Γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1991 στο Santo Suárez της Αβάνα στην Κούβα και αγαπημένος του χορός είναι φυσικά η
σάμπα. Ο πατέρας του δούλευε σε ένα μικρό σούπερ μάρκετ και η μητέρα του ήταν καθαρίστρια σε ξενοδοχεία. Oι γονείς του χώρισαν και η μητέρα του πήγε στην Ιταλία το 2007, παίρνοντάς τον μαζί κι έμειναν στην Μόντσα.
Ο πατέρας του έπαιζε μπάσκετ και ήταν ο λόγος για να πιάσει κι εκείνος στα χέρια του την πορτοκαλί μπάλα. «
Ποτέ μου δεν τον είδα να παίζει, όμως, όλοι στη γειτονιά μου, στο σχολείο και στο κολέγιο μού έλεγαν ότι ο πατέρας μου ήταν πραγματικά σπουδαίος παίκτης, αυτός με ενέπνευσε»,
είχε δηλώσει στο gazzetta.gr. Στο γηπεδάκι του Σαν Κάρλος (φωτογραφία) έκανε τα πρώτα του βήματα.
Με τα πρώτα καλά λεφτά που έβγαλε από το μπάσκετ, αγόρασε στην μητέρα του και την γιαγιά του ένα σπίτι στην Κούβα. «
Έπαιζα μπάσκετ και η μητέρα μου θυσίαζε πράγματα για να μου δώσει ρούχα και παπούτσια», είχε πει
στην ίδια συνέντευξη στο gazzetta.gr.
Η πρώτη του ομάδα ήταν η Assigeco Casalpusterlengo (γλωσσοδέτης) της Ιταλίας, όπου και έμενε με την μητέρα του. Από εκεί, δόθηκε δανεικός στην γερμανική Μπράουνσβαϊγκ και το 2012-13 έπαιξε υπό τις οδηγίες του
Κώστα Φλεβαράκη και ήταν συμπαίκτης με τον νυν ΝΒΑer, Ντένις Σρέντερ.
Το 2015 φόρεσε την φανέλα της Νίμπουρκ και άρχισε να γίνεται πιο «γνωστό» το όνομά του. Στα δύο χρόνια που έμεινε εκεί, κατέκτησε τρεις τίτλους: το πρωτάθλημα Τσεχίας το 2016 και το double την επόμενη σεζόν.
Πριν έρθει στην Ελλάδα το 2018, αγωνίστηκε για ένα χρόνο στην Νταρουσάφακα υπό τις οδηγίες του Ντέιβιντ Μπλατ. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν στο Summer League του ΝΒΑ με τους Ντένβερ Νάγκετς, αλλά μόλις του τηλεφώνησε ο Μπλατ, έφτιαξε αμέσως βαλίτσες για το μεγάλο ταξίδι. Μαζί κατέκτησαν το EuroCup, τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο της καριέρας του.
Το διάστημα που ήταν στην τουρκική ομάδα, όμως, δεν ήταν εύκολο, καθώς προς το τέλος της σεζόν ο πατέρας του έφυγε από την ζωή. «Ο πατέρας μου απεβίωσε πριν δυο χρόνια», είχε πει σε συνέντευξη του στις αρχές της σεζόν 2019-20 στην Cosmote TV, «και γι’ αυτό τον λόγο φοράω την φανέλα με το Νο26. Αλλά έχω βάλει και το συγκεκριμένο νούμερο στα παπούτσια μου, για να τον έχω μαζί μου».
Με την φανέλα της ΑΕΚ κατέκτησε το Διηπειρωτικό Κύπελλο στην Βραζιλία κι έγινε ο πρώτος Κουβανός που κράτησε στα χέρια του αυτό το τρόπαιο. Επίσης, «αποκαθήλωσε» τον Νικ Καλάθη και πήρε και το βραβείο του «Καλύτερου Αμυντικού» στην Basket League το 2019. Πριν μετακομίσει στην Μόσχα για την ΤΣΣΚΑ φέτος, η «εκτόξευσή» του με την «Βασίλισσα» υπό τις οδηγίες του Ηλία Παπαθεοδώρου ήταν αξιοθαύμαστη!
Ξέρει λίγα ελληνικά, μαθαίνοντας φυσικά τα... βασικά από τους πρώτους μήνες που ήταν ακόμα στην ΑΕΚ, δηλαδή τις κακιές λέξεις, όπως είχε δείξει και σε ένα απολαυστικό βιντεάκι με τον Χάρη Γιαννόπουλο, όπου το «μπιπ» έπεσε... σύννεφο!
Με τον Έλληνα σουτέρ έκαναν πολύ καλή παρέα όσο ήταν στην ΑΕΚ και
πάντα αρέσκονταν να πειράζει ο ένας τον άλλον στα social media. Μάλιστα, ο Σαντ-Ρος φώναζε διαρκώς τον Γιαννόπουλο «Ιησού», λόγω της μακριάς κόμης του και της γενειάδας του.
Στην ΑΕΚ ο Ηλίας Παπαθεοδώρου τον χρησιμοποίησε ακόμα και ως πόιντ γκαρντ, αποδεικνύοντας πόσο πολύ βοήθησε αυτή η κίνηση τόσο την ομάδα, όσο και τον ίδιο τον παίκτη.
Το deal που κατάφερε να κάνει η ΑΕΚ με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας για τον Κουβανό ήταν ένα από τα πιο «θορυβώδη» στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ! Οι «κιτρινόμαυροι» τον έδωσαν για 500.000 και ο ίδιος πρόλαβε να παίξει σε 12 παιχνίδια με τους Ρώσους, πριν η πανδημία σταματήσει τα πάντα. Στο ντεμπούτο του κόντρα στην Ρεάλ Μαδρίτης ανέφερε πως ένιωσε «σαν μικρό παιδί τα Χριστούγεννα».
Η σύζυγός του είναι Ελληνίδα και ήταν πάντα στο πλευρό του, σε όλα τα παιχνίδια της ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ. Επίσης, οι φίλοι κι οι γνωστοί του τον φωνάζουν και «Η» (Έιτς) από το αρχικό του ονόματός του ή «Loco», αφού είχε το όνομά του στα social media (πριν τα κλείσει) «locopowell».
Σε συνέντευξη του στην Cosmote TV και τον Δημήτρη Ζαφειρόπουλο το 2019 είχε αποκαλύψει την ιστορία για το όνομά του. «Η μητέρα μου μού έδωσε αυτό το όνομα. Παρακολουθούσε μια ταινία. Λεγόταν "Χάουαρντ η πάπια", για όσους δεν το γνωρίζουν, όντως αυτός είναι ο τίτλος της ταινίας. Κάπως έτσι ένιωσε ότι ήταν ένα ωραίο όνομα για μένα».