Ένα μεγάλο κουτί σε βαθύ κόκκινο χρώμα ήταν στο κρεβάτι, στο εφηβικό της δώματιο. Θυμάται να γυρίζει από το σχολείο, να πετάει βιαστικά την τσάντα στο πάτωμα συνοδεύοντας τη μηχανική αυτή κίνηση, με ένα εξίσου μηχανικό: «θα τη μαζέψω μετά». Ο πατέρας της γύριζε νωρίτερα στο σπίτι. Η μητέρα της δούλευε πάντοτε ως αργά. Έτσι λοιπόν ο Στέλιος την υποδεχόταν συνήθως και καταλάβαινε, από το ηχόχρωμα της φωνής της, αν κάτι έχει συμβεί. Μάντευε τις διαθέσεις της. Θα ήταν πιο εύκολο αν απλά τη ρωτούσε πώς είναι. Αλλά η σωστή επικοινωνία δεν ήταν ποτέ το δυνατό τους χαρτί. Μόνο σε ό,τι αφορούσε το ποδόσφαιρο, τα' λεγαν καλά...
Έκατσε στο κρεβάτι και έπιασε στα χέρια το κατακόκκινο κουτί. Η καρδιά της χτυπούσε σαν να το' βλεπε πρώτη φορά. Έσπασε το κεφάλι της να θυμηθεί ποιος μήνας ήταν. Ίσως Σεπτέμβρης. Ήταν σίγουρα 2004. Σίγουρα η πρώτη χρονιά λειτουργίας του νέου «Καραϊσκάκης». Φορούσε σίγουρα την ερυθρόλευκη ακόμα ο Τζιοβάνι. Ο κυρ Στέλιος στεκόταν στην πόρτα και κάτι μουρμουρούσε. Όπως τότε, την ημέρα που της έκανε δώρο μια απ' τις συλλεκτικές φανέλες που έβγαλε η ΠΑΕ Ολυμπιακός, με την αρίθμηση στο πλάι, στο μανίκι. Την είχε χάσει [και] εκείνη τη «μάχη». Η κόρη του έγινε Ολυμπιακος και ας πάσχισε να την κρατήσει μακριά από όλα αυτά που «έκαναν οι άντρες μεταξύ τους».
Η Ελευθερία μεγάλωσε όπως τα περισσότερα κορίτσια μιας μεσοαστικής οικογένειας, μιας μεγαλούπολης όπως η Αθήνα. Γεννήθηκε κορίτσι, άρα έπρεπε (;) να ξεκινήσει μπαλέτο ή ρυθμική γυμναστική. Αργότερα δοκίμασε και βόλεϊ. Έκανε ένα πέρασμα και από τον στίβο. Αυτά... προβλέπονται λίγο ή πολύ για τα κορίτσια. Εκείνη βέβαια ως παιδί λέκιαζε τα ρούχα της στα διαλείμματα παίζοντας ποδόσφαιρο. Στον προθάλαμο της ενηλικίωσης είχε «ντεμπουτάρει» στην κερκίδα εξισορροπώντας, στον ελεύθερο χρόνο της, ανάμεσα στην Μπελλ Χουκς, την Μπωβουάρ και την Γκόλντμαν και τους Στολτίδη, Γκαλέτι, Κοβάσεβιτς.
Ο πατέρας της, ο κυρ Στέλιος, ποτέ δεν κατάλαβε 100%, πώς τα δύο του παιδιά υιοθέτησαν παρόμοια ενδιαφέροντα. Ο Μανώλης, μεγαλύτερος κατά δύο χρόνια, λάτρευε εξίσου με την αδερφή του τη λογοτεχνία και ήταν αποτυχημένο [έτσι αυτοπροσδιοριζόταν] δεξί εξτρέμ, που ο προπονητής του στον Ήφαιστο Αθηνών έβαζε να παίζει στο δεξί άκρο της άμυνας. Οι δυο τους συναντιούνταν στις κερκίδες, τα πιο «φασέικα» βιβλοπωλεία-καφέ της πόλης και στους δρόμους των διεκδικήσεων. Α! Και στα οικογενειακά τραπέζια.
Ένα από αυτά τα οικογενεικά τραπέζια έφερε την Ελευθερία πίσω στο σπίτι που μεγάλωσε, στο εφηβικό δωμάτιο, να κρατάει το κουτί με την πρώτη ποδοσφαιρική φανέλα που φόρεσε ποτέ και τον κυρ Στέλιο σιωπηλό, στην πόρτα, να την θαυμάζει και ας μην είχε ακριβώς αυτά τα πλάνα για την κόρη του.
Η Ελευθερία είχε αναλάβει να τον «διδάξει» μεγαλώνοντας ότι δεν υπάρχει ένας δρόμος που μπορεί ή απαιτείται μια γυναίκα να ακολουθήσει. Ότι υπάρχουν [ή θα έπρεπε να] αναρίθμητες επιλογές. Και ουδείς να στέκεται εμπόδιο μπροστά τους. Δε χρειάζεται ως παιδί να κάνει απαραίτητα μπαλέτο, αν δε το θέλει. Μπορεί να δοκιμάσει αθλήματα στερεοτυπικά ανδρικά. Ότι έχει θέση στα έδρανα των Πανεπιστημίων, στις τεχνικές επαγγελματικές σχολές, στην κερκίδα, στο τιμόνι, στο κομμωτήριο. Ότι δεν πρέπει να «νοικοκυρευτεί» και να βιώσει τη μητρότητα, αν δεν το επιθυμεί.
Ότι μπορεί να ντύνεται όπως εκείνη νιώθει άνετα, όμορφη, ο εαυτος της. Με φόρμες, σακάκια, φούστες, τακούνια και κελεμπίες. Να καταπιάνεται με τις επιστήμες, τη μαγειρική, τη φιλοσοφία. Να ζει τη ζωής της με τους όρους της, ελεύθερη και κάθε 8η Μάρτη -Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας- να τιμά τις διεκδικήσεις των γυναικών του παρελθόντος.
Να εύχεται χρόνια πολλά στις εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας που κατέκλυσαν τους δρόμους της Νέας Υόρκης τον Μάρτη του 1857. Χρόνια πολλά στις γυναίκες που αγωνίζονται. Και σε όσες κουράστηκαν να το κάνουν. Χρόνια πολλά στις ποδοσφαιρίστριες, τις αθλήτριες, τις οπαδούς, τις μετανάστριες, τις πολιτικούς, τις οδηγούς ταξί. Στις «γυναικούλες». Στις «όλες κ@ριόλες είναι αδερφέ μην ασχολείσαι». Στις «τα πέταξε όλα έξω». Στις ανύπαντρες. Τις παντρεμένες. Τις χωρισμένες.
Σε όσες θα μείνουν «στο ράφι». Χρόνια πολλά στις μαμάδες, τις γιαγιάδες. Τις κόρες, τις εγγονές. Χρόνια πολλά σε όσες «έφτασαν 35 και δεν έχουν κάνει παιδιά». Σε όσες θέλουν, αλλά δεν μπορούν να κάνουν. Χρόνια πολλά στα «αγοροκόριτσα», σε όσες βρίζουν «ενώ οι γυναίκες δεν πρέπει να μιλάνε άσχημα». Στις γυναίκες που «περιποιήσου λίγο τον εαυτό σου». Σε όσες δέχτηκαν το κερασμένο ποτό, κι αυτές που το αρνήθηκαν. Στις ψηλές, τις κοντές, τις χοντρές, τις αδύνατες. Τις «θηλυκές», τις «σέξι», τις «προκλητικές», τα «αντράκια». Στις γυναίκες με τις «ατέλειες», στις γυναίκες τις τέλεια ατελείς.