«Έπαιζα ποδόσφαιρο στη Νιγηρία, ήμουν 16-17, και γνώρισα κάποιον που μου είπε "Τι κάνεις; Παίζεις ποδόσφαιρο; Πρέπει να δοκιμάσεις το μπάσκετ. Νομίζω θα σου αρέσει. Δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει για σένα και την οικογένειά σου". Πήγα στο γήπεδο και βρήκα τους προπονητές. Δεν κάναμε προπονήσεις στο κλειστό, γιατί το είχε η εθνική ομάδα. Κάναμε σε ένα ανοιχτό δίπλα, αλλά η μπασκέτα ήταν χάλια, δεν μπορούσαμε να καρφώσουμε καθόλου. Κάναμε λέι απ και δεν έπρεπε να την ακουμπήσουμε, γιατί θα έπεφτε. Αν τη χαλούσαμε, έπρεπε να την φτιάξουμε και δεν είχαμε τα χρήματα».
«Στην αρχή δεν μού άρεσε καθόλου το μπάσκετ. Με εκνεύριζε πολύ. Θύμωνα. Ήμουν πάντα στην πλευρά των ηττημένων. Είχα ευθύνη απέναντι στην ομάδα μου, είχα πολλά να μάθω, αλλά εκείνοι με ενθάρρυναν, όπως και ο κόουτς Lateef Erinfolami. Μού είπε ότι δεν γίνονται όλα σε μια μέρα. Χρειάζεται μια διαδικασία. "Αυτοί οι τύποι γελάνε με σένα σήμερα, αλλά θα γίνουν οι ίδιοι που θα γυρίσουν και θα γελάνε παρέα με σένα μια ημέρα, όταν γίνεις κάποιος", μού έλεγε. Μού έδειξε πως να σουτάρω βολές, να κάνω λέι απ, τα βασικά που πρέπει να ξέρει ένας αρχάριος. Μετά από δύο εβδομάδες έφυγα, κουράστηκα. Έλεγα πως είναι χάσιμο χρόνου. Τότε ήρθε ο προπονητής μου στο σπίτι. Τού είπα ότι δεν μού άρεσε το μπάσκετ. "Ξέρω πως δεν σου αρέσει. Έλα απλά να κάτσεις μαζί μας. Δεν είναι ανάγκη να παίξεις", είπε. Πήγα στο γήπεδο και ήταν εννέα παιδιά εκεί, άρα έπρεπε να παίξω, για να γίνουν δέκα. Έκανε τα πάντα για να με ενθάρρυνε. Όσο μισούσα το μπάσκετ, τόσο επέμενε εκείνος. "Μια μέρα, αυτό θα είναι κάτι μεγάλο για σένα", έλεγε».
«Έγινε ένα καμπ στο Λάγος το 2010 και πήγα. Μετά ξανά το 2011 και τότε γνώρισα προπονητές από την Αφρική, την Αμερική και την Αγγλία. Όλοι έψαχναν ένα ψηλό παιδί με προοπτική. Το καμπ ήταν του Μασάι Ουτζίρι των Ράπτορς. Είχα μια επαφή με τον προπονητή μου από το Tennessee Temple Academy και μου προσέφεραν μια υποτροφία να παίξω στην Αμερική. Μετά από αυτό το καμπ, πήγα στο Βέλγιο με μια ομάδα για μια εβδομάδα».
«Η μητέρα μου μού είπε "δεν έχεις να πας πουθενά. Δεν ξέρεις κανέναν εκεί. Είναι πολύ μακριά από το σπίτι". Της είπα "κοίτα μαμά, είναι μια μεγάλη ευκαιρία για μένα". Δεν ξέρω άλλα μέρη, αλλά στην Αφρική το όνειρο κάθε παιδιού είναι να πάει μια μέρα στις ΗΠΑ, επειδή είναι αυτό που βλέπουμε στην τηλεόραση. Τη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, το Λος Άντζελες... Η μητέρα μου ήθελε να τελειώσω το σχολείο. Νόμιζε ότι μόλις αρχίσω να βγάζω κάποια λεφτά, θα τα παρατούσα. Πήρα τηλέφωνο μερικούς φίλους μου για να με βοηθήσουν να την πείσουμε. Έπρεπε να την πείσω ότι θα τελειώσω το σχολείο. Οπότε, έκανα τα χαρτιά μου, πήρα τη βίζα και ήρθα στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 2012».
«Όταν πήγα στο Tennessee Temple Academy μού είπαν ότι, αν ήθελα να πάω στο κολέγιο εκείνον τον χρόνο, θα έπρεπε να ολοκληρώσω τα μαθήματα ενός χρόνου σε έξι μήνες. Μού είπαν ότι αν το κάνω αυτό, θα πήγαινα αμέσως στο κολέγιο. Αν όχι, θα περνούσα έναν ακόμα χρόνο στο σχολείο. Αυτό, επειδή πήγα τον Ιανουάριο. Έκανα κάποια online μαθήματα, έμενα ξύπνιος τις νύχτες, προσπαθώντας να διαβάσω, να τελειώσω τα μαθήματα μέσα σε έξι μήνες, για να πάω στο κολέγιο. Και δεν ήταν όπως στο Florida State, που είχαμε τα πάντα. Στο Tennesse μπορεί να είχαμε δείπνο στις 17:30 και μέχρι τις 19:30 είχα πεινάσει πάλι και δεν είχα καθόλου χρήματα. Αυτό με έκανε να θέλω να φύγω και να αποφοιτήσω».
«Στο σχολείο μου, στην μικρή πόλη Chattanooga, υπήρχαν 400-500 παιδιά. Όταν ήρθα για επίσκεψη στο Florida State, υπήρχαν 40.000! Μετά είδα τα ψηλά κτίρια, το γυμναστήριο, ήταν τεράστιο! Υπήρχαν αυτά τα μικρά πράγματα που με έκαναν να θέλω να φύγω από το σχολείο. Το πρώτο ήταν το κρύο. Το δεύτερο το φαγητό. Ήθελα να πάω κάπου που θα μπορούσα να φάω και να μου μείνει κιόλας, επειδή σε δύο ώρες θα πεινούσα ξανά».
«Αν δεν υπήρχε το μπάσκετ στη ζωή μου, θα ήθελα να σπουδάσω για να γίνω τεχνικός υπολογιστών και να κάνω κάτι με τεχνολογίες, επειδή το βρίσκω εκπληκτικό. Όχι απαραίτητα μηχανικός υπολογιστών, αλλά κάτι με πληροφοριακά συστήματα ή με γεωγραφικά πληροφοριακά συστήματα, με χάρτες. Βέβαια, όταν πήγα στο Florida State κατάλαβα πως το μπάσκετ πληρώνει το σχολείο μου και απαιτεί πολύ από το χρόνο μου. Οπότε, αν ήθελα να ασχοληθώ με τους υπολογιστές, θα έπρεπε να αφιερώσω επίσης πολύ χρόνο, για να τα πάω καλά. Γι' αυτό κατέληξα στις Διεθνείς Σχέσεις. Είναι κάτι... πολύπλοκο. Πρέπει να γράφεις πολύ, έχει να κάνει με πολιτική, ιστορία, εθνική ασφάλεια, δημόσια πολιτική...».
«Πάντα προσπαθώ να είμαι καλός με τους ανθρώπους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις με ποιανού το μονοπάτι θα διασταυρωθείς στο μέλλον. Προσπαθώ πολύ να μην είμαι "κακός" με τους άλλους. Έχω κάνει και κοινωνιολογία, δημόσιες σχέσεις... Αυτά τα μαθήματα με βοήθησαν όπως στο πως να αλληλεπιδρώ με τα media, με τους συμμαθητές και τους προπονητές μου. Να είμαι ένας καλύτερος άνθρωπος για την κοινωνία».
«Η μητέρα μου ήταν δασκάλα και μετά έγινε σύμβουλος. Οι δάσκαλοι δεν πληρώνονται καλά. Πάντα σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να πληρώνονται περισσότερα από κάθε άλλο επάγγελμα, ίσως όχι από τους γιατρούς, επειδή βοηθούν να σωθούν ζωές. Αλλά χωρίς τους δασκάλους, δεν θα υπήρχαν γιατροί ή δικηγόροι. Εκείνοι είναι που μεταδίδουν την γνώση στους μελλοντικούς γιατρούς, στους μελλοντικούς δικηγόρους, στους μελλοντικούς προέδρους. Οπότε, δεν πιστεύω ότι πληρώνονται καλά. Η μητέρα μου προσπάθησε σκληρά και τα κατάφερε. Έκανε τα πάντα, για να είμαστε εγώ κι η αδερφή μου πετυχημένοι».
«Κάθε μέρα ή μέρα παρά μέρα έπρεπε να παίρνω τηλέφωνο την μητέρα μου και την αδερφή μου. Πρώτον, γιατί μου λείπουν. Δεύτερον, γιατί η μητέρα μου θα φρικάρει. "Είναι καλά;;". Νομίζει ότι είμαι ακόμα 17-18. Αν δεν την πάρω για δυο - τρεις μέρες, καλεί την αδερφή μου 10-15 φορές και της λέει "σού έστειλε μήνυμα στο facebook; Σε πήρε τηλέφωνο;" και η αδερφή μου εκνευρίζεται γιατί η μητέρα μας την ενοχλεί. Νευριάζει και μαζί μου. Είμαι πάντα ο... κακός (γέλια). Οπότε, είμαι σε διαρκή επικοινωνία μαζί τους, πάντα έτσι ήμαστε, από την πρώτη ημέρα. Ο πατέρας μου πέθανε, όταν εγώ ήμουν μικρός, οπότε είμαστε μόνο εγώ, η μαμά μου και η αδερφή μου».