Από τα πρώτα χρόνια της ζωής της η πορτοκαλί θεά έγινε κομμάτι της καθημερινότητάς της. Ήταν δύσκολο βλέπεις να… ξεγλιστρήσει με κάποιο τρόπο μακριά από τα παρκέ. Ο προπονητής-μπαμπάς της την μύησε σε ένα κόσμο που έγινε σταδιακά δικός της!
Τόσο ως παίκτρια μέσα, όσο και ως προπονήτρια έχοντας συγκεντρώσει εμπειρίες από τα αμερικανικά παρκέ σε εποχές Madness Μαρτίου, τη Σουηδία, την Αίγυπτο, αλλά και την Ελλάδα που πλέον θεωρεί δεύτερο σπίτι της. Λόγω του ΠΑΟΚ, του Παναθηναϊκού, του Αθηναϊκού και του Πρωτέα Βούλας όπου και αγωνίστηκε.
Η Κεάνι Αλμπάνεζ φροντίζει να λειτουργεί πλέον σαν «γέφυρα» για κάθε φιλόδοξο νέο που επιθυμεί να γνωρίσει τον μπασκετικό κόσμο που κατέκτησε η ίδια. Η 29χρονη Αμερικανίδα από την Σάντα Μπάρμπαρα μιλά για όσα έζησε. Στα ταξίδια της ανά τον κόσμο. Στις ημέρες της ως η πρώτη γυναίκα που προπόνησε την ανδρική ομάδα του κολεγίου της περιοχής της. Αλλά και στην… προβαρισμένη γνωριμία της με τον Κόμπι Μπράιαντ, ως κόουτς στην Mamba Academy, που εξελίχθηκε στον πιο αμήχανο χαιρετισμό.
Αποκαλύπτει και την σκέψη του να αγωνιζόταν κάποια στιγμή στον Ολυμπιακό. Η Κεάνι Αλμπάνεζ στο Gazzetta Women…
Πώς είναι η ζωή σου τα τελευταία χρόνια στην Αμερική;
«Είναι ωραία τα χρόνια που έχω περάσει εδώ, έχω αφοσιωθεί στην προπονητική. Έφτιαξα την δική μου ακαδημία όταν επέστρεψα στην Αμερική, που είναι διασκεδαστικό, έχει να κάνει με παιδιά και ταυτόχρονα είχα πρόταση για μία θέση στην ομάδα του κολεγίου εδώ. Ασχολήθηκα με αυτό και τώρα είμαι υπεύθυνη προγράμματος και συνεργάζομαι με μία εταιρία μάνατζερ συνδέοντας νεαρούς παίκτες με το μπάσκετ εκτός Αμερικής. Γενικότερα κάνω ένα σορό πράγματα (γέλια), οπότε ναι… είναι πολύ ωραία».
Είσαι στο μέρος όπου μεγάλωσες, σωστά;
«Ναι μεγάλωσα στην Σάντα Μπάρμπαρα, στην Καλιφόρνια. Μοιάζει λίγο με την Αθήνα και ιδιαίτερα τον Βύρωνα, ξέρεις. Δίπλα στην παραλία, καλός καιρός…!»
Τί σε έκανε να πάρεις την απόφαση και να ασχοληθείς με το μπάσκετ;
«Ο μπαμπάς μου είναι προπονητής. Τον θυμάμαι να προπονεί όλη μου τη ζωή, οπότε λίγο-πολύ με μεγάλωσε να βρίσκομαι μέσα στο γυμναστήριο. Μεγάλωσε με αυτόν τον τρόπο, δεν είχα και άλλη επιλογή (γέλια). Αλλά μου άρεσε να είμαι με τον μπαμπά μου και να παίζουμε με τα υπόλοιπα κορίτσια, ήταν ωραίο».
«Το να είσαι ανάμεσα στα ονόματα των ρεκόρ για το κολέγιό σου σε κάνει να αισθάνεσαι ότι πέτυχες κάτι»
Λίγα χρόνια νωρίτερα, το ταλέντο σου σε έφερε να είσαι μέλος του Gonzaga με το οποίο συμμετείχες και στο... πασίγνωστο πλέον March Madness. Πες μας λίγα λόγια για αυτήν την εμπειρία...
«Με το Gonzaga κάθε χρόνο είναι εξαιρετικά δύσκολο να φτάσεις μέχρι και το March Madness. Θέλω να δώσω και αυτή την οπτική για όσους δεν το γνωρίζουν. Είναι κάθε ομάδα της nation, οπότε είναι τόσες πολλές που πρέπει να ξεπεράσεις για να φτάσεις σε αυτό το σημείο. Την πρώτη μου χρονιά εκεί δεν έπαιξα πολύ γιατί ήμουν απλά μία πρωτοετής, στα 17 μου, δεν ήξερα πολλά στην πραγματικότητα, ήταν τρομακτικό και φοβερό ταυτόχρονα. Έχουμε ωραία παπούτσια, τα παιχνίδια είναι στην τηλεόραση, και άλλα τέτοια…
Την τελευταία μου χρονιά πήγαμε στο Top16 και παίξαμε στο δικό μας γήπεδο. Είχαμε 15.000 κόσμο στο στάδιο για να παρακολουθήσει τον αγώνα. Καταλήξαμε να χάνουμε από το Tenessy, αλλά έκανα πολύ καλό ματς με 21 πόντους. Ξέρεις, όμως, όταν όλο αυτό μεταδίδεται από την τηλεόραση και όλοι μιλούν για αυτό είναι μία πολύ ωραία εμπειρία!».
Είσαι ανάμεσα στις παίκτριες που άφησαν το στίγμα τους στο Gonzaga. Πώς νιώθεις για αυτό; Με το να ακούς το όνομά σου στις Top λίστες ακόμη και τώρα;
«Στο κολέγιο και το πρόγραμμά μου πάντα είχαν πολύ παίκτριες που έκαναν την διαφορά και ήταν πολύ καλές σε αυτό που έκαναν. Αλλά ξέρεις, το να έχεις την δυνατότητα να είσαι στα βιβλία των ρεκόρ, να ακούς το όνομά σου και να έχεις ρεκόρ που κάποιος προσπαθεί να καταρρίψει, είναι ό,τι ακριβώς θέλουν όλοι οι αθλητές. Να ξεπεράσουν το κάτι καλύτερο. Οπότε το να έχω το δικό μου στα ποσοστά τριπόντων… Απλά ελπίζω κανείς να μην το περάσει (γέλια). Αλλά είναι πολύ όμορφο να γυρνάω πίσω και παρόλο που έχω αποφοιτήσει να έχω τις φωτογραφίες μου στον τοίχο! Έχεις μόνο τέσσερα χρόνια εκεί, μοιάζει με αιωνιότητα όταν το περνάς. Έτσι αισθάνεσαι ότι έχεις πετύχει κάτι!»
Το 2015 πήρες μέρος στο draft του WNBA, ωστόσο δεν υπήρχε κάποιο pick για σένα. Σκέφτηκες αμέσως το ενδεχόμενο του εξωτερικού ή ήθελες να το προσπαθήσεις ξανά;
«Αμέσως, πραγματικά. Εκείνο τον καιρό δεν ήταν όσο δημοφιλές είναι τώρα και δεν υπήρχαν τα χρήματα που υπάρχουν τώρα. Οπότε όσοι έπαιζαν στο WNBA αγωνίζονταν ένα συγκεκριμένο διάστημα και μετά πήγαιναν στη Ρωσία, την Κίνα, την Τουρκία… Πάντα ήθελα να ταξιδέψω και μέσα στις επιλογές μου ήταν η Ελλάδα και η Ιταλία, οπότε όταν ήρθε η ευκαιρία δεν την άφησα να φύγει».
Έχοντας περάσει από διάφορα μέρη στην καριέρα σου, με διαφορετικούς πολιτισμούς και κουλτούρες, ποιες ήταν οι διαφορές που συνάντησες;
«Για μένα το μπάσκετ είναι πάντα… η ίδια γλώσσα! Αυτό ήταν πάντα το κεντρικό μου σημείο, γιατί όλοι έχουν διαφορετικές τακτικές, οι γλώσσες διαφέρουν, αλλά στο τέλος της ημέρας «βάλε τη μπάλα στο καλάθι». Για τον λόγο αυτό ένιωθα και εγώ άνετα. Μπορεί να μην καταλάβαινα τον προπονητή, καταλαβαίνω τον τόνο του προπονητή και πάντα έβλεπα τα πράγματα με την οπτική του μπάσκετ.
Η διαφορά ήταν η δυναμικότητα. Όταν ήμουν στην Ελλάδα είχαμε τρεις ξένες σε κάθε ομάδα, στη Σουηδία είχαμε μόλις μία. Υπάρχει διαφορά και στον επαγγελματισμό. Στην Αίγυπτο μπορεί τα χρήματα να είναι περισσότερα, αλλά μπορεί να κληθείς να μην παίξεις στο καλύτερο γήπεδο, με τις καλύτερες συνθήκες. Στη Σουηδία το μπάσκετ ήταν πάνω-κάτω όπως η κουλτούρα τους, πολύ καθαρό, πολύ συγκεκριμένο. Στην Ελλάδα ήταν κάπου στη μέση τα πράγματα και ας μην ήταν τόσο οργανωμένα».
Δεδομένου πως αγωνίστηκες στην Ελλάδα και σε διάφορες ομάδες όπως ο Παναθηναϊκός, ο ΠΑΟΚ, ο Πρωτέας Βούλας και ο Αθηναϊκός, πιστεύεις δημιούργησες έναν δεσμό με την χώρα;
«Εκατό τοις εκατό! Η Ελλάδα θα είναι πάντα το δεύτερο σπίτι μου. Κρατάω επαφές ακόμη με κοπέλες που έχουμε παίξει μαζί, ειδικά τις μικρότερες που τις βλέπω να προοδεύουν και χαίρομαι.
Πώς πήρες την απόφαση να αποσυρθείς από την ενεργό δράση;
«Ήταν μία δύσκολη απόφαση βασικά. Όταν άρχισε ο Covid γύρισα πίσω στην Αμερική. Δεν είχα μείνει στο σπίτι μου για δέκα χρόνια, οπότε όταν ήρθα είδα ότι είναι όμορφα να είμαι με την οικογένειά μου, γιατί μου είχαν λείψει. Τώρα που είμαι πλέον στα 29 έχω αλλάξει προτεραιότητες. Θέλω να κάνω την δική μου οικογένεια, να γίνω μητέρα, να κυνηγήσω την καριέρα μου μετά το μπάσκετ. Δεν μπορώ να παίξω για πάντα! Μου λείπει κάθε μέρα όμως!»
Περνώντας στο κομμάτι της προπονητικής... Ήταν κάτι που σκεφτόσουν να ακολουθήσεις όταν ακόμη ήσουν παίκτρια;
«Είχα πάντα τις ακαδημίες μου κατά κάποιο τρόπο. Όταν ήμουν στο κολέγιο την περίοδο που δεν έπαιζα προπονούσα παιδιά σε κάποιο camp. Ακόμα και όταν ήμουν στον Παναθηναϊκό ή τον ΠΑΟΚ, όποτε έκαναν camp πάντα πήγαινα να βοηθήσω. Το να δίνω στις νέες γενιές όσα γνωρίζω ήταν κάτι που με ενδιέφερε πέρα από το να παίζω. Σκεφτόμουν πάντα την προοπτική του να γίνω κόουτς. Δεν περίμενα πως θα προπονώ άντρες, πίστευα θα προπονώ κορίτσια. Είναι μία πρόκληση και αυτό.
Ξέρεις πάντα είχαμε άντρες προπονητές σε αυτή τη… βιομηχανία και ήταν το δεδομένο. Αλλά τώρα θέλω να γίνω από τις περιπτώσεις που θα λες «οκ, γυναίκες προπονούν άντρες και αυτό είναι νορμάλ».
«Ο Κόμπι και η φιλοσοφία του με έκαναν να νιώθω πως δεν είμαι τρελή, ήταν αυστηρός στο παρκέ και πολύ χαμογελαστός έξω από αυτό»
Ας προχωρήσουμε ανοίγοντας το κεφάλαιο του Κόμπι Μπράιαντ... Πώς προέκυψε η ευκαιρία του να κοουτσάρεις στην Mamba Academy;
«Ένας προπονητής μου ήταν ο director στη Mamba Academy και προπονούσε την κόρη του Κόμπι, την Τζιάνα. Χρειάζονταν, λοιπόν, περισσότερους προπονητές για να αναλάβουν στην ακαδημία, αλλά και προπονητές για τα camp που είχαν. Όταν ήρθα πίσω στη Σάντα Μπάρμπαρα, νομίζω μετά την χρονιά με τον Πρωτέα Βούλας, μου είπε ότι χρειαζόταν έναν προπονητή και δέχτηκα αμέσως, οπότε μπήκα στην Mamba. Έχει να κάνει με τις διασυνδέσεις σου γιατί η κοινωνία του μπάσκετ είναι πολύ μικρή εδώ. Όπως ακριβώς στην Ελλάδα. Όλοι σε ξέρουν και τους ξέρεις όλους αντίστοιχα».
Πόσο καιρό έμεινες στην Mamba Academy και τί θυμάσαι περισσότερο από αυτήν;
«Έμεινα εκεί όλο το καλοκαίρι πριν φύγω ξανά για να παίξω και θυμάμαι έντονα το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα. Έρχονται τόσο πολλοί παίκτες, όπως ο Ρόντο, ο Χάρντεν και κάθε παίκτης του ΝΒΑ… Και όχι μόνο από το μπάσκετ, αλλά από το ποδόσφαιρο, βόλεϊ και άλλους χώρους. Πρόκειται για το ιδανικό μέρος για να γίνεις καλύτερος και να “πιέσει” τα όριά σου. Το να είσαι σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι κάτι το μοναδικό γιατί σε κάνει να θέλεις να γίνεις καλύτερος και εσύ».
Έζησες στον κόσμο του Κόμπι που ήταν και ο λόγος που αγωνιζόσουν με «24». Είχες την ευκαιρία να μιλήσεις μαζί του;
«Πάντα έπαιζα με το Νο24 στη φανέλα μου όταν μπορούσα να διαλέξω νούμερο, ήμουν και είμαι τεράστια φαν του Κόμπι. Για μένα υπήρξε τεράστια έμπνευση… Τον συνάντησα δύο φορές και την δεύτερη προπονούσε για θέματα άμυνας, πώς να μένεις ανοιχτός στο σουτ και πώς να επιτίθεσαι σε κάθε άμυνα. Τον ακούγαμε να μιλάει και προσπαθούσαμε να απορροφήσουμε όλα όσα έλεγε.
Θυμάμαι την καρδιά μου να πηγαίνει σαν τρελή και όταν πλησίασα και συστήθηκα του είπα “Γεια σου Κόμπι Μπράιαντ” και εκείνος μου απάντησε “το ξέρω το όνομά μου, ποιο είναι το δικό σου όνομα;” γελώντας. Οπότε ήμουν ένα κορίτσι που μεγάλωσε ως φαν του Κόμπι και όσες φορές και αν σκέφτηκα τί θα του πω όταν τον δω είπα απλά “Γεια σου Κόμπι Μπράιαντ”».
Μπορούσε κανείς να διακρίνει τον ιδιαίτερο δεσμό που είχαν με την κόρη του, την Τζίτζι; Πώς ήταν οι δυο τους στις ακαδημίες;
«Τους μίλησα μόνο μερικές φορές, αλλά κάθε ένα άτομο που ακούω μιλάει για έναν ισχυρό δεσμό. Η Τζίτζι είχε πολλές γνώσεις, όμως ταυτόχρονα ήταν και ένα κορίτσι που μπορούσες εύκολα να προπονήσεις και το ήθελε και εκείνη. Αυτό που έλαβα από εκείνη είναι πως ήταν πολύ ανοιχτή στο να γίνει η καλύτερη. Ήθελε πάντα να μαθαίνει περισσότερα. Ήταν πολύ ωραίο να βλέπεις αυτό το “μπαμπάς-κόρη”, το girldad που έλεγε ο Κόμπι. Εγώ έζησα την αντίστοιχη φάση γιατί ο μπαμπάς μου ήταν προπονητής, αλλά ήταν το ακριβώς αντίθετο. Εκείνοι έμοιαζαν να μιλάνε συνεχώς και να το διασκεδάζουν. Στην δική μου περίπτωση ήταν πιο σκληρός, πιο αυστηρός».
Πώς ήταν ο Κόμπι σαν προσωπικότητα μέσα στην ακαδημία;
«Νομίζω ότι όταν ήταν στην ακαδημία και προπονούσε ήταν πάντα πολύ σοβαρός. Η γενικότερη εικόνα του και η παρουσία του εκεί ήταν πολύ σοβαρή και επαγγελματική. Όποτε έβγαινε έξω από το γήπεδο, ήταν πάντα πολύ χαμογελαστός, χαρούμενος!»
Ποια ήταν όλη η φιλοσοφία και η λογική γύρω από την Mamba Mentality και πώς την αντιλήφθηκες εσύ;
«Η φιλοσοφία του ταιριάζει με οτιδήποτε γύρω σου. Για αυτό ήταν τόσο δημοφιλής και επιτυχημένος ο Μπράιαντ. Η Mamba Mentality είναι το να πηγαίνεις υπέρ του δέοντος, και με το παραπάνω. Χωρίς καμία δικαιολογία. Το να προσπαθείς να είσαι επιτυχημένος σε αυτό που θέλεις. Για μένα ήταν το μπάσκετ! Έλεγε πως “αν δεν δουλεύεις, κάποιος άλλος θα δουλεύει, οπότε πρέπει πάντα να δουλεύεις”. Συνήθως ο κόσμος λέει πως όταν κάνεις πάρα πολλά δεν λειτουργεί σωστά για σένα, δεν είναι καλό. Αλλά για πρώτη φορά όταν το άκουσα αυτό ένιωσα επιτέλους πως δεν είμαι τρελή. Όταν ήμουν μικρή ξυπνούσα νωρίς το πρωί και έπαιζα μπάσκετ, ανάμεσα στα διαλείμματα στο σχολείο έπαιζα μπάσκετ, μετά την προπόνηση πήγαινα ξανά να παίξω.
Είναι από τα mindsets που με έκαναν να αισθάνομαι αποδεκτή και να λέω ότι πράγματι πρέπει να δουλέψεις σκληρά σε κάτι για να είσαι καλός σε αυτό! Με έκανε να νιώθω άνετα».
«Οι γυναίκες στο μπάσκετ σκεφτόμαστε περισσότερο επειδή δεν μπορούμε να… πηδήξουμε πάνω από όλους και να σουτάρουμε»
Έγινες η πρώτη γυναίκα που κλήθηκε να προπονήσει την αντρική ομάδα του κολεγίου στη Σάντα Μπάρμπαρα. Πώς το έζησες αυτό;
«Ήταν ακόμη μία πολύ ωραία εμπειρία κάνοντας άλλο ένα βήμα προόδου. Ήμουν η πρώτη γυναίκα που το έκανε, αλλά θέλω να ακολουθήσουν πιο πολλές μετά από μένα και να το κάνουμε να μοιάζει… νορμάλ. Είναι πολύ ωραίο να το… γιορτάζουμε και να είμαστε χαρούμενοι για αυτό, όμως εύχομαι να είναι το φυσιολογικό σε κάποια χρόνια. Το να κοουτσάρεις άντρες έχει να κάνει με το να έχεις μεγάλο σεβασμό για τον εαυτό σου και υπάρχει μία γραμμή που πρέπει να κρατάω.
Δεν μπορώ να δείχνω ακριβώς τον “κοριτσίστικο” χαρακτήρα μου, πρέπει να είμαι αυστηρή. Αλλά εξίσου να βρω και μία ισορροπία ανάμεσα στη γυναικεία και την δυναμική φύση. Να μπορείς να φτιάξεις τα μαλλιά σου, να βαφτείς και την ίδια ώρα να κάνεις την δουλειά σου, να φωνάξεις και να πεις στους παίκτες που πρέπει να είναι».
Μπορούν, τελικά, οι γυναίκες να προπονήσουν αντρική ομάδα;
«Σίγουρα… Μπορούμε να δούμε τα πράγματα από μία διαφορετική πλευρά. Το μπάσκετ γυναικών είναι πολύ πιο τακτικό. Σαν το ευρωπαϊκό μπάσκετ σε σύγκριση με το ΝΒΑ. Όταν κάποιος βλέπει NBA και EuroLeague είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Το ΝΒΑ έχει να κάνει με την αθλητικότητα και δεν είναι τόσο… κολλημένο σε συστήματα, αλλά έξω από αυτό υπάρχουν περισσότερα συστήματα, περισσότερα plays. Οι γυναίκες στο μπάσκετ σκεφτόμαστε περισσότερο επειδή δεν μπορούμε να… πηδήξουμε πάνω από όλους και να σουτάρουμε. Οπότε καλύπτουμε αυτό το κομμάτι με το να είμαστε πιο τακτικές, άρα μπορούμε να το μεταφέρουμε κιόλας».
Θα επέστρεφες στην Ελλάδα για να προπονήσεις; Και αν ναι... ποια ομάδα θα επέλεγες;
«Χίλια τα εκατό ναι! Είμαι πολύ… πιστή στον Παναθηναϊκό, μου αρέσει και ο ΠΑΟΚ που είχα μία πολύ όμορφη εμπειρία εκεί».
«Θα έπαιζα περισσότερο για να αγωνιστώ στον Ολυμπιακό»
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω μερικά χρόνια, θα άλλαζες κάτι από την καριέρα σου;
«Θα ευχόμουν να είχα παίξει λίγο παραπάνω στην Ελλάδα, ο στόχος μου ήταν να παίξω στον Ολυμπιακό κάποια στιγμή. Επειδή ήθελα πολύ να πάρω μέρος στο EuroCup και στην EuroLeague. Με τον Παναθηναϊκό δεν μπορούσα καθώς δεν ήταν στην Ευρώπη, οπότε εύχομαι να έπαιζα περισσότερο και να μείνω στην Ελλάδα. Δεν θα ήμουν η πρώτη παίκτρια που θα πήγαινε από έναν «αιώνιο» στον άλλον και ούτε η τελευταία. Πάντα πίστευα ότι ο κόσμος θα σε θέλει περισσότερο. Λατρεύουν να σε μισούν, ξέρεις. Έπαιξα πολύ καλά στον Παναθηναϊκό, οπότε αν είχα την ίδια απόδοση και στον Ολυμπιακό θα με ήθελαν πίσω. Ξέρεις αυτή τη… διαμάχη!»
Ποια είναι η επόμενη ημέρα για την Κεάνι;
«Αλήθεια δεν ξέρω… Προπονητική, κάποιες διακοπές στην Ελλάδα, να πάω στο Μοναστηράκι που μου λείπει όλο αυτό από όταν έμενα εκεί. Σκοπεύω να γίνω και επαγγελματίας στο γκολφ (γέλια). Έχω πάθει εμμονή! Και μετά να σκεφτώ παραπάνω την οικογένεια, να παντρευτώ, να κάνω παιδί και όλα αυτά».