Ολυμπιακοί Αγώνες, Εθνική ομάδα: Η άσβεστη φλόγα και το «κάτι παραπάνω» για το επόμενο βήμα

Ολυμπιακοί Αγώνες, Εθνική ομάδα: Η άσβεστη φλόγα και το «κάτι παραπάνω» για το επόμενο βήμα

Γιώργος Κούβαρης Γιώργος Κούβαρης
Ολυμπιακοί Αγώνες, Εθνική ομάδα: Η άσβεστη φλόγα και το «κάτι παραπάνω» για το επόμενο βήμα

bet365

Ο Γιώργος Κούβαρης γράφει για την Εθνική ομάδα και με αφορμή το ματς με την Γερμανία και τον αποκλεισμό της από τα ημιτελικά των Ολυμπιακών Αγώνων, στέκεται στο «αύριο» του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος.

Για να είμαστε ειλικρινείς και να τα λέμε όλα, παραήταν καλό το ξεκίνημα του αγώνα της Εθνικής μας κόντρα στη Γερμανία για να είναι και αληθινό. «Too good to be true» που λένε και στην Αμερική. Εκμεταλλευτήκαμε τον ενθουσιασμό μας, μπήκαμε στον προημιτελικό με φόρα, προσπαθήσαμε να επιβάλλουμε τον ρυθμό μας, πήραμε διαφορά 12 πόντων και το μόνο ερώτημα είχε να κάνει με το «πόσο θα αντέχαμε» απέναντι στους Παγκόσμιους Πρωταθλητές.

Τα πράγματα είναι απλά. Και τα έχουμε πει χιλιάδες φορές. Το μπάσκετ είναι το πλέον αξιοκρατικό άθλημα. Και η καλύτερη ομάδα θα κερδίσει 99 φορές στις 100. Για να μην πω 100 φορές στις 100. Και λίγο-πολύ ήταν ζήτημα χρόνου για την καλύτερη ομάδα να επιστρέψει στο ματς παίζοντας το μπάσκετ που ξέρει καλά. Και όσο και αν μας «πονάει» αυτό, το μπάσκετ των Γερμανών είναι καλύτερο τη δεδομένη χρονική στιγμή από το δικό μας.

Αν όχι καλύτερο τακτικά, σίγουρα καλύτερο από πλευράς συνολικής ποιότητας και «βάθους». Ουσιαστικά αυτά ήταν και τα στοιχεία που μειονεκτούσαμε σε σχέση με την Γερμανία. Στην ποσότητα και στην ποιότητα. Και αν κάνουμε και τον συνδυασμό, θα λέγαμε στην ποσοτική ποιότητα. Εμείς ναι μεν κάναμε την προσπάθειά μας, ναι μεν το παλέψαμε με όποιον τρόπο μπορούσαμε και όσο μπορούσαμε, αλλά μερικές φορές ακόμα και η υπερπροσπάθεια, δεν είναι αρκετή. Καλώς ή κακώς χρειάζεται και λίγη τύχη απέναντι σε καλύτερους αντιπάλους.

Όταν ο αντίπαλος είναι καλύτερος, απλά το παραδεχόμαστε και πάμε παρακάτω

Δεν πιστεύω να υπάρχει κάποιος ο οποίος να πιστεύει ότι η Γερμανία δεν ήταν καλύτερη ομάδα από εμάς ή ότι δεν ήταν το «γκραν φαβορί» για τη νίκη. Αν μπορούσαμε ωστόσο να νικήσουμε και τώρα να ονειρευόμασταν μετάλλιο; Φυσικά και μπορούσαμε. Αν το θέλαμε; Ρητορικό το ερώτημα. Όμως στον αθλητισμό και πολύ περισσότερο στο μπάσκετ, αυτά δεν είναι αρκετά. Υπάρχει και η ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων.

Και όταν ο αντίπαλος είναι ανώτερος οφείλουμε και πρέπει να το παραδεχόμαστε. Η ελληνική ομάδα αυτό μπορούσε να κάνει στον προημιτελικό και αυτό ακριβώς έκανε. Τίποτε το λιγότερο και τίποτε το περισσότερο. Μπορεί ως Έλληνες να στεναχωρηθήκαμε επειδή χάσαμε άλλη μια ευκαιρία προκειμένου να διεκδικήσουμε μια θέση στο βάθρο των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά από την άλλη υπάρχει και το «ήταν δίκαιο και έγινε πράξη».

Και το δίκαιο ήταν να νικήσει η Γερμανία. Τελεία και παύλα. Όλα τα υπόλοιπα είναι για λαϊκή κατανάλωση. Εμείς δεν πρέπει τόσο να δούμε τι έφταιξε και να μένουμε σε αυτό, όσο τι πρέπει να κάνουμε ώστε να προσθέσουμε «αυτό το κάτι παραπάνω» για να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα. Να μην προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι «αν ο Βάγκνερ δεν είχε ευστοχήσει στο τρίποντο-προσευχή, τώρα ίσως να ήταν διαφορετικά τα πράγματα» αλλά να χειροκροτήσουμε την όμορφη προσπάθεια του αντιπάλου και να πάμε παρακάτω.

Υπάρχουν ποιοτικές ελλείψεις και δεν διαφαίνεται κάτι στον ορίζοντα...

Προσωπικά έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον (άπειρο μεν, αλλά και τόσο επιδραστικό) Βασίλη Σπανούλη για τη θέση του ομοσπονδιακού προπονητή. Όπως είχα αναφέρει και σε προηγούμενο κείμενο θεωρώ ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για την κατάλληλη θέση. Επαναλαμβάνω και λέω. Όχι μόνο για τακτικά θέματα αλλά πολύ περισσότερο για θέματα ψυχολογίας, συσπείρωσης, κλίματος εντός της ομάδας και επικοινωνίας με τους παίκτες.

Δεν πρόκειται να κλείσει την πόρτα σε κανέναν. Όσοι αξίζουν να βρίσκονται στην Εθνική ομάδα, σίγουρα θα αποτελούν και μέλη της. Είτε είναι 18 χρονών, είτε είναι 38 ετών. Άλλωστε το ξεκαθάρισε και ο ίδιος μετά το τέλος του αγώνα με την Γερμανία δίνοντας εμμέσως πλην σαφώς και ένα επιπλέον κίνητρο (όχι ότι το χρειάζονται οι έμπειροι και μπαρουτοκαπνισμένοι παίκτες) σε όλους όσους επιθυμούν να φορούν τη φανέλα με εθνόσημο στο στήθος.

Αν μη τι άλλο η φλόγα στο ελληνικό μπάσκετ είναι άσβεστη. Πάντα ήταν. Και με τον Σπανούλη στην άκρη του πάγκου θα «καίει» πολύ δυνατά στις τάξεις της Εθνικής ομάδας. Μια ομάδα, κακά τα ψέματα, αρκετά παραμελημένη. Είναι δεδομένο ωστόσο ότι ο 42χρονος τεχνικός (σ.σ. τα κλείνει σήμερα 7/8) έχει βάλει, τρόπον τινά, και ένα μπασκετικό στοίχημα με τον εαυτό του. Να την επαναφέρει και πάλι σ' ένα βάθρο. Θα συμβεί αυτό στο επόμενο Eurobasket; Κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.

Προσωπικά, πάντως, προσπαθώ να δω το δάσος και όχι το δέντρο. Και όσο και αν ο Σπανούλης πιστεύει πραγματικά στο «αύριο» της Εθνικής μας ομάδας (που καλά κάνει και πιστεύει και έτσι πρέπει να κάνει) εγώ παρατηρώ πολλές ελλείψεις. Ποιοτικές ελλείψεις. Μια ματιά στα ρόστερ των ομάδων που βρέθηκαν στην οκτάδα των Ολυμπιακών Αγώνων φτάνει και περισσεύει για του λόγου του αληθές. Με εξαίρεση τη Βραζιλία οι υπόλοιπες ομάδες ξεχείλιζαν από ποιότητα και βάθος. Αν όχι σε όλες τις θέσεις, σίγουρα στις περισσότερες από αυτές φέρνοντας πολλές λύσεις από τα βάθη των πάγκων. Σε αντίθεση με εμάς.

Εμείς δεν τις είχαμε. Τουλάχιστον όχι τώρα. Όχι ακόμα. Χωρίς να φταίνε τα παιδιά που ήταν στο ρόστερ. Έτσι; Σε καμία περίπτωση. Ίσα-ίσα που πάλεψαν, μόχθησαν και ήθελαν να προσφέρουν τις δικές τους βοήθειες. Μπορεί στα επόμενα χρόνια μερικοί παίκτες να έχουν κάνει το step up και να πάρουν τη μπαγκέτα των πρωταγωνιστών αλλά προς το παρόν υπάρχει ποιοτική διαφορά σε σχέση με πολλά άλλα εθνικά συγκροτήματα. Και δυστυχώς η ελληνική «δεξαμενή» όσον αφορά το ταλέντο και την ποιότητα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για χαμόγελα και αισιοδοξία.

Πλήγμα η απουσία κλασσικού σουτέρ

Μπορεί να ακούγεται λίγο σκληρό αλλά φαντάζομαι ότι αποτυπώνει και την πραγματικότητα. Επαναλαμβάνω: Αναφέρομαι στο αυθεντικό ταλέντο και στην ποιότητα. Μακάρι να κάνω λάθος. Όμως πείτε μου. Δεν έχουμε πρόβλημα στο μακρινό σουτ; Πάντα δεν είχαμε πρόβλημα στο μακρινό σουτ; Με εξαίρεση ίσως τον Ρογκαβόπουλο και τον Ντόρσεϊ (όταν δεν επιλέγεται ο Γουόκαπ ως νατουραλιζέ) υπάρχουν άλλοι παίκτες που να εγγυώνται το περιφερειακό σουτ;

Είναι δόκιμο ο σέντερ της ομάδας (όπως ο Παπαγιάννης) να είναι ο πιο σταθερός και συνεπής σουτέρ και να έχει καλύτερα ποσοστά έξω από τα 6.75 μέτρα από τους συμπαίκτες του; Δεν λέω, είναι μόδα (αλλά και απαραίτητο) να σουτάρει καλά ο ψηλός αλλά αυτό γίνεται όταν υπάρχει η ίδια συνέπεια και στα γκαρντ. Εμείς έχουμε σουτέρ ημέρας και μόνο.

Ούτε ο Γουόκαπ είναι σουτέρ, ούτε ο Καλάθης, ούτε ο Παπανικολάου. Μοναδικός κλασσικός σουτέρ της Εθνικής ήταν ο Τολιόπουλος ωστόσο δεν μπορεί να μπει στην ίδια εξίσωση από τη στιγμή που δεν είχε παραστάσεις από το υψηλότερο επίπεδο. Και έφτασε και εκείνος στο σημείο να γίνει «σουτέρ ημέρας» σε αυτήν την Εθνική.

Και ειδικά με τον τρόπο που παίζει το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, περνώντας τη μπάλα συνέχεια από τα χέρια του Γιάννη Αντετοκούνμπο, δεδομένα θέλει καλούς σουτέρ τριγύρω του. Και είδαμε. Όταν έμπαιναν τα σουτ, τα πράγματα εξελίσσονταν ιδανικά για την Ελλάδα. Όσο αστοχούσαμε ξεκινούσαν και τα προβλήματα. Απόδειξη το ματς με την Γερμανία. Μετά το 42-47 στα μέσα της τρίτης περιόδου οι διεθνείς μας δεν βρήκαν άλλη φορά στόχο έξω από τα 6.75 μέτρα καθώς μέτρησαν έκτοτε 0/7 τρίποντα. Το αποτέλεσμα ; Γνωστό.

Φαντάζομαι ότι ο Σπανούλης και οι συνεργάτες του έχουν πολλή δουλειά μπροστά τους. Αρχικά να εξασφαλίσουμε και μαθηματικά τη πρόκριση για το Eurobasket 2025 και στη συνέχεια να έχουμε το καλύτερο δυνατό ρόστερ στη διοργάνωση. Όποιο και αν είναι αυτό...

Α, και κάτι τελευταίο. Μόνο χειροκρότημα γι' αυτήν την ομάδα και την προσπάθεια που έκανε!

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Γιώργος Κούβαρης
Γιώργος Κούβαρης

Τα 2/3 της ζωής του βρίσκεται στο δημοσιογραφικό «μετερίζι». Γεννημένος το 1977 στην Αθήνα, ο Γιώργος Κούβαρης έκανε τα πρώτα του βήμα στα μέσα της δεκαετίας του '90 από το πάλαι ποτέ κραταιό «Εθνοσπόρ» και συνέχισε στις εφημερίδες «Έθνος» και «Goal News» για τα επόμενα 25 χρόνια. Από το 2016 αποτελεί μέλος της οικογένειας του Gazzetta και ασχολείται με το ρεπορτάζ του μπασκετικού Παναθηναϊκού. Είναι ρετρολάγνος, λατρεύει τις δεκαετίες του '80 και του '90 σε όλα τα επίπεδα, παρακολουθεί ανελλιπώς μπάσκετ, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του θα τον βρείτε να κάνει «strike» σε κάποια αίθουσα bowling...