Ολυμπιακός: «Παγιδευμένος» στην ποιότητα της επίθεσής του!
- Η διαφορά του... πέρυσι με το... φέτος!
- Ο «νόμος» που δεν σεβάστηκε κόντρα στην Φενερμπαχτσέ
- Ούτε οι Τούρκοι περίμεναν ότι θα νικήσουν τόσο εύκολα!
Παραδοσιακά, οι επιτυχημένες ευρωπαϊκές πορείες των Πειραιωτών στην σύγχρονη ιστορία του συλλόγου ήταν συνυφασμένες με το αμυντικό «μέταλλο» και την σκληράδα που εξέπεμπε η ανασταλτική τους λειτουργία.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε όλα τα «ταξίδια» της ομάδας στα Final 4, από το 2009 Βερολίνο μέχρι πέρυσι και πάλι στην γερμανική πρωτεύουσα, ο Ολυμπιακός διακρινόταν για το χαμηλό μέσο παθητικό του.
Είχε την καλύτερη άμυνα την σεζόν 2014-2015, οπότε και έχασε το τρόπαιο στον τελικό από την γηπεδούχο Ρέαλ. Σαν φιναλίστ στην Πόλη, δύο χρόνια αργότερα (2017) με πρωταθλήτρια Ευρώπης την επίσης οικοδέσποινα Φενερμπαχτσέ είχε την 3η καλύτερη αμυντική λειτουργία, ενώ ήταν 2ος την σεζόν 2021-2022 που ηττήθηκε στον ημιτελικό του Βελιγραδίου από την Εφές (με το αλησμόνητο τρίποντο του Μίτσιτς στην εκπνοή) και πρώτος τα δύο προηγούμενα χρόνια.
Σε όλες αυτές τις πορείες, οι «ερυθρολευκοι» επέτρεπαν από 71,6 πόντους στην καλύτερη περίπτωση (2014-2015) έως 75,2 κατά μέσο όρο στην χειρότερη (2023-2024).
Η διαφορά του... πέρυσι με το... φέτος!
Πέρυσι, μάλιστα, που η ομάδα δεν είχε μεγάλη ποιότητα και τελείωσε την κανονική περίοδο με την 15η παραγωγικότητα στην διοργάνωση (μ.ο. 77,7π.), η άμυνα ήταν το απόλυτο σήμα κατατεθέν της και στα playoff (κράτησε την Μπαρτσελόνα στους 70 πόντους) και την οδήγησε μέχρι και το Final 4, όπου με 85 πόντους παθητικό δεν μπορούσε να πάρει κάτι περισσότερο από την 3η θέση.
Αυτά, όμως, συνέβαιναν μέχρι... last year! H πολύ ποιοτική ενίσχυση του ρόστερ το περασμένο καλοκαίρι με την επιστροφή του Βεζένκοβ και την έλευση του Φουρνιέ, σε συνδυασμό με την πληρότητα σε όλες τις θέσεις, άλλαξαν τελείως το αγωνιστικό προφίλ του Ολυμπιακού, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει την μικρότερη δυνατή «εξάρτηση» από την άμυνα!
Ή αν θέλετε να το «διαβάσετε» ανάποδα, μοιάζει να στηρίζεται και να έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις πολλές επιθετικές λύσεις που διαθέτει και δίνει σαφώς λιγότερη έμφαση στα ανασταλτικά του καθήκοντα.
Τα νούμερα τον θέλουν να έχει την 6η καλύτερη αμυντική επίδοση (μ.ο. 81,69 πόντους) και από 1ος και 4ος σε κλεψίματα και κοψίματα πέρυσι, φέτος έχει υποχωρήσει αισθητά και στις δύο παραπάνω κατηγορίες.
Χωρίς, πάντως, οι σχεδόν 7,5 περισσότεροι πόντοι που δέχεται ανά παιχνίδι στην τρέχουσα σεζόν, να αποτυπώνουν πλήρως την διαφορά με την περυσινή χρονιά αλλά και με τα προηγούμενα χρόνια, γιατί όλες οι ομάδες της Euroleague παρουσιάζουν συνεχώς αυξανόμενη ροπή στην επίθεση με αποτέλεσμα να βλέπουμε ολοένα και μεγαλύτερα σκορ!
Η παραπάνω διαπίστωση, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η μεγάλη εξάρτηση από το σκοράρισμα σε συνδυασμό με την αμυντική εξασθένηση, έχει αρχίσει να γίνεται κακή συνήθεια για την ομάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εφετινός Ολυμπιακός έχει κρατήσει τους αντιπάλους του πέντε φορές κάτω από τους 70 πόντους και τέσσερις μεταξύ των 70 και των 80 πόντων, ενώ τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 13 και 16 για την περυσινή σεζόν και 9 με 18 για την προπέρσινη!
Για του λόγου το αληθές και πριν περάσουμε σε μία μίνι ανάλυση του αγώνα με την Φενερμπαχτσέ, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι τρεις μεγαλύτερες εκτός έδρας νίκες των Πειραιωτών στην εφετινή διαδρομή (με Παναθηναϊκό, Μονακό και Ρεάλ), ήρθαν αποκλειστικά μέσα από την επίθεση (μ.ο. 93,0 πόντους με 20,6 ασίστ και 48,8% στα τρίποντα), σε αντίθεση με τις δύο σημαντικότερες στο Φάληρο (με Ρεάλ και Μπαρτσελόνα μέσα σε 48 ώρες), οι οποίες είχαν την υπογραφή της άμυνας!
Ίσως και γιατί η ομάδα προερχόταν από ένα πολύ κακό δεκαήμερο με τρεις ήττες σε 4 αγώνες (από Εφές και Μπάγερν στην Ευρώπη και από τον Παναθηναϊκό στο ΣΕΦ για την Stoiximan GBL) και «καιγόταν» για μία δυναμική αντίδραση.
Ο «νόμος» που δεν σεβάστηκε κόντρα στην Φενερμπαχτσέ
Διαχρονικά, άλλωστε, ο Ολυμπιακός λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά σε συνθήκες πίεσης. Μετά το 2/2 στην Ισπανία, όμως και για την εδραίωσή του στην κορυφή της βαθμολογίας με διαφορά ασφαλείας από τους «διώκτες» του, θα ‘λεγε κανείς ότι... κάθισε!
Αυτό φάνηκε αρχικά στο ντέρμπι του πρωταθλήματος, όπου παρουσιάστηκε πνευματικά ανέτοιμος κι έχασε μία μοναδική ευκαιρία – με βάση τα προβλήματα και τις απουσίες του Παναθηναϊκού – να εξασφαλίσει το πλεονέκτημα έδρας για τους τελικούς και εν συνέχεια η κακή συνήθεια (μία ακόμη) να μην διακατέχεται από την αίσθηση του κατεπείγοντος (όταν δεν απειλείται), τον ακολούθησε και στο σημαντικό εντός έδρας παιχνίδι με την Φενερμπαχτσέ!
Στο οποίο ουσιαστικά δεν... εμφανίστηκε και υποχρεώθηκε στην 2η εφετινή ήττα του (77-87) από την ομάδα του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, η οποία τον πλησίασε στον έναν βαθμό και αν έπαιζε την άλλη εβδομάδα με την Παρί (στο εκτός έδρας εξ’ αναβολής παιχνίδι που εκκρεμεί και θα γίνει στις 3 Μαρτίου) και νικούσε τότε θ ήταν εκείνη πρώτης λόγω υπεροχής στην ισοβαθμία.
Κοινώς, οι «ερυθρόλευκοι» είχαν την ευκαιρία να ξεφύγουν μίνιμουμ δύο νίκες από τους Τούρκους και να διατηρήσουν το +3 από Παναθηναϊκό και Μονακό (θα τους υποδεχθούν στο Φαληρικό Στάδιο και τους έχουν νικήσει και εκτός έδρας) και με την απόδοση που είχαν, φάνηκε ότι δεν προσπάθησαν και ιδιαίτερα για να τα καταφέρουν.
Σύμφωνοι, όταν είσαι ο Μπαρτζώκας και δύο ώρες πριν το ματς μαθαίνεις ότι δεν έχεις τον καλύτερο σου πασέρ (Γουόκαπ με μ.ο. 4,6 ασίστ) και τον παίκτη που σου δίνει έξτρα διάσταση στην επίθεση (ΜακΚίσικ με μ.ο. 10,0 πόντους και 1,7 ασίστ με 67,2% στα δίποντα και 39,2% στα τρίποντα), είναι δύσκολο να αναπροσαρμόσεις τα πλάνα και να παρουσιάσεις κάτι διαφορετικό στην επίθεση.
Οπότε από αυτή την οπτική, η μεγάλη πτώση της δημιουργίας (από τις 21,5 ασίστ ανά παιχνίδι, πήγε στις 14), των ποσοστών ευστοχίας (από το 49,7% εντός πεδιάς πήγε στο 40,4%) και της παραγωγικότητας (από τους 88 πόντους ανά αγώνα, σκόραρε 77), έχει μία λογική!
Ωστόσο, όταν μία ομάδα αυτού του επιπέδου αναγκάζεται να παίξει με δύο τόσο σημαντικές απουσίες της τελευταίας στιγμής (και με τους Φαλ και Βιλντόζα να παίζουν τραυματίες), είναι φυσικό κι επόμενο να παρουσιάσει μία μεγαλύτερη συσπείρωση και αυτό να αποτυπωθεί στο παρκέ μέσα από κατάθεση έξτρα ενέργειας, σκληράδας και έντασης στην άμυνα, ώστε να καλύψει με τον πιο ασφαλή τρόπο τις ελλείψεις της.
Ούτε οι Τούρκοι περίμεναν ότι θα νικήσουν τόσο εύκολα!
Αντ’ αυτού, ο Ολυμπιακός επέλεξε να μείνει «παγιδευμένος» στην επιθετική ποιότητα, η οποία χωρίς τις συνεργασίες, τον οδήγησε σε τραβηγμένες πρωτοβουλίες κυρίως από τον Φουρνιέ (21 πόντους με 6/19 σουτ), οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να του προσφέρουν την λύση από την στιγμή που δεν υπήρχε inside game και κυρίως όταν απέναντι του βρισκόταν η ομάδα με το καλύτερο αμυντικό πλάνο και το χαμηλότερο μέσο παθητικό στην διοργάνωση (μ.ο. 76,4 πόντους).
Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι χωρίς να πιάσει μεγάλη απόδοση, η Φενέρ δεν πιέστηκε ιδιαίτερα στο 2ο μέρος και έφυγε νικήτρια απόλυτα δίκαια. Και αυτό γιατί οι γηπεδούχοι της επέτρεψαν να πετύχει ανέλπιστα εύκολη την 5η διαδοχική της νίκης (είναι αήττητη στο 2025), παρά το γεγονός ότι εδώ και καιρό παίζει με λύση ανάγκης στον άσο (την θέση μοιράζονται ο Ζάγκαρς με τον νεοαποκτηθέντα ΜακΚόλουμ) και χωρίς ο Χέιζ-Ντέιβις ή ο Μπιμπέροβιτς να κάνουν μεγάλο ματς!
Συμπερασματικά, η πολύ καλή απόδοση του Γκούντουριτς (21 πόντους και 4 ασίστ με 7/9 σουτ) και η πολύ βελτιωμένη κυκλοφορία της μπάλας στην επίθεση (21 ασίστ) έφτανε και περίσσευε ώστε η χειρότερη επιθετική ομάδα και η 3η από το τέλος σε δημιουργία, να περάσει εύκολα από το Φάληρο (και με τις βολές να είναι 13 έναντι 37 εις βάρος της) και να προκαλέσει προβληματισμό στο «ερυθρόλευκο» στρατόπεδο για την εικόνα.
Αν και κανονικά στον Ολυμπιακό θα έπρεπε να το έβλεπαν να έρχεται, γιατί η ομάδα του Saras σκοράρει 91 πόντους (με 42,& στα τριπ.) και μοιράζει 17,2 ασίστ ανά παιχνίδι κατά την διάρκεια του 5/5 που τρέχει μέσα στον Ιανουάριο. Κι όλα αυτά χωρίς τις δύο βασικές της λύσεις στο combo-guard (Γουίλμπεκιν και Μπάλντουιν).