«Η ζωή μας είναι η Πατησίων»

«Η ζωή μας είναι η Πατησίων»
Σαν σήμερα, πριν 28 χρόνια, φεύγει από τη ζωή η Κατερίνα Γώγου. Το κείμενο που ακολουθεί είναι φτιαγμένο από τα ποιητικά της υλικά.

Ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις. Μπαίνεις στον κόσμο των ανθρώπων, σε αυτόν που τα ζώα προειδοποιούν και οι άλλοι ουρλιάζουν. Εσύ με τα ρούχα της δουλειάς, της απελπισίας, της κουρελιασμένη ελπίδας, προχωράς. Ένα πακέτο τσιγάρα στο μπουφάν, αναπτήρας, μια σπασμένη τσατσάρα και στην εσωτερική τσέπη το πορτοφόλι και τα κλειδιά σου. Συννεφιασμένη Τρίτη και αυθόρμητα σκέφτεσαι Κι αν ο Τσιτσάνης έγραφε γι’ αυτήν; Προχωράς μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Μόλις έχει ξημερώσει και το γκρίζο επικρατεί παντού. Θα βρέξει σκέφτεσαι και τραβάς την τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο. Το λεωφορείο έρχεται. Γεμάτο. Όλοι σπρώχνουν και συ κοιτάς, δεν αντέχεις. Σκέφτεσαι ότι αν σπρώξεις θα πέσουν τα χέρια σου. Μένεις έξω και βρέχεσαι, ψιχαλίζει. Ευτυχώς το μπουφάν είναι ζεστό. Όλα ζεστά, εκτός από τα πόδια, εκεί πάντα κάνει κρύο. Στέκεσαι στο κέντρο του τσιμεντένιου κόσμου, στην Ομόνοια. Κάθεσαι στην άδεια στάση και σηκώνεις το κεφάλι. Κόκκινα, κίτρινα, μπλε, αυτοκίνητα, καραβάκια του πετρωμένου πελάγους σε κοιτούν. Εσύ, όμως, δεν τα βλέπεις, βλέπεις τον δρόμο και κάπου στον ορίζοντα την οικοδομή που χτίζετε. Δεν θυμάσαι διεύθυνση, μόνο κτίρια, καθημερινές διαδρομές, άστεγους… Σφίγγεις το μπουφάν σου και αποφασίζεις να περπατήσεις την Πατησίων. Κι αν αργήσεις; Ήδη είναι πολύ αργά για τα πάντα. Ξεκινάς.

Η μοναξιά σε κόκκινο χρώμα


Η μοναξιά και η ήττα βαραίνουν πάνω σου και προχωράς κάπως σκυφτός. Τα πόδια κάνουν μεγάλες δρασκελιές, αλλά η απόσταση δεν μικραίνει. Αποφασίζεις να περπατήσεις κανονικά. Το πολύ πολύ να πάρω λιγότερο μεροκάματο σκέφτεσαι. Ρίχνεις κλεφτές ματιές δεξιά-αριστερά και καταλαβαίνεις γιατί έχεις σημάδια στον αυχένα. Όχι, δεν είναι από την έντονη παρατήρηση, αλλά από τις δαγκωματιές που σου αφήνουν η παραγωγή, οι παραγωγοί, οι προαγωγοί, οι άρχοντες και οι φύλακες άγγελοι σου. Ποτέ δεν τους κάλεσες, αλλά αυτοί εκεί, να σε φυλάνε μια ζωή, να σε κάνουν να βυζαίνεις το δάχτυλο σου και να θες το γάλα σου. Τρίβεις το ερεθισμένο δέρμα και συνεχίζεις. Οι άστεγοι δεν κουνιούνται. Το κρύο δυναμώνει. Τα αυτοκίνητα ακίνητα. Φτάνεις στο Πολυτεχνείο, εκεί που ο χρόνος ακόμη «καταπίνει» σίδερα, σφαίρες, νιάτα… Δεν στέκεσαι, βιαστικά περνάς, εδώ τα πόδια ανησυχούν περισσότερο από το μυαλό. Το μόνο απαράλλαχτο είναι το χρώμα των φαναριών. Πράσινο, πορτοκαλί, κόκκινο. Κάποτε άκουσες μια μάνα να ψιθυρίζει «να της πείτε ότι πέρασα με κόκκινο, ναι, αυτό να της πείτε». Λίγα μέτρα πιο κάτω έπεσε στις ρόδες ενός λεωφορείου. Προχωράς και βλέπεις τις βιτρίνες άδειες, γεμάτες, τις κούκλες να χορεύουν, να προσπαθούν να σπάσουν το τζάμι. Κλείνεις τα μάτια, παίρνεις βαθιά ανάσα. Εκπνέεις και σηκώνεις το κεφάλι. Η ματιά σταματά στη σήμανση «Πατησίων 288», λίγο ακόμα και έφτασες.

Η λεπίδα θερίζει τον αέρα!


Τις άδειες βιτρίνες και τις εγκλωβισμένες κούκλες διαδέχονται σουβλατζίδικα, κομμωτήρια, φαρμακεία, ενεχυροδανειστήρια και ταχυφαγεία. Θες να βγάλεις το πορτοφόλι και να πάρεις καφέ, όμως έντονος θόρυβος σε σταματά. Χωρίς να το σκεφτείς πλησιάζεις. Μπλε και χακί στολές παντού. Αστυνομία. Απέναντι τους προκατ πανό, συνθήματα, συναισθήματα, χτυπήματα. Από μικρό στενό εμφανίζονται κεφάλια γεμάτα αιχμές και φωνάζουν ΖΗΤΩ! ΖΗΤΩ! ΖΗΤΩ! Δεν καταλαβαίνεις τα υπόλοιπα. Θες να προχωρήσεις γιατί «Πατησίων 400» είναι η οικοδομή. Παρακάμπτεις το καθημερινό πεδίο μάχης και καταλήγεις έξω από ένα κουρείο. Κοντοστέκεσαι και το μάτι σου εστιάζει στη λάμα της φαλτσέτας. Το χέρι του κουρέα έχει φτάσει στο ανώτερο σημείο και ετοιμάζεται να κατέβει στο μάγουλο του πελάτη. Δεν ξέρεις γιατί, αλλά ακινητοποιείσαι. Η λεπίδα θερίζει τον αέρα, τον κάνει κομμάτια και το βλέμμα σου κοκκινίζει. Κρατάς τα δάκρυα σου και φτάνεις στην είσοδο της οικοδομής. Το μάτι σου πέφτει στο απέναντι εγκαταλελειμμένο σπίτι και καταλαβαίνεις τα πάντα. Στον τοίχο είναι γραμμένο:

Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα-μοναξιά-απελπισία. Κι ανάποδα

 

Αναρωτιέσαι ποιος το έγραψε, σκέφτεσαι την Κατερίνα που γνώρισες τις προάλλες. Μπα, αυτή ασχολείται μόνο με τα μαρξιστικά βιβλία. Εκείνη την ώρα ακούς τη φωνή του αφεντικού και τρομάζεις. Απολογείσαι, σκύβεις το κεφάλι και προχωράς. Ελπίζεις ότι μόλις σχολάσεις η ζωή σου θα σε περιμένει στην Πατησίων…