Στο Γίδι είναι κάθε μέρα Tσικνοπέμπτη

Γιώργος Μυλωνάς
Στο Γίδι είναι κάθε μέρα Tσικνοπέμπτη
Επισκεφτήκαμε το εστιατόριο της Μεταμόρφωσης που έχει αναγάγει την κρεατοφαγία σε επιστήμη.

Κείμενο: Γιώργος Μυλωνάς
Φωτογραφίες: Γιάννης Καρύτσας

Δεν μπορώ να φάω εντόσθια. Όχι επειδή δεν μου αρέσουν εμφανισιακά, αλλά γιατί δεν μου αρέσει η γεύση τους. Παρ΄ όλα αυτά, μια δυο φορές το χρόνο δοκιμάζω μια μπουκιά κοκορέτσι ή ένα κομμάτι τηγανιά συκώτι, μπας και μου φανούν πιο νόστιμα, αλλά τζίφος.

Με τα παραπάνω κρατούμενα επισκέφτηκα ένα μεσημέρι καθημερινής με τον Γιάννη το Γίδι, στο 17 της Τατοΐου, στην Μεταμόρφωση. Θα τρώγαμε κάμποσο κρέας, αφού το μαγαζί διαθέτει τόσα πολλά και με τόσους διαφορετικούς τρόπους ψημένα κρέατα που μοιάζει λες και είναι κάθε μέρα Τσικνοπέμπτη. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν μία από εκείνες τις μια δυο μέρες του χρόνου που σκόπευα να δοκιμάσω ξανά κάποιο εντόσθιο.

Την παραγγελία την αφήσαμε στον Βασίλη Ακρίβο, ιδιοκτήτη και των Ψάριστον, Αιόλου 68, του delicatessen Umami Tales και του Salty Bone στη Σαντορίνη. Η ετυμηγορία του έβγαλε:

-Σουβλακοσαλάτα

-Σαλάτα με τοματίνια

-Μπιφτέκι προβατίνας

-Καρπάτσο αγελάδας

-Προσούτο προβατίνας

-Φρυγαδέλια

Ας πιάσουμε την παραγγελία από το τελευταίο πιάτο. Πριν δοκιμάσω τα φρυγαδέλια το μόνο πράγμα που γνώριζα για αυτά ήταν το εξής: ότι πρόκειται για κρέας το οποίο είναι περιτυλιγμένο με μπόλια, όπως και η σεφταλιά. Το είδος του κρέατος, μου διέφευγε, αφού δεν είχε τύχει να δοκιμάσω φρυγαδέλια ποτέ μέχρι την επίσκεψή μου στο Γίδι.

Έτσι, έκοψα ένα από τα τρία κομμάτια που περιλάμβανε η μερίδα κι έμοιαζαν με μπιφτέκια και το δοκίμασα. «Α πολύ ωραίο, Βασίλη», είπα στον ιδιοκτήτη που περνούσε μπροστά μου εκείνη τη στιγμή. «Τι κρέας είναι;», ρώτησα πριν καλά καλά καταπιώ τη δεύτερη μπουκιά. «Συκώτι», μου απάντησε ξερά, χωρίς να μπορεί ν’ αντιληφθεί τη σημασία που είχε για μένα η συγκεκριμένη λέξη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Είχα φάει για πρώτη φορά στη ζωή μου δεύτερη μπουκιά από οποιοδήποτε εντόσθιο χωρίς να το γνωρίζω και το ακόμα σημαντικότερο ήταν πως είχα φάει για πρώτη φορά στη ζωή μου δεύτερη μπουκιά από οποιοδήποτε εντόσθιο και ήθελα να φάω και τρίτη. Δεν το λες και λίγο. Οπότε λίγα λεπτά αργότερα είχα καταβροχθίσει ενάμιση φρυγαδέλι, ό,τι δηλαδή μου αναλογούσε από την μερίδα και μπορούσα να συνεχίσω με τα υπόλοιπα.

Η βραδιά είχε αρχίσει με τους καλύτερους οιωνούς. Αφού είχα απολαύσει το συκώτι, τα υπόλοιπα που ήξερα ήδη πως μου άρεσαν δεν υπήρχε περίπτωση να με απογοητεύσουν. Πόσο μάλλον όταν τα κρέατα είχαν κοπεί μπροστά μου στον ειδικό χώρο που είναι διαμορφωμένο σε κρεοπωλείο στην είσοδο του μαγαζιού.

Όπως αυτή η σπαλομπριζόλα που είναι λίγο πιο μεγάλη από τις δυο μεγαλύτερες μπριζόλες που έχω δει στη ζωή μου ενωμένες.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στην παραγγελία. Οι σαλάτες, τόσο η σουβλακοσαλάτα όσα και η σαλάτα με τα τοματίνια, επιτέλεσαν το ρόλο για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Μας δρόσισαν και μας άνοιξαν την όρεξη -μαζί με τα φρυγαδέλια- για το μακελειό που ακολούθησε στο τραπέζι.

To μπιφτέκι προβατίνας είχε το ηθικό και όχι μόνο βάρος που αναλογεί στο όνομά του, ενώ το προσούτο και το καρπάτσο αν και κρεατικά έδωσαν έναν πιο γκουρμέ αέρα στο τραπέζι μας. Στα συν των πιάτων το χοντρό αλάτι πάνω στα κρέατα και η αυτοπεποίθησή τους. Αυτοπεποίθηση που φαινόταν από το γεγονός πως τα κρέατα έρχονταν σκέτα. Χωρίς τη συνοδεία ενός κιλού τηγανητής πατάτας μόνο και μόνο για να συγκαλυφθούν πιθανά ελαττώματά τους.

Αν και αρχικά η παραγγελία μας φαινόταν μεγάλη, αδειάσαμε όλα τα πιάτα και φύγαμε κάτι παραπάνω από χορτασμένοι. Το Γίδι είχε μπει πλέον σε δύο προσωπικές μου λίστες. Πρώτον, σε αυτή με τα μαγαζιά που θα επισκέπτομαι όταν θέλω να φάω καλό κρέας. Δεύτερον, στη λίστα που περιλαμβάνει μόνο το όνομά του κι έχει για τίτλο το εξής: Μέρη που μπορώ ακόμα κι εγώ ν’ απολαύσω συκώτι.

Γίδι: Λεωφόρος Τατοΐου 17, Μεταμόρφωση.