Ήταν αποφασισμένη να μη φορέσει ποτέ ξανά τη χιτζάμπ. Η θύμηση και μόνο του φόβου και της ντροπής που ένιωσε, ως γυμνασιόπαιδο του ανατολικού Λονδίνου που δέχεται bullying για το χρώμα και τη θρησκεία του, ήταν αρκετή για να αμφισβητήσει την πίστη της. Τα κακά παιδιά της γειτονιάς της την είχαν αποκαλέσει υποτιμητικά «Πακιστανή». Εκείνη, όμως, ήταν από τη Σομαλία. Όσο κι αν δίσταζε να το επικοινωνεί.
Η Ράμλα Αλί ζούσε για χρόνια στη σκιά των στερεοτύπων. Ένα υπέρβαρο κορίτσι, ένα παιδί που από βρέφος έγινε πρόσφυγας και που συχνά δεν ήθελε να είναι ο εαυτός του. Διότι αγνοούσε ακόμη τις δυνατότητές του. Ώσπου πέρασε το κατώφλι του γειτονικού κέντρου νεότητας. Στα πρώτα χρόνια της εφηβείας της πια, η Ράμλα είδε δύο μεγαλύτερους άνδρες να ανταλλάσσουν γροθιές στο στρώμα της πυγμαχίας και θέλησε να δοκιμάσει. Το φινάλε της πρώτης προπόνησης τη βρήκε κατάκοπη, ανήμπορη να πάρει ανάσα. Μα συγχρόνως «μαγεμένη», σίγουρη ότι αυτό ήθελε να είναι το μέλλον της.
Αν αντίκριζε τώρα τα ίδια παιδιά της γειτονιάς της, «πιθανότατα θα τα χτυπούσα και θα με πήγαιναν φυλακή, ή κάτι τέτοιο», όπως παραδέχτηκε στην αυτοβιωματική της ιστορία. Η Ράμλα Αλί, όμως, έχει πολύ πιο σοβαρά πράγματα να κάνει. Έχει να υπερασπιστεί τους διεθνείς τίτλους της, το όνομα της πρώτης Σομαλιανής γυναίκας μποξέρ που αγωνίστηκε ποτέ σε Ολυμπιακούς Αγώνες, το πρότυπο που αναπαριστά για κάθε νεαρό κορίτσι της μουσουλμανικής κοινότητας και της προσφυγιάς.
«Γλίτωσες τον εμφύλιο πόλεμο, για να επιστρέψεις σε κάτι επικίνδυνο;»
Αυτό αναρωτιόταν η μητέρα της όταν πρωτοέμαθε ότι η Ράμλα είναι πυγμάχος. Μέχρι να συμβεί αυτό, η Ράμλα είχε ήδη κατακτήσει τον τίτλο του βρετανικού πρωταθλήματος, ούσα, μάλιστα, η πρώτη Μουσουλμάνα που το πέτυχε στην ιστορία του θεσμού. Η απορία της μαμάς της, όμως, ήταν καθ' όλα εύλογη.
Γεννημένη το 1989 στη Μογκαντίσου, την πρωτεύουσα της Σομαλίας, η Ράμλα Αλί σε ηλικία μικρότερη των δύο ετών διέφυγε μαζί με τους γονείς και τα τέσσερα αδέρφια της για να γλιτώσουν από τον εμφύλιο πόλεμο που μάστιζε τη χώρα σε όλη τη δεκαετία του 1980. Η «μαύρη» αφορμή υπήρξε ο θάνατος του 12χρονου αδερφού της, του πρώτου από τα έξι παιδιά της οικογένειας Αλί, ο οποίος σκοτώθηκε από έκρηξη βόμβας. Ακόμα και σήμερα η ίδια δεν γνωρίζει πότε ακριβώς έχει γεννηθεί. Ποιος θα φυλούσε πιστοποιητικά γέννησης ανάμεσα σε σφαίρες και συντρίμμια; Αφού πρώτα διέμειναν για έναν χρόνο στην Κένυα, στη συνέχεια ταξίδεψαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και βρήκαν το καταφύγιο τους.
Πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθει την ιστορία του οικογενειακού της ξεριζωμού. Και ήταν μια ιστορία που της άφησε ανεξίτηλο σκοτάδι στο μυαλό και την ψυχή της. Όσο κι αν προόδευσε, όμως, εντός των βρετανικών τειχών, η Ράμλα Αλί δεν ξέχασε την πατρίδα της. Η ίδια έπαψε να είναι επιφυλακτική για την καταγωγή. Η πυγμαχία ήταν το μέσο για να φωνάξει σε όλους την περηφάνια της.
Αφού μπήκε στον χώρο της νομικής για να ικανοποιήσει την επιθυμία της μητέρας της, η Ράμλα Αλί στράφηκε σε αυτό που ένιωθε ότι προοριζόταν. Η στιγμή της συνειδητοποίησης και της ανέλιξης προς την επαγγελματική κορυφή σημειώθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012, στην πόλη της, το Λονδίνο.
Ως θεατής, αντίκρισε δεκάδες γυναίκες πυγμάχους από όλο τον κόσμο να επιδίδονται με τη σημαία της χώρας τους στο άθλημα που λάτρευε και η ίδια.
«Φανταστικό. Είναι φανταστικό που οι γυναίκες κάνουν κάτι τέτοιο», δήλωσε από μέσα της εκείνη τη μέρα και έβαλε πλώρη για να φτάσει στη θέση του πρωταγωνιστή.
Αν και διεθνής στα πρώτα της χρόνια με τη Μεγάλη Βρετανία, η Ράμλα Αλί ήταν αποφασισμένη να πάει στους Ολυμπιακούς Αγώνες ως αθλήτρια της Σομαλίας. Έτσι κι έγινε.
Το 2017, η 28χρονη τότε πυγμάχος ανακοίνωσε πως θα αγωνίζεται με τη Σομαλία και το περασμένο καλοκαίρι έγραψε ιστορία. Μόλις επτά μήνες αφότου χρίστηκε επαγγελματίας και με τέσσερις νίκες στους ισάριθμους πρώτους αγώνες της, έγινε η πρώτη γυναίκα πυγμάχος στην ιστορία της Σομαλίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η σημαιοφόρος της χώρας της στο Ολυμπιακό στάδιο του Τόκιο. Πολλοί συμπατριώτες της που διέφυγαν επίσης από τη χώρα εκπροσώπησαν άλλα κράτη, όπως ο χρυσός Ολυμπιονίκης, Μο Φάρα. Η Ράμλα Αλί, όμως, το έκανε με τον τρόπο που είχε στο μυαλό της, έστω κι αν δεν μπόρεσε να φτάσει στο μετάλλιο.
«Όταν αποφάσισα να εκπροσωπήσω τη Σομαλία ως πυγμάχος, ήθελα να βοηθήσω ώστε να αλλάξει η αντίληψη για τη χώρα. Δεν είμαστε απλά μια χώρα διχασμένη από τον εμφύλιο πόλεμο. Είμαστε ένα σταθερό έθνος, ένα καλό έθνος. Μη μας λυπάστε. Μπορούμε και πετυχαίνουμε μεγάλα πράγματα».
Στην περίπτωση της Αλί, τα επιτεύγματα δεν σταματούν στο ρινγκ. Είναι περισσότερο το εφαλτήριο για να εμπνέει την κοινότητά της και να ρίχνει νοκ-άουτ τα στερεότυπα που ταλάνισαν τη δική της παιδική κι εφηβική ζωή. Εκτός από πυγμάχος, είναι και συγγραφέας, εκδίδοντας την ιστορία της σε βιβλίο τον περασμένο Σεπτέμβριο με τίτλο «Not without a fight». Με μια (ελληνική) λέξη; «Αμαχητί».
Το 2018 ίδρυσε το «Sisters Club». Έναν χώρο αρχικά για Μουσουλμάνες γυναίκες που θα μπορούν να προπονούνται δωρεάν, τον οποίο στη συνέχεια μετέτρεψε σε ένα διευρυμένο κέντρο εκπαίδευσης αυτοάμυνας σε γυναίκες που έχουν υποστεί βία ή σεξουαλική παρενόχληση.
Οι δράσεις της με ή χωρίς τα γάντια του μποξ δεν πέρασαν απαρατήρητες και το 2019 η Ράμλα Αλί συμπεριλήφθηκε στο εξώφυλλο του τεύχους της Vogue που επιμελήθηκε η Δούκισσα του Σάσεξ, Μέγκαν Μαρκλ, με τις 15 γυναίκες-πρότυπα που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.
Αφού άλλαξε τον δικό της μικρό-κοσμο μέσω της πυγμαχίας, μπορεί πλέον ανεμπόδιστα να στραφεί στη μεγάλη εικόνα των εκατομμυρίων νεαρών κοριτσιών που έχουν ανάγκη την ίδια πίστη στο όνειρο. Στην αλλαγή.