Το πρώτο μετάλλιο του φετινού επετειακού αγώνα πέρασε στον λαιμό της Βάνας Ξένου η πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ, Σοφία Σακοράφα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου για την παρουσίαση του 40ού Αυθεντικού Μαραθωνίου της Αθήνας.
Η Βάνα Ξένου προσπάθησε να αποτυπώσει τη στιγμή του τερματισμού, της νίκης, της ολοκλήρωσης του άθλου πάνω στο μετάλλιό της. Όπως εξηγεί η ίδια, μιλώντας στον ΣΕΓΑΣ, με την πρόταση που της έγινε να δημιουργήσει εκείνη το μετάλλιο, βάδισε σε μία άγνωστη για εκείνη διαδρομή και αφού έκανε μία αναδρομή στην αρχαιότητα, επέλεξε το μετάλλιό της να θυμίζει εκείνη την ύψιστη τιμή που συνόδευε τον νικητή του αγώνα.
Αρκετά συγκινημένη, η κα. Ξένου εξήγησε λεπτομερώς το σκεπτικό της πίσω από τη δημιουργία της ενώ παράλληλα μας επέτρεψε να δούμε τα σχέδια που είχε κάνει:
«Κάθε φορά που μου ζητείται κάτι, στην προκειμένη περίπτωση η δημιουργία ενός μεταλλίου για τον Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας, ανοίγει ένας δρόμος που δεν έχουμε βαδίσει. Διότι συνήθως αντιλαμβανόμαστε τα γεγονότα παρωδικά, μόνο το ερώτημα για την καταγωγή τους αποδίδει τη σημασία και το νόημα της ύπαρξής τους.
Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των Ελλήνων υπήρξε πάντα το πάθος τους για τον άθλο. Η θέση αυτή ηταν ενα αξίωμα για τον ελληνικό κόσμο σε όλη την αρχαιότητα αποκρυσταλλωμένη σε ενα απο τα αρχαιότερο κείμενα της ελληνικής γραμματείας το «Εργα και Ημέραι» του Ησιόδου: “Εν αρχή ήν ο άθλος”. Ο άθλος, που κυριαρχούσε σε όλες τις δραστηριότητες οι Έλληνες τον προέβαλαν ως μέσο παιδείας η οποία καθιστούσε τον άνθρωπο αγαθό, χρηστό και γενναίο, «όμοιο θεώ».
Η νίκη στους πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας ήταν η μεγαλύτερη στιγμή για τους Έλληνες. Το πνεύμα της ευγενούς άμιλλας του άθλου, που φτάνει μέχρι τη νίκη, διατηρήθηκε μέχρι τα ρωμαϊκά χώρια και το στεφάνι της ελιάς και της δάφνης, στα Ολύμπια και στα Πήθεια, αντίστοιχα εξακολουθούσε να εκτιμάται ως το ανώτερο αγαθό περισσότερο και από την ίδια τη ζωή.
Η Αθήνα από τα αρχαϊκά χρόνια και ως το τέλος της κλασικής εποχής διοργάνωνε αγώνες με νέους που είχαν αποκτήσει μία ολοκληρωμένη ελεύθερη παιδεία, της οποίας τα χαρακτηριστικά ήταν η συστηματική άσκηση του σώματος, η διδασκαλία μουσικής και ρυθμού, η πνευματική τροφή από σημαντικούς φιλοσόφους. Για τους περισσότερους αθλητές οι αγώνες ήταν διασκέδαση ψυχής, ψυχαγωγία και όχι αυτοσκοπός. Το όνομα του νικητή θα έμενα στα χείλη των ανθρώπων αιώνια, θα τους εξασφάλιζε αθανασία και αυτό ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή. Αυτή τη νικήτρια στιγμή επέλεξα να παρουσιάσω στο μετάλλιο.
Με ενδιέφερε το κυβίστημα, ο ελιγμός, η περιστροφή του σώματος του νικητή αθλητή τη στιγμή που περνά τη γραμμή του τερματισμού, χερσίν ποσίν κενόω τετραγώνω, δηλαδή γεωμετριμένο».