Πριν ξετυλίξει το κουβάρι της δικής της ζωής, της δικής της πορείας στον αθλητισμό, έδωσε το μήνυμά της από την αρχή. Μιλά για τα κορίτσια που χρειάζονται μία ιστορία για να πάρουν λίγη ακόμη δύναμη και να συνεχίσουν, όπως η δύναμη που έπαιρνε εκείνη από το μπάσκετ: «Το 1999 έκανα μία απόπειρα να φύγω από το σπίτι, να βρω ενα αλλού ένα καταφύγιο, γιατί στο δικό μου σπίτι συνέβαιναν πράγματα που εύχομαι σε κανένα άλλο παιδί να μην συμβούν γιατί καθημερινά ακούμε για ενδοοικογενειακή βία, κακοποίηση και πράγματα μας σοκάρουν. Στο δικό μου το σπίτι, λοιπόν, συνέβαιναν τέτοια πράγματα και έψαχνα να βρω μία διέξοδο. Η διέξοδός μου, τότε, ήταν το μπάσκετ».
(Photo credits: Τζίνα Σκανδάμη)
Τη Δώρα Παντέλη τη γνωρίζουμε όλοι, την έχουμε δει σε παρκέ να αναλύει αγώνα μπάσκετ και να παρουσιάζει, να μιλά με εξέχουσες προσωπικότητες και να δίνει παράδειγμα σε άλλες γυναίκες που θέλουν να μπουν στον -ανδροκρατούμενο- χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας. Η ίδια, στο 1st GWomen Sports Summit, μας σύστησε και τη μικρή Δώρα που ήθελε να φεύγει από το σπίτι της επειδή δεν βίωνε καλές καταστάσεις. Τη Δώρα που πήγαινε σχολείο το πρωί, προπόνηση το απόγευμα και στη δουλειά το βράδυ για να μπορεί να έχει χρήματα και να παίζει μπάσκετ. Τη Δώρα που βρισκόταν στο δίλημμα του να δουλέψει για να έχει λεφτά για εισιτήρια ή να παίξει με την Εθνική ομάδα. Τη Δώρα, το κορίτσι από το Περιστέρι που το 1999 που πρωτογνώρισε το μπάσκετ ούτε που μπορούσε να φανταστεί που θα βρισκόταν σήμερα και πόσο πολύ θα ενέπνεε άλλες γυναίκες με τη δική της ιστορία.
Με απλά λόγια, χωρίς βαρύγδουπες λέξεις και μόνο με αλήθειες η Δώρα Παντέλη μέσα σε 10 λεπτά (και κάτι) κατάφερε να μας ταξιδέψει και να μας δείξει πως ο αθλητισμός μπορεί να κάνει τη ζωή ενός κοριτσιού καλύτερη. Στις παρακάτω γραμμές θα ταξιδέψετε κι εσείς, όπως κι εμείς τη μέρα του συνεδρίου, από το 1999 στο 2004, στο 2006, το 2019 και το σήμερα μέσα από το μπάσκετ και τα μάτια μίας γυναίκας που νιώθει υποχρέωση να μοιραστεί την ιστορία της για να εμπνεύσει τα κορίτσια που μοιάζουν με τη νεαρή Δώρα του 1999.
«Έψαχνα να βρω ένα καταφύγιο, μία δικαιολογία να φεύγω από το σπίτι»
«Το 1999 έκανα μία απόπειρα να φύγω από το σπίτι, να βρω αλλού ένα καταφύγιο, γιατί στο δικό μου σπίτι συνέβαιναν πράγματα που εύχομαι σε κανένα άλλο παιδί να μην συμβούν και το λέω γιατί καθημερινά ακούμε για ενδοοικογενειακή βία και κακοποίηση σε ποσοστά που σοκάρουν. Στο δικό μου το σπίτι, λοιπόν, συνέβαιναν τέτοια πράγματα και έψαχνα να βρω μία διέξοδο. Η διέξοδός μου, τότε, ήταν το μπάσκετ. Τυχαία, λοιπόν, ένα Σάββατο πρωί βρέθηκα σε ένα γήπεδο μπάσκετ μαζί με τον ξάδερφό μου. Ήταν η δική μου δικαιολογία να φύγω από το σπίτι. Είδα μετά την προπόνηση του ξάδερφού μου να κάνουν προπόνηση γυναίκες (κορασίδες). Δεν είχα δει ξανά γυναίκες να παίζουν μπάσκετ. «Παίζουν οι γυναίκες μπάσκετ;» σκέφτηκα. Ήταν 1999, δεν το είχα ξαναδεί εγώ πουθενά. Και πηγαίνω δειλά δειλά στον προπονητή και του λέω «Γεια σας, θέλω να ξεκινήσω μπάσκετ». Ήμουν ψηλή από τότε οπότε με είδε και μου λέει «έλα αύριο, έλα Κυριακή». Και από τότε βρήκα το δικό μου καταφύγιο στο γήπεδο του μπάσκετ.
Σας μιλώ ειλικρινά, κάθε μέρα περίμενα πότε θα τελειώσει το σχολείο για να πάρω την τσάντα μου και να πάω στην προπόνηση. Υπήρχαν βράδια που το έσκαγα κυριολεκτικά από το σπίτι μου, για να πάω σε ένα γήπεδο μπάσκετ, στο ανοιχτό γήπεδο του Γ.Σ. Περιστερίου, και καθόμουν ώρες ατελείωτες εκεί. Απλά καθόμουν κάτω, στο τσιμέντο, και κοιτούσα τα αστέρια γιατί εκεί, ακόμη και τώρα, γαληνεύει η ψυχή μου. Και το λέω γιατί είναι πολύ σημαντικό να βρίσκουμε πράγματα που μας κάνουν χαρούμενους και γαληνεύουν την ψυχή μας.
Ξεκίνησα να ασχολούμαι με το μπάσκετ, ήρθαν διακρίσεις σε ατομικό επίπεδο, ήμουν στις «μικρές» Εθνικές ομάδες, πήρα μεταγραφή τότε στον ΓΑΣ Άνω Λιοσίων όπου έμαθα τι σημαίνει επαγγελματισμός και πως να είμαι αθλήτρια 24 ώρες το 24ωρο. Είχα δίπλα μου συμπαίκτριες που ήταν και είναι ακόμη πολύ μεγάλα ονόματα του χώρου και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό. Αλλά δεν μου ήταν αρκετό γιατί δεν έπαιζα πολύ. Βλέπετε στην ηλικία των 16-17 ετών θέλεις να παίζεις. Τότε πήρα την απόφαση να πάω στις Σέρρες, να παίξω στην Α1 στον Πανσερραϊκό. Αλλά επειδή οι γονείς μου δεν μπορούσαν να με υποστηρίξουν, έπρεπε να πάω μόνη μου. Να βρω δουλειά, να πηγαίνω σχολείο στη Γ’ Λυκείου και να προσπαθώ να παίξω και στην Α1, να πρωταγωνιστήσω. Οπότε πήγαινα το πρωί σχολείο, το απόγευμα προπόνηση και το βράδυ δούλευα σερβιτόρα. Γιατί ήθελα να παίξω μπάσκετ. Και το λέω γιατί ακούω πολλά παιδιά να λένε πως δεν θα πάνε προπόνηση για να βγουν π.χ. για καφέ. Ο αθλητισμός θέλει θυσίες. Και κοιτάζοντας πίσω, ό,τι θυσία έκανα έπιασε τόπο.
«Ήμουν στο δίλημμα να πάω να παίξω με την Εθνική ομάδα ή να δουλέψω γιατί δεν θα έχω τα εισιτήριά μου να γυρίσω στην Αμερική»;
Ήμουν λοιπόν στις Σέρρες και τυχαία, και λέω τυχαία γιατί η τύχη είναι γυναίκα, βρέθηκε μπροστά μου μία παίκτρια που λέγεται Έριν Μπούσερ. Αντίπαλός μου, τότε. Ήθελα να πάω στην Αθήνα για να δω τη μητέρα μου όμως δεν είχα λεφτα να γυρίσω ούτε με το τρένο ούτε με αεροπλάνο και ζήτησα από τον προπονητή της ομάδας της Ηλιούπολης να με πάρουν μαζί τους στο λεωφορείο. Οπότε έκατσα δίπλα στην Έριν Μπούσερ. Με κοιτάζει και με ρωτάει: «Πόσο χρονών είσαι; Είσαι πολύ καλή». Της απάντησα «Ευχαριστώ!» και της είπα πως είμαι 17. Μου λέει «Γιατί δεν πας στην Αμερική να παίξεις μπάσκετ και να σπουδάσεις»; Μου ήταν πρωτόγνωρο αυτό που άκουγα, ότι μπορώ να συνδυάσω έτσι το μπάσκετ με τις σπουδές. Ήταν μόλις 2004, δεν υπήρχαν τα social media. Φανταστείτε στο σπίτι δεν είχαμε καν ίντερνετ. Για να μιλήσω με το πανεπιστήμιο πήγαινα σε κάτι ίντερνετ καφέ, που έπαιζαν παιχνίδια οι άλλοι κι εγώ πήγαινα και μιλούσα με το πανεπιστήμιο.
Έκανα, λοιπόν, τις αιτήσεις, είδα τι έπρεπε να κάνω για να πάω, συνέχισα να δουλεύω γιατί χρειαζόμουν χρήματα να πάρω όλα τα τεστ που έπρεπε να κάνω τότε. Πήρα την υποτροφία, ήμουν άτυχη όμως γιατί εκείνο το καλοκαίρι χτύπησα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της Εθνικής ομάδας και έχω ακόμη δύο βίδες στο δεξί μου πόδι και ένα ψεύτικο μόσχευμα το οποίο θα το κουβαλάω μια ζωή. Αυτό με πείσμωσε περισσότερο όμως και είπα «Ξέρεις κάτι; Θα τα καταφέρεις». Τότε βρέθηκε μπροστά μου ακόμη μία γυναίκα, γι’ αυτό σας λέω η τύχη είναι γυναίκα. «Υπάρχει ακόμα μία υποτροφία στο Τέξας» μου είπε. Και είπα πως θα πάω οπουδήποτε, ήθελα να φύγω, να κυνηγήσω το όνειρό μου. Έτσι, το 2006, την ίδια χρονιά με την Κατερίνα Γλυνιαδάκη γίναμε οι πρώτες Ελληνίδες που πήγαμε στην Αμερική να σπουδάσουμε και να παίξουμε στο κολλεγιακό πρωτάθλημα.
Ήταν ένα πολιτισμικό σοκ για μένα, είδα πράγματα που στην Ελλάδα δεν τα έβλεπες τότε. Αναγκάστηκα να σκληρύνω, αναγκάστηκα να βρω δουλειά γιατί έπρεπε να υποστηρίξω τον εαυτό μου διότι η αθλητική υποτροφία σου καλύπτει τα δίδακτρα αλλά έπρεπε να βρεις χρήματα για να φας, για να κάνεις οτιδήποτε θέλεις ακόμη και για να έχεις εισιτήρια.Έτσι κάθε καλοκαίρι γύριζα στην Ελλάδα και ήμουν στο δίλημμα να πάω να παίξω με την Εθνική ομάδα ή να δουλέψω γιατί δεν θα έχω τα εισιτήριά μου να γυρίσω στην Αμερική; Είναι η σκληρή πραγματικότητα που όλοι οι αθλητές πρέπει να αντιμετωπίσουν. Πρέπει να θυσιάσεις κάτι για να έχεις κάτι άλλο αλλά αν το προσπαθήσουμε πάρα πολύ, πιστέψτε με, δεν χρειάζεται να θυσιάσεις τίποτα. Αυτή τη στιγμή, με αφορμή την πόρτα που ανοίξαμε τότε εγώ και η Κατερίνα τότε, πηγαίνουν πέντε κορίτσια κάθε χρόνο στην Αμερική για να σπουδάσουν και να συνδυάσουν το μπάσκετ. Είναι πολύ μεγάλο νούμερο αν σκεφτείτε πως το σύστημα του σχολείου στην Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με αυτό των αμερικανικών σχολείων. Δεν υπάρχει στη νοοτροπία μας, είναι πολύ δύσκολο. Πρέπει να μπει όμως.
Γυρνώντας από την Αμερική, που πέρασα τέσσερα υπέροχα χρόνια, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ και πάλεψα για να παίξω γιατί οι δικές μου επιτυχίες είναι εκτός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου. Ήμουν μία μέτρια παίκτρια είχα όμως πολλή θέληση, αλλά όχι τόσο ταλέντο όμως αγαπούσα το μπάσκετ. Τελείωσα το πανεπιστήμιο, εκεί έμαθα τη σημαντικότητα της εκπαίδευσης. Πόσο σημαντικό είναι να έχεις και αυτό το εφόδιο της ζωής σου. Γυρνώντας, πήγα να παίξω στον Παναθηναϊκό στην Α1, πριν χτυπήσει η κρίση. Μετά χτύπησε η κρίση, χτύπησα κι εγώ κι εκεί προσγειώθηκα. Αναγκάστηκα να μάθω να ζω χωρίς λεφτά. Αναγκάστηκα να μάθω να παλεύω, να πηγαίνω με τις πατερίτσες για τρεις μήνες επειδή ήμουν τραυματίας και να δουλεύω σε φροντιστήριο για να έχω χρήματα να πηγαίνω στην προπόνηση και τη θεραπεία. Εκεί είδα το σκληρό πρόσωπο του αθλητισμού. Πως είναι να κάνεις θυσίες, πως είναι να παίζεις σε ομάδα Α1 και να μαζεύεστε με τις συμπαίκτριές σου που έχετε να πληρωθείτε κι έναν και δύο και τρεις μήνες και να βάζετε όλες από 10 ευρώ για να έχετε βενζίνη να πάτε στην προπόνηση. Αυτό σημαίνει αγαπάω αυτό που κάνω. Αλλά το κάνω κάτω από άσχημες συνθήκες. Και τότε κατάλαβα πως έπρεπε να κοιτάξω τι θα κάνω μετά το μπάσκετ.
Και τότε βρέθηκε στη ζωή μου ακόμη μία γυναίκα, δεν σας λέω τυχαία πως η τύχη είναι γυναίκα. Βρέθηκε η Άννα η Κωνσταντινίδου, που είναι η δική μου μέντορας, μία από τις γυναίκες που θαυμάζω πάρα πολύ για όσα έχει κάνει. Με πήρε μαζί της στο σχολείο που δουλεύει και εκεί έμαθα να δίνω πίσω, γιατί πραγματικά έχω ευεργετηθεί από το μπάσκετ με διάφορους τρόπους. Περάσαμε έξι χρόνια μαζί, ήμουν σύμβουλος στο σχολείο, βοηθούσα τα κορίτσια να πάνε στην Αμερική και να ακολουθήσουν το όνειρο που είχα κι εγώ στην ηλικία τους, ήμουν βοηθός προπονητή στη γυναικεία ομάδα. Πραγματικά χαιρόμουν να βλέπω ότι δίνω πράγματα πίσω στο μπάσκετ. Όμως δεν ήθελα να σταματήσω.
«Μπορώ να προσφέρω πολλά περισσότερα στο μπάσκετ από τη θέση που βρίσκομαι τώρα»
Τυχαία μπήκε στη ζωή μου η Nova, η τηλεόραση και το μπάσκετ με έναν διαφορετικό τρόπο. Ποτέ δεν ήξερα πως θα μου άρεσε να κάνω αυτή τη δουλειά. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θέλω να γίνω αναλύτρια. Αγαπάω τόσο πολύ το μπάσκετ που έλεγα πως αν σταματήσω δε θα θέλω καθόλου να ασχοληθώ με μπάσκετ γιατί θα ζηλεύω εκείνους που παίζουν. Δοκίμασα, όμως, την τύχη μου γιατί είδα πως μπορώ να προσφέρω πολλά περισσότερα στο μπάσκετ από αυτή τη θέση παρά από μέσα στο παρκέ. Και δεν ντρέπομαι να το πω γιατί στη ζωή πρέπει να ξέρουμε μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε αλλά και πως δεν υπάρχει κανένα όριο. Ξεκίνησα να κάνω, λοιπόν, ένα επάγγελμα το οποίο ήταν και είναι ακόμη ανδροκρατούμενο και πολλά κορίτσια φοβούνται να μπουν σε αυτό γιατί φοβούνται πως θα κριθούν, όπως έχω κριθεί κι εγώ πολλές φορές και ακόμη κρίνομαι. Το 2019 άνοιξε ακόμη μία πόρτα και έγινα η πρώτη γυναίκα που μετέδωσε παιχνίδι Euroleague στην ελληνική τηλεόραση, στο final 4 του 2019, και η τέταρτη που το έχει κάνει πανευρωπαϊκά. Θα μου πείτε «αυτά δεν είναι αρκετά»; Θα σας πω «όχι». Θέλω να ανοίξω κι άλλες πόρτες για τις γυναίκες, γιατί το θεωρώ απαραίτητο και υποχρέωση μου γιατί έχω ευεργετηθεί πολύ από το μπάσκετ.
Και κλείνοντας θα σας πω το εξής. Το 2019 αποφάσισα να αφήσω όλα τα άλλα που έκανα και να συγκεντρωθώ σε αυτή τη δουλειά. Φέτος ήρθε η πρόταση να συνεργάζομαι, πέρα από τη Euroleague και τη FIBA και με το ΝΒΑ και να που σε δέκα λεπτά σας ταξίδεψα από το κοριτσάκι του 1999 που έψαχνε μία διέξοδο να φύγει από το σπίτι της που είχε πολλά προβλήματα, ένα κορίτσι από το Περιστέρι που δεν ήξερε όχι αν θα σπουδάσει αλλά αν θα τελειώσει το σχολείο με όλα αυτά που συνέβαιναν σε αυτή τη στιγμή. Που μπροστά σας αυτό το κορίτσι έχει καταφέρει μέσα από τον αθλητισμό και την εκπαίδευση να μπορεί να δίνει πίσω με αγάπη, να εκτιμάει τον αθλητισμό και να λέει κάτι που μου έλεγε ένας προπονητής μου: «Όλοι έχουμε δικαίωμα στο όνειρο» και ο αθλητισμός μας κάνει να πιστεύουμε σε αυτό γιατί πιστεύουμε στον εαυτό μας. Και κάθε μία από εμάς έχει μία ιστορία να πει που θα αγγίξει μία άλλη ζωή. Ενδυναμώνουμε μία άλλη γυναίκα, την εμπνέουμε να γίνει καλύτερη και νομίζω αυτό είναι το πιο σημαντικό. Όλοι έχουμε δικαίωμα στο όνειρο και για πολλά κορίτσια εκεί έξω το όνειρό δεν είναι ένα μετάλλιο, δεν είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, δεν είναι να πάνε στο WNBA.
Το όνειρο πολλών κοριτσιών εκεί έξω, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, είναι απλά να έχουν μία καλύτερη ζωή. Ο αθλητισμός μπορεί να το δώσει αυτό, το μπάσκετ μπορεί να το δώσει αυτό».
Η ομιλία της Δώρας Παντέλη στο 1st Gwomen Sports Summit: