Ολυμπιακοί Αγώνες Μπάσκετ 2024: Καλές οι ανατροπές, αλλά κάποια στιγμή πρέπει (να μπορούμε) να νικήσουμε!

Ολυμπιακοί Αγώνες Μπάσκετ 2024: Καλές οι ανατροπές, αλλά κάποια στιγμή πρέπει (να μπορούμε) να νικήσουμε!

bet365

Ο Αντώνης Καλκαβούρας γράφει για μία ακόμη οδυνηρή ήττα (77-84) της Εθνικής ομάδας από την Ισπανία και πιστεύει ότι στο σύγχρονο μπάσκετ, ο συνδυασμός σκληρής άμυνας με μέτρια ποιότητα στην επίθεση, δεν αρκεί για να φέρει την επιτυχία!

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βάσει ρόστερ, αν κάποτε μπορούσαμε να κοιτάξουμε στα μάτια τον «κακό μας δαίμονα» στις μεγάλες διοργανώσεις, παρά τις διόλου ευκαταφρόνητες απουσίες μας στο ολυμπιακό τουρνουά (Σλούκας, Παπαπέτρου, Θανάσης και Κώστας Αντετοκούνμπο), ήταν το εφετινό καλοκαίρι.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, που η ομάδα του Σέρτζιο Σκαριόλο βρίσκεται εν μέσω μίας μεταβατικής περιόδου (ανεξάρτητα αν πριν δύο χρόνια στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης) μετά την ομάδα των συνεχόμενων διεθνών επιτυχιών και κατέβηκε στην Γαλλία χωρίς τον πιο έμπειρο playmaker της (Ρίκι Ρούμπιο), ο οποίος, βεβαια, φέτος επέστρεψε στην ενεργό δράση, μετά από απουσία δύο ετών λόγω κατάθλιψης.

Στα χαρτιά, λοιπόν, είχαμε να αντιμετωπίσουμε μία «φούρια ρόχα» που έδειχνε πιο βατή και αντιμετωπίσιμη από ποτέ. Όταν ο 39χρονος Ρούντι Φερνάντεζ, που παίζει τα τελευταία παιχνίδια της καριέρας του και ετοιμάζεται για τον «τελευταίο του χορό» στα παρκέ και ο 36χρονος Σέρχιο Γιουλ, ο οποίος βρίσκεται ξεκάθαρα στην δύση της καριέρας του, έχουν σημαντικό ρόλο στο rotation του 53χρονου Ιταλού τεχνικού, τότε εκτιμώ ότι δύσκολα θα βρίσκαμε καλύτερη ευκαιρία για να βάλουμε τέλος σε μία άκρως «εφιαλτική» αρνητική παράδοση!

Μία «πελατειακή σχέση» που χτίστηκε από τις αρχές του 21ου αιώνα και μας ήθελε να μετράμε πέντε ήττες σε ισάριθμους νοκ άουτ αγώνες από το 2006 μέχρι και το 2015, οπότε ηττηθήκαμε για τελευταία φορά πριν το σημερινό παιχνίδι! Και μάλιστα στο ίδιο γήπεδο με παρόντες τους Σπανούλη, Ζήση, Παπανικολάου και Αντετοκούνμπο στο παρκέ...

 

Δυστυχώς, η εικόνα του αγώνα μας απογοήτευσε γιατί αν εξαιρέσουμε το εντυπωσιακό ξεκίνημα σε άμυνα κι επίθεση, το οποίο μας έδωσε προβάδισμα 8 πόντων λίγο πριν συμπληρωθεί το 7ο λεπτό, η Εθνική μας ομάδα αποδείχτηκε κατώτερη των προσδοκιών μας για κάτι περισσότερο από την συμμετοχή/επιστροφή στην κορυφαία γιορτή του αθλητισμού μετά από 16 χρόνια.

Το σημείο-κλειδί ήταν η αναμενόμενη – όταν το ματς θα άρχιζε να φεύγει από τον έλεγχο των Ισπανών – επιλογή της άμυνας ζώνης από τον Σκαριόλο, σε συνδυασμό με την τακτική της επίμονης άρνησης των αντιπάλων μας στην τροφοδότηση του κυρίαρχου, στα πρώτα 7 λεπτά, Γιάννη Αντετοκούνμπο.

Εκεί, κατά την ταπεινή μου άποψη, χάθηκε το ματς! Οι Ίβηρες δυσκόλεψαν πολύ την κυκλοφορία της μπάλας και μας ανάγκασαν να παίρνουμε «σκοτωμένα» τρίποντα και αφού βρήκαν ρυθμό στο δεύτερο μισό της πρώτης περιόδου, έκαναν την μεγάλη αντεπίθεση στο δεύτερο δεκάλεπτο.

Η επιλογή να πιέσουμε ασφυκτικά τους πολύ πιο γρήγορους περιφερειακούς των Ισπανών, δημιούργησε μεγάλη ανισορροπία στην άμυνά μας, έδωσε πολλά ελεύθερα σουτ και μοιραία το 65% ποσοστό ευστοχίας της πρωταθλήτριας Ευρώπης πίσω από τα 6,75, με 11/17 τρίποντα, προκάλεσε ένα επιμέρους σκορ 15-39, που μας πήγε από το +8 στο -16, στις αρχές της 3ης περιόδου.

Και καλά τα δύο αρχικά τρίποντα του Αλντάμα, που έπρεπε να τα αποφύγουμε αλλά δεν μας στοίχισαν, αλλά το να χάσουμε την επαφή με το σκορ από τους μπαρουτοκαπνισμένους μεν, αλλά γηρασμένους Γιουλ και Ρούντι, δείχνει το πόσο μας στοίχισε η σχεδόν δωδεκάλεπτη αμυντική καθίζηση, από το 8ο λεπτό έως την ανάπαυλα.

Σε όλο το παραπάνω διάστημα, η ολιγωρία μας στα μετόπισθεν «παντρεύτηκε» και με την πολύ λανθασμένη επιθετική κατεύθυνση που είχαν οι παίκτες μας. Για 6,5 ολόκληρα λεπτά, δηλαδή στον χρόνο που ο καλύτερός μας παίκτης βρέθηκε στο παρκέ, ο “Greek Freak” δεν τροφοδοτήθηκε καθόλου και δεν πήρε ούτε μία προσπάθεια. Αντ' αυτού, η «επίσημη αγαπημένη» επέμεινε να επιτίθεται με τα τρίποντα που η ισπανική άμυνα τεχνηέντως μας έδινε και τα οποία δεν έμπαιναν για τρεις λόγους:

Κατά πρώτον γιατί δεν είχαμε ψυχολογία, momentum και ρυθμό. Κατά δεύτερον γιατί κακά τα ψέματα, δεν έχουμε κλασσικό σουτέρ, αλλά και παίκτες που είναι «πρώτα βιολιά» στις ομάδες τους και είναι συνηθισμένοι να σηκώνουν τις μεγάλες ευθύνες, στις δύσκολες στιγμές και στο υψηλότερο επίπεδο. Και κατά τρίτον γιατί ο Έλληνας MVP δεν φημίζεται για το μακρινό του σουτ.

Όσοι γνωρίζουν καλά τον Βασίλη Σπανούλη, όμως, αλλά και τις δυνατότητες των Ελλήνων διεθνών στο ανασταλτικό κομμάτι, έδιναν πολλές πιθανότητες για την ολική επαναφορά. Και όπως αποδείχτηκε, το ματς είχε παρεμφερή εξέλιξη με εκείνο της πρεμιέρας κόντρα στον Καναδά.

Η άμυνα για σεμινάριο που παίξαμε με το παθητικό των 18 πόντων στα πρώτα 13 λεπτά του 2ου μέρους, τα τρία μεγάλα τρίποντα του Τολιόπουλου και φυσικά το ανεπανάληπτο ρεσιτάλ του Γιάννη Αντετοκούνμπο, μας έφεραν σε απόσταση αναπνοής στο τριακοστό τρίτο λεπτό και στα ίσα, τεσσερισιμιση λεπτά πριν από τέλος, με την ελπίδα να πεθαίνει τελευταία!

Δυστυχώς, όμως, από την μία το «καντήλι» μας δεν έφτανε για back to back ανατροπή μέσα σε 60 ώρες, με τόσο μεγάλη κατάθεση ενέργειας και από την άλλη στο σύγχρονο μπάσκετ, η άμυνα δεν φτάνει για να φέρει μεγάλες νίκες.

Με τον Αντετοκούνμπο των 27 πόντων και των 11 ριμπάουντ να έχει συμπαράσταση μόνο από τον Τολιόπουλο των μηδαμινών παραστάσεων από το υψηλότερο επίπεδο και αλλά από τον τιμιότατο Παπανικολάου, πως να βγάλεις ποιότητα μπροστά και πως να σκοράρεις τους απαραίτητους 85 πόντους για τη νίκη;

Όσο αυστηρός κι ακούγομαι όταν οι τρεις πιο έμπειροι guard της ελληνικής ομάδας (Καλάθης, Γουόκαπ και Λαρεντζάκης) σουτάρουν με 25% και στα δύο παιχνίδια της Λιλ έχουν συνολικά 9/42 σουτ, πως να ζητήσουμε το κάτι παραπάνω και να κοιτάξουμε ψηλότερα;

Όταν οι δύο πιο έμπειροι ψηλοί μας (Μήτογλου και Παπαγιάννης) με πολυετή εμπειρία στην Euroleague, δεν συνεισφέρουν μαζί ούτε καν διψήφιο αριθμό πόντων και έχουν 6/21 σουτ, πως να κερδίσουμε αντιπάλους που είναι μία και δύο ταχύτητες πάνω από μας;

Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει την τεχνογνωσία, την καθοδήγηση, την ψυχή και την επιθυμία να βρίσκεται στην «ελίτ» του παγκοσμίου μπάσκετ αλλά και να στοχεύει σε διακρίσεις, στα μάτια μου, όμως, θεωρώ ότι στερείται πλέον της μπασκετικής ποιότητας για να το καταφέρει.

Επομένως και οι δύο εμφανίσεις της στα γαλλοβελγικά σύνορα, συνιστούν υπέρβαση από την άποψη ότι απείλησε με ήττα δύο ομάδες με αδιαμφισβήτητα περισσότερο μπασκετικό ταλέντο.

Το ότι ανατρέπουμε τα ματς, αλλά στο τέλος χάνουμε, θα πρέπει να μας προβληματίσει. Όχι μόνο ως προς το τελικό αποτέλεσμα (προσωπικά πιστεύω ότι είμαστε χειρότεροι κι από τις τρεις ομάδες του ομίλου μας), αλλά για το ποιοι πραγματικά είμαστε, ποια είναι η θέση μας στο διεθνές μπασκετικό γίγνεσθαι, τι πρεσβεύουμε μπασκετικά και ποια θα είναι η κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε από 'δω και στο εξής, χτίζοντας πάνω στην δεδομένη επιτυχία της επιστροφής στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Όσον αφορά τα σενάρια της πρόκρισης, αυτά πλέον θέλουν πάση θυσία νίκη δική μας νίκη επί της Αυστραλίας με 3 έως 9 πόντους για την 3η θέση και με 10+ πόντους για την απευθείας πρόκριση μέσω της 2ης θέσης.

Υγ.: Σύμφωνοι, παλικάρι και «πολυεργαλείο» ο Γουόκαπ αλλά την μπάλα στο καλάθι δεν την βάζει! Επομένως, το να έχουμε την πολυτέλεια ενός «νατουραλιζέ» σκόρερ όπως ο Ντόρσεϊ και να μην τον επιλέγουμε, ειδικότερα και απόντος του Σλούκα (έστω αναπροσαρμόζοντας τα πλάνα μας, μετά το προολυμπιακό τουρνουά), αποδεικνύεται στρατηγικό λάθος... Και μην μου πείτε ότι δε γινόταν για «πολιτικούς λόγους», γιατί όποιος αγαπάει την Εθνική κοιτάει το μπασκετικό καλό της!

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Αντώνης Καλκαβούρας
Αντώνης Καλκαβούρας

Στην συγκεκριμένη στήλη θα βρείτε αντικειμενικά καταγεγραμμένη άποψη γύρω από τα μπασκετικά δρώμενα και μπόλικη ανάλυση, ενίοτε σε συνδυασμό και με ρεπορτάζ. Το Gazzetta, άλλωστε, μπορεί να μπήκε στην καθημερινότητα μου στη μέση της έως τώρα δημοσιογραφικής διαδρομής (2008), ωστόσο, εδώ και 13 χρόνια αποτελεί την πιο σύγχρονη και ταχύτερη πλατφόρμα ενημέρωσης και ένα μέσο στο οποίο απολαμβάνω από την πρώτη μέρα να δουλεύω. Και σίγουρα το μόνο από τα πολυάριθμα στα οποία έχω εργαστεί και εργάζομαι (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδα, περιοδικό), το οποίο εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο, σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνεται ευχάριστη εμμονή για τους αναγνώστες αλλά και για όλους εμάς τους συντελεστές. Να χαιρόμαστε λοιπόν τη νέα του έκδοσή του και να το εξελίσσουμε συνεχώς!