Γνήσιος μάγκας και αυθεντικός, ο Γιώργος Ζαμπέτας αποκήρυξε το ΚΚΕ και έλεγε: «Το πάλκο θέλει μ@@νι»

Γνήσιος μάγκας και αυθεντικός, ο Γιώργος Ζαμπέτας αποκήρυξε το ΚΚΕ και έλεγε: «Το πάλκο θέλει μ@@νι»
Σαν σήμερα το 1992 μάθαμε ότι «έφυγε» από τη ζωή ο Γιώργος Ζαμπέτας, αλλά ο μπαγάσας... είναι ακόμα εδώ!

Περίεργη και ιδιόρρυθμη λέξη ο «μάγκας»! Χρησιμοποιείται πλέον κατά κόρον για να καταδείξουμε τη δύναμη κάποιου με θετικό τρόπο, ιδίως στα αθλητικά, για κάποια σπουδαία νίκη, ωστόσο η κύρια και πρώτη έννοια του ήταν εντελώς αντίθετη. Ο «μάγκας» ήταν κυρίως ο άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Μακρύ μουστάκι, μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, παντελόνι με ρίγα και φυσικά κομπολόι ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της εμφάνισης τους. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, για να κρύβουν τα μικρά όπλα (μαχαίρια και πιστόλια) που κουβαλούσαν, έτοιμοι πάντα για καυγά!

Ο Γιώργος Ζαμπέτας δεν ήταν όλα αυτά. Ήταν μάγκας όμως. Ντόμπρος, μπεσαλής, αθυρόστομος αλλά και θρήσκος. Γι αυτόν ο «μάγκας» -που είχε εξελιχθεί σε μία έννοια ταυτόσημη με τους ρεμπέτες και την υπερασπιζόταν κόντρα σε κάθε κακόβουλο σχόλιο-ήταν η τιμιότητα, η ειλικρίνεια και η αρετή. Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν διέθετε αυτά τα τρία στοιχεία.

Πως θυμηθήκαμε όμως τον Γιώργο Ζαμπέτα; Πρώτον, είναι αδύνατον να ξεχαστεί και ποτέ δεν πεθαίνουν αυτοί που δεν ξεχνιούνται. Δεύτερον, σαν σήμερα το 1992, ο μεγάλος, ο σπουδαίος, ο παλιός ρομαντικός, ο μάγκας Γιώργος Ζαμπέτας πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό, σαν τον (χαρτά)αητό που συνήθιζε να πετά την Καθαρά Δευτέρα με τα παιδιά και μετά με τα εγγόνια του. Το είχε πει άλλωστε παραμονές της Καθαράς Δευτέρας του ΄92, μόνο που όσοι τον γνώριζαν καλά, δεν μιλούσε για το αγαπημένο του έθιμο, αλλά για τον ίδιο του τον εαυτό. Και… πέταξε ψηλά!

2

 

«Πέντε κουταλιές μέλι και σαράντα σκ@τ@, η ζωή μου»

Ότι ακριβώς δεν έκανε επί γης. Ποτέ δεν «πέταξε», δεν σήκωσε μύτη, δεν «ανέβηκε», δεν ψωνίστηκε παρά την τεράστια επιτυχία του και μετά τις τηλεοπτικές/κινηματογραφικές του εμφανίσεις («άλαααα…»). Ποτέ δεν ξέχασε τη λαϊκή καταγωγή του, βλέπετε. Μεγάλωσε στο Αιγάλεω κι αν είναι γνωστό σήμερα ως City ευθύνεται αυτός.

«Η ζωή μου είναι πέντε κουταλιές μέλι και σαράντα βαγόνια σκατά», είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του: «Φτώχεια, ρε. Πώς θα γίνει; 32 χρονών φόρεσα παλτό, ρε. Απ' τα 25 που απολύθηκα, μέχρι τα 32, ήμουν με τη λιάρα της Αεροπορίας - και ήμουνα και καλλιτέχνης. Κοστούμι έβαλα πάνω μου όταν ντύθηκα γαμπρός, 27 χρονών. Μέχρι τότε φορούσα αποφόρια».
Περήφανος για τη λαϊκή του καταγωγή, δεν την απαρνήθηκε ποτέ, ενώ ακόμα και όταν έβγαλε λεφτά, σεβόταν τα υλικά αγαθά και δεν τα πετούσε τίποτα όταν χάλαγε. Παρέμεινε απλός και ταπεινός και κορόιδευε με την απίθανη (και αθυρόστομη) γλώσσα του τους κουλτουριάρηδες και ξενομανείς νεοέλληνες.

2

«Το πάλκο θέλει μ…νι»

Η γυναίκα του Αργυρώ (ή Ρούλα) την οποία γνώρισε όταν ήταν μόλις 20 ετών, του έκανε τη… δύσκολη: «Έχω "ρίξει" τόσες γυναίκες και μου αντιστέκεται το νιάνιαρο», έλεγε ο ίδιος, αλλά τον «τύλιξε» τελικά. Γιατί για να τη ρίξει της έταξε γάμο και φυσικά επειδή ήταν μάγκας, ντόμπρος και μπεσαλής δεν αθέτησε τον λόγο του.

Συχνά όμως τσακωνόντουσαν και εδώ που τα λέμε είχε δίκιο η Αργυρώ, με όλες αυτές που έβλεπε τριγύρω του. Ο Ζαμπέτας, αν και θρήσκος, έριχνε συχνά «καντήλια» και της απαντούσε: «Γ…ώ το Χριστό σου. Το πάλκο θέλει μ…νί. Ο πελάτης θέλει να έρθει, να ξεδώσει, να ξοδέψει, να καψουρευτεί. Και καλύτερα περνάει, όπου υπάρχει μ…νί».

Του κολλούσαν όμως. Η αλήθεια είναι αυτή: «Θες το παίξιμό μου, θες η μαγκιά μου, μου την πέφτουνε», έλεγε γελώντας ο ίδιος, ενώ στην ιστορία έχουν μείνει τα όσα είχε πει, μετά τη βράβευσή του στις Κάννες, για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή»: «Συνάντησα όλες τις Μπαρντό, τις Μονρόε και της Βουγιουκλάκες της εποχής. Τις φούχτωσα όλες. Κι όχι μόνο τις φούχτωσα, μου κολλάγανε κιόλας».

2

«Η γυναίκα κάποτε θα σε αφήσει, το μπουζούκι ποτέ»

Ο μεγάλος του έρωτας όμως ήταν ένας: «Ο έρωτας δεν είναι μόνο να ψήσουμε μια γκόμενα ή μια γκόμενα να μας ψήσει. Ερωτεύεσαι κι αυτό που κάνεις. Με τη δουλειά μου εγώ την έχω ψωνίσει. Εγώ εκεί είμαι ναρκομανής. Κι ο έρωτάς μου για το μπουζούκι κάθε μέρα μεγαλώνει. Τι θα διάλεγες, Ζαμπέτα, στη ζωή σου; Την καλύτερη γκόμενα; Την καλύτερη γυναίκα; Ή ένα μπουζούκι; Γιατί η γυναίκα κάποτε θα σ' αφήσει. Ενώ αυτό δεν θα σ' αφήσει ποτέ.

Όλα μου τα προβλήματα, με το μπουζούκι τα συζήτησα. Είναι η ψυχή μου, του έχω δοθεί ολόκληρος. Με το μπουζούκι γεννήθηκα, με το μπουζούκι θα πεθάνω. Αυτό μου έδωσε περγαμηνές, μ' έβγαλε απ' τα αδιέξοδα, μου 'δωσε τα πάντα».

2

Απαρνήθηκε το ΚΚΕ

Ο Γιώργος Ζαμπέτας είχε στρατολογηθεί στα Δεκεμβριανά από το ΕΑΜ, αλλά το έσκασε. Στα χρόνια μάλιστα του Εμφυλίου πολέμου αποκήρυξε το ΚΚΕ: «Το πρωί κυκλοφόραγα κανονικά, όλοι ήταν απασχολημένοι στη μάχη. Αλλά το βράδυ, γυρνάγανε τα σπίτια και μαζεύανε "αντιδραστικούς", όπως λέγανε. Τον πηγαίνανε στη χωματερή, του κόβανε τ' αρχίδια και του λέγανε "φα' τα τώρα", κόβανε τα βυζιά από τις γυναίκες - μεγάλα όργια. Κάνανε πολλά αίσχη. Η χωματερή στο Αιγάλεω είχε γιομίσει από πτώματα.

Έναν φούρναρη που είχαμε, τον γερο-Μανώλη Σίμο, έτσι του κάνανε και μετά τον ντουφεκίσανε, στη χωματερή. Μετά τα βρήκανε όλα. Κατακρεουργημένα σώματα παντού. Και οι άλλοι όμως τα ίδια κάνανε, αλλά νικήσανε και δεν φανήκανε. Τα χρεώθηκαν όλα τούτοι 'δω. Όσα κι αν 'κάναν, οι άλλοι καλυφθήκανε. Σ' αυτούς τα 'βγάλαν όλα στη φόρα, ως και την τελευταία σφαλιάρα που ρίξανε. Και οι δυο πλευρές τα ίδια κάνανε. Η διαφορά είναι ότι οι μεν ήτανε το νόμιμο ελληνικό κράτος» είχε πει.

2

«Και αυτά ευλογία δεν είναι δεν είναι; Ευλόγησέ τα πάτερ»

Η «γλώσσα» του αποτελούσε ίσως το σημείο κατατεθέν του. Βαρύς, διάλεκτο του μάγκα, αθυρόστομος. Ήταν όμως και πολύ θρήσκος: «Έκανε τον σταυρό του όταν ξυπνούσε, πριν φάει, πριν λουστεί και πριν κοιμηθεί. Ομοίως και όταν περνούσαμε από εκκλησία», έχει αναφέρει η Κατερίνα Ζαμπέτα στη βιογραφία του, που συμπλήρωσε πως κάθε Μεγάλη Παρασκευή, πήγαιναν οικογενειακώς για τον επιτάφιο στο ξωκλήσι του πατρός Θεόκλητου και έψελναν μαζί το τροπάριο “Αι γενεαί πάσαι”.

Κάθε Μεγάλη Τετάρτη έφερνε σπίτι παπά για ευχέλαιο, στον οποίο όμως έλεγε… τέρατα. Έδειχνε τα γεννητικά του όργανα και έλεγε στον παπά «Ευλόγησέ τα, πάτερ! Καλά! Άγιασέ τα! Πρέπει να τα ευλογήσεις καλά για να έχουνε δύναμη». Η σύζυγός του νευρίαζε και του υπενθύμιζε ότι κάνουν ευχέλαιο, αλλά αυτός της απαντούσε: «Και αυτά ευλογία δεν είναι; Και αυτά δεν πρέπει να είναι ευλογημένα;».

Ήταν όμως και προληπτικός. Φοβόταν τις μαύρες γάτες, όσοι τον επισκέπτονταν τους έλεγε να μπουν με το δεξί, ενώ όταν θεωρούσε κάποιον γρουσούζη και τον έβλεπε στο μαγαζί έλεγε: «Ωχ ήρθε ο κατσικοπόδαρος. Δε θα σταυρώσουμε πελάτη απόψε».

Είχε πάντα στην τσέπη του για γούρι έναν ξύλινο σταυρό, αλλά και ένα καλτσάκι του εγγονού του. Όταν η κόρη του Κατερίνα, είχε κοιμίσει τον γιο της στο κρεβάτι του, το ένα καλτσάκι του μωρού βγήκε και έμεινε στο κρεβάτι. Ο Ζαμπέτας το βρήκε και αρνήθηκε να το επιστρέψει λέγοντας: «Αυτό είναι το γούρι του παιδιού».

2

«Άνθρωποι είναι και αυτοί, ρε, δυο πόδια και δυο χέρια έχουνε»

Ο Γιώργος Ζαμπέτας είχε ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Από τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Γερμανία και τις Βρυξέλλες. Τον είχε πικράνει όμως το ταξίδι του στο Γιοχάνσεσμπουργκ, λόγω του ρατσισμού που συνάντησε εκεί: «Άνθρωποι είναι και αυτοί, ρε. Δυο πόδια και δυο χέρια έχουνε. Επειδή έχουνε άλλο χρώμα; Και τι μ' αυτό;» έλεγε.

Είχε αναφερθεί μάλιστα και στο τραγούδι του, τον «Αράπη», για το οποίο είχε πει: «Ο "Αράπης" ήταν ένα ξέσπασμα. Κάπου αισθανόμουνα κάποια εγκατάλειψη και έπρεπε να ξεσπάσω. Πολλά τραγούδια μπορεί να 'χουνε μέσα τους καλαμπούρι, αλλά, άμα τα προσέξεις, έχουνε και την πίκρα τους μέσα. Μέσα από την πλάκα και το μαύρο χιούμορ κρύβεται η πικρία. Εγώ κοροϊδεύοντας και βρίζοντας δεν απευθύνομαι μόνο σ' αυτούς που με ακούνε, αλλά σε όλες τις καταστάσεις της ζωής, στους βλάκες και ανεγκέφαλους, στους νεόπλουτους, στους τάχα μου και στους κυβερνώντες μας και σ' όλα τα στραβά μας».

2

* Με πληροφορίες από Vice και mixanitouxronou