Ο Γιόζεφ Μπίτσαν έμαθε να σκοράρει ξυπόλητος

Αλέξανδρος Λοθάνο
Ο Γιόζεφ Μπίτσαν έμαθε να σκοράρει ξυπόλητος

bet365

Ο Κριστιάνο Ρονάλντο ετοιμάζεται να ξεπεράσει, ως πρώτος σκόρερ όλων των εποχών, τον χαρισματικό Γιόζεφ Μπίτσαν, ο οποίος αδικήθηκε από την ιστορία και τα έβαλε με τους Ναζί και τους Κομμουνιστές.

Δεν τα κατάφερε το βράδυ της Τετάρτης (06/01), παρ' ότι η Γιουβέντους έβαλε τρία γκολ στη Μίλαν. Είναι, όμως, θέμα χρόνου ο Κριστιάνο Ρονάλντο να γίνει ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών, αναφορικά τουλάχιστον με τα επίσημα γκολ.

Ο Πορτογάλος σούπερ σταρ της Γιουβέντους μετράει 758 τέρματα στην καριέρα του σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο αλλά, προς το παρόν, είναι ακόμα δεύτερος. Πρώτος δεν είναι ο Πελέ, τον οποίο ξεπέρασε ο «CR7», ούτε κάποιος άλλος από τους διάσημους γκολτζήδες που έβγαλε το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, τύπου Ρομάριο, Λιονέλ Μέσι και οι συν αυτώ.

Την πρωτιά, έστω και για λίγες ημέρες (ή ώρες) ακόμα κατέχει ένα ημί – άγνωστος ποδοσφαιριστής για το ευρύ κοινό με το χαϊδευτικό «Πέπι», για τον οποίο ο θρύλος λέει ότι έτρεχε τα εκατό χιλιόμετρα σε 10,8 δευτερόλεπτα, όταν το παγκόσμιο ρεκόρ την δεκαετία του '30 στην κούρσα της μιας ανάσας ήταν 10,3!

Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα αν όντως ο Γιόζεφ Μπίτσαν ήταν πράγματι τόσο γρήγορος. Δεδομένο, όμως, είναι ότι ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών (με 759 επίσημα γκολ και... 1.468 ανεπίσημα!) έμαθε να κλωτσάει την μπάλα όντας ξυπόλητος στους δρόμους της Βιέννης.

 

Παιδί φτωχής, εργατικής οικογένειας, η οποία δεν μπορούσε να του αγοράσει ούτε ένα ζευγάρι παπούτσια, μεγάλωσε με γείτονα τον θρυλικό Ματίας Ζίντελαρ. Τον γνωστό ως «Μότσαρτ του ποδοσφαίρου», τον κορυφαίο παίκτη που έβγαλε ποτέ η Αυστρία, ο οποίος αρνήθηκε να παίξει με την εθνική ομάδα της ναζιστικής Γερμανίας όταν αυτή προσάρτησε τους Αυστριακούς και πέθανε, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες (ατύχημα, αυτοκτονία ή φόνος;) μόλις στα 35 του χρόνια.

Ο Μπίτσαν, σε αντίθεση με τον γείτονα του, έζησε πολλά περισσότερα χρόνια, αλλά έφυγε στα 88 του με ένα μεγάλο παράπονο: Ότι, επειδή έπαιξε ανάμεσα σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους και στην διάρκεια ενός, κυνηγήθηκε από Ναζί, αλλά και Κομμουνιστές (και όμως, γίνεται!) και δεν έπαιξε σε χώρες πρώτης (ποδοσφαιρικής) γραμμής, δεν είχε την αναγνώριση που θα του άξιζε, με βάση τις απίστευτες επιδόσεις του στο σκοράρισμα.

Είχε το ποδόσφαιρο στα γονίδιά του, αφού ο πατέρας του Φράντισεκ υπήρξε ποδοσφαιριστής της Χέρτα Βιέννης, όπου αγωνίστηκε μετά την συμμετοχή του στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, από τον οποίο βγήκε αλώβητος.

Η τραγική ειρωνεία του μπαμπά Μπίτσαν; Ότι, επί της ουσίας, πέθανε μόλις στα τριάντα του χρόνια και εξαιτίας του ποδοσφαίρου! Σε έναν αγώνα δέχθηκε ένα πολύ δυνατό χτύπημα στα πλευρά. Χρειάζονταν επειγόντως μια επέμβαση για να ξεπεράσει την ζημιά που προκλήθηκε στα νεφρά από το συγκεκριμένο χτύπημα, δεν την έκανε και πέθανε, όταν ο Πέπι ήταν μόλις οκτώ ετών.

Ήδη, πάντως, ξεχώριζε στο ποδόσφαιρο. Το ότι έπαιζε ξυπόλητος, μάλιστα, τον βοήθησε να αναπτύξει εξαιρετικό έλεγχο της μπάλας, στον οποίο πρόσθεσε μια μοναδική επαφή με τα αντίπαλα δίχτυα. Και να σκεφτεί κανείς ότι «δεν είχαμε καν μπάλες, αφού παίζαμε όλη μέρα με κουρέλια που δέναμε με σπάγκο».

Από τα κουρέλια την λάσπη, όμως, προέκυψε ένα διαμάντι που στα δώδεκα του μπήκε στους μικρούς της Χέρτα Βιέννης και, αργότερα, έγινε επαγγελματίας στην σπουδαία Ραπίντ, βάση της γνωστής ως «ομάδα – θαύμα» (wunderteam), την μεγάλη Αυστρία που φρέναραν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Αδόλφος Χίτλερ.

«Εκείνη την εποχή, ένας καλός εργάτης έπαιρνε 20-25 σελίνια την εβδομάδα. Η Ραπίντ ήθελε τόσο πολύ να με κρατήσει που άρχισε να μου δίνει 600 σελίνια. Ήμουν είκοσι ετών τότε» θυμάται ο Μπίτσαν για την εποχή που άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η μπάλα θα μπορούσε να τον βγάλει από την φτώχεια στην οποία είχε μεγαλώσει και συνηθίσει.

Η μαμά Λουντμίλα, περήφανη για τον κανακάρη της, πήγαινε να τον δει από κοντά. Και, σε ένα από τα ματς όπου κάθονταν κοντά στον αγωνιστικό χώρο, μπήκε μέσα και πήρε στο κυνήγι με την ομπρέλα της έναν αντίπαλο που τόλμησε να κλωτσήσει τον Γιόζεφ!

«Όχι» σε Χίτλερ και Κομμουνιστές

Ο Μπίτσαν έγινε γρήγορα πολύ δημοφιλής, έφτασε μέχρι την εθνική ομάδα της χώρας και, μάλιστα, έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, σκοράροντας στη νίκη – πρόκριση επί της Γαλλίας στα προημιτελικά.

Η θητεία του στην εθνική ομάδα, όμως, αποδείχθηκε βραχύβια. Όχι, βεβαίως, γιατί δεν σκόραρε τακτικά (είχε 14 γκολ σε 19 ματς!), αλλά γιατί αρνήθηκε (και αυτός) να παίξει στην Ναζιστική Γερμανία, την οποία ο Χίτλερ φιλοδοξούσε να συνθέσει με τους καλύτερους Γερμανούς αλλά, κυρίως, τους καλύτερους Αυστριακούς εκείνης της χαρισματικής ομάδας.

Πιτσιρικάς, ο Μπίτσαν έπαιρνε τα καλοκαίρια το τρένο για να πάει στην γιαγιά του στη Βοημία, την πρόγονο της σύγχρονης Τσεχίας. Παρ' ότι η γιαγιά του ήταν το ίδιο φτωχή με την οικογένειά του, ο Πέπι θυμάται εκείνο το δίμηνο ως «τον παράδεισο επί γης».

Και, αναζητώντας τον Παράδεισο για να ξεφύγει από την Κόλαση των Ναζί, το 1937 άφησε την Αυστρία και την Αντμίρα για να πάει στην Τσεχοσλοβακία, όπου η Σλάβια Πράγας τον υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες.

Σύντομα, μάλιστα, ζήτησε (και πήρε άμεσα) την τσεχοσλοβάκικη υπηκοότητα, αγωνιζόμενος για 14 παιχνίδια με την εθνική ομάδα (με δώδεκα γκολ), παίζοντας και ένα ματς με την ανεπίσημη της Βοημίας και Μοραβίας, σημειώνοντας μάλιστα τρία γκολ σε φιλικό με αντίπαλο την... Γερμανία!

Στην Τσεχοσλοβακία, ο Μπίτσαν ξεδίπλωσε απλόχερα το τεράστιο ταλέντο του και, μάλιστα, έφτασε να γίνει ακόμα πιο δημοφιλής και από ντόπιους πολιτικούς, με το Κομμουνιστικό Κόμμα να προσπαθεί, ανεπιτυχώς και για πολλά χρόνια, να τον κάνει επιφανές μέλος του.

To 1948, σε ηλικία 35 ετών, ο Μπίτσαν βρίσκεται μια ανάσα από την Γιουβέντους. Όταν, όμως, μαθαίνει ότι οι Κομμουνιστές είχαν πολλές πιθανότητες να κερδίσουν τις εκλογές στην Ιταλία, κάνει πίσω.

Η ειρωνεία; Οι Κομμουνιστές νικούν στην Τσεχοσλοβακία και του κατάσχουν όλη την περιουσία του. Δεν το βάζει κάτω, συνεχίζει να παίζει ποδόσφαιρο και να σκοράρει κατά ριπάς, σε όποια ομάδα και αν αγωνίστηκε.

Όταν κρέμασε τα παπούτσια του, ασχολήθηκε για μια 20ετία με την προπονητική, αλλά εργάστηκε επίσης ως οδηγός λεωφορείου και οικοδόμος, ακόμα και ως... φροντιστής ζώων στον ζωολογικό κήπο της Πράγας.

Στα τέλη της δεκαετίας του '80 του επεστράφη μέρος της (κατασχεθείσας) περιουσίας του και μπόρεσε να κάνει μια πιο ήρεμη ζωή, μέχρι να φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο στις 12 Δεκεμβρίου του 2001, νικημένος από τα καρδιακά του προβλήματα. Ήλπιζε ότι θα επέστρεφε σπίτι του για τα Χριστούγεννα, αλλά η καρδιά του δεν άντεξε. Η γυναίκα του Γιαρμίλα πέθανε ακριβώς δέκα χρόνια μετά...

«Έβαλα πέντε χιλιάδες γκολ»

Ο Μπίτσαν, το (επίσημο) ρεκόρ του οποίου αναμένεται σύντομα να αποτελέσει παρελθόν, άφησε πίσω του έναν μέσο όρο 1,52 γκολ ανά αγώνα σε συλλογικό επίπεδο, δώδεκα τίτλους πρώτου σκόρερ, μια σεζόν με 57 γκολ σε 26 παιχνίδια, αλλά και τον τίτλο του κορυφαίου γκολτζή στην Ευρώπη σε πέντε διαδοχικές σεζόν (από την 1939-40 έως και την 1943-44).

Σταμάτησε στα 42 του χρόνια, με 22 γκολ σε 29 ματς της τελευταίας του σεζόν (!) και με την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ μεγαλύτερη καριέρα, αν δεν μεσολαβούσε ένας πόλεμος (εξαιτίας του οποίου δεν έγιναν Μουντιάλ το 1942 και το 1946), αλλά και το κυνηγητό που δέχθηκε.

«Άκουσα πολλές φορές την θεωρία ότι ήταν πιο εύκολο να σκοράρεις στις μέρες μου. Αλλά οι ευκαιρίες ήταν οι ίδιες, ακόμα και πριν από εκατό χρόνια και θα είναι οι ίδιες σε άλλα εκατό» υποστήριζε, μιλώντας με τρομερή αυτοπεποίθηση για το χάρισμα του στο σκοράρισμα.

«Η κατάσταση είναι ίδια και όλοι πρέπει να συμφωνήσουν ότι μια ευκαιρία πρέπει να μετατραπεί σε γκολ. Αν είχα πέντε ευκαιρίες, έβαζα πέντε γκολ. Αν είχα εφτά, έβαζα εφτά» έλεγε. Και, για του λόγου τ' αληθές, ο Γιόζεφ Μπίτσαν είχε πετύχει από εφτά γκολ σε τρεις αγώνες του, υποστηρίζοντας ότι, στην πραγματικότητα, στην καριέρα του πέτυχε πάνω από... πέντε χιλιάδες γκολ!

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

 

Τελευταία Νέα