Το ματς της ζωής του!
Κάποτε ίσως το γήπεδο που σήμερα θα περιμένει τη στιγμή που ο Νίκος Γκάλης θα πατήσει και πάλι το παρκέ του, να πάρει το όνομά του. Κάποτε ίσως η φανέλα του να κρέμεται στην οροφή για να θυμίζει όσα έκανε στη δεκαετία του ’80. Κάποτε, ίσως οι βιντεοκασέτες που στην πορεία έγιναν dvd, να χρειαστούν και νέα μετατροπή για να μην χαθεί η εικόνα. Κάποτε ίσως η σημερινή βραδιά να μνημονεύεται ως το μεγάλο και εξαιρετικά καθυστερημένο φινάλε που του άξιζε. Κάποτε ίσως ο Νίκος Γκάλης να έχει ξεπεραστεί. Κάποτε, αλλά όχι τώρα! Το gazzetta.gr εξιστορεί την πορεία του μεγάλου Nick στα γήπεδα σε τέσσερα δεκάλεπτα! Έστω κι αν… κάποτε έπαιζαν δύο ημίχρονα!
Δεκάλεπτο πρώτο…
Το παιχνίδι ξεκινάει στην Αμερική! Ο Νίκος Γεωργαλής, παιδί μεταναστών από τη Ρόδο θα γεννηθεί στις 23 Ιουλίου του 1957 στο Νιου Τζέρσεϊ. Πρώτη του αθλητική ενασχόληση ήταν το μποξ, ορμώμενος και από την ερασιτεχνικό ενδιαφέρον του πατέρα του, για το άθλημα. Σύντομα θα το εγκαταλείψει, έπειτα από συνεχείς παρεμβάσεις και ικεσίες της μητέρας του, που δεν άντεχε να τον βλέπει ματωμένο. Το χόκεϊ και το αμερικάνικο ποδόσφαιρο προστέθηκαν στην πορεία στη λίστα, όμως «στο μπάσκετ ένιωθα πάντα πιο άνετα», όπως θα εξομολογηθεί μετά από πολλά χρόνια. Το πόσο πιο άνετα ένιωθε, φάνηκε στο γήπεδο.
Μετά την ολοκλήρωση του λυκείου, έγινε δεκτός στο κολέγιο του Σίτον Χολ, όπου και το ταλέντο του ξεχώρισε με εμφατικό τρόπο, έστω κι αν χρειάστηκε το χρόνο του. Από τους 3,2 πόντους μέσο όρο στην πρώτη χρονιά του, ο Γκάλης δούλεψε αρκούντως ώστε να φτάσει τους 27,5 μέσο όρο στη χρονιά αποφοίτησης. Αναδείχθηκε τρίτος σκόρερ στο κολεγιακό πρωτάθλημα το 1978-79, μένοντας πίσω μόνο από τον Λάρι Μπερντ και τον Λόρενς Μπάτλερ, ωστόσο κατάφερε να επιλεχτεί στο ντραφτ από τους Μπόστον Σέλτικς στη θέση νούμερο 68!
Εκείνο που δεν κατάφερε ήταν να βρει καλύτερη θέση στο ντραφτ και καλύτερη τύχη στο ΝΒΑ. «Σε ένα τουρνουά στο Λας Βέγκας έπαιξα με τον Λάρι Μπερντ. Βγήκα πρώτος στις ασίστ. Μετά, ακολούθησε άλλο ένα τουρνουά, στη Χονολουλού. Και πάλι τα πήγα καλά. Με επέλεξαν οι Σέλτικς, αλλά ήμουν κάτω από τον Λάρι Μπερντ. Διάλεξαν αυτόν. Ο μάνατζέρ μου τότε ήταν ο Μπιλ Μάντεν. Ήταν ο καλύτερος στην πιάτσα και γι’ αυτό εξαιρετικά πολυάσχολος. Εκείνη την εποχή είχε αναλάβει την Ντόνα Σάμερ και προσπαθούσε να κλείσει συναυλίες σε όλον τον κόσμο. Δεν με πρόσεξε. Πιστεύω πως αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα θα είχα μείνει στο ΝΒΑ και δεν θα έπαιζα ποτέ στην Ελλάδα». Ο Νίκος Γκάλης ήταν «hot stuff», όπως τραγουδούσε τότε η Ντόνα Σάμερ. Και το όνομά του θα γινόταν στην Ελλάδα μεγαλύτερο σουξέ από εκείνο της Αμερικανίδας τραγουδίστριας.
Δεκάλεπτο δεύτερο…
Η ιστορία ποικίλλει. Όπως κάθε θρύλος που με τα χρόνια θα αποκτήσει διαφορετικές εκδοχές, επιπλέον εξιστορήσεις και παράλληλες ιστορίες. Όταν το 1979 η πόρτα του ΝΒΑ έκλεισε, εκείνη της Ελλάδας άνοιξε. Λέγεται ότι πλην του Άρη, τόσο ο Ολυμπιακός όσο και ο Παναθηναϊκός είχαν δείξει ενδιαφέρον. Και ο τότε έφορος του Άρη, Γιώργος Τσιλιγγερίδης, θυμάται με ποιον τρόπο κατόρθωσε να φέρει εις πέρας τη μεταγραφή. «Είχα πάει στην Αμερική με την εντολή του προέδρου να φέρω τον Γκάλη πάση θυσία. Ο Αμερικανός δικηγόρος, όμως, ήταν σκληρός στις διαπραγματεύσεις. Του έδωσα σε έναν φάκελο 5.000 δολάρια, χωρίς να το δει ο Γκάλης. Από στρυφνός, έγινε χαρούμενος. Την επόμενη ώρα, είχαμε συμφωνήσει».
Ο Γκάλης, στα 22 του χρόνια, ετοιμαζόταν να γνωρίσει την πατρίδα των γονιών του, για την οποία είχε ακούσει μόνο ιστορίες. «Ήθελα να γνωρίσω αυτό τον μαγικό κόσμο και πίστευα ότι θα κατάφερνα να διακριθώ. Όταν, όμως, είδα το όνειρό μου να μη γίνεται πραγματικότητα με την πρώτη προσπάθεια, αποφάσισα να συνεχίσω σε μια άγνωστη μέχρι τότε για μένα χώρα, στην πατρίδα του πατέρα μου και της μητέρας μου», θυμάται ο σπουδαίος άσος του Άρη και συνεχίζει τη διήγησή του για τα συναισθήματα που τον γέμιζαν τότε. «Έστω και από μακριά, την ένιωθα κατά κάποιον τρόπο ως την πραγματική δική μου πατρίδα. Σήμερα μπορώ ανεπιφύλακτα να πω ότι εκείνο το καλοκαίρι του 1979, ναι μεν δεν εκπληρώθηκε η μεγάλη μου επαγγελματική φιλοδοξία, να παίξω στο ΝΒΑ, αλλά από την απόφαση που πήρα, να συνεχίσω δηλαδή την καριέρα μου στην Ελλάδα, κέρδισα περισσότερα ως άνθρωπος και επιπλέον πιστεύω ότι η μικρή προσφορά μου στην Ελλάδα και στο μπάσκετ της είναι πολυτιμότερη από οποιαδήποτε ενδεχόμενη προσωπική μου διάκριση στο ΝΒΑ ».
Τότε δεν είχε τη σημερινή γνώση. Είχε, όμως, την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν για να πετύχει. Ενδεχομένως και την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν για να έχει αντιπάθειες με το ξεκίνημά του. «Θα βάζω σε κάθε παιχνίδι 40 πόντους», έλεγε μουρμουρίζοντας στο αεροδρόμιο Μακεδονία, όπου εμφανίστηκε φορώντας καμπαρντίνα. Κάτω από το σοβαρό και βαρύ ένδυμα, κρύβονταν 183 εκατοστά, περίπου οκτώ λιγότερα απ’ όσα τον περίμεναν, γεγονός που προκάλεσε ειρωνείες. «Εγώ όταν είχα πατήσει το πόδι μου στην Ελλάδα έλεγα ότι θα κατακτήσω αυτή τη χώρα. Έτσι πίστευα εγώ». Ήταν ο μόνος, τουλάχιστον μέχρι το πρώτο του παιχνίδι.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1979, στο ντεμπούτο του με τη φανέλα του Άρη απέναντι στον Ηρακλή ο Γκάλης σημειώνει 30 πόντους και η ομάδα του επικρατεί δύσκολα με 79-78. Λέγεται πως σε εκείνο το παιχνίδι ήταν αρκετά άστοχος και όταν ο συμπαίκτης του τότε Βαγγέλης Αλεξανδρής του το επισήμανε, ο Γκάλης του ζήτησε να του δείξει τα σημεία απ’ τα οποία είχε αστοχήσει και κατόπιν τον ρώτησε: «Τι πιστεύεις; Θα αστοχήσω ξανά;». Ο μύθος του σιγά-σιγά θα δημιουργείται… Είχε μέσο όρο πόντων 31,4 στην πρώτη του χρονιά στην Ελλάδα και 44 στη δεύτερη, κατά τη διάρκεια της οποίας πέτυχε και το προσωπικό του ρεκόρ με 62 πόντους κόντρα στον Ιωνικό του Παναγιώτη Γιαννάκη και των 73 πόντων του μετέπειτα συμπαίκτη του.
Στα επόμενα δώδεκα χρόνια που έπαιξε με τον Άρη, ο μέσος όρος πόντων του δεν έπεσε ποτέ κάτω από τους 35, κατέκτησε οκτώ πρωταθλήματα Ελλάδας, έξι κύπελλα, έφτασε σε τρία φάιναλ φορ του κυπέλλου πρωταθλητριών και παρότι είναι ένα τρόπαιο που μέχρι και σήμερα θεωρεί ότι του λείπει, δεν μαραζώνει στιγμή που δεν το έχει στη συλλογή του. «Οι κορυφαίες στιγμές είναι όλα τα πρωταθλήματα, κύπελλα που έχω κατακτήσει με τον Άρη», θα πει μεταξύ άλλων για τις καλύτερες στιγμές του στο «Αλεξάνδρειο». Εκείνες που τελείωσαν το 1992 με την κατάκτηση ενός κυπέλλου, αλλά με την απώλεια του πρωταθλήματος και του τίτλου του πρώτου σκόρερ μετά από έντεκα συναπτά έτη.
Δεκάλεπτο τρίτο…
«Με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, το Φιλίππου και τ’ άλλα παιδιά, προχωράμε και νικάμε και το κύπελλο είναι κοντά». Το στιχάκι που είχε εμπνευστεί για τον Άρη και το οποίο πάντα τραγουδούσε στα επινίκια η Μαρινέλλα, μετουσιώθηκε στον ύμνο του ΣΕΦ για την Εθνική ομάδα το 1987. Τότε, που ο Νίκος Γκάλης με εκείνη την αυτοπεποίθηση που ουδέποτε τον είχε εγκαταλείψει έλεγε πως «είναι η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας μου μέχρι την επόμενη» και κανείς δε φανταζόταν πόσες επόμενες θα υπάρξουν. Γιατί η Ελλάδα κέρδιζε την Ιταλία στα προημιτελικά, κέρδιζε τη Γιουγκοσλαβία στα ημιτελικά και έφτανε στον τελικό απέναντι στη Σοβιετική Ένωση.
«Όταν πια φτάσαμε στον τελικό, θυμάμαι κάποιο πρωινό που πηγαίναμε βόλτα με τον Παναγιώτη Φασούλα, αφού και οι δύο δεν κοιμόμασταν τη νύχτα και κάναμε βόλτες γύρω- γύρω από το ξενοδοχείο. Σε κάποια στιγμή μου λέει: «Βρε Νίκο, πώς θα παίξουμε τελικό με αυτά τα μεγαθήρια;». Του απαντάω: «Πέντε είμαστε εμείς, πέντε αυτοί, αλλά εμείς έχουμε έναν παίκτη παραπάνω και αυτός είναι ο κόσμος. Θα κερδίσουμε, Παναγιώτη, θα πάρουμε το Κύπελλο και θα φύγουμε». 14 Ιουνίου του 1987 όλος ο κόσμος ήταν στο δρόμο. Ο Νίκος Γκάλης πρωτοστατούσε στην ομάδα που θα άλλαζε την ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, σκόραρε κατά μέσο όρο 37 πόντους στη διοργάνωση, πέτυχε 40 στον τελικό, αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης και μετά το ματς ζούσε μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ζωής του.
«Η πιο ανθρώπινη στιγμή ήταν αυτή που μου χάρισαν οι δημοσιογράφοι μετά το τέλος του αγώνα, όταν έγινε σύνδεση με το σπίτι μου και μίλησα ζωντανά ως πρωταθλητής Ευρώπης με τον πατέρα μου. Είναι στιγμές τις οποίες εύχομαι με όλη μου την καρδιά να μπορέσει να ζήσει κάθε αθλητής. Να παίρνεις ένα χρυσό μετάλλιο σε ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, να το βλέπουν αυτό οι γονείς σου και να μιλάς αμέσως μετά μαζί τους. Είναι στιγμές ανθρώπινης ευτυχίας. Είναι στιγμές που δεν ξεχνιούνται, ό,τι και αν κάνεις στη συνέχεια στη ζωή σου».
Η συνέχεια της ζωής του με την Εθνική περιλάμβανε ένα ασημένιο μετάλλιο το 1989 στο Ζάγκρεμπ, όπου και πάλι αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ και μια ακόμα πρωτιά στο Ευρωμπάσκετ του 1991, όπου όμως η Ελλάδα δεν είχε ανάλογη του παρελθόντος πορεία κι έμεινε στην πέμπτη θέση. Ο Νίκος Γκάλης έκανε ντεμπούτο στην Εθνική ομάδα σε ένα προολυμπιακό τουρνουά στην Ελβετία στις 6 Μαΐου του 1980 (σ.σ. έπρεπε να ξεπεραστεί η γραφειοκρατία και να πάρει ελληνικό διαβατήριο) και σημείωσε 25 πόντους. Με τη φανέλα της Εθνικής αγωνίστηκε 11 χρόνια και αποχώρησε στις 29 Ιουνίου του 1991, μετά το Ευρωμπάσκετ της Ιταλίας. Πέρα από τα τέσσερα ευρωμπάσκετ (1983, 1987, 1989, 1991), αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ και στο μουντομπάσκετ του 1986, αποχώρησε με 168 συμμετοχές και 5.130 πόντους (σ.σ. 30,5 μέσο όρο) και ρεκόρ πόντων τους 53 που πέτυχε κόντρα στον Παναμά το 1986. Μετά απ’ όλα αυτά δικαιολογημένα μπορεί να δηλώσει πως: «Ίσως αν ζούσα ξανά την ζωή μου πάλι το ίδιο θα έκανα. Να έμενα στην Ελλάδα».
Δεκάλεπτο τέταρτο…
Οι εποχές ήταν διαφορετικές. «Τότε δύσκολα έφευγες από μια ομάδα. Υπήρχαν προτάσεις από το ΝΒΑ, αλλά και το εξωτερικό», θυμάται ο Νίκος Γκάλης, ο οποίος δεν επεδίωξε να φύγει από τον Άρη στη διάρκεια των 14ων χρόνων που φόρεσε τη φανέλα. Το 1992 είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. Ο Θεόφιλος Μητρούδης θέλησε να κάνει περικοπές στον προϋπολογισμό της ομάδας που είχε προκαλέσει χρέη και πρότεινε στο Νίκο Γκάλη μείωση της αμοιβής του. Εκείνος αρνήθηκε και εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη, υπό συνθήκες που δεν μαρτυρούσαν την προσφορά του στο σύλλογο. Οι σειρήνες από την Αθήνα ήταν δελεαστικές και η νέα αυτοκρατορία που ονειρευόταν να χτίσει ο Παύλος Γιαννακόπουλος στον Παναθηναϊκό τον κέρδισε.
Με το τριφύλλι στη φανέλα, ο Νίκος Γκάλης έκανε ό,τι ήξερε καλύτερα: Σκόραρε! Οι δικοί του 36 πόντοι θα στερήσουν από τον Άρη το κύπελλο Ελλάδας το 1993 και θα το χαρίσουν στον Παναθηναϊκό. Οι πράσινοι πανηγύριζαν τίτλο μετά από εφτά χρόνια ανομβρίας, ενώ θα μπορούσαν να είχαν κάνει και το νταμπλ. Στον τρίτο τελικό έχασαν το πλεονέκτημα έδρας από τον Ολυμπιακό και στον τέταρτο δεν αγωνίστηκαν ποτέ, έπειτα από απόφαση του Παύλου Γιαννακόπουλου. Στη δεύτερή του χρονιά στο τριφύλλι, έφτασε σε ένα ακόμα φάιναλ φορ, το τέταρτο της καριέρας του. Όντως πρώτος σκόρερ και πρώτος στις ασίστ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, οδήγησε τον Παναθηναϊκό στο Τελ Αβίβ, όπου έχασε από τον Ολυμπιακό του Γιάννη Ιωαννίδη στον ημιτελικό και κατόπιν πήρε την τρίτη θέση με τον Γκάλη να σκοράρει 30 πόντους στον μικρό τελικό. Θα ήταν μια από τις τελευταίες μεγάλες του παραστάσεις…
Παράταση…
… στα όνειρά μας! Στην πραγματικότητα, η αυλαία έπεσε τον Οκτώβριο του 1994. Ο Νίκος Γκάλης μπήκε σε γήπεδο για να αγωνιστεί για τελευταία φορά στις 18 εκείνου του μήνα στο Μετς. Ήταν 37 χρονών, όμως έμοιαζε ικανός να συνεχίζει να παίζει για χρόνια. Ίσως να είχε κατακτήσει το ευρωπαϊκό που του έλειπε, ίσως να είχε προσθέσει μερικά ακόμα ρεκόρ στο βιογραφικό του. Σε εκείνο το ματς κόντρα στους Αμπελόκηπους, ο Κώστας Πολίτης δεν τον χρησιμοποιεί για ένα ολόκληρο ημίχρονο. Ο Νίκος Γκάλης μαζεύει τα πράγματά του από τα αποδυτήρια και φεύγει από το γήπεδο.
«Το χειρότερο ελάττωμα για έναν άνθρωπο είναι η αχαριστία και ειδικά από ανθρώπους που χρωστούν τα πάντα σε στιγμές του παρελθόντος», θα πει αργότερα ο Γκάλης, απευθυνόμενος στον πρώην προπονητή του Κώστα Πολίτη. Ο ευρωκόουτς, όπως ήταν το «παρατσούκλι» του και παράσημο από το 1987, θα πει λίγο καιρό μετά κι όταν πια ο Νίκος Γκάλης θα έχει αποχωρήσει επίσημα από την ενεργό δράση. «Πάλι τα ίδια με ρωτάτε; Ποιος είναι ο Γκάλης; Πρέπει να ξεκινάω έναν 37χρονο στην ομάδα;». Η αυλαία τότε είχε πέσει. Μετά από ένα καλοκαίρι διαβουλεύσεων, ο Έλληνας άσος δε δέχτηκε καμία εναλλακτική. Δε θέλησε να επιστρέψει στον Παναθηναϊκό, δε δέχτηκε να κλείσει την καριέρα του στον Άρη και η προοπτική της ΑΕΚ, που του έμοιαζε πιο ελκυστική κατέρρευσε γρήγορα. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1995 ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από την ενεργό δράση.
«Ποτέ δεν έχω παρακαλέσει άνθρωπο, δεν έχω ζητήσει χάρη από κανέναν. Φεύγω πικραμένος».
Γκαλο… φθέγματα!
Μέσα στα 15 χρόνια καριέρας και τουλάχιστον δέκα στην κορυφή του ευρωπαϊκού μπάσκετ, υπήρξαν πολλοί που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διατύπωσαν το θαυμασμό τους για τον Νίκο Γκάλη. Τώρα που το παιχνίδι τελείωσε, ακολουθούν οι δηλώσεις. Μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές που έγιναν για τον Έλληνα σούπερ σταρ στο πέρασμα των χρόνων.
«Κύριοι, μπορείτε να λέτε και να γράφετε ό,τι θέλετε. Προσέξτε, όμως, γιατί μια μέρα θα γλείφετε εκεί όπου τώρα φτύνετε. Μια μέρα ο Γκάλης θα αποδείξει ότι ο ένας μπορεί να νικήσει τους πέντε ». Ανέστης Πεταλίδης (στις πρώτες μέρες που ήταν ο Γκάλης στην Ελλάδα).
«Τον θαυμάζω. Όταν παίζει ένας με έναν είναι ανίκητος. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ένας παίκτης θα μπορούσε να τα βάλει με όλη τη Σοβιετική Ένωση». Σεργκέι Μπέλοφ
«Ο Γκάλης είναι παίχτης του 21ου αιώνα». Αλεξάντρ Γκομέλσκι
«Θέλω να είμαι συμπαίκτης του Γκάλη. Να του δίνω ασίστ και αυτός να σκοράρει». Ντράζεν Πέτροβιτς
«Ο Ντράζεν είναι αδελφός μου, αλλά ψηφίζω τον Γκάλη για MVP». Άζα Πέτροβιτς (για το Ευρωμπάσκετ του 1987)
«Ο Γκάλης κάνει πράγματα, που ούτε οι παίκτες των Σέλτικς και των Λέικερς μπορούν να κάνουν». Μπομπ Μακ Αντού
«Δεν περίμενα να βρω ένα τόσο σπουδαίο παίκτη στην Ευρώπη». Μάικλ Τζόρνταν
«Ο άνθρωπος είναι κομπιούτερ! Αν έπαιζε μαζί μας στην ΑΕΚ του '60 θα ήμασταν αήττητοι». Γιώργος Αμερικάνος
«Αν παίζαμε μαζί θα σκοράραμε 300 πόντους σε κάθε παιγνίδι!» Βασίλης Γκούμας
«Έχω δει πολλούς παίχτες στην καριέρα μου, αλλά αυτά που κάνει ο Γκάλης στο παρκέ, μόνο δύο ή τρεις παίχτες μπορούν να τα κάνουν». Όντι Νόρις
«Βρήκα τρόπο για να σταματήσω τον Γκάλη. Θα τον κλειδώσω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του κι έτσι δεν θα έλθει στο γήπεδο». Ρούουντ Χαρεβάιν
«Αν ο Γκάλης θέλει να σκοράρει, θα το πετύχει ό,τι και αν κάνει ο αντίπαλος». Άρβιντας Σαμπόνις
«Είχα την ευκαιρία εγώ να παίξω άμυνα πάνω του, όπως μου είχε ζητήσει ο προπονητής μου, γιατί κανένας δεν μπορούσε και είναι πραγματικά περίεργο, γιατί ο Γκάλης δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός αθλητής, αλλά έκανε ό,τι ήθελε μέσα στο παρκέ. Ντρίμπλαρε όπως ήθελε, σκόραρε μπροστά από πολύ υψηλότερους αντιπάλους, δεν σταματούσε πουθενά!». Ντίνο Μενεγκίν
«Αν εγώ είμαι ο γιος του διαβόλου, τότε ο Γκάλης είναι ο ίδιος ο διάβολος». Ντράζεν Πέτροβιτς
«Είπα στους παίκτες μου πώς θα μαρκάραμε τους τέσσερις παίκτες του Άρη και κάναμε τα σχέδιά μας. Για τον Γκάλη κάναμε την προσευχή μας». Bόιτσεκ Kραϊόφσκι
«Ο πατέρας μου μού έλεγε πως το μόνο που μένει πίσω μας είναι η εντύπωση του κόσμου για εμάς και τίποτε άλλο». ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΛΗΣ
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.