«Θέλω οι νέες γυναίκες να καταλάβουν ότι η ζωή δεν πρόκειται να είναι τέλεια. Θα συναντήσουν πολλά προβλήματα και ακόμη περισσότερα εμπόδια. Αλλά είναι ο τρόπος με τον οποίο θα τα αντιμετωπίσουν που θα καθορίσει τι μπορούν να πετύχουν στη ζωή τους». Η Πολίν Ντέιβις Τόμπσον μιλάει από εμπειρία. Τα λόγια της έχουν σφυρηλατηθεί από τις κακουχίες που αντιμετώπιζε μικρή, από τις συνθήκες που υψώνονταν σαν ανυπέρβλητο τείχος μπροστά στα όνειρά της. Η δυο φορές χρυσή Ολυμπιονίκης ωστόσο έμαθε να τα ξεπερνά. Φτώχια, ανισότητα, ρατσισμός, τραυματισμοί, όποιο κι αν ήταν το εμπόδιο εκείνη σκαρφιζόταν έναν τρόπο για να το παρακάμψει.
Από πολύ μικρή ηλικία άλλωστε είχε μάθε πως η ζωή δεν είναι δίκαιη, ούτε συγχωρεί τους ανθρώπους που αρνούνται να παλέψουν. Μεγαλώνοντας σε μια φτωχογειτονιά της Μπέιν Τάουν στις Μπαχάμες, η αθλήτρια του στίβου άρχισε από τα πρώτα χρόνια της ζωής της να χρησιμοποιεί το τρέξιμο ως βασικό άξονα επιβίωσης. Ήταν εκείνη άλλωστε που κάλυπτε στρέμματα γης για να κουβαλάει καθημερινά κουβάδες με πόσιμο νερό και να τους μεταφέρει στην οικογένειά της, ήταν η ίδια που χρησιμοποιούσε το χάρισμά της για να ξεφεύγει από εγκληματίες και από όσους την κυνηγούσαν στο δρόμο της επιστροφής προς το σπιτικό.
«Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να με πιάσουν. Αλλά αυτό δεν είναι ένας απλός αγώνας ποδιών. Δεν θα επέστρεφα σπίτι με άδειους κουβάδες , δεν ήθελα να χύσω ούτε μια σταγόνα. Έχετε κάνει ποτέ σπριντ, όσο πιο γρήγορα μπορείτε, με δύο ανοιχτούς κουβάδες νερό; δεν είναι εύκολο» εξομολογείται η ίδια στο βιβλίο της «Running Sideways», προσπαθώντας να δώσει και μια αμυδρή νότα χιούμορ. Αυτό το ατελεύτητο τρέξιμο ωστόσο, εκείνη η ορμή που την ωθούσε να συνεχίζει ήταν το κλειδί που θα ξεκλείδωνε τις πύλες των ονείρων της.
Η γέννηση ενός ονείρου
Ο Φρανκ Ράδερφορντ, ο πρώτος χρυσός Ολυμπιονίκης από τις Μπαχάμες, ξεχώρισε από νωρίς το ταλέντο της και έκανε το παν για να την πείσει να ασχοληθεί με τον στίβο επαγγελματικά. Έτσι κι έγινε, με την νεαρή Πολίν να ενδίδει στις πιέσεις, αποδεχόμενη το θεόσταλτο δώρο της. Σε ηλικία 14 ετών επιλέχθηκε για να συμμετέχει στα Carifta Games του 1982, όμως ένα πρόβλημα υγείας της στέρησε την ευκαιρία.
Όφειλε να περιμένει ακόμα έναν χρόνο για να επιστρέψει στο αγώνισμα, εκεί ωστόσο που οι συνθήκες δεν ήταν οι ιδανικές. Οι προπονητές κοιμούνταν στο πάτωμα, το ίδιο και οι αθλήτριες με τις εγκαταστάσεις στη Τζαμάικα να είναι τραγικές. Η ίδια ωστόσο αντιμετώπισε αυτή την εμπειρία σαν την ανατολή του πιο όμορφου ταξιδιού. Μιας πορείας με μοναδικό μονοπάτι προς την κορυφή. Η πρώτης της παρουσία σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ήταν στο Ελσίνκι το 1983, εκεί όπου είχε την ευκαιρία να γνωριστεί και να πιάσει φιλίες με αθλητές παγκόσμιου βεληνεκούς, όπως οι Έβελιν Ράσφορντ και Καρλ Λιούις.
Την επόμενη χρονιά προκρίθηκε για τους πρώτους της Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ παράλληλα εργαζόταν στα McDonalds και σε ρεσεψιόν ξενοδοχείου για να πληρώσει τα δίδακτρα για το κολέγιο. Δυο χρόνια αργότερα προκρίθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λος Άντζελες σε ηλικία 16 ετών. Έφτασε στους ημιτελικούς τόσο στα 100 μέτρα, όσο και στα 200 και τερμάτισε στην έκτη θέση στα 4x100 παρέα με τους Έλντες Κλαρκ, Ντέμπι Γκριν και Όραλι Φάουλερ.
Η εκτόξευση κόντρα στον ρατσισμό
Ήταν σε εκείνο το σημείο ωστόσο που το στρες της δουλειάς, της εκπαίδευσης και του αθλητισμού λίγο έλειψε να την εκτροχιάσει. Τα λιποθυμικά επεισόδια και το έντονο άγχος την ακολουθούσαν στη ζωή της, προτού τελικά ειδοποιηθεί πως το Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα ήθελε να την «στρατολογήσει». Εκείνη αποδέχθηκε μονομιάς την πρόταση και παρά τον ρατσισμό που δέχθηκε στις ΗΠΑ δεν μετάνιωσε ποτέ για την επιλογή της. Άλλωστε η Αμερική αποτελούσε ανέκαθεν τη γη της ευκαιρίας και για την Ντέιβις Τόμπσον το εν λόγω...κλισέ δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Στους πέμπτους Ολυμπιακούς Αγώνες της στο Σίδνεϊ το 2000, η Ντέιβις-Τόμπσον τερμάτισε αρχικά δεύτερη στα 200 μέτρα πίσω από την Αμερικανίδα Μάριον Τζόουνς, η οποία αργότερα έχασε τα μετάλλιά της αφού παραδέχτηκε ότι έπαιρνε φάρμακα που βελτιώνουν τις επιδόσεις. Η Τόμπσον περίμενε εννέα χρόνια για να λάβει τελικά το χρυσό της μετάλλιο. Έγινε όμως υπέρμαχος του καθαρού αθλητισμού. Η μόνη της στεναχώρια ήταν ότι δεν κατάφερε να ακούσει τον εθνικό ύμνο της χώρας της στο βάθρο για τα 200μ. Αφού κατέκτησε το ασημένιο στην Ατλάντα τέσσερα χρόνια νωρίτερα στα 4x100 ωστόσο, είχε την ευκαιρία να κερδίσει ξανά στη σκυταλοδρομία μαζί με τις τρεις συναθλήτριές της.
Τα Golden Girls, όπως τα αποκαλούσαν, επέστρεψαν ως ηρωίδες στις Μπαχάμες. Και στην πραγματικότητα αυτός είναι και ο κατάλληλος όρος για να περιγράψει κανείς συλλήβδην την 55χρονη πλέον Τόμπσον. Μια ηρωίδα που δεν έπαψε να παλεύει ποτέ απέναντι σε κάθε αντιξοότητα, απέναντι σε οποιοδήποτε εμπόδιο που βρέθηκε στο δρόμο. Ακόμα κι αν το ξεκίνημα του ονειρικού της ταξιδιού ήταν γεμάτο παγίδες. Όπως άλλωστε έχει παραδεχθεί και η ίδια: «Ο δικός μου αγώνας δεν ήταν ποτέ μια ευθεία γραμμή, αλλά έφτασα εκεί που ήθελα. Αποδεικνύει ότι δεν έχει σημασία πώς ξεκινάς στη ζωή, αλλά πώς τερματίζεις...».