Ολυμπιακός: Το εφετινό μαρτύριο είναι case study και μάθημα για όλους
Δεν είναι η πιο τυχερή ομάδα εφέτος ο Ολυμπιακός. Εχασε δυο – τρία γκολ στην Τρίπολη, έχασε απίθανες φάσεις με το Βόλο (του Ντε λα Φουέντε αξέχαστη), έχασε και χθες δυο σχεδόν βέβαια γκολ για να ισοφαρίσει τον ΠΑΟΚ. Το μοναδικό ματς στο οποίο ηττήθηκε ως κατώτερος (στο β' μέρος, όταν και κατέρρευσε) ήταν στο «Κλεάνθης Βικελίδης» από τον Αρη και σε όλες τις νίκες του (με ΠΑΣ, Ατρόμητο, Ιωνικό και ΟΦΗ) ήταν λίγο ή πολύ ανώτερος του αντιπάλου του.
Στο ποδόσφαιρο, όμως, δεν μετρούν μόνο οι τελικές προσπάθειες, οι φάσεις που χτίζεις, οι ευκαιρίες σου, η ευστοχία σου. Μετρά η οργάνωση μεσοαμυντικά, η ποιότητα των αμυντικών, η ταυτότητα της ομάδας, η αθλητικότητα των παικτών, η ατμόσφαιρα στα αποδυτήρια και στην κερκίδα, δεκάδες συνιστώσες! Και στις περισσότερες εξ΄αυτών, μια ομάδα που έκανε 18 μεταγραφές, άλλαξε δυο προπονητές σε δυο μήνες μετά από τον μακροβιότερο (ξεπέρασε και τον Ντούσαν Μπάγεβιτς ο Πέδρο Μαρτίνς!) τεχνικό του στην ιστορία του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου από το 1980 και αγωνίζεται σε κάθε ματς με διαφορετική ενδεκάδα, απέτυχε παταγωδώς.
Απέτυχε παταγωδώς το κλαμπ εκείνο το οποίο από το 2018 έως και το 2021 είχε το πιο οργανωμένο σχέδιο στη χώρα μας, έπαιξε το καλύτερο (μακράν του δεύτερου) ποδόσφαιρο στη χώρα μας, ανέδειξε παίκτες, πούλησε παίκτες σε σπουδαία πρωταθλήματα, έγραψε ζηλευτές για τους ανταγωνιστές του ευρωπαϊκές βραδιές. Εδειχνε ότι είχε αρχίσει να ξεφεύγει από τα... ελληνικά ο Ολυμπιακός! Οτι είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικά «Ευρωπαίος». Να ανοίγει πάλι την ψαλίδα με όλους στην Ελλάδα σε όλα τα πεδία: προπόνηση, ποιότητα ποδοσφαιρική, βάθος πάγκου, αγωνιστικό σχέδιο, στα πάντα! Αλλωστε αυτό που παρουσίασε σε ουκ ολίγα ματς επί Μαρτίνς δεν ήταν «ελληνικό»: ήταν «ευρωπαϊκό»!
Ολα άρχισαν να «χαλούν» πέρυσι. Το γιατί δεν το γνωρίζω. Προφανώς δεν ξαναβρήκε ο Ολυμπιακός «Σα», «Σεμέδο», «Τσιμίκα», «Ομάρ», «Ποντένσε». Δεν βρήκε έναν νεότερο «Ελ Αραμπί». Επήλθε και ο κορεσμός; Η φθορά του προπονητή μετά τον χαμένο προπέρσινο τελικό Κυπέλλου από τον ΠΑΟΚ του Πάμπλο Γκαρσία; Ειλικρινά δεν γνωρίζω, προφανώς ήταν πολλοί οι λόγοι. Ξέρω όμως ότι σταδιακά σχεδόν όλοι γίνονταν χειρότεροι! Με πρώτο έναν από τους πληρέστερους χαφ που έχουν αγωνιστεί στα ελληνικά γήπεδα την τελευταία δεκαετία: τον Μαντί Καμαρά της Ρόμα.
Ο Ολυμπιακός δεν απέλυσε τον Μαρτίνς όταν έπρεπε και το καταλαβαίνω από μια πλευρά: ήταν ο προπονητής με τον οποίο είδαμε καταπληκτικά ματς, είχε πάρει δύο πρωταθλήματα, παρουσίαζε μια ομάδα ανταγωνιστική στην Ευρώπη. Αυτό που ουδείς καταλαβαίνει είναι τι έκανε εφέτος και έφτασε να μετράει τέσσερις νίκες σε 18 ματς, χωρίς να έχει αντιμετωπίσει κάποια Μάντσεστερ Σίτι, Μπάγερν, Αρσεναλ, Τότεναμ όπως στις προηγούμενες σεζόν. Κάποια στιγμή μετά από πολλά χρόνια ίσως γραφτεί τι ακριβώς συνέβη. Ισως κάποιος από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας θελήσει να την αφηγηθεί. Τώρα, ως θεατές, δεν ξέρουμε. Ποιος αποφάσισε για τι, πέραν της τελικής ευθύνης που πάντα – στις χαρές και στις λύπες – ανήκει στο boss. Το βέβαιο είναι πως το εφετινό μαρτύριο του Ολυμπιακού – μαρτύριο οπαδών, διοικούντων, ποδοσφαιριστών, εργαζομένων στην ΠΑΕ, όλων, εκτός από case study είναι κι ένα σπουδαίο, μεγάλο μάθημα για όλες τις ελληνικές ομάδες. Πώς μια ομάδα με τόσο ισχυρό μπάτζετ, πώς ένα κλαμπ που έχτιζε επί τρία χρόνια εκ του μηδενός τουβλάκι – τουβλάκι έναν... ουρανοξύστη για τα ελληνικά ομάδα, τον γκρέμισε συθέμελα μέσα σε λίγους μήνες.
Υ.Γ. 1: Για τον Ραζβάν Λουτσέσκου μην τα ξαναλέμε: ας του πει κάποιος από τον ΠΑΟΚ ότι πέρασαν οι εποχές που συσπείρωνε παίκτες και οπαδούς με αυτά που έλεγε για την Αθήνα. Ετυχε σε εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου (ξένοι διαιτητές – VAR) που χοντράδες σαν του Τρεϊμάνις είναι σπάνιες, εξ ου και τα πρωταθλήματα κάθε χρόνο τα τελευταία έτη τα παίρνει ο καλύτερος, εξ ου και ο ΠΑΟΚ κατέκτησε σε τέσσερα χρόνια όσους τίτλους είχε κατακτήσει από το 1926. Ας πιστέψει περισσότερο στη φουρνιά των νέων παικτών, ας βρει έναν γκολτζή φορ για τον Ιανουάριο, ας επιχειρηματολογήσει με ρεαλισμό υπέρ του νέου πρότζεκτ του κλαμπ, ας ψάξει για μεγαλύτερη ευστοχία στον μεταγραφικό Γενάρη κι ας προσπαθήσει να βρει τρόπους ώστε να μην δέχεται η ομάδα του σχεδόν σε κάθε ματς γκολ μετά το 85'. Διότι σε διαφορετική περίπτωση θα προκύψει πάλι κάποιος «ΟΦΗ» ή «Λεβαδειακός» και θα φταίνε (πάντα) οι παίκτες. Στο «Γ. Καραϊσκάκης» δεν το «έφαγε» στο τέλος μόνο και μόνο λόγω της ανικανότητας και της τρομερής πίεσης των Μπακαμπού και Ελ Αραμπί.
Υ.Γ. 2: Η απόφαση του Τρεϊμάνις στο διπλό πέναλτι που ακύρωσε (και από τον Μπα και από τον Τζολάκη ο οποίος πρώτα χτυπά άθελά του με το γόνατο τον Ολιβέιρα και εν συνεχεία αποκρούει τη μπάλα) δεν είναι ανεξήγητη αν κάποιος προσέξει τι «replay» του «έδωσαν» ο Πορτογάλος VAR και ο Ελληνας AVAR. Κατά τη διάρκεια του ντέρμπι, άλλωστε, τα σφυρίγματά του σε γενικές γραμμές ήταν σωστά και δεν φανέρωσαν μεροληψία ή «πολιτική» υπέρ ή εναντίον κάποιας εκ των δύο αντιπάλων.
Υ.Γ. 3: Οι προκλητικές – οπαδικού στυλ – ερωτήσεις σε προπονητή δεν είναι σύνηθες, αλλά δεν είναι και σπάνιο φαινόμενο στα ελληνικά γήπεδα. Σ' αυτό το σημείο έχουμε φτάσει δυστυχώς εδώ και πολλά χρόνια. Σπάνιο είναι οι ύβρεις σε αίθουσα Τύπου...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.