Τεόντοσιτς: Ένας μπασκετικός εξπρεσιονιστής που ήταν μπροστά από την εποχή του
Υπάρχει ένας τρόπος να παραμορφώσεις την πραγματικότητα; Να αποτυπώσεις τα συναισθήματά σου απέναντι σε ό,τι θεωρείται συμβατικό; Η παραπάνω μορφή τέχνης πήρε σάρκα και οστά στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Εξπρεσιονισμός ήταν η μοντέρνα τέχνη που αντιτάχθηκε στους Ιμπρεσιονιστές. Η πραγματικότητα από δύο οπτικές γωνίες.
Το 1987 στο Βαλίεβο της Γιουγκοσλαβίας γεννιέται ένας από τους μπασκετικούς εκφραστές του όρου. Ο Μίλος Τεόντοσιτς βλέπει στα 12 του χρόνια την περιοχή του να βομβαρδίζεται. Τα παιδικά του μάτια αδυνατούν να αποτυπώσουν αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα και μέσω της πορτοκαλί μπάλας βρίσκει έναν τρόπο έκφρασης. Η δική του τέχνη είναι διαφορετική και ο Ολυμπιακός η πρώτη ομάδα της EuroLeague που την ασπάζεται στη διαδρομή ως το Final Four του Παρισιού.
Ο Μίλος συγκέντρωσε πάνω του όλα τα βασικά fundamentals αλλά η απλότητα δεν ήταν το στιλ του. Οι ασίστ που μοίραζε είχαν υπόσταση μόνο στο δικό του μυαλό. Αυτά που εκείνος έβλεπε στο παρκέ δε χωρούσαν στις τρεις διαστάσεις, ήταν υπερβατικά για την πραγματικότητα.
Ο Τεόντοσιτς κατέθεσε στο παρκέ τον εαυτό του
Ο Τεόντοσιτς έκανε τα πρώτα του σημαντικά βήματα τη σεζόν 2007-08, όταν και πάτησε στα παρκέ της EuroLeague. Όπως κάθε καλλιτέχνης του δικού του βεληνεκούς, είχε τη δική του αχίλλειο πτέρνα. Το δικό του αδύναμο σημείο ήταν η ανεξάντλητη πηγή άνεσης και ευκολίας με την οποία αντιμετώπιζε τις καταστάσεις στο παρκέ.
Η συναισθηματική του αγωνία φαινόταν απούσα στο παιχνίδι του. Η ικανότητά του να είναι ταυτόχρονα ο καλύτερος δημιουργός αλλά και ένας προικισμένος σκόρερ τον οδηγούσε σε υπερβολές για μάτια συνηθισμένα στην απλότητα. Ο Τολστόι έλεγε πως τελειότητα δεν υπάρχει εκεί που δεν υπάρχει απλότητα. Ένας εξπρεσιονιστής όμως θέλει πάνω από όλα να εκφράσει τον εαυτό του.
Ο Τεόντοσιτς ένιωθε άνετα να σουτάρει από τα δέκα μέτρα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αντιλαμβανόταν το βάρος της εκάστοτε στιγμής. Στο δικό του μυαλό η ανάληψη της ευθύνης ήταν φυσιολογικό απότοκο. Το να σουτάρει πέρα από τα όρια της κοινής λογικής για τον Μίλος αποτελούσε αυτοσκοπό. Όπως έκανε τους συμπαίκτες του καλύτερους με τον δικό του τρόπο, έτσι έπρεπε να δουλέψει για τον εαυτό του, ασχέτως αν ορισμένες φορές το τίμημα ήταν βαρύ. Η μπασκετική του τρέλα οδήγησε τις ομάδες του σε ήττες, αποτυχίες και χαμένους τελικούς, κάτι που στον αθλητισμό είναι δεδομένο πως θα συμβεί.
Για εκείνον συνέβαινε απλώς το αναπόφευκτο. Τα έργα του έπρεπε να έχουν το τέλος τους, μέχρι να έρθει η δική του λύτρωση το 2016, με τη βοήθεια του Βίκτορ Χριάπα. Η Ευρώπη δε χωρούσε άλλο τα ταλέντα του. Στις ΗΠΑ γίνεται ένα κομμάτι μίας περιφέρειας με τους Κρις Πολ, Λου Γουίλιαμς και Πάτρικ Μπέβερλι φορώντας τη φανέλα των Κλίπερς αλλά το βήμα που έκανε στα 30 του ήταν υπερβολικό για το ταλαιπωρημένο κορμί του και η κλεψύδρα της επιστροφής στην Ευρώπη μετρούσε αντίστροφα.
Επιβιώνει στο σήμερα γιατί έπαιξε μπάσκετ άλλης εποχής
Μία δεκαετία πριν ο Τεόντοσιτς είχε τη στάμπα του «τρελού». Οι επιλογές του ήταν αμφιλεγόμενες, αλλά δεν μπορούσε εύκολα να αντιληφθεί κάποιος πως το μπάσκετ του είχε ξεπεράσει την εποχή του. Με όλα του τα μειονεκτήματα έγινε ένας από τους πιο επιδραστικούς γκαρντ της εποχής του. Ήταν ο αρτίστας σε ένα παιχνίδι που βασιζόταν στη δύναμη, το πέντε εναντίον πέντε και παιζόταν στις 70 κατοχές.
Ο prime Μίλος σήμερα θα αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη επιείκεια. Οι ballers των '20s έχουν αρκετές δόσεις από τη δική του αστερόσκονη στο παιχνίδι τους. Και αυτός είναι ο λόγος που ακόμα αξίζει κάποιος να κόψει εισιτήριο για να τον δει να παίζει μπάσκετ. Απέναντι στη Ζάλγκιρις σκόραρε 21 πόντους μοιράζοντας παράλληλα 12 ασίστ, αλλά οι συμπαίκτες του μουτζούρωσαν με μία ήττα άλλο ένα εξπρεσιονιστικό έργο του.
Ακόμα και βαδίζοντας στα 36 του καταφέρνει να είναι τόσο σημαντικός στο παιχνίδι μίας ομάδας. Η Βίρτους είναι πολύ καλύτερη στο μάτι με αυτόν στο παρκέ, παρά τις τρανταχτές αμυντικές αδυναμίες του. Ο Μίλος με 29.8% USG% δημιουργεί 12.3 πόντους (5.6 ασίστ) ανά αγώνα για την ομάδα του και σκοράρει άλλους 9.4 με εμφανή έρωτα πλέον για το τρίποντο (31/84, 36.9%) αφού τα πόδια του δε... βαστάνε για να εφορμά προς το καλάθι.
Το δικό του έργο φτάνει σταδιακά προς το τέλος του. Σαν τις σελίδες του αγαπημένου σου βιβλίου που σε έχει προϊδεάσει, αφού φτάνοντας ως εκεί είσαι γεμάτος στιγμές και εικόνες. Ο Τεόντοσιτς νιώθει πλήρης και αυτό φαίνεται σε κάθε του κίνηση. Στα 36 του έχει την απόλυτη ελευθερία να βάλει τις τελευταίες πινελιές στον πίνακα της καριέρας του και η Βίρτους είναι το κατάλληλο περιβάλλον για να ισορροπήσει μεταξύ της αυθαιρεσίας και της ευρηματικότητας.
Πέρασαν 11 χρόνια από την τελευταία φορά που φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού. Έκτοτε με την ΤΣΣΚΑ δημιουργήθηκε ένα άτυπο rivalry στο οποίο ήταν πρωταγωνιστής, όμως στο ΣΕΦ αποθεώθηκε αφού οι άνθρωποι δεν ξεχνάνε το πώς τους έκανες να νιώσουν. Και ο Τεόντοσιτς κατάφερε να επαναφέρει στους φίλους του Ολυμπιακού το αίσθημα πως ανήκουν στην ελίτ της Ευρώπης. Όσο διαφορετικά και αν αποτύπωσε τα γεγονότα ή αν αποτυπώθηκαν, αυτή η επιρροή οδήγησε στην κληρονομιά που συνοδεύει πάντοτε την προσωπικότητά του αντισυμβατικού για την εποχή του καλλιτέχνη.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.