Όλοι πλέον γνωρίζουν την Μικαέλα Σίφριν, την Αμερικανίδα σταρ του αλπικού σκι που έχει καταφέρει να γίνει μία από τις πιο ακριβοπληρωμένες αθλήτριες του κόσμου και να δημιουργήσει σημαντικό κύμα επιρροής. Η Σίφριν, όμως, ποτέ δεν ήταν μόνη -χωρίς ανταγωνισμό- στους αγώνες, αφού για να γίνει η κορυφαία χρειάστηκε να πιεστεί αρκετά από τις αντιπάλους τους. Μία από αυτές είναι η Ιταλίδα Φεντερίκα Μπρινιόνε, της οποίας η ιστορία είναι από εκείνες που δείχνουν πως ορισμένα πράγματα είναι στο πεπρωμένο ενός ανθρώπου.
Γέννημα θρέμμα Ιταλίδα, από το Μιλάνο, το σκι μπήκε πολύ εύκολα στη ζωή της Μπρινιόνε καθώς από ενάμιση ετών φόρεσε -αρκετά νούμερα μεγαλύτερες- μπότες και πέδιλα, κράτησε τα -πολύ μεγάλα για τα μικροσκοπικά της χέρια- μπατόν και ξεκίνησε δειλά δειλά να κάνει τα πρώτα της βήματα στα… χαλιά του σπιτιού της. Ο εξοπλισμός βρισκόταν ήδη σε μία γωνία στο πατρικό της αφού η μητέρα της, Μαρία Ρόζα Κουάριο, ήταν πρωταθλήτρια του αλπικού σκι με τέσσερις νίκες σε Παγκόσμια κύπελλα ενώ συνολικά είχε ανέβει σε 15 βάθρα, όλα στο σλάλομ.
Στο σπίτι των παππούδων της προσπάθησε να κάνει σκι για πρώτη φορά στο χιόνι, σε ένα στενό έξω από την κατοικία τους, πράγμα που στα μάτια της τότε φάνταζε κανονική πίστα. Το 1994, όταν δηλαδή θα έκλεινε 4 έτη ζωής, η γιαγιά της την έγραψε σε σχολή για σκι όσο η μητέρα της βρισκόταν στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λιλεχάμερ για δουλειά, καθώς μετά την καριέρα της στον πρωταθλητισμό ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία.
Τα κομμάτια του παζλ σιγά σιγά έβρισκαν τη θέση τους στη ζωή της Μπρινιόνε και ενώνονταν για να δημιουργήσουν το σήμερα.
Στη σχολή σκι ήταν από τις καλύτερες μαθήτριες, άλλαζε συχνά τάξη καθώς βελτιωνόταν τόσο που δεν μπορούσαν να την ακολουθήσουν τα υπόλοιπα παιδιά. Δύο χρόνια μετά μετακόμισε με την οικογένειά της από το Μιλάνο στη Βάλε Ντ’ Αόστα όπου γράφτηκε στον χιονοδρομικό σύλλογο Courmayeur και μόλις έναν χρόνο μετά, νίκησε στον πρώτο της αγώνα.
Λάτρεψε το σκι, το χιόνι και η κακοκαιρία δεν την τρόμαζαν πια και αν οι γονείς της δεν την ξυπνούσαν για να πάει προπόνηση την περίοδο των Χριστουγέννων ή όταν ο καιρός δεν ήταν καλός, θύμωνε μαζί τους και έκλαιγε. Της άρεσε να κάνει σκι στο φρέσκο χιόνι και όχι να κάνει προπόνηση, της άρεσε να κοντράρεται με τους άλλες για το ποιος μπορεί να κάνει μεγαλύτερο άλμα ή ποιος μπορεί να κατέβει μία πλαγιά γρηγορότερα. Τελικά, εκείνα τα Χριστουγεννιάτικα πρωινά που οι γονείς της δεν την ξυπνούσαν δεν της κόστισαν τίποτα. Αντιθέτως, θα έχει να θυμάται πως κάποτε αντί να περιμένει τον Άγιο Βασίλη, όπως όλα τα παιδιά, εκείνη περίμενε να χιονίσει και έκλαιγε αν αυτό δεν συνέβαινε.
Θα έπαιρνε αρκετό χρόνο ακόμη για να μπορέσει να φτάσει στο σήμερα και να αποκαλεί τον εαυτό της όπως ονειρευόταν: μία ολοκληρωμένη σκιέρ. Παλιότερα νόμιζε πως το να κατακτήσει κανείς ένα Παγκόσμιο κύπελλο ήταν παιχνίδι όμως αργότερα αντιλήφθηκε πως δεν μπορείς να παίξεις πραγματικά σε αυτές τις πλαγιές ούτε να νιώσεις ότι παίζεις με αυτές τις αντιπάλους. 24 χρυσά, 22 αργυρά και 15 χάλκινα μετάλλια σε Παγκόσμια κύπελλα μετά, φαίνεται σίγουρο πως δεν «έπαιξε» ποτέ.
Η Μπρινιόνε όχι μόνο έγινε η σκιέρ που ονειρευόταν αλλά κατάφερε να συνεχίσει την ιταλική κληρονομιά αλλά και την παράδοση της οικογένειάς της, πράγμα που την κάνει διπλά περήφανη για τα κατορθώματά της. Όταν το 2022, στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς του Πεκίνο, πέρασε δύο Ολυμπιακά μετάλλια από τον λαιμό της (ένα αργυρό και ένα χάλκινο) σύσσωμη η Ιταλία επευφημούσε το δικό τους κορίτσι που τα κατάφερε τόσο καλά. Αυτά τα δύο μετάλλια ταίριαξαν ιδανικά δίπλα στο αργυρό Ολυμπιακό που είχε κατακτήσει στους Ολυμπιακούς του 2018 της Πιόνγιανγκ. Μάλιστα, και στις δύο αυτές διοργανώσεις δεν ήταν η μοναδική Ιταλίδα που ανέβαινε στο βάθρο καθώς η συναθλήτριά της στο αλπικό σκι, Σοφία Γκότζα, διαπρέπει επίσης στην κατάβαση.
Περίπου 30 χρόνια μετά την πρώτη φορά που πάτησε σε πέδιλα για σκι, η Μπρινιόνε κατέκτησε τον κόσμο. Το 2024 θα τη βρει ως Παγκόσμια πρωταθλήτρια, αφού στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα του Μέριμπελ της Γαλλίας ήταν η νικήτρια στο σύνθετο ενώ κατέκτησε και το αργυρό στο γιγαντιαίο σλάλομ.