου, «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται», με τον ανεπανάληπτο κωμικό, Βασίλη Λογοθετίδη, βλέποντας τον εμφύλιο σπαραγμό να έχει διαδεχθεί την εθνική ομοψυχία που επικρατούσε στην κατοχή, ονειρεύεται στον ύπνο του τους Γερμανούς να επιστρέφουν ως κατακτητές και τους Έλληνες να μονάζουν. Οι ατάκες στην ταινία-σταθμός (1948-Φίνος Φιλμ), όπως το «Άνθρωποι, άνθρωποι προς τι το µίσος και ο αλληλοσπαραγµός;» του Χρήστου Τσαγανέα, έχουν μείνει στην ιστορία, με τον Λογοθετίδη να αναφωνεί: «Ε βρε!… βούρδουλας που σας χρειάζεται, αφού αντί να γευθείτε την ελευθερία και την κοινωνική ειρήνη, επιδίδεστε σε ατέρμονες αλληλοφαγωμάρες!»
Το «Ντίζελ-γκέιτ» της Φολκσβάγκεν
Ο Ρέμπε μπορεί να έχει κατηγορηθεί από τον κόσμο και τον Τύπο για σπατάλη σχεδόν 110 εκατομμυρίων ευρώ, με τη Βόλφσμπουργκ δύο σερί χρονιές (την πρώτη φορά ένα γκολ του Αντρέ Βιεϊρίνια τον κράτησε στη μεγάλη κατηγορία) να σώζεται πάνω στο νήμα, ωστόσο η περίπτωσή του είναι διαφορετική και ιδιάζουσα. Η παραίτηση από τη θέση του αθλητικού διευθυντή τον Φεβρουάριο του 2018 δεν έγινε αποδεκτή από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, Τιμ Σουμάχερ, δύο μήνες αργότερα όμως οδηγήθηκε στην έξοδο. Εφυγε σαν φίλος, του αναγνωρίστηκε η τεράστια προσπάθεια που έκανε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για την ομάδα της Κάτω Σαξονίας.
Ο Μάρτιν Γουίντερκορν, πρώην Διευθύνων Σύμβουλος της Φολκσβάγκεν, είχε εξασφαλίσει για πολλά χρόνια την οικονομική υποστήριξη του παγκόσμιου κολοσσού στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας προς την ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης. Όμως, το σκάνδαλο με τα ντίζελ αυτοκίνητα και τα προβλήματα με τη δικαιοσύνη έφεραν τα πάνω κάτω. Το ετήσιο μπάτζετ που ξεπερνούσε τα 100 εκατομμύρια ευρώ, ψαλιδίστηκε κατά 30-35 εκατομμύρια ευρώ.
Έπρεπε να ξεχάσει τις μεταγραφές αστεριών τύπου Ντράξλερ και Σούρλε, να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, να αλλάξει στρατηγική. Η διοίκηση όρισε πλαφόν στο ύψος των αγορών και παράλληλα έπρεπε να προχωρήσει σε σημαντικές εξοικονομήσεις από τους μισθούς των ποδοσφαιριστών.
Μαθημένος στα δύσκολα
Ό,τι ακριβώς φαίνεται πως θα συμβεί αυτό το καλοκαίρι και στον ΠΑΟΚ! Ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και από τότε είναι υπέρμαχος του να υπάρχουν δεσμεύσεις και κανόνες (βλέπε FFP) στο χώρο του ποδοσφαίρου «που θα διασφαλίζουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό», δε δίσταζε να εκφράζει δημόσια την ανησυχία του για το που πάει το οικονομικό παιχνίδι γύρω από το ποδόσφαιρο.
«Δυστυχώς η κατάσταση έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο παράλογη», έλεγε πολύ προτού μας... πλακώσει ο κορονοϊός και αλλάξουν άρδην τα (οικονομικά) δεδομένα στον αθλητισμό. «Δεν τολμώ να κάνω κάποια πρόβλεψη για το πότε μπορεί να σπάσει αυτή η φούσκα. Όμως, είναι επιτακτική ανάγκη να θέσουμε κανόνες έτσι ώστε να παραμείνει δίκαιος ανταγωνισμός», τόνιζε. Και έπεσε μέσα!
Έχοντας περάσει από την Premier League έδειχνε να γνωρίζει ότι τα χρήματα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η τελευταία έκθεση της Deloitte, όπου επισημαίνεται πως η ραγδαία αύξηση των ποσών για μισθούς που ξοδεύουν οι αγγλικοί σύλλογοι έχει οδηγήσει οκτώ ομάδες πάνω από το όριο του Financial Fair Play, έρχεται να επιβεβαιώσει όσα έλεγε πριν τρία χρόνια.
Το σκηνικό στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο διαρκώς άλλαζε, είχε αρχίσει ένας τρελός χορός εκατομμυρίων, που δεν τον έβρισκε σύμφωνο, άλλωστε είναι της φιλοσοφίας πως τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία και τις επιτυχίες. «Όχι μόνο δεν το θεωρώ προς την σωστή κατεύθυνση, εν μέρει το βρίσκω επικίνδυνο γιατί δεν υπάρχει πλέον καμία ισορροπία. Για παράδειγμα: Το 2004 η Βέρντερ απέκτησε τον Μίροσλαβ Κλόζε από την Καϊζερσλάουτερν αντί πέντε εκατομμυρίων ευρώ. Εμοιαζε απίστευτο ποσό ακόμη και για έναν διεθνή ποδοσφαιριστή. Σήμερα μιλάμε για πολλαπλάσια ποσά, ακόμη και σε κανονικές μεταγραφές στη Μπουντεσλίγκα για να μην αναφέρω τις μεταγραφές που γίνονται στην Ευρώπη».
Ο Ρέμπε στράφηκε προς τα τμήματα υποδομών. Δημιούργησε νέες δομές στις ακαδημίες, την ομάδα U23, το τμήμα σκάουτινγκ, επιμελήθηκε την ανακατασκευή του αθλητικού κέντρου της ομάδας και το κυριότερο δημιούργησε ένα εκτεταμένο δίκτυο ανθρώπων που εργαζόταν για τον σύλλογο.
Φυσικά όταν του παρουσιάστηκε η ευκαιρία δεν είπε «όχι» στα εκατομμύρια των Σεΐχηδων της Παρί Σεν Ζερμέν. Το «ντιλ» των 42 εκατομμυρίων ευρώ, με την πώληση του Ντράξλερ είχε την υπογραφή του. Μαζί με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, Τιμ Σουμάχερ, διαπραγματεύτηκε και πέτυχε μια συμφωνία που για αρκετούς έμοιαζε αδύνατη. Ο Ντράξλερ είχε αποκτηθεί από τη Σάλκε, αντί 35 εκατομμυρίων ευρώ, και μέσα σε ενάμιση χρόνο έφερε επιπλέον 11 εκατομμύρια ευρώ μαζί με τα μπόνους στο ταμείο της Βόλφσμπουργκ.
Όταν δίπλα από το όνομά του μπήκε η ένδειξη «boss», όπως αποκαλούνται στη Γερμανία οι αθλητικοί διευθυντές, ήταν ο τρίτος νεότερος σ’ ολόκληρη την Μπουντεσλίγκα, μετά τον Γιόνας Μπολντ της Λεβερκούζεν και τον Αλεξάντερ Ρόζεν της Χόφενχαϊμ.
Όπως έλεγε εκείνο το διάστημα: «μπορείς να φτάσεις σε μια τέτοια θέση αν μπεις από νωρίς στο χώρο του ποδοσφαίρου. Αν έχεις ικανότητες ξεχωρίζεις. Δεν είναι θέμα αν κάποιος είναι νέος ή μεγάλος, αλλά το πόσο καλός είναι κάποιος στη δουλειά του…».
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.