Δεν είναι υπερβολή ο χαρακτηρισμός της «πιο έτοιμης ομάδας στην Ευρώπη»
- Ο κορμός και η «χημεία» προσφέρουν πολλές εναλλακτικές και πολλούς πρωταγωνιστές
- Χαμένη ευκαιρία με αξιοσημείωτα κέρδη
Αν πριν από λίγες μέρες προβλέπαμε ότι οι ελληνοϊσπανικές μονομαχίες της πρώτης αγωνιστικής θα τελείωναν με 100% επιτυχία για τους «αιώνιους», τότε πιστεύω ότι ελάχιστοι θα μας έπαιρναν στα σοβαρά.
Η εξέλιξή τους, όμως, έδειξε ότι η παραπάνω εκτίμηση δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα, γιατί οι μεν «νταμπλούχοι» πέρασαν καθαρά από την Βαρκελώνη, δείχνοντας από νωρίς τα «δόντια» τους εκτός των συνόρων, οι δε «πράσινοι» κοίταξαν στα μάτια την Ρεάλ και έπεσαν στις λεπτομέρειες.
To συνολικό πρόσημο της πρεμιέρας, επομένως, δεν μπορεί παρά να είναι θετικό από την άποψη ότι, ο μεν Ολυμπιακός έβαλε με το καλησπέρα στο σακούλι του το πρώτο «διπλό» της κανονικής περιόδου (ενώ πέρυσι η πρώτη εκτός έδρας νίκη ήρθε στα τέλη Νοέμβρη στο Μιλάνο), ο δε Παναθηναϊκός έπαιξε στα ίσα την περυσινή φιναλίστ της Euroleague και έδειξε ότι έχει τα φόντα για να αφήσει πίσω του τις δύο χειρότερες διαδοχικές σεζόν της ευρωπαϊκής του ιστορίας στο υψηλότερο επίπεδο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά αρχίζοντας απ’ όλα όσα έγιναν στο παρκέ του “Palau Blaugrana”, όπου η ομάδα του Πειραιά απέδειξε ότι διαθέτει εντυπωσιακό βαθμό ετοιμότητας για την εποχή.
Ο κορμός και η «χημεία» προσφέρουν πολλές εναλλακτικές και πολλούς πρωταγωνιστές
Προσωπικά, η επικράτηση του Ολυμπιακού (80-70) στην πρωτεύουσα της Καταλωνίας δεν μου προκάλεσε καμία έκπληξη. Το συζητάγαμε, άλλωστε, από την αρχή της εβδομάδας με τα παιδιά στο γραφείο. Αυτό που σίγουρα με εντυπωσίασε είναι ότι ο Γιώργος Μπαρτζώκας έχει στήσει με τέτοιο τρόπο την ομάδα του, ώστε να μπορεί να παίρνει αποτέλεσμα με πολλούς τρόπους. Ακόμη και στις βραδιές που ο συνδυασμός δημιουργίας-λαθών δεν θα είναι ο προσδοκώμενος αλλά και σε βραδιές με αρκετές κακές αποφάσεις και κατά συνέπεια χαμηλά ποσοστά.
Κακά τα ψέματα, όσοι εκτιμούσαν ότι οι «ερυθρόλευκοι» θα έφευγαν νικητές από μία παραδοσιακά ισχυρή έδρα σαν αυτή των «μπλαουγκράνα», δεν πίστευαν ότι αυτό θα συνέβαινε με 40,7% εντός πεδιάς, με άποντο τον MVP του Super Cup (Φαλ), με απαρατήρητο τον ΜακΚίσικ (ήταν ο «ήρωας» της προπερσινής νίκης στο ίδιο γήπεδο) και με τον Παπανικολάου μακριά από τον γνωστό καλό του εαυτό.
Εκεί, όμως, εντοπίζεται η ειδοποιός διαφορά της εφετινής ομάδας του λιμανιού με την αντίστοιχη των προηγούμενων ετών. Στην προσεκτική ενίσχυση (ποιοτική αντικατάσταση όσων έφυγαν) με παίκτες που προσέδωσαν στον 57χρονο τεχνικό την πολυτέλεια, να έχει πολλαπλούς πρωταγωνιστές στην επίθεση, αλλά ταυτόχρονα και σε μία αμυντική λειτουργία που δουλεύει ρολόι, όσον αφορά στις συνεργασίες, στην αλληλοκάλυψη, τις περιστροφές και τον έλεγχο των ριμπάουντ.
Ο παραπάνω συνδυασμός αποτελεί την μεγάλο «κανονάκι ασφαλείας» για τους πρωταθλητές και στις βραδιές με επιθετικές δυσκολίες, τους δίνει την δυνατότητα να πετύχουν τον στόχο τους μέσα από την αναχαίτιση των ατού της αντίπαλης ομάδας (βλ. τον τελικό του Super Cup).
Κάπως έτσι ήρθε το «διπλό» απέναντι στην Μπάρτσα, που αν εξαιρέσουμε την 1η περίοδο, στην διάρκεια της οποίας εγκλώβισε τον Ολυμπιακό με την επιθετική της άμυνα (οι μηδέν ασίστ στο πρώτο 10λεπτο τα λένε όλα), στα υπόλοιπα 30 λεπτά υποκλίθηκε στην ανωτερότητα της ελληνικής ομάδας.
Το παθητικό των 70 πόντων (απέναντι σε ομάδα που σκόραρε κατά μ.ο. 87,0π.), τα +5 ριμπάουντ, τα 7 κλεψίματα (εκ των οποίων τα 4 έκανε ο Γουόκαπ, που είχε πολύ γεμάτη στατιστική), το 100% στις βολές εκτός έδρας (25/25) και φυσικά τα σίγουρα χέρια του Σάσα Βεζένκοβ (διανύει εκπληκτική φόρμα και έχει αποκτήσει τρομερή επαφή με το καλάθι), του Λαρεντζάκη (“έσταξε” τέσσερα αποφασιστικά τρίποντα σε διάστημα 5 λεπτών) και του Σλούκα (μπορεί να είχε 0/5 τρίποντα, αλλά μοίρασε 9 ασίστ, κέρδισε φάουλ και σκόραρε σημαντικά καλάθια και πόντους) και φυσικά οι συνολικές αμυντικές περιστροφές, ήταν τα στοιχεία που συνθέτουν μία νίκη, που δίχως άλλο αποτελεί το “statement” της πρεμιέρας.
Παίκτης-κλειδί ήταν αναμφίβολα ο Τζόελ Μπολομπόϊ (12π. & 7ρ. με 3/5 σουτ), που με την είσοδο του στο παιχνίδι, άλλαξε πλήρως την εικόνα της αναμέτρησης. Πρόσφερε σιγουριά στο ριμπάουντ και στην προσωπική άμυνα (είτε κοντά στο καλάθι, είτε έξω στην περιφέρεια), γέμισε την ρακέτα, τελείωσε τις περισσότερες φάσεις που πήρε και κάλυψε το “non show” του Φαλ.
Αθόρυβοι και χωρίς υπερβολές αλλά με περίσσια ουσίας, ήταν ο Κάνααν (9π.) και ο Πίτερς (10π. & 4ρ.). Ο πρώτος συνέχισε από ‘και που τελείωσε στον τελικό της Ρόδου, διατηρώντας το προβάδισμα της ομάδας με δύο καθοριστικά καλάθια και κρίσιμες βολές στην 3η περίοδο, ενώ ο δεύτερος έβαλε την σφραγίδα του με απέριττες και αποτελεσματικές προσπάθειες που βγήκαν μέσα από την σωστή κυκλοφορία της μπάλας.
Το ότι ο Ολυμπιακός κερδίζει πειστικά, χωρίς ακόμη να έχει πιάσει ακόμη πολύ σπουδαία απόδοση, οφείλεται κυρίως στον πολύ προσεκτικό σχεδιασμό που έγινε το καλοκαίρι και ο οποίος ουσιαστικά οδήγησε στην αναβάθμιση του ρόστερ. Είναι νομοτελειακό ότι αργά ή γρήγορα θα κάνει μία κάποια κοιλιά. Ο πολύ ισχυρός αμυντικός προσανατολισμός που έχει αποκτήσει ως σύνολο, όμως, φαίνεται ότι θα αποτελέσει την πιο δυνατή «ασπίδα» του, όταν οι αντίπαλοι θα τον διαβάσουν καλύτερα και τα πράγματα θα αρχίσουν να δυσκολεύουν περισσότερο...
Χαμένη ευκαιρία με αξιοσημείωτα κέρδη
Η πρώτη ήττα (68-71) σε εντός έδρας πρεμιέρα μετά από 20 χρόνια στην Euroleague (8 σερί νίκες από το 2002 κι εντεύθεν), έχει πολλές αναγνώσεις και συνάμα θετικά κι αρνητικά takeaways. H ανταγωνιστική εικόνα, όμως και η διεκδίκηση της νίκης από την αρχή έως το τέλος, απέναντι σε αντίπαλο με το μεγαλύτερο budget της διοργάνωσης (μαζί με την εφορία αγγίζει τα 50 εκατομμύρια Ευρώ) αποτελούν ίσως το αφήγημα που πρέπει να κυριαρχήσει μεταξύ των φίλων της ομάδας, που τόσο πολύ θέλουν να δουν τον Παναθηναϊκό να επιστρέφει στην ευρωπαϊκή αγωνιστική κανονικότητα.
Σύμφωνοι, η Ρεάλ ταξίδεψε στην Αθήνα με 6 απουσίες (Χάνγκα, Αμπάλντε, Ράντολφ, Γουίλιαμς-Γκος και Αλοθέν) που καταδεικνύουν το ασύλληπτο βάθος του ρόστερ της. Πράγματι, στην νευραλγική θέση του playmaker, ο Τσους Ματέο αναγκάστηκε να βασιστεί στους οδεύοντες στον 36ο και 37ο έτος της ηλικίας τους, Σέρχιο Γιουλ και Σέρχιο Ροντρίγκεζ αντίστοιχα, που πιέστηκαν πολύ από τους γηπεδούχους (εξ' ού και τα 19 λάθη που κατέγραψε η στατιστική για τους Μαδριλένους) και δεν ήταν εφικτό να φέρουν εις περας με απόλυτη επιτυχία και με διάρκεια την δουλειά τους...
Ωστόσο, πέραν της σημαντικής διαφοράς ποιότητας και ατομικού ταλέντου των περισσοτέρων παικτών της, η «βασίλισσα» είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να στηρίξει το 10μελές rotation της σε έξι παίκτες που ήταν και πέρυσι στην ομάδα (ακόμη και ο νεοφερμένος “Τσάτσο” «κουβαλάει» μία 6ετή θητεία στην ισπανική πρωτεύουσα). Σε αντίθεση με τους «πράσινους», που είχαν για πρώτη φορά τον Ντέγιαν Ράντονιτς στον πάγκο τους και βασίστηκαν σε 8 παίκτες που ήρθαν το περασμένο καλοκαίρι.
Αν σε όλα αυτά, προσθέσουμε και το ότι το αμυντικό πλάνο του «τριφυλλιού» απέδωσε πλήρως, κατεβάζοντας την παραγωγικότητα των πρωταθλητών Ισπανίας κατά 23 ολόκληρους πόντους (στους 4 προηγούμενους επίσημους αγώνες σκόραραν κατά μ.ο. 94 πόντους), τότε από πλευράς διάθεσης, μαχητικότητας και κατάθεσης ενέργειας, οι παίκτες του Μαυροβούνιου προπονητή έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να «κλείσουν» την ψαλίδα που τους χωρίζει από μία ομάδα που έχει ως στόχο το Final 4 και το τρόπαιο.
Με λίγα λόγια και παρά την απουσία του ενός πολύ σημαντικού παίκτη όπως Ουόλτερς, ο Παναθηναϊκός έφερε το παιχνίδι στα μέτρα του (τελευταίο του προβάδισμα το 65-64 στο 36'50”) και στο τελευταίο 3λεπτο είχε τουλάχιστον 4 ευκαιρίες για να ισοφαρίσει ή ακόμη και να περάσει μπροστά στο σκορ, βάζοντας ακόμη μεγαλύτερη πίεση στους φιλοξενούμενους.
Δυστυχώς για τους «πράσινους», όμως, η «χρυσή ευκαιρία» μίας ενδεχόμενης νίκης που θα είχε πολλαπλά οφέλη, «πέταξε» λόγω της συνεχιζόμενης αστοχίας (το 35,3% στα σουτ σε εντός έδρας παιχνίδι είναι «απαγορευτικό» και το 52,4% στις βολές απογοητευτικό), της χαμηλής παραγωγικότητας (μ.ο. 64,0π. σε Ελλάδα και Ευρώπη) της βιασύνης στις κρίσιμες τελευταίες κατοχές αλλά και της υστέρησης δύο παικτών-κλειδιά (Γκριγκόνις και Παπαγιάννης είχαν συνολικά 5/23 σουτ) για την εφετινή προσπάθεια. Ειδικότερα του Λιθουανού, ο οποίος μετράει 6/28 σουτ (21,4%) σε τρία επίσημα παιχνίδια.
Δικαιολογίες, βέβαια, υπάρχουν πολλές και για τους δύο που προέρχονται από ένα φορτωμένο καλοκαίρι που συνδυάστηκε και με τραυματισμούς για αμφότερους. Ωστόσο, όσο αναβαθμισμένο κι αν είναι το εφετινό ρόστερ της ομάδας, όταν παίζει με την περυσινή φιναλίστ Ρεάλ, που προέρχεται από την κατάκτηση του Super Copa, δεν έχει την πολυτέλεια να βασίζεται μόνο σε έναν σούπερ δραστήριο αμυντικά, Πάρις Λι (με καλές και κακές στιγμές στην επίθεση), σε έναν ορεξάτο πλην όμως άστοχο στις βολές, Γουίλιαμς (5/10) και σε έναν θετικό Γκουντάιτις (10π. & 3ρ. με 5/8 σουτ σε 17').
Με αυτόν τον απολογισμό και με θετικό πρόσημο από την απόδοση του Πονίτκα (5π., 6ρ. & 4ασ.), του Άντριους (8π. & 2ασ.) και του Γιώργου Καλαϊτζάκη (5κλ.), δεν είναι εύκολο να κερδίσει μία ομάδα-κολοσσό του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Το γεγονός ότι έφτασε πολύ κοντά, αφήνει υποσχέσεις για το μέλλον, αλλά συνάμα τονίζει το μέγεθος της χαμένης ευκαιρίας...
Υγ.1: Η αλλαγή της μισής 12άδας, φαίνεται και είναι λογικό να κοστίσει στον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους κάποιο σεβαστό χρονικό διάστημα μέχρι η ομάδα του να βρει ρυθμό. Ο ίδιος δείχνει πιο ήρεμος από πέρυσι και αρκετά συνειδητοποιημένος για την πραγματικότητα που χαρακτηρίζει την Μπάρτσα στο ξεκίνημα της σεζόν, έχοντας εμπιστοσύνη στις επιλογές του.
Υγ.2: Στην δεδομένη στιγμή η Ρεάλ των μόλις τεσσάρων μετεγγραφών (μεταξύ των οποίων ένας ή κανένας starter), δείχνει πιο ομοιογενής και πιο έτοιμη και ίσως σε αυτό να οφείλεται το καλύτερό της ξεκίνημα.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.